Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμύθια του Πάνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμύθια του Πάνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΡΑΧΟΣ

Παραμύθι του Παναγιώτη Σιμιτσή



Πάνω του έπνεαν οι αγέρηδες από τους τέσσερις ορίζοντες κι από τις τέσσερις γωνιές των οριζόντων. Άλλοτε του χάιδευαν νωχελικά τη ράχη επί μήνες ολάκερους, άλλοτε πάλι λυσσομανούσαν ανελέητα με τέτοια αγριάδα, θαρρείς και ήθελαν να του αποσπάσουν τη γκρίζα του επιδερμίδα και να αφήσουν τη μαύρη του ψυχή εκτεθειμένη στο απομυθοποιητικό φως. Ποτέ τους δεν απογοητεύονταν, ποτέ τους δεν κατέθεταν τα όπλα γιατί ήξεραν ότι το μυστικό της επιτυχίας, το μυστικό που διατηρεί η ανυπέρβλητη Φύση μονάχα για τον εαυτό της, είναι η διάρκεια, αυτή η νομοτέλεια της χρονιότητας που ποτέ της δεν γνώρισε ήττα. Καλοδεχόταν τον Λεβάντε, την Όστρια και το Σιρόκο γιατί έπνεαν θωπευτικά επάνω του και εξάτμιζαν το νερό από το  πιτσιλισμένο του κορμί και το έκαναν να λάμπει καθάριο και στεγνό κάτω από τον ήλιο. Πόσο, όμως, φοβόταν κι έτρεμε τον Βοριά που φούσκωνε τα μαγουλά του κι εξέπνεε με όλη του τη μανία τον παγερό αέρα που φώλιαζε μες στα ακούραστα πνευμόνια του. Ήταν ένας μανιακός, ένας πραγματικά τρελός και κακόβουλος αντίπαλος. Κεφάλι αναμαλλιασμένο, με μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες τους και κόρες άχρωμες, θαρρείς και ήταν τυφλός, ένας τυφλός σίφουνας που δεν υπολόγιζε τίποτα μες στο ντελίριό του. Τούτος εδώ ήταν ο κυρίαρχος του Χειμώνα και επισκίαζε και τα επτά αδέλφια του. Ερχόταν από τις παγωμένες στέπες και χιμούσε στα χωράφια και στις πεδιάδες κρουσταλλιάζοντας τις δροσοσταλίδες, σωστά κρεμαστά στολίδια από διαμάντι πάνω στις μύτες των χορταριών και των καμένων σπαρτών. Ξερίζωνε όμοια στο διάβα του κακότυχα νεαρά δεντράκια που δεν έχουν προλάβει ακόμη να ορθοποδήσουν αλλά και υπέργηρα, ετοιμοθάνατα δέντρα με ρίζες σκουλικοφαγωμένες κι ετοιμόρροπες. Αλλά και όσα δέντρα δεν ήταν του χεριού του για να τα ξαπλώσει κατάχαμα, τα κύρτωνε, τα παραμόρφωνε έτσι που να μοιάζουν κυφωτικά απομεινάρια μιανού περασμένου ευθυτενούς μεγαλείου. Κι έπειτα, κατεβαίνοντας κατά το Νότο σερνόταν με την κοιλιά του πάνω στη γκρίζα θάλασσα και της ανατάρασσε τη νωχελική επιφάνεια. Έφτιαχνε οξυκόρυφα κύματα με λευκά καπελάκια στις κορφές τους που απειλούσαν να καταβροχθίσουν τα γήινα πλεούμενα που δεν ήταν προορισμένα για να ζουν στο βυθό και για τούτο η θάλασσα ποτέ δεν τα θεώρησε δικά της τέκνα όπως αντίθετα τα δελφίνια, τις φάλαινες και τους καρχαρίες και έτσι τ’ αποδιώχνει πάντα στην πρώτη ευκαιρία και βυθίζει εντός της ώστε να πάψουν να στιγματίζουν την αλμυρή επιδερμίδα της.

