Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Η ΑΠΟΘΗΚΗ






ανθρωπάκος κοίταξε μες από το παράθυρό του το γκρίζο δρόμο. Η νύχτα απλωνόταν αργά και ύπουλα και οι σκιές των κτιρίων, των αυτοκινήτων και των ανθρώπων στους δρόμους έπαιρναν να μακραίνουν και να ξεπερνούν σε μέγεθος τα αφεντικά τους. Έμοιαζαν να θέλουν να αυτονομηθούν και να πάρουν δικές τους πρωτοβουλίες έτσι όπως θέριευαν ασυγκράτητα. Σε λίγο όλα θα τυλίγονταν στο σκοτάδι και θα ‘μεναν μονάχα οι ψυχές να φεγγοβολούν μες απ’ τα κορμιά, ακάλυπτες, γυμνές… αυτή η αθώρητη στο μάτι ουσία που ξεχειλίζει και τρέχει από κάθε οπή του σώματος και τρέχει σε αχνιστές σταγόνες που συνενώνονται και χύνονται στο έδαφος και κυλούν στα δωμάτια, περνούν κάτω από τη χαραμάδα της εξώπορτας και βγαίνουν στο δρόμο για να πέσουν στα ρείθρα και στους υπονόμους… αφάνταστο πράγμα αυτή η ανθρώπινη ψυχή. Ο ανθρωπάκος που κοίταζε από το παράθυρο του μικρού του δωματίου είχε κι αυτός ψυχή, μπορεί όχι το ίδιο μεγάλη σε μέγεθος και βάθος όπως οι πανανθρώπινοι κολοφώνες της Ιστορίας, μπορεί όχι το ίδιο σημαντική. Όμως ήταν σίγουρος, με μια βεβαιότητα αδιαπραγμάτευτη, πως κατείχε εντός του μια κάποια ουσία που ήταν η ψυχή, η δική του, ολόδική του ψυχή, το “είναι” του, καθώς λέμε. Και για ένα ακόμη πράγμα ήταν σίγουρος εκείνο το απόβραδο. Πως η ψυχή του αυτή, που ολάκερη τη μέρα οι κάθε λογής έγνοιες της καθημερινότητας την κρατούσαν αλυσοδεμένη μες στα υγρά και άφωτα αμπάρια του “είναι” του, πάλευε να λευτερωθεί, να σπάσει τα δεσμά της και να ξεχυθεί στον “έξω κόσμο”. Μονάχα όταν οι ψυχές απελευθερώνονται από τα καταθλιπτικά όρια του σώματος, αυτής της άθλιας μονάδας, της περιορισμένης ασφυκτικής ύλης, μονάχα τότε λάμπουν κι αστραποβολούν και φωτίζουν τα πάντα γύρω τους. 

Γυρισμένος κατά τ’ ορθάνοιχτο παράθυρο έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια προσδοκώντας να δώσει την ευκαιρία στις υπόλοιπες αισθήσεις να πάρουν μπρος και να λειτουργήσουν. Κι έτσι αισθάνθηκε στο πρόσωπό του το τσουχτερό βοριαδάκι του Χειμώνα που είχε χιμήξει από τα ορεινά και γλιστρούσε μες στα στενά της συνοικίας κουβαλώντας στη ράχη του μια υποψία από μικροσκοπικά κι αόρατα στο μάτι κρυσταλλάκια χιονιού κι ευφράνθηκε από την εκστατική μίξη του κρύου αέρα που αντιπάλευε με τη ζεστασιά του δωματίου για να τη νικήσει τελικά σε μια μάχη από τα πριν καθορισμένη. Για μια στιγμή φαντάστηκε πως ο ίδιος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μονάχα αβαρύς, ασώματος αέρας, κάποια κορδέλα καπνού που βγαίνει από την καύτρα ενός αναμμένου τσιγάρου και λικνίζεται στην ατμόσφαιρα καθώς ξετυλίγεται δίχως βιάση και κάπου, κάπως, κάποτε χάνεται διαχεόμενος ολοτρόγυρα στο δώμα. Κι έτσι όπως κόντευε να τελέψει η διαδικασία της νοερής μεταμόρφωσης του ανθρωπάκου σε Ψυχή, χτύπησε το τηλέφωνο.

«Χρόνια πολλά αγόρι μου, να τα εκατοστήσεις», ακούστηκε μια φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. «Εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος και να έχεις ό,τι επιθυμείς στη ζωή σου». Ο κύριος Π. δεν απάντησε με λόγια, δεν έβγαλε άχνα, μονάχα ανάσαινε και κάπου-κάπου, ανάμεσα στη φυσιολογική αναπνοή έβγαινε και μια πιο βαριά ανάσα σαν αναστεναγμός που προσπαθούσε θα ‘λεγες να εκτονώσει την ένταση των συναισθημάτων που πήραν ν’ αναμοχλεύονται εντός του. «Πώς τα περνάς;» συνέχισε η γυναικεία φωνή. Πέρασε μια αιωνιότητα. «Καλά μάνα… καλά είμαι…» απάντησε τελικά σαν από ελεημοσύνη κι όχι γιατί ήθελε να μιλήσει. «Ελπίζω του χρόνου να είμαστε συγκεντρωμένοι όλοι μαζί και να γιορτάσουμε τα γενέθλιά σου οικογενειακά, όπως πρέπει». Μια διάχυτη υποψία παραπόνου. Η τελευταία φράση γκρέμισε ό,τι είχε χτιστεί λίγο πρωτύτερα. Αντάλλαξαν ακόμη μερικές κουβέντες που μήτε τυπικές ήταν, αλλά μήτε και εγκάρδιες. Μίλησαν για όλα τα τετριμμένα θέματα της καθημερινότητας από λίγη ώρα για το καθένα. Είπαν για το πώς πήγαινε η δουλειά του στο γραφείο πρωτοκόλλου της Δημαρχίας, όπου με χίλια βάσανα και γονυκλισίες είχε καταφέρει η μάνα του να τον τοποθετήσει, μίλησαν για τη φιλενάδα του τη Ναντίν και για τη δική της δουλειά στην εταιρεία ταχυμεταφορών που είχε τα γραφεία της στην άλλη άκρη της πόλης, διαφώνησαν για άλλη μια φορά για την επιλογή που εκείνος είχε κάνει να σχετιστεί μαζί της και έπειτα έπιασαν μια άνοστη κουβεντούλα λίγων λεπτών για το τι νόστιμο θα έτρωγε στη βραδιά των γενεθλίων του.  Όταν τέλεψε πια η “υποχρεωτική” επικοινωνία ο κύριος Π. έκλεισε βαρύθυμα το τηλέφωνο. Πήγε στην κουζίνα και από ένα ντουλάπι πήρε ένα κουτί φάρμακα. Αργά, σχεδόν τελετουργικά, απέσπασε από την αλουμινένια συσκευασία με τα χάπια ένα μικρό λευκό χαπάκι και το πέταξε μες στο στόμα του, όμοια όπως πετά κανείς μια σακούλα απορριμμάτων στον κάδο, και σχεδόν άμεσα αισθάνθηκε ανακουφισμένος. Σε λίγο όλα θα γίνονταν λιγότερο οδυνηρά, τα συναισθήματα εντός του θα έπαυαν να κοχλάζουν και να τον αναστατώνουν, η εσωτερική πίεση θα εκτονωνόταν από την ευεργετική βαλβίδα που θα άνοιγε και θα έδινε διέξοδο στο συσσωρευμένο ατμό.

Ποιος ήταν ο κύριος Π.; «Ποιος είμαι;» αναρωτήθηκε ρητορικά. Καμία απάντηση. Μήπως δεν είχε θέσει σωστά το ερώτημα; «Τι έχω καταφέρει ως τώρα;» ανασκεύασε μήπως και μπορούσε να απαντήσει πιο εύκολα τούτη τη φορά. Η απάντηση ήρθε αβίαστα και ενώ κρεμόταν ήδη από τα χείλη του, όπως η τελευταία σταγόνα νερού από το στόμιο μιας βρύσης που μόλις έκλεισε, την ξαναρούφηξε εντός του σαν κάποιο αδιόρατο κι ανομολόγητο αίσθημα ντροπής που αισθάνθηκε να μην τον είχε αφήσει να την εκστομίσει. Πάντως, σίγουρα η απάντηση στο επίμαχο ερώτημα ήταν μονολεκτική, γι’ αυτό θα έπαιρνε όρκο.

Με δυο δρασκελιές μετέφερε το κορμί του από την κουζίνα στο κεντρικό δωμάτιο, εκεί όπου ήταν όλη του η ζωή συγκεντρωμένη. Άφησε τη βαρύτητα να τον ρίξει πάνω στον καναπέ. Αντίκρυ του στον τοίχο μια τηλεόραση και δίπλα της μια μικρή βιβλιοθήκη με μερικά βιβλία. Λίγα τα έπιπλα, λίγο περισσότερα κάποια μπιμπελό και αναμνηστικά μικροαντικείμενα, μικρό το διαμέρισμα· ωστόσο, ήταν αρκετό για ‘κείνον μιας και δεν είχε ούτε πολλές ανάγκες έτσι μονάχος όπως ζούσε τον περισσότερο καιρό, αλλά ούτε και κάποια ιδιαίτερη απασχόληση, ή ενδιαφέρον, ή κάποιο χόμπυ που θα τον υποχρέωναν να συγκεντρώσει πολλά αντικείμενα γύρω του. Με άλλα λόγια ήταν αυτό που θα έλεγε ο Σαρτρ: “ελεύθερος”, ένα ον απόλυτα ελεύθερο κι αδέσμευτο από κάθε κοινωνική νόρμα κι επιταγή. Ήταν ελεύθερος να πηδήξει από το μπαλκόνι και να σκάσει σαν σακί στο δρόμο κάτω από την πολυκατοικία, δίχως να προκαλέσει καμία κοινωνική αναστάτωση. Ή θα μπορούσε να βγει στο σεργιάνι μες στα μαύρα μεσάνυχτα και να αρχίσει να δολοφονεί τη μία πόρνη μετά την άλλη, σαν άλλος Τζακ Αντεροβγάλτης. Ωστόσο, ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, όταν θα ερχόταν νομοτελειακά η ώρα που θα τον συλλαμβάνανε και θα τον μπαγλαρώνανε σε κανένα κελί υψίστης ασφαλείας, ακόμη και τότε η ανθρωπότητα θα ασχολιόταν μαζί του μονάχα πρόσκαιρα, ξοδεύοντας για χάρη του μερικά φρικτά μονόστυλα αστυνομικού ρεπορτάζ στον τύπο. Είναι τραγικό να είναι κανείς απόλυτα ελεύθερος… σκέφτηκε και ευθύς αμέσως προσπάθησε να αποτινάξει από το νου του τέτοιες δηλητηριώδεις σκέψεις.

Έξω είχε νυχτώσει για τα καλά. Οι ήχοι της πόλης είχαν κοπάσει πια και στην ήσυχη συνοικία όπου ζούσε, όταν δεν περνούσε κανένα αυτοκίνητο για να ταράξει τη νυχτερινή σιγαλιά με το θόρυβο της μηχανής του, το ρόλο αναλάμβαναν τα αδέσποτα σκυλιά που αλυχτούσαν έχοντας βγει στο σεργιάνι να ψάξουν για αποφάγια στους κάδους των σκουπιδιών και, άμα λάχαινε, να πάρουν στο κυνήγι καμία ξέμπαρκη γάτα, έτσι για να σπάσει η μονοτονία της ανούσιας ύπαρξής τους.

