Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Το Κάστρο

(Σχεδίασμα σε δεκαπεντασύλλαβο)


Μυριάδες εργαστήκανε για τούτο ‘δώ το Κάστρο.
Χρόνους πολλούς το έχτιζαν, πλουμίσματα το ντύναν,
Έτσι που να ‘ν’ πανώριο κι ακλόνητο συνάμα.
Αλλού λιθάρια βάζανε κι αλλού παραγεμίζαν
Τις τρύπες και τα ρήγματα με μάζες από πλίνθο.
Άλλοτε μαρμαρόχτιζαν τους πύργους του τριγύρω,
Έτσι ως τους πρέπει σε θωριά να λάμπουν στον αιθέρα
Κι άλλοτε ασβεστώνανε με τον μουντό ασβέστη,
Που φλέγεται σαν κέλυφος κάτω απ’ τα μάτια του ήλιου,
Τις πιο απόμερες πλευρές, αθέατες μιας που ‘ναι.

Σαν τα θεμέλια πέσανε και το θηρίο εστήθη,
Τότε ασυλλόγιαστα σ’ ανάστημα να μεγαλώνει πήρε
Για χρόνους απροσμέτρητους σαν πως θαρρούσε θα ‘ναι.
Και κοίταζε τον Ουρανό κι έκρενε για βοήθεια
Να ‘ρχόταν τ’ αστροφέγγαρα τ’ ασήμι τους ν’ αφήσουν
Στη ράχη του για να στραφτοκοπά με πούλιες εξωγήινες,
Κι άλλοτε τον γλαυκό καλόπιανε αιθέρα
Για να του στείλει κτερίσματα από χρυσές ακτίδες
Απά στις πολεμίστρες του να βάλει να χρυσίσουν
Με τη θωριά υπέρλαμπρη εχθρούς ν’ αποθαρρύνει.

Η γης που το περιέβαλε για καρπερή φαινόταν.
Κάλεσε τ’ αγριολούλουδα συστάδες να υφάνουν
Και μαργαρίτες και τριανταφυλλιές, κι υάκινθους και κρίνα
Και βότανα ως τα τότε άγνωρα απ’ τους που τα ξεκρίνουν,
Έτσι που η ατμόσφαιρα ολόγυρ’ απ’ το Κάστρο
Μ’ αρώματα μεθυστικά τη μύτη του περαστικού κατέκλυζε
Και του οφθαλμού του τα όρια για τις μυριάδες χρώσεις
Μ’ εκείνη την ανθοχαρά ηδιστικά ακράγγιζε.

Σαν πληροφορηθήκανε γι’ αυτή την πανδαισία
Και την οργιαστική της οικοδόμησης γιορτή,
Βουνά ανυψωθήκανε τριγύρω από το Κάστρο
Για να το περικλύσουνε μες σε αγκάλης θέρμη,
Ωσάν το ροδαλό μωρό στον κόρφο της μανούλας,
Ορίζοντας εις το εξής ευήνεμο να χαίρει.

Το Κάστρο εκαμώνουνταν χιλιόχρονο πως θα ‘ναι
Και θάρρησε βοήθειας ανάγκη πως δεν είχε.
Μονάχα έστεκε λαμπρό με τους επτά του πύργους
Απ’ όπου εκατόπτευε γύρω τ’ απλά καλύβια
Πού ‘σαν στημένα ίδιος στέφανος τριγύρω απ’ το Κάστρο
Κι εντός τους χόχλαζε η φωτιά
Πως κάστρα μεγαλόπρεπα κι ατά τους θα γινόταν.

Κι ήταν η κουταμάρα του τόσο οικτρά μεγάλη,
Που με τα δέντρα μάλωσε, το χώμα και τα άνθη
Να το στολίζουν και να το μυροβολούν ανάγκη πως δεν είχε.
Με τα βουνά μετρήθηκε, τα όρη και τους κάμπους
Και τον εαυτό του ικανό πιότερο υπολόγισε
Με ποδαριού συλλογισμούς και δειπνοσοφιστίες.
Αγέροχο κι απάνεμο δίχως αυτά θα έστεκε
Πελώριο κι απείραχτο μέχρι στερνής κεραίας
Ώσπου η ώρα θα ‘φτανε που η πλάση θα τελευτούσε
Και θα ‘πνεε τα λοίσθια στο ρόγχο του θανάτου.
Το τέλος του υπολόγιζε έτσι να συνταιριάξει
Με τη στιγμή που ο Κόσμος θα ‘σβηνε, για πάντα θα χανόταν,
Έτσι όπως χάνεται ο καπνός ευθύς εγκλωβισμένος
Στην τσιμεντένια παγωνιά χειμερινού αιθέρα.

Κι ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι
Και τ’ άνθη μαραθήκανε απ’ την αφροντισία.
Το χώμα έστερψε κι αυτό σύνωρα με τα δέντρα
Και τα βουνά λυγίσανε και σπάσαν οι κορφές τους.
Τότε αγέρας λυσιακός εφόρμησε στο Κάστρο
Και έριξε τους πύργους του και χύμηξε στους τοίχους
Τις πολεμίστρες σπάζοντας και ρίχνοντάς τες χάμω.
Και ήρθε και η υγρή βροχή, πλημμύρισε τον κάμπο
Και το νερό σφηνώθηκε στου Κάστρου τα θεμέλια
Τα σάπισε, τα διάβρωσε, τα γέμισε με μούχλα,
Ώσπου να το στηρίξουνε το Κάστρο δεν φθορούσαν.

Το Κάστρο αναστέναξε και βόγκηξε από λύπη,
Τα σπλάγχνα του με μέλαινα χολή επλημμυρίσαν.
Στον Ουρανό απέστρεψε εκκλητικό το βλέμμα
Μα ο ήλιος δεν το κοίταζε και τ’ άστρα ήταν αλάργα.
Έτσι, λοιπόν, αφέθηκε στου ολέθρου τη μανία,
Τη μαύρη Μοίρα δεχόμενο, ανήμπορο να δράσει.

Κι έτσι ερειπωμένο οικτρά ως έτοιμο να πέσει
Στέκει ακόμη σήμερα σε πείσμα των δεινών του.
Γιατί ως Κάστρο πλάστηκε κι η φύση του τ’ ορίζει
Να μένει άγρυπνος φρουρός κι ας έχει πια πεθάνει…



Αφιερωμένο στον εαυτό μου...