Όμως η θάλασσα, πελώρια κι απροσμέτρητη σε έκταση δεν είναι απλά αυτή που βλέπει το μάτι κι ευθύς ξεγελιέται. Δεν είναι μονάχα ένα σεντόνι που πάλλεται και ανεβοκατεβαίνει με το πρώτο φύσημα του ανέμου. Η θάλασσα είναι ένα πανύψηλο τείχος αν βυθιστείς εντός της.
Είναι μια αγκαλιά που δεν έχει πάτο. Δυο χέρια που απλώνονται για να σε αγκαλιάσουν και σε τραβάνε προς ένα στήθος που είναι πολύ μακριά για να το νιώσεις όσο ακόμη είσαι ζωντανός. Είναι μια φόνισσα μάνα που όταν σ’ αγκαλιάζει, μονάχα νεκρός μπορείς να λουφάξεις πάνω στο μαλακό προαιώνιο στήθος και να βρεις εκεί την υγρή γαλήνη. Για τούτο και η Κυρά αυτή δεν πολυγνοιάζεται για τους αέρηδες. Μια φούχτα ηλίθια κεφάλια είναι που εμφανίζονται αλληλοδιάδοχα από όλες τις κατευθύνσεις και έχουν βαλθεί να της χαλούν τη σεραφική αταραξία κάνοντας το δέρμα της ν’ ανατριχιάζει που και που. Και πιότερο απ’ όλους τούτος ο κουτός Βοριάς. Μα είναι απίστευτα τα καμώματά του! Θα ήθελε να σήκωνε δυο υδάτινα χέρια ψηλά στον ουρανό και να τον άδραχνε από τις ανεμίζουσες τρίχες της κεφαλής του και να τον έκανε μια χαψιά. Έλα, όμως, που κάτι τέτοιο της ήταν αδύνατο. Πώς να αδράξεις από το μαλλί ένα στρουμπουλό κεφάλι αέρα; Πώς να τον τραβήξεις στον ακύμαντο βυθό σου όταν τα χέρια σου είναι από άμορφο νερό; “Τρελούτσικοι Αγέρηδες” έλεγε με συμπάθεια και κατανόηση καμιά φορά η Θάλασσα… κι έκλεινε τα μάτια…

Κι όμως, μπορεί τα οχτώ αυτά παιχνιδιάρικα κεφάλια με τα αέναα φουσκωμένα μάγουλα να είναι ανίκανα για το κακό της μητέρας Θάλασσας, εντούτοις το φθοροποιό τους έργο το έκαναν μια χαρά πάνω στη γκρίζα επιφάνεια του Βράχου που έστεκε ανυπεράσπιστος, ίδια ογκώδης,
συμπαγής κουτσουλιά καρφωμένη στην άκρη του φουστανιού της θάλασσας, εκεί που η άμμος και τα βότσαλα κάνουν βουτιά κάτω από το διάφανο νερό και όπου ο αφρός από το κύμα που ξεψυχά στην ακτή σχηματίζει την κορδέλα του φουστανιού της. Κάθε Χειμώνα νόμιζε πως θα είναι το τέλος του, πως η λυσσώδης πνοή του Βοριά θα τον κονιορτοποιούσε, θα τον αποτελείωνε. Έβαζε όλη του τη δύναμη ν’ αντισταθεί, ανεμοδερνόταν και όλο έριχνε το βάρος του στην ακτή, με το μισό του κορμό καταχωμένο στην άμμο.

Περνώντας, όμως, τα χρόνια και οι αιώνες κατάλαβε πως οι Αέρηδες ήταν μηδαμινοί αντίπαλοι. Δεν μπορούσαν να τον βλάψουν ιδιαίτερα. Είναι ικανοί να  διαμορφώσουν τις πανύψηλες κορυφές των βουνών και να τις στρογγυλέψουν, να τις καμπυλώσουν. Κονταίνουν τα βουνά στο ανάστημα των λόφων κυριευμένοι από ένα προαιώνιο φθόνο εναντίον τους εξαιτίας του ότι τα όρη μπορούν και συνομιλούν με τ' άστρα και με το θεό. Όμως, ετούτος εδώ ήταν μονάχα ένας βράχος, μια πελώρια άμορφη πέτρα ριγμένη στην παραλία. Δεν μπορούσαν να του κάνουν κακό οι περιπλανώμενες πνοές, ακόμη κι αν λυσσομανούσαν εναντίον του.