Σε μία ώρα ακριβώς θα έκλεινε τα τριάντα πέντε χρόνια ζωής. Τριάντα πέντε Καλοκαίρια και άλλοι τόσοι Χειμώνες, τριάντα πέντε Χριστούγεννα, τριάντα πέντε Σταυρώσεις και Αναστάσεις, εβδομήντα ισημερίες και ηλιοστάσια, εβδομήντα εθνικές εορτές... κάνοντας την αναγωγή του φάνηκαν πολύ λίγα. Εξάλλου, όσο πολλές κι αν φαίνονται οι ημέρες της ζωής ενός ανθρώπου, όσο βασανιστικά αμέτρητα κι αν ηχούν οι ώρες, τα λεπτά και, ακόμη περισσότερο, τα δευτερόλεπτα, αν μετρήσει κανείς τη ζωή σε χρόνια θα τα βρει, αλίμονο, πολύ λίγα... υπερβολικά λίγα για να αξίζει κανείς να δει τη ζωή στα σοβαρά. Βέβαια, υπήρξαν άνθρωποι στην ιστορία που μεγαλούργησαν έχοντας ζήσει λιγότερο από τον κύριο Π. Ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός που ενσαρκώθηκε σε άνθρωπο το ‘χε έτσι σχεδιασμένο ώστε να μην ξοδέψει πάνω από τριάντα τρία χρόνια πάνω σε τούτο εδώ τον Κόσμο. «Είμαι μεγαλύτερος από το Χριστό κατά δύο ολόκληρα χρόνια!» αποθαύμασε τον αντίκτυπο που είχε στην ψυχοσύνθεσή του τούτος ο συνειρμικός συλλογισμός κι έμεινε για λίγο έτσι ακίνητος να ρίχνει ένα άτονο βλέμμα στην κλειστή τηλεόραση και στον τοίχο απέναντί του που έστεκε πάντα του το ίδιο αμίλητος και απρόσβλητος από χαρά ή λύπη, ή οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα. Βάλθηκε να σκαλίζει εντός του και να ξεθάβει ολάκερα κομποσκοίνια από σκέψεις, ατέρμονες συστοιχίες συλλογισμών, μια βαβέλ από συνειρμικές οπτικές, ακουστικές και οσφρητικές μνήμες φαινομενικά άσχετες αναμεταξύ τους, ώσπου η Ναντίν έδωσε ένα τέρμα σ’ όλο αυτό το φαύλο κύκλο της ψυχικής καταβαράθρωσής του έτσι καθώς μπήκε ορμητικά στο διαμέρισμα με μια έκρηξη από γέλια και λουλούδια και ευχές… και φιλιά…



Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ο κύριος Π. καταλήφθηκε από μια μανία για συλλογές κινηματογραφικών ταινιών, αλλά πιστεύουμε ότι εκείνη η μέρα των τριακοστών πέμπτων γενεθλίων του έπαιξε με απόλυτη βεβαιότητα κάποιο καταλυτικό ρόλο στην αλλαγή της τροχιάς της ζωής του. Όλος εκείνος ο ορυμαγδός των σκέψεων, το γαϊτανάκι των συλλογισμών και οι έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις –πριν την έναρξη, βέβαια, της ευεργετικής δράσης του χαπιού– σίγουρα κάποιο λόγο είχαν στη γένεση της μανίας του. Όπως και να ‘χει, η ζωή του είχε αποκτήσει πλέον ένα νόημα.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της άγονης εργασίας του στο πρωτόκολλο, έγραφε μηχανικά τους αύξοντες αριθμούς των κάθε λογής αιτήσεων και τις σφράγιζε με τη στρογγυλή σφραγίδα του, το μοναδικό αξεσουάρ που διέθετε το άχαρο, σιδερένιο υπηρεσιακό γραφείο του, ενώ ταυτόχρονα μηρύκαζε με το νου του διάφορες σκηνές από τις ταινίες που είχε δει την προηγούμενη ημέρα. Γιατί δεν έβλεπε μονάχα μία ταινία κάθε μέρα, αλλά τουλάχιστον τρεις. Τρεις ταινίες μέσης διάρκειας δύο ωρών έκαστη, ίσον έξη γεμάτες ώρες τηλεθέασης. Το DVD player και η οθόνη της τηλεόρασης του σπιτιού του είχαν πάρει να καπνίζουν από την υπερλειτουργία. Με το που επέστρεφε στο σπίτι του, πετούσε το πανωφόρι του και έπαιρνε με μανιώδη ανυπομονησία να παρακολουθήσει την πρώτη ταινία που είχε αγοράσει. Τέτοια ήταν η φούρια του να δει όσες περισσότερες ταινίες του ήταν μπορετό, που δεν είχε χρόνο να φτιάξει ούτε φαγητό για να φάει. Κόντευε να ρέψει στην κυριολεξία. Αν γινόταν να βάλει στον εαυτό του ένα φλεβοκαθετήρα και να τρέφεται μονάχα με ενδοφλέβιους ορούς θα το έκανε με μεγάλη του χαρά. Στα μεσοδιαστήματα της τηλεθέασης καθόταν ξαπλωμένος στον καναπέ, ή στο κρεβάτι και αναπολούσε αυτά που είχε μόλις δει. Ξανάπλεκε νοερά το σενάριο, συμφωνούσε ή διαφωνούσε με την υπόθεση, με τη σκηνοθεσία, με την υποκριτική απόδοση των ηθοποιών, ακόμη και με το κάστινγκ της ταινίας, έτσι που το είχε μετατρέψει σε άσκηση εσωτερικισμού και διαλογισμού να καταστρώνει με το μυαλό του ένα δικό του κάστινγκ, όπου επέλεγε ο ίδιος τους ηθοποιούς που θα ήταν οι καταλληλότεροι για τους ρόλους. Του άρεσε να κάθεται στο φανταστικό του γραφείο καταμεσής στο φανταχτερό, εξωπραγματικό Χόλυγουντ και να υποδέχεται τη Μόνικα Μπελούτσι, ή τον Μπραντ Πιτ για να συζητήσουν για τον πιθανό ρόλο που θα τους ανέθετε. Αλλά η ευχαρίστησή του ήταν ακόμη μεγαλύτερη, σχεδόν άγρια, όταν τους απέρριπτε και τους το ανακοίνωνε κατάμουτρα. «Αγαπητή μου Μόνικα, σκέφτηκα πολύ σοβαρά την υπόθεση τη σχετική με το ρόλο. Λυπούμαι, αλλά πιστεύω πως δεν κάνεις γι αυτόν», κι έπειτα κλάματα και οδυρμοί απέναντί του –ή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου… γιατί όχι, κάλλιστα θα μπορούσε να της το είχε ανακοινώσει τηλεφωνικώς– κι έπειτα: «Έλα, μην κάνεις έτσι, αγαπητή μου, θα υπάρξουν και άλλες ευκαιρίες, θα βρεθούν άλλοι ρόλοι περισσότερο ταιριαστοί σ’ εσένα…» «Το πιστεύετε κύριε Π.;» η απόκοσμη απάντηση από το όμοια απόκοσμο στόμα. «Ω, μα φυσικά! Έλα καλή μου, μην κλαις… στάσου να σου σκουπίσω τα μάτια…» Τι απέραντη ευτυχία! Τι σαδιστική ευχαρίστηση! Όταν, πάλι, δεν απασχολούνταν με τις φανταστικές διανομές ρόλων –που, ομολογουμένως, είχαν μεγάλη πλάκα–  αφιέρωνε ολόκληρες ώρες στο να ανασκευάζει τις τελευταίες σκηνές κάποιας ταινίας κατά πώς ήθελε ο ίδιος. Ήταν φορές που, ακόμη κι αν το φινάλε ήταν της αρεσκείας του και τον εντυπωσίαζε, προσπαθούσε παραταύτα να σκεφτεί κάποιο άλλο ως εναλλακτική λύση.

Ο κύριος Π. είχε αποκτήσει και μία ακόμη παραξενιά: δεν του έφτανε μονάχα να παρακολουθεί τις ταινίες, αλλά έπρεπε και να τις κατέχει, να είναι ο ιδιοκτήτης τους. Τις συνέλλεγε, τις αγόραζε για να είναι σίγουρος ότι του ανήκουν, τις αποθήκευε μες στο σπίτι του, τον προσωπικό του ναό, παρότι δεν ήταν ο χαρακτήρας εκείνος που θα μπορούσε να δει μία ταινία ξανά και ξανά, ακόμη κι αν του άρεσε πολύ. Έτσι, συσσώρευε τα DVD μονάχα για να αποδείξει σε κάποιον κάποτε –δεν ήξερε σε ποιον ακριβώς και πότε– ότι τα είχε δει όλα αυτά, ότι τα κατείχε. Αγόρασε ένα ολόκληρο έπιπλο με ράφια σα βιβλιοθήκης για να τα τοποθετήσει όρθια το ένα δίπλα στ’ άλλο. Με τον καιρό συσσωρεύτηκαν τόσα πολλά DVD που αναγκάστηκε να πάρει κι άλλο ένα έπιπλο γι’ αυτά. Κι όταν η συλλογή του πήρε να διογκώνεται και να αποκτά ένα πολύ σεβαστό αριθμό από ταινίες, μπήκε στο δίλημμα της ταξινόμησής τους. Μέρες ολάκερες αναλογιζόταν πάνω στο θέμα αυτό. Πώς θα έπρεπε να τις ταξινομήσει; Μήπως αλφαβητικά, ή μήπως χρονολογικά; Αφού παιδεύτηκε αρκετά κάνοντας δοκιμές και με τις δύο αυτές ταξινομήσεις, κατέληξε στο τέλος ότι ήταν αμφότερες παιδαριώδεις κι ακατάλληλες. Για μια μακρά περίοδο έκλινε περισσότερο υπέρ της άποψης της θεματικής ταξινόμησης, πράγμα που αναθεώρησε αργότερα και αποφάσισε τελικά να ταξινομήσει την τεράστια συλλογή του με βάση το όνομα του σκηνοθέτη. Άλλο ο Κουροσάβα και άλλο ο Μπέργκμαν, άλλο ο Τρυφώ και άλλο ο Σπίλμπεργκ. Θα ήταν ιερόσυλο να τοποθετήσεις ανάκατους τους σκηνοθέτες. Ο καθένας είχε το ρεύμα του, τη μανιέρα του, τα στυλιστικά του μοτίβα, την τεχνοτροπία του. Με άλλα λόγια ήταν σαν να θάβεις στο ίδιο νεκροταφείο Χριστιανούς με Μουσουλμάνους, Βουδιστές με Δωδεκαθεϊστές.

Περιττό να περιγράψουμε την αγανάκτηση της Ναντίν με αυτά του τα καμώματα. Εξαιτίας της μανίας του με τις ταινίες, οι συναντήσεις τους είχαν λιγοστέψει τόσο πολύ που καμιά φορά περνούσε ολόκληρη εβδομάδα που δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο. Στην αρχή η δύστυχη κοπέλα θέλησε να τον καταλάβει, έδειξε όλη την καλή διάθεση να προσπαθήσει να κατανοήσει τη μανία που αναδύθηκε στο προσκήνιο σαν αγκάθι μες στη σχέση τους. Έτσι, αρχικά αποδέχτηκε καρτερικά τη μείωση των συναντήσεών τους, πιστεύοντας πως όλη αυτή η ανωμαλία δε θα διαρκούσε πολύ. «Πού θα πάει, θα του περάσει» σκεφτόταν και βίαζε τον εαυτό της να περιοριστεί κυρίως στην τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του. Έπειτα, αποφάσισε να αλλάξει τακτική κάνοντας μια απόπειρα να πηγαίνει στο διαμέρισμά του και να παρακολουθούν μαζί ταινίες. «Μπορείς να νικήσεις τον εχθρό αν εισδύσεις κρυφά στις γραμμές του», σκέφτηκε. Θέλεις, όμως, επειδή συνεχώς σχολίαζε στη διάρκεια της ταινίας, θέλεις επειδή τις περισσότερες φορές δεν την ενδιέφεραν καθόλου αρκετές από αυτές, ήρθε αναπόφευκτα η ώρα που λογομάχησαν τόσο έντονα στη διάρκεια μιας ταινίας που της είχε φανεί τόσο παράλογη και αποκρουστική –αν δεν απατώμαι, πρέπει να ήταν το “Salo” του Παζολίνι– που τους άκουσε όχι μόνο όλη η πολυκατοικία, αλλά και οι δύο διπλανές και εκείνες απέναντι στο δρόμο. Μάλιστα, κάποιος γεράκος του πέμπτου ορόφου κάλεσε την αστυνομία από το φόβο του ότι θα σκοτώνονταν αναμεταξύ τους.

Κάποτε συνέβη κάτι το εντελώς απροσδόκητο και ακατανόητο. Ο κύριος Π., τοποθετώντας την τελευταία ταινία που μόλις είχε αγοράσει και παρακολουθήσει στην τελευταία κενή θέση, πάνω στο τελευταίο διαθέσιμο ράφι της ραφιέρας, που είχε στο μεταξύ καταλάβει ένα ολόκληρο τοίχο, έξαφνα αισθάνθηκε αδιαθεσία. Δεν ήξερε να πει τι ακριβώς ήταν αυτό, αλλά, σίγουρα εκδηλωνόταν με ένα ακαθόριστο ίλιγγο και έντονη τάση για εμετό. Αφού όρμησε στην τουαλέτα, έπεσε με το κεφάλι πάνω στη λεκάνη και έμεινε εκεί για κάμποση ώρα περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να ξεράσει μια ολάκερη θάλασσα από στομαχικά υγρά. Το πρόσωπό του είχε κατακιτρινίσει και κάτω από τα μάτια του διαγράφονταν έντονα δυο μαύροι κύκλοι. Αφού είδε κι απόειδε ότι τελικά δεν θα έκανε εμετό, σηκώθηκε, έσυρε τα πόδια του ως το υπνοδωμάτιο και έπεσε στο κρεβάτι ημιλιπόθυμος κι αποκοιμήθηκε… κοιμήθηκε για δυο ολόκληρα εικοσιτετράωρα. Ήταν τέτοια η νύστα του και τόσο βαθύς ο ύπνος του που δεν άκουσε ούτε μία φορά τις αλλεπάλληλες τηλεφωνικές κλήσεις από τη μητέρα του, τη Ναντίν και το διευθυντή της υπηρεσίας του που τον έψαχναν επίμονα.

Όταν τελικά ξύπνησε από το κώμα όπου είχε πέσει, ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Χειμώνα, με τις ακτίνες του χαμηλοστεκούμενου ήλιου να τρυπούν τα τζάμια και να χρυσίζουν την καθαρή, παγερή ατμόσφαιρα. Χασμουρήθηκε παρατεταμένα και τεντώθηκε σύγκορμος εκτείνοντας όλες τις κλειδώσεις του κορμού και των άκρων του. Αισθάνθηκε ευδιάθετος και με μεγάλη όρεξη για ένα περίπατο στον καθαρό κρύο αέρα. Σεργιάνισε κάμποσο στους δρόμους της συνοικίας του, στάθηκε ευδιάθετος σε βιτρίνες εμπορικών καταστημάτων και θαύμασε τα ρούχα της χειμερινής σεζόν σε καταστήματα ρούχων, τα νέα μοντέλα κινητών τηλεφώνων και τους φορητούς και επιτραπέζιους υπολογιστές σε καταστήματα ηλεκτρονικών και τα καλογυαλισμένα και άψογα φινιρισμένα έπιπλα σε καταστήματα επίπλων. Μπήκε, μάλιστα, και σε ένα πολύ όμορφο μπιστρό που μόλις είχε ανοίξει στην περιοχή και απόλαυσε ένα ζεστό καπουτσίνο πότε κοιτάζοντας ράθυμα την κίνηση στους εμπορικούς δρόμους από τη τζαμαρία και πότε διαβάζοντας τους τίτλους των άρθρων μιας εφημερίδας. Έπειτα ξαναβγήκε στους δρόμους. Λίγο πριν αποσώσει τον πρωινό του ανέμελο περίπατο, στάθηκε και χάζεψε την προθήκη ενός γνωστού βιβλιοπωλείου της πόλης. Με το βλέμμα του διέτρεξε προσεκτικά τα πολύχρωμα εξώφυλλα των νέων κυκλοφοριών και των μπεστ-σέλλερς. Η ιδέα να αγοράσει ένα βιβλίο του φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα και αναζωογονητική. Μπήκε μες στο κατάστημα, απ’ όπου βγήκε… μετά από μία ολόκληρη ώρα. Κρατώντας σε κάθε χέρι του μια τσάντα γεμάτη με βιβλία γύρισε στο διαμέρισμά του.



Δεν άργησε να γίνει ένθερμος βιβλιόφιλος. Για κινηματογραφικές ταινίες, ούτε λόγος να γίνεται πια μετά από εκείνο το επεισόδιο ναυτίας που είχε βιώσει. Όχι μόνο δεν ήθελε να ξαναδεί ταινία, αλλά δεν άνοιγε πλέον την τηλεόραση ούτε καν για την ειδησεογραφική ενημέρωση. Ωστόσο, τη συλλογή του με τα DVD που εκτεινόταν σ’ όλο τον τοίχο του σαλονιού του την κράτησε ακέραια γιατί αποτελούσε πλέον ένα μέρος της ταυτότητάς του. Ποιος θα ήταν ο κύριος Π. δίχως τη συλλογή του από ταινίες; Ο κύριος Π. ήταν ο ειδικός στον κινηματογράφο, τουλάχιστον ο ειδικότερος από όλους όσους ανήκαν στο συγγενικό και φιλικό του κύκλο… και αυτό το αποδείκνυε περίτρανα η διόλου ευκαταφρόνητη συλλογή του.

Μα τι λέγαμε… α, ναι! Περί της βιβλιοφιλίας του κυρίου Π. Επρόκειτο για μια νέα τάση, ένα ολοκαίνουργιο κεφάλαιο στη ζωή του, μια πραγματική αποκάλυψη… που δεν άργησε να γίνει μανία χειρότερη της προηγούμενης. «Τι είναι, άραγε, ο άνθρωπος που δεν έχει διαβάσει ούτε ένα βιβλίο στη ζωή του; Μια σκιά, ένας υπάνθρωπος, ένα homunculus. Ο λογισμός του υποτυπώδης, η καλλιέργειά του ανύπαρκτη, τα ένστικτα ζωώδη…» Αυτό έγινε το μότο του κυρίου Π. που δεν παρέλειπε να το διατυπώνει σε κάθε του συζήτηση με γνωστούς κι αγνώστους, με φίλους και συναδέλφους, μηδενός εξαιρουμένου. Ούτε η Ναντίν δε γλίτωσε από την πλύση εγκεφάλου που ο φίλος της είχε αναλάβει να κάνει σ’ όποιον τον συναναστρεφόταν, αναθέτοντας στον εαυτό του το ρόλο του προφήτη που ευαγγελίζεται τη μόνη Αλήθεια ετούτης της ζωής. Αρκετές ήταν οι φορές που προσέβαλε τη νεαρή γυναίκα με δηκτικά σχόλια όπως: «Διάβασε κανένα βιβλίο να ξεστραβωθείς», ή «δεν έχουμε, πλέον, να πούμε τίποτα εμείς οι δυο, αφού δεν μπορούμε να συζητήσουμε για τίποτε άλλο εξόν από τα τετριμμένα θέματα της καθημερινότητας», και άλλοτε με φράσεις όπως: «θα ‘ταν φρονιμότερο να βγαίνω με κάποια που ξέρει για τον Σαρτρ κάτι παραπάνω από το ότι ήταν απλά ο φίλος της Ντε Μποβουάρ», ή πάλι «τουλάχιστον εγώ έχω διαβάσει έστω ένα βιβλίο επιπλέον εκείνων που μας μοίραζαν στο σχολείο». Η Ναντίν είχε τόσο πολύ αγανακτήσει με τη συμπεριφορά του που για ένα ολόκληρο μήνα δεν του ξαναμίλησε και δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής. Όταν έκανε την επανεμφάνισή της στη ζωή του, ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Είχε γίνει πιο μελαγχολική και, μάλιστα, παραδεχόταν ανοιχτά ότι εκείνη δεν είχε ούτε το ένα χιλιοστό από τις γνώσεις του φίλου της. Είχε, μάλιστα, τόσο πολύ αναθεωρήσει σχετικά μ’ εκείνον, που έφτασε ακόμη και σε σημείο να τον θαυμάζει. Κάποτε του είπε: «Ξέρεις γιατί σε θέλω πιο πολύ από πριν; Γιατί με ανάβεις όταν μου μιλάς για λογοτεχνία». Και μετά από αυτά τα λόγια ρίχνονταν οι δυο τους σ’ ένα βίαιο έρωτα που διαρκούσε όσο και η νύχτα.

Όντας από πάντα του συστηματικός και μεθοδικός με ό,τι κι αν καταπιανόταν στη ζωή του, ο κύριος Π. βάλθηκε να συλλέγει εξίσου μεθοδικά και τα βιβλία. «Από πού να ξεκινήσω;» ταλανιζόταν συχνά. Γρήγορα κατέληξε πως το καλύτερο στην περίπτωσή του θα ήταν να θεωρήσει τον εαυτό του ως μια tabula rasa και να κάνει την απαρχή της νέας του ενασχόλησης με την Κλασική Λογοτεχνία. Έτσι, αγόρασε τα άπαντα του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Ζολά, του Μπαλζάκ, του Ουγκώ, του Ντίκενς, του Κάφκα και αρχίνισε την ανάγνωση… μια διαρκή, αέναη ανάγνωση που απαιτούσε την πλήρη αφοσίωσή του και την απαξίωση των βασικών βιολογικών του αναγκών. Όπως είχε κάνει παλιότερα, στην κορύφωση της μανίας του για τον κινηματογράφο, έτσι και τώρα παρέβλεπε τις εξόδους, παρέλειπε να φάει, ακόμη και να ασχοληθεί με την προσωπική του υγιεινή. Κι αν πήγαινε στην τουαλέτα για να ανακουφίσει τα έντερά του, δεν πήγαινε μονάχος, παρά μαζί με ένα βιβλίο. Ολάκερα μακροσκελή κεφάλαια είχαν διαβαστεί πάνω από τη λεκάνη. Αναπόφευκτο ήταν να βγάλει το λοιπόν αιμορροΐδες από τις ατελείωτες ώρες του μετεωρισμού επάνω από την καταβόθρα, κάτι που τον ανάγκασε να περιορίσει τις λογοτεχνικές του αναζητήσεις στα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού και να μειώσει τη διάρκεια των αφοδεύσεών του.

Ο κύριος Π. αποθαύμασε το μεγαλείο της σαφήνειας των κλασικών αφηγήσεων, την αχανή έκταση των κλασικών μυθιστορημάτων, εκστασιαζόταν με τις αιώνιες αλήθειες που αναδύονται μέσα από αυτά, λάτρεψε τους κλασικούς ήρωες, είτε καλούς, είτε κακούς, αυτούς τους τόσο αυθεντικούς νατουραλιστικούς ήρωες που έχουν πια ξεφύγει από τους δημιουργούς τους και ενυπάρχουν στη συλλογική πανανθρώπινη συνείδηση σε πλήρη αυθυπαρξία, σα να πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα, για χαρακτήρες που έζησαν στ’ αλήθεια. Στην Ιστορία κυριαρχούν οι σημαντικοί άνθρωποι, στη Μυθολογία οι θεοί και κάπου ανάμεσα σ’ όλους αυτούς συγχρωτίζονται και περιδιαβαίνουν με την ίδια άνεση και φυσικότητα οι κλασικοί μυθιστορηματικοί ήρωες, όπως ο Πιπ και η Εστέλλα, ο δόκτωρ Φάουστ, η Ευγενία Γκραντέ, η Άννα Καρένινα, ο Ρασκόλνικοβ και τόσοι και τόσοι άλλοι γνώριμοι σε κάθε άνθρωπο που πήγε στο σχολείο, ανεξαρτήτως φυλής και εθνικότητας.

Ο κύριος Π. είχε μαγευτεί. Η μικρή μονόστηλη βιβλιοθήκη με τα λιγοστά βιβλία που υπήρχε στο σαλόνι του εδώ και χρόνια, ξηλώθηκε και γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια μεγαλύτερη που καταλάμβανε μια έκταση δύο συνεχόμενων τοίχων. Αν προσθέσουμε και τον τοίχο που είχε καταληφθεί από τη συλλογή των κινηματογραφικών ταινιών, δεν υπήρχε ακάλυπτος τοίχος πλέον στο σαλόνι. Η τηλεόραση είχε φύγει από τη μέση και είχε παραπεταχτεί κάπου σε μια γωνιά σκεπασμένη μόνιμα πια μ’ ένα λευκό σεντόνι για να μην αραχνιάσει. Τα σχέδια μεγαλεπήβολα, η φιλοδοξία άκρατη. Θα γέμιζε όλα τα ράφια της βιβλιοθήκης με βιβλία. Η αρχή είχε γίνει με την Κλασική Λογοτεχνία, η οποία κατέλαβε επτά ράφια.  Απέμεναν και τα υπόλοιπα είδη Λογοτεχνίας που έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Μη φανταστείτε, φυσικά, ότι ο κύριος Π. προλάβαινε να διαβάσει όλους αυτούς τους τόμους που συγκέντρωνε. Όχι, θα ήμασταν ψεύτες αν υποστηρίζαμε κάτι τέτοιο. Η νέα του μανία, όμως, είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο αναβρασμού που τον έκανε να αγοράζει κάθε τρεις και λίγο καινούργια βιβλία με τον ευσεβή πόθο να τα διαβάσει στο προσεχές μέλλον. Και η αλήθεια είναι ότι συνεχώς διάβαζε, αλλά ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να φτάσει τους ρυθμούς με τους οποίους συσσώρευε νέους τίτλους.

Κάποτε μπούχτισε με την Κλασική Λογοτεχνία και αποφάσισε πως έπρεπε να κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και να ασχοληθεί με τη σύγχρονη λογοτεχνία. Όχι, δεν θα έμοιαζε στον Μπόρχες που διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα ίδια κλασικά έργα του Θερβάντες και του Ντίκενς στην κατά τα άλλα πλούσια βιβλιοθήκη του πατρικού του σπιτιού στο Μπουένος Άιρες. Είχε στοιχηματίσει με τον εαυτό του ότι θα γινόταν ένας από τους πιο πολυμαθείς και μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του. Τόσο άμετρη ήταν η φιλοδοξία του που ανατροφοδοτούσε αλλεπάλληλα τη μανία του για τα βιβλία. Όμως, από τη στιγμή που αποφάσισε να διευρύνει τους ορίζοντες της εσωτερικής του καλλιέργειας διατρέχοντας τις αχανείς εκτάσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας, τότε ήταν που τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται και να του προκαλούν άγχος και ανασφάλεια που διαδέχτηκαν τον αρχικό γνήσιο και ειλικρινή ενθουσιασμό του. Τι να πρωτοδιαβάσει; Πώς να ταξινομήσει τους σύγχρονους συγγραφείς; Τα βιβλία στην εποχή μας είναι τόσο πολλά, σχεδόν αναρίθμητα. Με ποια έπρεπε να καταπιαστεί, πού να ρίξει μεγαλύτερο βάρος; Ένιωθε χαμένος. «Δε μου φτάνουν εκατό ζωές για να διαβάσω όλα αυτά τα έργα. Ο κόσμος γεννοβολά μυθιστορήματα ασυγκράτητα! Θα έλεγες ότι ο λογοτεχνικός κόσμος έχει κολλήσει κάποια γαστρεντερίτιδα και κάθε τρεις και λίγο τρέχει στην τουαλέτα με διάρροια! Απορώ πώς δεν έχει αφυδατωθεί ακόμη!» Αστεϊσμοί μεν, αλλά με κάποια βάση… Διάβασε αρκετά μπεστ-σέλλερς, μερικά εκ των οποίων θα μπορούσε κάλλιστα να μην τα είχε διαβάσει ποτέ και παρόλα αυτά να μην έχει χάσει κάτι ιδιαίτερο. Άλλοτε, ένα μικρό αριστούργημα διαδεχόταν μιαν ασημαντότητα. Άλλοτε, πάλι, επέλεγε στη σειρά άνοστα και ανούσια μυθιστορήματα και απογοητευόταν για το όλο εγχείρημά του.

Εν τω μεταξύ, τα βιβλία είχαν γεμίσει όλα τα ράφια της βιβλιοθήκης του και πολλά περίσσευαν εκτός ραφιών. Όλο σχεδόν το μηνιάτικο από την εργασία του στο Γραφείο Πρωτοκόλλου εξανεμιζόταν στην αγορά βιβλίων. Η Ναντίν άρχισε και πάλι να κάνει μούτρα και να διαμαρτύρεται με την όλη κατάσταση. Εκεί που άλλοτε τα έβαζε με τις κινηματογραφικές ταινίες, τώρα πια τα βιβλία είχαν μετατραπεί στον κύριο αντίπαλό της. Έπρεπε να τα αντιμετωπίσει, όφειλε να μαχηθεί και να τα νικήσει. Έτσι όπως συσσωρεύονταν παντού, πάνω στα τραπέζια, στα περβάζια των παραθύρων, στα κομοδίνα, στα πατώματα, της άφηναν όλο και λιγότερο ζωτικό χώρο για να αναπνεύσει. Όλα αυτά τα βιβλία την έπνιγαν… ασφυκτιούσε. Άσε που άρχισε να πιστεύει πως όλα εκείνα τ’ αναρίθμητα χάρτινα αντικείμενα συγκέντρωναν τέτοιες ποσότητες σκόνης που ήταν αδύνατο να μην πάθει κανείς άσθμα εκεί μέσα. Συχνά, έπρεπε να ανοίγει δρόμο ανάμεσα από τους σωρούς με τα βιβλία για να φτάσει στο σημείο εκείνο που ήθελε μες στο σπίτι. Αναπολούσε τις στιγμές που έκαναν έρωτα με τον κύριο Π. στον  καναπέ, ή πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Τώρα πια αυτά τα έπιπλα χρησίμευαν σαν στηρίγματα για τους στοιβαγμένους τόμους. Η κατάσταση είχε πια ξεφύγει από τον έλεγχο.

«Ως εδώ και μη παρέκει» αποφάσισε μια μέρα. Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο του Καλοκαιριού και η ατμόσφαιρα ασφυκτική από μια ακύμαντη ζέστη. Όλα έπλεαν θαρρείς μες σε μια θολή αχλή, σα να σιγόβραζαν μες σ’ ένα τσουκάλι με πηχτό ζωμό. Ένιωθες το στήθος σου βαρύ σα να το πλάκωναν τόνοι μολυβιού και η ανάσα έβγαινε δύσκολα και μ’ αναστεναγμούς. Η Ναντίν κοίταξε από την ανοιχτή εξώπορτα το σαλόνι. Έριξε ένα βλέμμα όλο μίσος στους σωρούς από βιβλία κι ένιωσε νικημένη, ξέπνοη, υποταγμένη. Είχε ηττηθεί πανηγυρικά. Αντίκρυ της το πεδίο της μάχης. Ο εχθρός απτόητος, αύτανδρος, ρωμαλέος. Εκείνη ζαρωμένη, ανήμπορη, ματωμένη. Έριξε τα μάτια της στο πάτωμα κάτωθέ της. Κοίταξε τα πόδια της. Παρακαλούσε να φανεί δυνατή για μια φορά στη ζωή της. Έκανε έκκληση στα πόδια της να κάνουν το αποφασιστικό βήμα. Και το έκανε. Με την πόρτα ορθάνοιχτη έκανε ένα βήμα πίσω συνεχίζοντας να κοιτά το πάτωμα. Έπειτα άλλο ένα και τέλος ένα τρίτο. Έκλεισε την πόρτα. Ήταν η τελευταία φορά που αντίκρισε τους άναρχους, αλλοπρόσαλλους σωρούς των βιβλίων. Ήταν η τελευταία φορά που τα βιβλία παραμερίστηκαν από τα λεπτά της μακριά χέρια προκειμένου να περάσει, ή να καθίσει κάπου. Τώρα πια εκείνοι οι εχθροί με τη χάρτινη ψυχή μπορούσαν να κυριαρχήσουν παντού, ακόμη και στα πιο αφάνταστα σημεία του σπιτιού, να φτάσουν ως το ταβάνι, να ξεχειλίσουν από τα παράθυρα. Ήταν μια αναίμακτη μάχη που είχε δοθεί και είχε κερδηθεί και σύνωρα χαθεί…

Ο κύριος Π., μετά το χωρισμό με τη Ναντίν το έριξε ακόμη περισσότερο στο διάβασμα και τη συλλογή βιβλίων. Φοβίες τον κατάτρυχαν και τον βασάνιζαν, σκέψεις καταστροφολογικές, ιδέες συντέλειας. «Κι αν πάρει φωτιά το σπίτι; Κι αν η πολυκατοικία γκρεμιστεί στον πρώτο σεισμό που θα συμβεί; Τι θα απογίνω; Τι θα απογίνουν όλα τούτα τα βιβλία; Κι αν το σαράκι σιγά-σιγά τα καταστρέψει καταβροχθίζοντας τις σελίδες τους άδηλα και ύπουλα; Ποιος θα είμαι χωρίς τα βιβλία μου; Θα είμαι ένα τίποτα, ένα μεγάλο ολοστρόγγυλο μηδενικό δίχως ταυτότητα, δίχως ψυχή!» Καμιά φορά έτρεμε στ’ αλήθεια σ’ αυτές τις σκέψεις σαν να τον έκαιγε ο πυρετός μιας άγνωστης κι ανίατης ασθένειας. Στριφογυρνούσε στο κρεβάτι τα βράδια και δεν τον έπαιρνε ο ύπνος έτσι όπως τον κατέκλυζαν όλες αυτές οι έγνοιες. Ακόμη κι όταν κατάφερνε να κοιμηθεί, ακόμη και στον  ύπνο του έβλεπε εφιάλτες σχετικούς με την καταστροφή των αποκτημάτων του. Ήταν, λέει, ξυπόλυτος καταμεσής στο δρόμο και όλη του η περιουσία ήταν μονάχα η φανέλα και το εσώρουχό του με τα οποία κοιμόταν. Πίσω του η πολυκατοικία ολοσχερώς κατεστραμμένη, ένας άμορφος σωρός από ερείπια. Ο κόσμος τον προσπερνούσε και τον κοιτούσε επιτιμητικά, γιατί ήταν ένα τίποτα, ένα απόλυτο Τίποτα. Κι εκείνος, σε κάθε βλέμμα όλο και καμπούριαζε περισσότερο, όλο και συρρικνωνόταν, μέχρι που έγινε ένας νάνος κι αρχίνισε να τρέχει ανερμάτιστος και κατατρομαγμένος ως το μεδούλι του πάνω στην άσφαλτο περνώντας κάτω απ’ τους διαβάτες, ανάμεσα από τα ανοιχτά τους σκέλη, μέχρι να βρει την τρύπα όπου θα πηδούσε μέσα και θα κρυβόταν για να αποφύγει την ντροπή, τα ανθρώπινα βλέμματα, αυτά τα αδιάκριτα βλέμματα που το μόνο που κάνουν είναι να διερευνούν την ταυτότητα του άλλου, αυτή η αδιακρισία των συνανθρώπων που περιορίζει την υπαρξιακή ελευθερία…

Και, ενώ όλα έδειχναν να κυλούν με τον ίδιο κι απαράλλαχτο ρυθμό, κάποια μέρα ήρθε η Μεγάλη Κρίση, μεγαλύτερη της πρώτης, και η κρίση αυτή είχε όνομα και λεγόταν: Ουμπέρτο Έκο… Όταν στα χέρια του έπεσαν τα βιβλία του: “Αναμνήσεις επί χάρτου, κείμενα για τη βιβλιοφιλία”, “The Infinity of Lists” και τα παρόμοια περί βιβλιοφιλίας και βιβλιοθηκών, ο κύριος Π. τα έχασε. Η γη κάτω από τα πόδια του κλυδωνίστηκε κι εκείνος κόντευε να γκρεμοτσακιστεί στη χαίνουσα άβυσσο που είχε έξαφνα ανοιχτεί. Όλο το φιλόδοξο οικοδόμημα που είχε πασχίσει να χτίσει επί τόσα χρόνια με ενδελεχή επιμέλεια και ιώβια καρτερία, γκρεμίστηκε συθέμελα σε μερικές ημέρες. «Τι κι αν έχω συγκεντρώσει όλους αυτούς τους τόμους γύρω μου… τι κι αν έχω διαβάσει περισσότερο από το ένα τέταρτο αυτών… αλίμονο, ποτέ δε θα καταφέρω να γίνω κάποιος αξιόλογος συλλέκτης! Θα είμαι πάντα μια μετριότητα, ένας συλλεκτίσκος, μια σκιά του Έκο και του σιναφιού του! Πόσο αδύνατο φαντάζει για ένα κοινό θνητό σαν εμένα, με ένα μίζερο μισθό ως υπαλλήλου του Δήμου όπως ο δικός μου, να κατέχει όλα αυτά τα απόκρυφα έργα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, όλα αυτά τα σπάνια, πολύτιμα χειρόγραφα του Μεσαίωνα! Αλίμονο, όσα βιβλία κι αν συγκεντρώσω στη συλλογή μου, ποτέ δε θα γίνω Κάποιος!» Μετά τον Eco, ο Jacques Bonnet με το βιβλίο του “Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα” ήρθε και τον αποτελείωσε. Διαβάζοντας για όλους αυτούς τους βαθύπλουτους συλλέκτες με τις σπάνιες συλλογές βιβλίων ανυπολόγιστης αξίας έχασε στην κυριολεξία το νου του –όχι, βέβαια, ότι είχε απόλυτα τα λογικά του πρωτύτερα…

Έτσι, λοιπόν, μια μέρα, δίχως πυροτεχνήματα και παιάνες, δίχως γιορτές και πανηγύρια, θεραπεύτηκε η μανία του για τα βιβλία, έτσι όπως είχε έρθει στο προσκήνιο, άδηλα και ύπουλα. Το σπίτι του, παρ’ όλα αυτά, παρέμενε υπερφορτωμένο με εκατοντάδες τόμους από δαύτα που γέμιζαν με  σκόνη και που του ήταν αδύνατο να τους βολέψει κάπου. Ποια θα ήταν η ταυτότητά του εφεξής; Ποιος θα ήταν ο κύριος Π. αν δεν ήταν συλλέκτης βιβλίων; Θα μπορούσε να συλλέξει κάτι άλλο; Κάτι που να αφορά εξίσου στην τέχνη; Κάτι σπουδαίο;



Και ναι, πάντα υπάρχει κάτι νέο ν’ αφιονίσει την Ψυχή που ψάχνει ν’ αφιονιστεί, την Ψυχή που, από μια αταβιστική, ενστικτώδη ανάγκη, θαρρεί πως είναι αθώρητη κι αόρατη αν δεν καταφέρει ν’ αποδείξει με χειροπιαστά ντοκουμέντα την ύπαρξή της. Η νέα μανία για συλλογή ξεπήδησε έξαφνα από το σκοτεινό της λίκνο, από το “ψυχικό αυγό”: θα συνέλλεγε πίνακες ζωγραφικής! Ωστόσο, δε θα παρέμενε ένας απλός συλλέκτης, αλλά θα γινόταν ένας πραγματικός ειδήμων, ένας εξπέρ, καθώς λέμε λαϊκά, στη ζωγραφική, σ’ αυτή την ανώτερη καλλιτεχνική έκφραση της προαιώνιας ανθρώπινης αναζήτησης. Ο κύριος Π. θα γινόταν ένας ασπούδαστος μεν, αλλά αυτοδημιούργητος Ιστορικός Τέχνης. Πήρε, λοιπόν, και αγόρασε όλους τους τόμους των ειδικών σ’ αυτό τον τομέα εκδόσεων Taschen για να ενημερωθεί. Κι αφού διάβασε για κυβισμούς, φοβισμούς, ιμπρεσσιονισμούς και τα παρόμοια σε “-ισμός” που οι ανθρώπινες Τέχνες τα έχουν άφθονα, και θεώρησε ότι προσανατολίστηκε κάπως στο νέο κι εν πολλοίς άγνωστο αυτό πεδίο, πήρε τους δρόμους…

Το ‘ξερε, φυσικά, ότι οι οικονομικές του δυνατότητες για μια τέτοια συλλογή, που εκ φύσεως είναι από τις πιο δαπανηρές και ελιτίστικες, ήταν μηδαμινές, σχεδόν ανύπαρκτες. Πώς θα μπορούσε ένας υπαλληλάκος του Δήμου να πληρώσει για ζωγραφικούς πίνακες; Όσο κι αν έπλαθε με το νου του ολάκερες φανταστικές σκηνές πλειστηριασμών όπου συμμετείχε ο ίδιος –ή, αν ήθελε να είναι πιο σικ, δι’ αντιπροσώπου– και πλειοδοτούσε προκειμένου να αποκτήσει έναν διεθνώς περιζήτητο πίνακα, τόσο κάθε φορά ανακάλυπτε με απελπισία καθώς άνοιγε τα μάτια πως βρισκόταν στο ίδιο πάντα ταπεινό και φτωχικό διαμέρισμα… φαντασιοκοπίες, αχαλίνωτες ονειροφαντασίες… έπρεπε, αλίμονο, να προσγειωθεί στην οικτρή του πραγματικότητα. Ανήμπορος καθώς ήταν, αλλά, παρόλα αυτά, αναγκεμένος από το νέο του ψυχαναγκασμό, βρήκε κάποτε τη λύση: θα αγόραζε πίνακες φοιτητών της Σχολής Καλών Τεχνών, έργα καλλιτεχνών του δρόμου. Θα εισέφρυε σε μποέμ στέκια και χαμοκέλες κι όπου αλλού χρειαζόταν για να αναζητήσει τη λεία του. Θα γινόταν ο υποστηρικτής των νέων κι άγνωστων καλλιτεχνών που είτε είναι ακόμη εκκολαπτόμενοι, είτε ζουν στο περιθώριο του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι, του mainstream, όπως λέμε στην ελληνική, αλλά που έχουν όλα τα εχέγγυα για να γίνουν στο μέλλον διασημότητες. «Μήπως οι Ιμπρεσσιονιστές δεν ήταν οι απόβλητοι των Παρισινών εκθέσεων; Μήπως δεν τους λοιδορούσαν για την “εντύπωση” που ήθελαν να προκαλέσουν με τα έργα τους;» αναρωτιόταν ο κύριος Π. κι έπαιρνε θάρρος και γέμιζε από πηγαία ενέργεια. «Αν αγοράζω πίνακες από φοιτητές και άγνωστους ζωγράφους, θα ξοδεύω ελάχιστα. Ναι, φαντάζομαι πως είναι μια δαπάνη που μπορώ να την αντέξω». Σκέψεις αταίριαστα λογικές για κάποιον που καταλαμβάνεται από τη μανία ν’ αποδείξει την ύπαρξή του…

Η επιχείρηση συσσώρευσης πινάκων ξεκίνησε με τυμπανοκρουσίες και σαλπίσματα. Στην αρχή, βέβαια, ο κύριος Π. παραδέχτηκε πως η μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη στάθηκε για κείνον αρκετά δύσκολη κι επίπονη. Κι αυτό γιατί δεν είχε ιδέα για τα κατατόπια και τις συνήθειες όλου αυτού του “υπόγειου” καλλιτεχνικού κόσμου της μεγαλούπολης, ενός κόσμου που κοχλάζει και κοντεύει να σκάσει απ’ τις αναθυμιάσεις της συσσωρευμένης φιλοδοξίας του, από τα αέναα κεντρίσματα του άκρατου εγωτισμού και απ’ τη ζεματιστή λάβα της φιλαυτίας του. Είχε να αντιμετωπίσει ένα σκοτεινό πλήθος που έχει οικειοποιηθεί συνειδητά τις συνήθειες του αρουραίου για να μπορεί να σουλατσάρει με άνεση στα λαγούμια, έχοντας την ανομολόγητη, κρυφή ελπίδα ότι κάποια από αυτά τα λαγούμια κάποτε οδηγούν από τους δημόσιους υπονόμους στα υπόγεια των πιο λαμπρών ανακτόρων κι από εκεί στα δώματα και στις σάλες δεξιώσεων. Έπρεπε, λοιπόν, ο κύριος Π. να επιστρατεύσει και την κολακεία, αντλώντας υπομονετικά από το λεξιλόγιό του όσες λέξεις θαυμασμού και φιλοφρονήσεων υπήρχαν εκεί μέσα αποξεχασμένες κι αραχνιασμένες, χρόνια πολλά σε αχρηστία. Γιατί ήταν αλήθεια ότι με λίγη ως πολλή κολακεία –αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων της κάθε περίπτωσης– μπορούσε να πετύχει μια καλή τιμή για τον πίνακα που φιλοδοξούσε να αποκτήσει.

Οι περισσότεροι πίνακες, ομολογούσε, του φαινόταν μέτριοι, άχαροι κι ανούσιοι. Ωστόσο, τους συνέλλεγε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, μεθοδικά, σχεδόν μηχανικά. «Η ζωγραφική είναι πολύ περίεργο πράγμα», παραδεχόταν συχνά. «Ένας πίνακας που μπορεί να σου φανεί βλακώδης γιατί το μόνο που απεικονίζει είναι μια γραμμή, ή ακόμη και μια μουτζούρα, να, όπως αν γέμιζα τα χέρια μου με διάφορα χρώματα και τα πασάλειβα πάνω στον καμβά, παρόλα αυτά μπορεί με χρόνια με καιρούς να θεωρηθεί σπάνιο αριστούργημα». Προνοητικοί συλλογισμοί…

Θα θυμάται, φυσικά, ο αναγνώστης το συνονθύλευμα των συσσωρευμένων βιβλίων μες στο διαμέρισμα του κυρίου Π, γέννημα της θεραπευθείσας πλέον πρότερης μανίας του, και λογικό κι αναμενόμενο είναι να απορήσει για το πώς και πού μπορεί να χώρεσαν τόσοι πίνακες ζωγραφικής μες σ’ εκείνο το σπιτάκι. Θα είμαστε, το λοιπόν, ειλικρινείς: Δεν χώρεσαν…

Οι πίνακες αρχικά κρεμάστηκαν, κατά πώς θεωρείται πρέπον, σε όσους από τους τοίχους του σπιτιού δεν είχαν καταληφθεί από βαρυφορτωμένα, ξεχειλισμένα από βιβλία ράφια, ήτοι στο υπνοδωμάτιο, στην κουζίνα… ακόμη-ακόμη και στην τουαλέτα, αλίμονο! Κι όταν όλοι οι τοίχοι του σπιτιού καλύφθηκαν με κάτι ήρθε η σειρά και για τα παράθυρα που καλύφθηκαν κι αυτά κι έτσι το φως της μέρας δεν ξαναμπήκε μες στο σπίτι. Το μικρό εκείνο διαμέρισμα στον οδό Σ. είχε γίνει απάνθρωπο, αφιλόξενο, εχθρικό, όπως αφιλόξενη και εχθρική είναι μια αποθήκη. Μπορεί κανείς να ζήσει μες σε μια γεμάτη αποθήκη; Ο κύριος Π., αφού τοποθέτησε τους τελευταίους πίνακες ακόμη και πάνω στο κρεβάτι του υπνοδωματίου –μάλιστα, ο στερνός του πίνακας, μη χωρώντας ούτε εκεί, τοποθετήθηκε όρθιος πάνω στη λεκάνη της τουαλέτας– άφησε για τον εαυτό του ένα μικρό τετραγωνικό μέτρο, ένα πραγματικό ξέφωτο καταμεσής στη ζούγκλα, για να σταθεί. Κατάκεντρα στο μικροσκοπικό αυτό ξέφωτο έστησε μια καρέκλα και κάθισε. Τις πρώτες δύο νύχτες κοιμήθηκε εκεί, έτσι καθώς ήταν καθισμένος και επιθεωρούσε τα αποκτήματά του. Την τρίτη νύχτα άρχισε να υποφέρει από αφόρητους πόνους στη σπονδυλική του στήλη και δεν άντεξε. Βρήκε το δρόμο προς την εξώπορτα και βγήκε από το διαμέρισμα. Διπλοκλείδωσε για να ασφαλίσει τις συλλογές του και κατέβηκε με γοργό βήμα στο δρόμο.

Ήταν μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα. Η ολόγιομη σελήνη αντιφέγγιζε στο κατάλευκο χιόνι που είχε σκεπάσει τους δρόμους, τα πάρκα και τα κτήρια της πόλης, αδιαφορώντας για τους πόνους ανθρώπων και σκυλιών που δεν μπορούσαν να φτάσουν στα απροσπέλαστα ύψη της. Από το στόμα του ανθρωπάκου η κάθε ανάσα που έβγαινε γινόταν αμέσως ατμός και κρουστάλιαζε. Περπάτησε μερικά μέτρα ώσπου βρήκε ένα παγκάκι. Ήταν κι αυτό σκεπασμένο μ’ ένα χοντρό στρώμα μαλακού χιονιού που στραφτάλιζε στο σκοτάδι, έτσι όπως χοροπηδούσαν επάνω του οι παιχνιδιάρικες φεγγαραχτίδες. Έσκαψε με τα χέρια του και καθάρισε το παγκάκι από το χιόνι. Σφιχτοτυλίχτηκε με το παλτό του και τουρτουρίζοντας σύγκορμος κάθισε. Από εκεί κοίταξε στο βάθος της οδού Σ. προς την κατεύθυνση που βρισκόταν το διαμέρισμά του, στο δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας πολυκαιρισμένης και κακοπαθημένης από τους τόνους των καυσαερίων κι από τα αλληλοδιάδοχα ραπίσματα των Εποχών. Ένα χαμόγελο αχνόφεξε στο πρόσωπό του. Μέσα σ’ εκείνο το διαμέρισμα βρισκόταν η Ταυτότητά του, η ίδια του η Ψυχή. Τώρα πια ήξερε ποιος είναι. Τώρα, πλέον, δεν ήταν ένα απλό Τίποτα.

Σε μία ώρα θα έκλεινε τα εξήντα χρόνια ζωής πάνω σε τούτο τον κόσμο. Για μια στιγμή θα ήθελε να ζούσε η μητέρα του για να του τηλεφωνήσει και να του ευχηθεί, έστω κι αν ο διάλογος που θα επακολουθούσε ήταν τετριμμένος και χιλιοειπωμένος. Για μια στιγμή ανυπομονούσε για το θορυβώδες άνοιγμα της εξώπορτας και το χείμαρρο από αγκαλιές και λουλούδια και φιλιά της Ναντίν. Τίποτε από όλα αυτά… Δεν πειράζει, όμως. Αυτά είναι μικροπράγματα άνευ ιδιαίτερης σημασίας. Το σημαντικότερο όλων είχε επιτευχθεί: Ήξερε ποιος είναι, ήξερε τι είναι και, το κυριότερο, μπορούσε να το αποδείξει περίτρανα σε όποιον τυχόν τον αμφισβητούσε με μία και μόνη κίνηση, δείχνοντάς του το διαμέρισμά του, την αποθήκη του.

Πάλεψε για πολλή ώρα με τη νύστα του, αλλά στο τέλος νικήθηκε. Ξάπλωσε στο παγκάκι καταμεσής στην οδό Σ. και έκλεισε τα μάτια του. Δεν κρύωνε πια, ούτε τουρτούριζε. Ονειρεύτηκε ότι δεν ήταν ο κύριος Π. Ονειρεύτηκε ότι ήταν ένα ξέγνοιαστο παιδάκι που έπαιζε με τα παιχνίδια του μες στο ζεστό του δωμάτιο… δίχως να ενδιαφέρεται για το “ποιος είναι”…



Άργος, Μάιος 2011 
Π. Σιμιτσής






Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Ίριδα, η πόλη της ψυχής μας - Σουζάνα Χατζηνικολάου






  Ένα μυθιστόρημα σύγχρονης λογοτεχνίας για παιδιά και για νέους προστίθεται στις νέες κυκλοφορίες από τις Εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για το βιβλίο με τίτλο "Ίριδα, η πόλη της ψυχής μας", που αποτελεί το πρώτο έργο της Σουζάνας Χατζηνικολάου.

Λίγα λόγια για την υπόθεση:

     Η μοίρα της νεαρής πριγκίπισσας Λίλλυ φαίνεται ότι αρχίζει να γράφεται τη μέρα που συναντάει τον Σον. Εκείνος θα εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω μόνο το μικρό του όνομα και την ανάμνηση των ματιών του. Η Λίλλυ περιμένει. Όμως οι μέρες περνούν βασανιστικά άδειες, μέχρι που κάποια μάντισσα ζητάει να τη δει, για να της πει ότι ανήκει στους ανθρώπους που γράφουν τη μοίρα τους μόνοι τους.

    Η Λίλλυ θα ξεκινήσει ένα ταξίδι αναζήτησης με μοναδικά της εφόδια την αγάπη και την πίστη της. Χωρίς να το ξέρει, ο δρόμος της θα διασταυρωθεί με την τραγική ιστορία της Ίριδας, της πανέμορφης πρωτεύουσας του βασιλείου Αρίλιον. Ποιος αφάνισε την πόλη τρία χρόνια πριν και γιατί; Πού βρίσκονται οι κάτοικοί της;

    Η Λίλλυ θα ανακαλύψει ότι δεν είναι μόνη σε αυτό το πρωτόγνωρο κι επικίνδυνο ταξίδι: μια στρυφνή μάγισσα θα δεχτεί να τη βοηθήσει, ο παραιτημένος Βόρικ θα ξανασταθεί στα πόδια του δίπλα στην αδερφή του για να ενώσουν τις δυνάμεις τους με το πείσμα της νεαρής πριγκίπισσας, ο νεαρός Κορντέλ θα δεχτεί να ξαναγυρίσει στο σταυροδρόμι που σημάδεψε τη ζωή όλων τρία χρόνια πριν και να επιλέξει ξανά τον δρόμο του. Αλλά η Λίλλυ θα συναντήσει επίσης τον Έρυλ, έναν όμορφο ανάπηρο νέο, τον Όλιβερ, ένα παιδί που ζητάει να εκδικηθεί έναν άδικο θάνατο και, φυσικά, τον ευγενικό άρχοντα Στίλβερ και το μαγεμένο του δάσος…

    Μπορεί η επιμονή της αγάπης να νικήσει την εφιαλτική μαγεία και να απελευθερώσει έναν πρίγκιπα και μια ολόκληρη πόλη;

    Καιρό πριν, την απάντηση την είχε δώσει στη Λίλλυ η μάντισσα: «Δεν μπορώ να δω τη μοίρα σου, γιατί δεν έχει γραφτεί ακόμα. Θα τη γράψεις εσύ με τα ίδια σου τα χέρια».



      Το "Ίριδα" είναι το πρώτο μυθιστόρημα που αρχικά είχε αναρτηθεί στο διαδίκτυο υπό τη μορφή ιστολογίου με εβδομαδιαίες αναρτήσεις κάθε κεφαλαίου. Είχε μεγάλη αναγνωσιμότητα, γεγονός που οδήγησε στην έκδοσή του με έντυπη μορφή. 

   Κριτική για το βιβλίο:


Δείτε το video της "Ίριδας":




Δείτε περισσότερα στο site των Εκδόσεων Πατάκη:



Ή στο facebook:



Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Μ. Τ. - Το Τελευταίο Αντίο


Χτυπημένος από την οικονομική κρίση έψαχνα να βρω πού θα μπορούσα να γευματίσω τζάμπα. Κάθισα κάτω κι έσπασα το κεφάλι μου ώσπου, σε μια αναλαμπή του νου από εκείνες που μόνο η ανάγκη γεννά, το βρήκα! Θα πήγαινα να γευματίσω σε κάποια κηδεία. Στην αρχή η σκέψη και μόνο με έκανε να αγανακτήσω για την αποτελματισμένη μου κατάσταση, αλλά σιγά-σιγά η ντροπή αποχώρησε κι έδωσε τη θέση της στον αυτοσαρκασμό. Γιατί όχι; Μια χαρά φαγητό προσφέρουν οι τεθλιμμένοι συγγενείς στις κηδείες. Πλήρες γεύμα με κυρίως πιάτο, γλυκάκι, ακόμη και καφέ για τη χώνεψη. Και όλα αυτά εντελώς δωρεάν, για ένα καλό λόγο, για μια δέηση υπέρ του θανόντα. Αν το δει κανείς από αυτή την άποψη δεν είναι και τόσο κακό. Απεναντίας, θα προσέφερα και υπηρεσίες, θα έλεγα αυτό το “θεός σ’χωρέσ’ τον”, ή “ζωή σε σας” και τα τοιαύτα. Άρα, όσο ανάγκη είχα εγώ να γεμίσω τον καταπιώνα μου, άλλη τόση έχουν και οι συγγενείς των απανταχού θανόντων για ένα καλό λόγο. Αν τύχει, μάλιστα, η ψυχή του πεθαμένου να βαρύνεται με πολλά κρίματα, τότε ο καλός λόγος ενός ξένου έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από το φαγητό με το οποίο πρέπει να ανταμειφθεί γι αυτόν…

Καλά όλα αυτά. Αλλά σε ποια κηδεία θα πήγαινα; Άνοιξα την εφημερίδα στη σχετική στήλη. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή από το πρωί χωρίς να της δίνω σημασία. Την είχα για παρέα έτσι μονάχος όπως ζούσα. Τι αξία έχουν λίγες κιλοβατόρες ρεύματος μπροστά στην ψευδαίσθηση της συντροφιάς; Για να μην τα πολυλογώ, έτσι όπως ανίχνευα με το δάχτυλο τη στήλη με τις κηδείες στην εφημερίδα, κάτι στον αέρα πλανήθηκε που τάραξε την ψυχή μου. Είχα την αίσθηση ότι αυτό το κάτι έκανε την ατμόσφαιρα μες στο δωμάτιο ζοφερή και ψυχοπλακωτική. Ωστόσο, δεν μπορούσα να ταυτοποιήσω την προέλευση και την ακριβή ποιότητα αυτής της αίσθησης. Χωρίς να το καταλάβω άφησα την εφημερίδα και έστρεψα το βλέμμα στην τηλεόραση. Ήταν η τηλεπαρουσιάστρια της εκπομπής ΕΧΕΙ ΓΟΥΣΤΟ.

«Σήμερα το πρωί η Διοίκηση με ενημέρωσε ότι σήμερα είναι η τελευταία ζωντανή εκπομπή του “Έχει γούστο”…γιατί αύριο λήγουν οι συμβάσεις μιας σειράς δημοσιογράφων που παρουσιάζουνε εκπομπές, ανάμεσα σε αυτούς κι εγώ… δεν ήταν δική μου επιλογή, δεν ήταν επιλογή των συνεργατών μου… Εγώ έδωσα όλες μου τις δυνάμεις για να είμαι σωστή… Ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα (σπάσιμο φωνής από τη συγκίνηση)… για χαρά (τελευταίος αποχαιρετισμός εν μέσω δακρύων)».

Έμεινα για λίγο αποσβολωμένος. Το στομάχι μου σφίχτηκε και ένα νέο γουργουρητό διαπέρασε όλο το γαστρεντερικό σωλήνα… και αυτή τη φορά έμοιαζε με μουγκρητό. Ένα ανήμερο λιοντάρι βρυχιόταν μες στην κοιλιά μου, ένα θεονήστικο λιοντάρι που εκλιπαρούσε για μια μπουκιά φαγητό… έστω και κόλλυβα. Ο στόχος είχε εντοπιστεί και “κλειδωθεί”. Θα πήγαινα το λοιπόν σ’ αυτή την κηδεία κι ό,τι ήθελε ας γινόταν. Μισή ντροπή δική μου, μισή δική τους.

Στο νεκροταφείο γινόταν το “έλα να δεις”. Ο κόσμος στριμωχνόταν γύρω από μια λακκούβα, έτσι που νόμιζες πως αν τολμούσες να πλησιάσεις παράτολμα θα σε ρίχνανε κι εσένα μες στον τάφο και θα κηδευόσουν παράλληλα… Σαν το καλοσκεφτείς δεν είναι δα και τόσο κακή ιδέα: μια θέση δίπλα σε μια διασημότητα είναι ότι πρέπει για κάποιον “πεινασμένο”. Αν είναι να πεθάνεις από την πείνα, φρόντισε ο θάνατός σου να είναι τουλάχιστον ηρωικός. Αφού κλωθογύρισε για μερικά δευτερόλεπτα αυτή η αυτοκαταστροφική σκέψη, έσκασε το ίδιο απότομα όπως εμφανίστηκε, όμοια όπως ένα μπαλόνι που το φουσκώνουν υπέρμετρα για την αντοχή του.

«Ποιος είναι ο κοσμαγάπητος δυστυχής που μας άφησε χρόνους;» ρώτησα τάχα με ενδιαφέρον ένα διπλανό μου. Μεσοδρομίς της φράσης δυνάμωσα τη φωνή μου για να καλύψω ένα νέο βρυχηθμό του λιονταριού της κοιλιάς μου, έτσι που η εκφορά της ερώτησής μου μάλλον ακούστηκε γελοία κι αταίριαστη. «Δεν είστε συγγενής;» με αντιρρώτησε ο άγνωστος. Ωχ, την έβαψα, σκέφτηκα αμέσως. Θα χάσω το τσιμπούσι με τις βλακείες μου. «Πώς, πώς…» βιάστηκα να βεβαιώσω. Ο άλλος χαμογέλασε συνένοχα. «Μη νοιάζεσαι φίλε. Ούτε κι εγώ είμαι. Ακόμη, αμφιβάλω αν κανείς από όλους αυτούς ανήκει στο συγγενικό κύκλο». Με σκούντηξε με τον αγκώνα συνωμοτικά. «Άκουσα, πάντως, ότι θα επακολουθήσει καλό γεύμα…» συμπλήρωσε κλείνοντάς μου το δεξί μάτι. Ο άθλιος! Ο κανάγιας! Μα, τι σχέση είχα εγώ με τύπους σαν κι αυτόν… Έριξα το βλέμμα μου ένα γύρω στο πλήθος. Αταίριαστα πολύχρωμο. Τι παρδαλούρες, τι φαντασμαγορία του φανταχτερού! Άφησα το “συνένοχό” μου και χώθηκα μες στο πλήθος, σπρώχνοντας με χέρια, στήθος και κοιλιά. Κάντε στην άκρη, περνά το ανήμερο λιοντάρι! Κάποιοι άκουσαν τους βρυχηθμούς της κοιλιάς μου και σαστισμένοι έκαναν στην άκρη να περάσω. Μετά από ηρωικές προσπάθειες κι αγώνα έφτασα στο χείλος του λάκκου.

Μια ομάδα μαυροντυμένων ανδρών με ακριβά κασμίρινα κοστούμια και με αυστηρό ύφος και ζοφερό βλέμμα κρατούσαν μια μεγάλη κορνιζαρισμένη φωτογραφία που απεικόνιζε τη Μ. Τ. «Με το ένα, με το δύο, με το τρία…» είπαν, και πριν αποσώσουν το μέτρημα πέταξαν τη φωτογραφία μες στον υγρό λάκκο. «Ποιοι είναι αυτοί οι φοβεροί άνθρωποι;» ρώτησα μια κυρία που έκλαιγε λυγμικά απαρηγόρητη δίπλα μου. Εκείνη φύσηξε σαν τρομπέτα τη μύτη της με την κατακόκκινη άκρη σε ένα μαντήλι και γύρισε προς το μέρος μου. Είδα την εικόνα μου να τρεμοπαίζει μες στα υγρά ασπράδια των ματιών της, όμοια σα να καθρεφτιζόμουν σε μια λίμνη όπου έχει μόλις πέσει ένα βότσαλο. Χωρίς προειδοποίηση με αγκάλιασε και κόλλησε επάνω μου. Ρουφώντας διαρκώς τη μύτη της που έτρεχε πάνω στον ώμο μου, μου ψιθύρισε σιγανά στο αυτί, σα να επρόκειτο για κάποιο φοβερό μυστικό. «Αυτοί οι κακούργοι είναι η ΔΙΟΙΚΗΣΗ!» Η “ΔΙΟΙΚΗΣΗ”, σκέφτηκα… πολύ ενδιαφέρον. «Και ο παπάς που είναι;» ξαναρώτησα. «Παπάς δεν υπάρχει». «Και ποιος διάολο θα διαβάσει τα τελευταία λόγια;» Σαν να της είχα αγγίξει την πιο ευαίσθητη χορδή, η γυναίκα ξέσπασε σε ηχηρούς λυγμούς δίχως ν’ αποκριθεί. Ένας της “ΔIOIΚΗΣΗΣ” σήκωσε ψηλά ένα λάβαρο που έγραφε: “ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ”, κι αφού το ανέμισε για λίγο στον αέρα σαν να ήθελε μ’ αυτό τον τρόπο να το δείξει σε όλη την οικουμένη βροντοφωνάζοντας κάτι του στυλ: «εν τούτω νίκα», το πέταξε κι αυτό μες στο φρεσκοσκαμμένο χαντάκι. Έπειτα, δυο-τρεις πήραν τα φτυάρια ανά χείρας και άρχισαν να φτυαρίζουν. «Θεός σ’χωρέσ’την!» φώναξε το πλήθος.

Δεν κατάλαβα πότε εξαφανίστηκαν όλοι τους κι έμεινα ολομόναχος μπροστά στον τάφο. Ένα ρίγος με διαπέρασε σύγκορμο σα να φοβόμουν μην ανασυρθεί από το χώμα η φωτογραφία και με κοιτάξει κατάματα. “Εγώ έδωσα όλες μου τις δυνάμεις για να είμαι σωστή… Ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα…” Βρε λες να βρυκολακιάσει; Έφτυσα τρεις φορές στον κόρφο μου για παν ενδεχόμενο.

Η πλάση γύρω ήταν γαλήνια, όπως είναι πάντα καταμεσίς σ’ ένα ελληνικό νεκροταφείο. Ακούστηκαν τιτιβίσματα πουλιών. Το αεράκι, ανοίγοντας παιχνιδιάρικα δρόμο μες από τα πυκνά φύλλα των κυπαρισσιών, έσκαγε σα δροσερό φιλί πάνω στα μάγουλά μου. Μύριζε θυμάρι, νωπό χυμώδες χώμα και φρεσκοπλυμένο ολόλευκο μάρμαρο. Κοίταξα το διπλανό τάφο. Ήταν ένας γιγαντιαίος τάφος, μάλλον ομαδικός. Η ψηλή του επιτύμβια στήλη ήταν κατάστικτη από ονόματα, πολλά ονόματα. Θάρρησα πως εδώ ήταν θαμμένοι κάποιοι ήρωες, ή μάρτυρες. Έσυρα το βλέμμα μου ως την κορυφή της στήλης και διάβασα: “ALTER”. Δίπλα στον τάφο της αγαπημένης Μπήλιως υπήρχε μια ολάκερη σειρά από φρεσκοσκαμμένες λακκούβες που εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. “…Αύριο λήγουν οι συμβάσεις μιας σειράς δημοσιογράφων που παρουσιάζουνε εκπομπές…” ήταν τα στερνά της λόγια. Ψυχοπλακώθηκα. Δεν ξέρω για πόση ώρα έστεκα έτσι βουβός και συνοφρυωμένος, αλλά ένα γουργουρητό διέκοψε την θλιμμένη μου περισυλλογή επαναφέροντάς με στην τάξη. Καιρός να βρω τους υπόλοιπους…

 Μες στην αίθουσα δεξιώσεων επικρατούσε μια χάβρα. Οι ροτόντες κόντευαν να γκρεμιστούν από το βάρος όσων συναθροίζονταν γύρω τους για να ρουφήξουν με το χαρακτηριστικό παφλαστικό ήχο τον πικρό καφέ. Αλίμονο, είχα αργήσει και κινδύνευα να μη βρω ούτε μια γωνιά να σταθώ να φάω και να πιω. Το ξέφρενο βουητό που προκαλούσαν οι έντονες συζητήσεις έκανε την αίθουσα να μοιάζει με μελίσσι. Ωστόσο, η ατμόσφαιρα ήταν παντελώς ανομοιογενής και προκαλούσε αντικρουόμενα συναισθήματα.

Σε κάποια τραπέζια επικρατούσε θρήνος. Έβλεπες ευαίσθητες, λεπτεπίλεπτες κυρίες με σειρές από μαργαριταρένια κολιέ και καπέλα με φτερά να κλαίνε γοερά και κάποιες άλλες να σέρνουν μια αδιάλειπτη θρηνωδία τέτοια που όμοιά της μπορεί κανείς ν’ ακούσει σε αρχαία τραγωδία στην Επίδαυρο.

Σε κάποια άλλα τραπέζια επικρατούσαν χάχανα κι αστεϊσμοί. Σ’ αυτά συνωστίζονταν κάποιοι κύριοι καλοντυμένοι, με επίσημα μαύρα φράκα με ουρά και μονόκλ. Κάπνιζαν τα πούρα τους σαν να είχαν βολευτεί μ’ όλη τους την άνεση στην chesterfield πολυθρόνα της λέσχης των Κυρίων και είχαν το υπεροπτικό ύφος του Βρετανού αποικιοκράτη όταν διηγείται ιστορίες με παράξενους ιθαγενείς μιανής χώρας στην άκρη του Κόσμου. Ποιο να ήταν, άραγε, το αστείο που τους ανέβαζε τη διάθεση μια τέτοια στιγμή;

Υπήρχαν και τραπέζια στα οποία ο κόσμος ήταν κατά κύριο λόγο απλά ντυμένος και φανερά κακόκεφος. Ήταν ένα παρδαλό πλήθος μες στο οποίο ο καθένας ήταν ντυμένος όπως νόμιζε, δίχως φιοριτούρες και περιττά στολίδια. Αν και δεν είχαν αναμεταξύ τους κανένα κοινό ως προς την ένδυση, είχαν, ωστόσο, όλοι τους το ίδιο βλέμμα, το ίδιο διαπεραστικό βλέμμα που θαρρείς διαπερνούσε τα τραπέζια, την αίθουσα, ακόμη και το παρακείμενο νεκροταφείο και χανόταν σε κάποιο σημείο του ορίζοντα σαν να ήταν να το ρουφούσε μια φανταστική μαύρη τρύπα. Αυτοί ούτε χαχάνιζαν, ούτε έκλαιγαν, παρά μονάχα έπιναν σιωπηλά το μαύρο καφέ της παρηγοριάς. Είχαν όλοι τους το αυστηρό εκείνο βλέμμα που μόνο μια μεγάλη απόγνωση, ή ένας ασχημάτιστος θυμός προκαλούν.

Κατευθύνθηκα προς ένα τραπέζι με θρηνούσες κυρίες. Εντόπισα μία, είτε γιατί είχε το πιο όμορφο πρόσωπο, είτε γιατί μου γυάλισαν τα αστραφτερά μαργαριτάρια που ήταν αναπαυτικά καθισμένα πάνω στη στιλπνή επιφάνεια του κατάλευκου λαιμού της. Στάθηκα δίπλα της με τον καφέ μου ανά χείρας. Αφού ρούφηξα το καϊμάκι του με τις φουσκάλες γύρισα προς το μέρος της ακολουθώντας το φίνο άρωμα που ανάδιδε. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε ρυθμικά εξαιτίας των λυγμών. «Συγνώμη, αλλά γιατί κλαίτε;» αποτόλμησα να της απευθυνθώ. Εκείνη με κοίταξε παραξενεμένη. Για λίγο ένιωσα ότι ήμουν μια μεγάλη χοντρή και βρωμερή μύγα που είχε προσγειωθεί στο χείλος του φλιτζανιού της. «Γιατί κλαίω;» απόρησε με μια δόση ξέχειλης αγανάκτησης. «Εσείς γιατί θαρρείτε πως κλαίω;» μου αντιγύρισε με μπόλικη κακία στα μάτια. Έξυσα το κεφάλι μου με παράταιρα υπερβολικό θεατρινισμό. «Ξέρω κι εγώ; Για τη θανούσα;» Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης η εύθραυστη κυρία ξέσπασε σε λυγμούς δυνατότερους από πριν. «Αχ, καλή μας Μπήλιω! Γιατί μας άφησες! Τι θα απογίνουμε τώρα; Ποια μπορεί να γεμίσει ένα τέτοιο δυσαναπλήρωτο κενό πολιτισμού; Αλίμονο, ο πολιτισμός μας είναι φτωχότερος…» «Μα, ήταν τόσο καλή;… θέλω να πω… είχε τέτοιο υπόβαθρο η εκπομπή της;» διερωτήθηκα αφελώς. Εκείνη μου εκτόξευσε αναρίθμητα δηλητηριώδη βέλη μίσους. «Πώς να γνωρίζετε εσείς από… Πολιτισμό!» μου πέταξε όμοια σαν να με είχε φτύσει κατάμουτρα.

Το κλίμα ανάμεσα στις Κυρίες δε με βαστούσε άλλο και σιγά-σιγά και άδηλα αποχώρησα από την παρέα τους. Κατευθύνθηκα προς ένα από τα τραπέζια των εύθυμων Κυρίων και κόλλησα στην παρέα τους σα σπιούνος. «…ε, λοιπόν, εγώ θα ονόμαζα την εκπομπή αυτή ”ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΓΟΥΣΤΟ”…» αποτέλειωσε κάποιος από αυτούς τη γνώμη του και χασκογέλασε με χαιρεκακία. Η ομήγυρη ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Εγώ, πάλι, θα την ονόμαζα το ίδιο “ΕΧΕΙ ΓΟΥΣΤΟ” μιας και επρόκειτο για καθαρή σάτιρα!» προσέθεσε κάποιος άλλος δανδής που φαινόταν αρκετά καλοζωισμένος και όλος ενέργεια από την κορυφή ως τα νύχια. «Μα τι κακόγουστο και φτηνιάρικο σκηνικό», είπε ένας τρίτος σαν να μην ήταν αρκετό το θάψιμο της νεκρής με χώμα κι έπρεπε να ξαναθαφτεί, αυτή τη φορά με λόγια. «…Θυμηθείτε αγαπητοί μου πώς φερόταν στους καλεσμένους… τους έκοβε στα καλά του καθουμένου, δεν ήταν από πριν διαβασμένη για τη ζωή και το έργο τους… ήταν, εν ολίγοις, μια πραγματική κοροϊδία… και να σκεφτείτε ότι αυτό το κατασκεύασμα το πλήρωνε ο λαός όλα τα χρόνια για εκπομπή πολιτισμού, για να μορφωθεί και να ενημερωθεί! Αλίμονο…» Τα χάχανα μετατράπηκαν σε επευφημίες. Τους θαύμασα. Ήταν Κύριοι με τα όλα τους, με τα ωραία τους φράκα, ντυμένοι ολόσωμοι με μιαν αξιοζήλευτη σιγουριά και ταμπεραμέντο που προφανώς πήγαζαν από τις βαθιές γνώσεις τους για το θέμα του Πολιτισμού. Ζήλεψα κρυφά. Τους φθόνησα είν’ η αλήθεια. Έριξα ένα βλέμμα στον εαυτό μου, στα σκονισμένα παπούτσια μου, στο άθλιο τζιν παντελόνι και στη φθαρμένη πολυκαιρισμένη μπλούζα μου. Τι ξέρω εγώ από πολιτισμό; Τίποτα! Σε μια άλλη ζωή το δίχως άλλο θα γίνω σαν κι αυτούς. Είναι κάτι που μου χρωστά ο Θεός, δεν χωρά αμφιβολία.

Νιώθοντας όλο και περισσότερο άβολα ανάμεσα σ’ αυτή την παρέα, πήρα τα πόδια μου και σύρθηκα δειλά ως το τραπέζι με τους αμίλητους και σκεφτικούς. Θες το ντύσιμο, θες η επιφανειακή έλλειψη συναισθηματικής έκρηξης, ανάμεσά τους ένιωθα πιότερο ταιριαστός. Μα τι να σκεφτόταν όλοι τους; Γιατί ήταν αμίλητοι; Σκούντηξα με τον αγκώνα μου έναν απ’ αυτούς που έμοιαζε στην ηλικία μου και είχε μια περιβολή σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με τη δική μου. «Τι έχεις να πεις για τη μακαρίτισσα;» τον ρώτησα. Με κοίταξε με το ίδιο βλέμμα που κοιτούσε προηγουμένως τον απέναντι τοίχο της αίθουσας. Η ματιά του με διαπερνούσε σα να κοίταζε κάποιον πίσω μου κι εγώ να ήμουν φάντασμα. «Για τη συγκεκριμένη δεν έχω να πω τίποτα». «Μα πώς; Σε όλες τις άλλες παρέες όλο και κάτι είχαν να πουν» αντέτεινα με πείσμα. «Δεν με ενδιαφέρει η μακαρίτισσα, ούτε και η εκπομπή της». Στα λόγια του αυτά μου ξέφυγε ένα γρήγορο χάχανο. Είχα βρει τον άνθρωπό μου. Απ’ ότι φαίνεται είχε έρθει κι αυτός για το τσιμπούσι. «Τι λες να έχει για κυρίως γεύμα;» τον ρώτησα συνωμοτικά. Τότε το βλέμμα του μεταλλάχτηκε αίφνης από διαπεραστικό κι αόριστο σε συγκεκριμένο και με κάρφωσε επιπληκτικά. «Δεν με ενδιαφέρει τι θα έχει για φαγητό!» με μάλωσε. «Και τότε γιατί είσαι εδώ βρε άνθρωπε του θεού;» ρώτησα αδιάκριτα. Εκείνος με άδραξε από τη μπλούζα και με έφερε μια ανάσα από το πρόσωπό του. Η έκφρασή του είχε μαλακώσει και όλα τα χαρακτηριστικά του φανέρωναν θυμό. «Άκουσε με καλά,» μου είπε κοφτά. «Αυτό είναι μονάχα η αρχή. Η Μπήλιω είναι μια πρωτομάρτυρας. Θα επακολουθήσουν κι άλλοι. Είδες τους ανοιχτούς τάφους;» Του έγνεψα ναι με μια κίνηση του κεφαλιού μου. Εκείνος με ελευθέρωσε από την αρπάγη του. «Μου αρκεί η δήλωσή της: “…εγώ έδωσα όλες μου τις δυνάμεις για να είμαι σωστή…”. Δεν θέλω κάτι άλλο. Ήταν μια μέτρια εκπομπή. Καλύτερη, όμως, από το τίποτα. Καλύτερη από τις παρέες των γκέι που αλληλοτρίβονται και χαριεντίζονται μεταξύ τους ξεφωνίζοντας σαν υστερικές γυναικούλες. Πριν είχα κάτι, κάτι μέτριο, αλλά είχα κάτι. Τώρα μου το στέρησαν. Σε λίγο θα βλέπω μονάχα μάγειρες, κουτσομπόλες και μόδα. Σε ρωτώ, λοιπόν: χάρηκες που τη θάψαμε;»

Έμεινα για λίγο σκεφτικός. Θυμήθηκα τις παράτες των homunculi στα τηλεοπτικά πάνελ των εκπομπών που ονομάζουν lifestyle. Θυμήθηκα τα ανοιχτά παράθυρα πολιτικών εκπομπών απ’ όπου κάποια άλλα γραβατωμένα ανθρωπάρια με φωνασκίες δίνουν μάχη για να υπερκαλύψουν ο ένας το μονόλογο του άλλου. Θυμήθηκα τις ανταποκρίσεις από τη Μύκονο με την κάμερα να ζουμάρει στα γυμνά μεριά και τα παραγεμισμένα με σιλικόνη στήθη. Θυμήθηκα ένα σωρό… από το σωρό.

Και μετά από μακρά αναπόληση απάντησα στο συνομιλητή μου: «Μου έκοψες την όρεξη. Δε θα φάω σήμερα, ξέρεις γιατί; Γιατί μου ήρθε αηδία!»

Π.Σ.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Δήγμα Γραφής - Μια ντουζίνα και τρία διηγήματα


Το "Δήγμα Γραφής" είναι μια συλλογή μικρών διηγημάτων 15 νέων συγγραφέων που διατίθεται δωρεάν στο διαδίκτυο σε διάφορα format για PC, smartphones και tablet PC.


Είναι το γέννημα μιας εμπνευσμένης πρωτοβουλίας του Γιάννη Φαρσάρη, ενός ενθουσιώδους συγγραφέα και υπέρμαχου της δωρεάν λογοτεχνίας υπό τη μορφή ebook, που κατάφερε να επιστρατεύσει άλλους δεκατέσσερις συγγραφείς, άγνωστους μεταξύ τους και διαφορετικού ύφους και θεματολογίας, σε ένα κοινό στόχο, μια κοινή συλλογική προσπάθεια που αποτελεί πρωτοπορία για τα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. 


Όλα ξεκίνησαν με ένα email - προσκλητήριο του Γιάννη για να συμμετάσχω σε μια συλλογή διηγημάτων. Αυτό στάθηκε μια πραγματική πρόκληση για μένα (όπως το ίδιο, φαντάζομαι, ισχύει και για τους υπόλοιπους που συμμετείχαν). Το Γιάννη τον γνώριζα μέσω του διαδικτύου, μιας και είμαστε φίλοι στο facebook και μοιραζόμαστε τις κοινές μας ανησυχίες για τη λογοτεχνία χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο ως όχημα - φορέα γι αυτό το σκοπό. Εκείνος διαθέτει ένα μυθιστόρημα, το "Johnnie Society", και μια συλλογή διηγημάτων, την  "Εβδόμη Εσπερινή", ελεύθερα στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα "Open Book". Εγώ, από την άλλη, έχω αναρτήσει υπό μορφή blog το δικό μου μυθιστόρημα με τίτλο "Χίμαιρας Εγκώμιον" εδώ και μερικά χρόνια, καθώς και διηγήματα και παραμύθια στο προσωπικό μου blog με τίτλο: Panos Notebook. Τι άλλο χρειαζόταν, λοιπόν, για να ξεκινήσουμε τη νέα προσπάθεια; Μήπως μας ήταν απαραίτητη η δια ζώσης γνωριμία; 


Το πρωτοποριακό στοιχείο, κατά τη γνώμη μου, που προσδίδει μια ιδιαίτερη αύρα σε τούτο το συλλογικό εγχείρημα μήτε τα διηγήματα αυτά καθ' εαυτά είναι, μήτε το ποιόν των συγγραφέων. Είναι το γεγονός ότι παρήχθη μια συλλογή διηγημάτων εκ του μηδενός, δίχως να γνωριζόμαστε in vivo, καθώς λέμε, δίχως να έχουμε συγκεντρωθεί για ένα ανέμελο καφέ, δίχως, καν, να έχουμε πει ένα "γεια" αναμεταξύ μας. Με εφαλτήριο την ιδέα του Γιάννη Φαρσάρη βάλαμε μπρος ωθούμενοι από μια πλέρια αγνή αγάπη για τη συγγραφή. Αν είμαστε δόκιμοι και αναγνωρισμένοι συγγραφείς μικρή σημασία έχει. Η αγνότητα της πρόθεσης και η απόδειξη ότι ενυπάρχει ανά πάσα στιγμή μια υποβόσκουσα δυναμική ενέργεια που μπορεί μ' ένα και μοναδικό ερέθισμα να μεταμορφωθεί σε κίνηση και να γίνει έργο είναι αυτά που μετρούν.

Θέλω να ευχαριστήσω για άλλη μια φορά το Γιάννη Φαρσάρη για την ιδέα του και για την ισόνομη και κρυστάλλινα διαφανή διαδικασία που ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια του εγχειρήματος αυτού. Ήταν τιμή μου να συμμετέχω στη συλλογική προσπάθεια με ένα διήγημα με τίτλο: "Το Αηδόνι και τ' Αστέρι". Ελπίζω στη συνέχεια της συνεργασίας μας.


Παραθέτω κάτωθι τα ονόματα των συμμετεχόντων συγγραφέων, κατά αλφαβητική σειρά:
Άκης Βαΐου 
Σοφία Γκιούσου 
Σοφία Δευτερίγου
 Κατερίνα Θεριουδάκη
 Θοδωρής Κούτρης
 Ελένη Κοφτερού
 Στέφανος Λίβος
 Βασίλης Πουλημενάκος 
Μαρία Ρογδάκη
 Ελ Ρόι
 Ελένη Σεμερτζίδου
 Παναγιώτης Σιμιτσής
 Νικόλας Σμυρνάκης
Γιάννης Φαρσάρης 
Μιχάλης Χαραλαμπάκης