Όμως, αλίμονο! Σύνωρα με τη συνειδητοποίηση αυτή ήρθε και μια δεύτερη… πιο απελπιστική από την πρώτη. Παρατήρησε ότι τα ριζά του είχαν αλλάξει, πάνε χρόνια τώρα… άγνωστο πόσα. Πώς και δεν το είχε προσέξει πιο πριν; Μήπως τον είχε πάρει ο ύπνος, μήπως βρισκόταν σε λήθαργο; Δεν μπορούσε να πει. Ίσως να ήταν ξύπνιος για κάποια χρονικά διαστήματα, ενώ για άλλα να έχανε τη συνείδησή του. Όπως και να ‘χει, όμως, ένα ήταν το γεγονός: το κάτω μέρος του είχε διαβρωθεί! Τι είχε απογίνει η ευρεία βάση του; Πώς είχε έτσι αλλάξει το σχεδόν κυβικό του σχήμα; Πώς είχε καταντήσει έτσι; Μόλις το συνειδητοποίησε κόντεψε να τρελαθεί! “Η επιφάνειά μου είναι χιλιοτρυπημένη, γεμάτη ουλές και αβαθείς χαίνουσες πληγές! Ω, τι δυστυχία! Πώς το έπαθα αυτό το κακό;” Κι έτσι καθώς θωρούσε τα ελλείποντα τμήματά του ένιωθε σα λεπρός που κάθε φορά που καθρεφτίζεται διαπιστώνει πως του λείπει κι ένα κομμάτι σάρκας. “Και τι είναι όλα ετούτα τα παράσιτα που έχουν κολλήσει επάνω μου!” βροντοφώναξε αγανακτισμένος αισθανόμενος το σούρσιμο των καβουριών μες στις μικροσκοπικές λακουβίτσες γεμάτες με αλμύρα και νερό που είχαν σχηματιστεί πάνω στο κορμί του και νιώθοντας τα δεκάδες όστρακα που είχαν κολλήσει σαν τις βδέλλες πάνω του. Θα τιναζόταν με μια άγρια κίνηση για να αποδιώξει όλα αυτά τα ακάλεστα θρασύτατα πλάσματα… αν μπορούσε να κινηθεί.
Εκείνη, λοιπόν, την περίοδο συνειδητοποίησε για πρώτη του φορά ότι δεν απειλούνταν τόσο από τους ανέμους όσο από το νερό που έβρεχε τη βάση του. Τα κύματα που ξερνούσε η θάλασσα με μια εκνευριστική αδιάλειπτη περιοδικότητα και τα εξαπέλυε καταπάνω του, άλλοτε χάιδευαν τα ριζά του και άλλοτε τον ράπιζαν άσπλαγχνα σε όλη του την πλευρά που έβλεπε προς τον ωκεανό. “Αλίμονο, πώς κατάντησα έτσι!” κλαψούριζε ολοένα και αναπολούσε τον καιρό εκείνο που ήταν κομμάτι από το κοίλωμα που έχασκε αδειανό στην κλιτύ του βραχώδους τοιχώματος πίσω του. Ένας καταραμένος σεισμός πριν πολλά-πολλά χρόνια, σε μια εποχή χαμένη και θολή μες στις παιδικές του αναμνήσεις είχε κάνει το παράλιο βραχώδες τοίχωμα να ραγίσει και είχε αποσπάσει τον κακόμοιρο τούτο Βράχο, που κύλησε λίγα μέτρα πιο πέρα, όμοια όπως το νεογνό που γλιστρά έξω από τη μήτρα και που αν δεν το πιάσει κάποιος θα πέσει καταγής λουσμένο στο αμνιακό υγρό.

Ο δύσμοιρος ο Βράχος… Ήταν από γεννησιμιού του ολομόναχος… Μονάχα τα καβούρια, οι πεταλίδες και οι γλάροι του έκαναν παρέα κι έτσι τους συνήθισε και έπαψε πια να διαμαρτύρεται.

Κάποτε, οι συνθήκες το έφεραν έτσι που το ακούραστο κύμα διέβρωσε με τέτοιο τρόπο την πλευρά του Βράχου που έβλεπε κατά τη θάλασσα που ο Βράχος απέκτησε μια τέτοια πελώρια μύτη που θα ήταν ο πιο ονειρεμένος αναβατήρας για το κάθε παιδί για να πατήσει στην άκρη του και να κάνει βουτιές ολημερίς. Όμως εκείνο τον καιρό παιδιά δεν υπήρχαν γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι πάνω στη Γη. Κι έτσι ο Βράχος υπέφερε άφωνα κι αδιαμαρτύρητα τη δυσμορφία του αυτή που δεν χρησίμευε σε τίποτα απολύτως.

Έστεκε ολομόναχος, σωστό ακίνητο κουφάρι, πότε κάτω από τον Ήλιο, το Φεγγάρι και τ' Άστρα τις ασυννέφιαστες θερινές ημέρες και τις ξάστερες νύχτες και πότε κάτω από τα βαριά μαύρα σύννεφα τις νεφελοφορτωμένες χειμωνιάτικες μέρες.
Ακόμη κι έτσι, εκείνος ποθούσε να μιλήσει με τους πλανήτες… αλλά δεν είχε στόμα. Ποθούσε να αγγίξει τον ουρανό και τα καρφιτσωμένα σ’ αυτόν ουράνια σώματα που λαμποκοπούσαν με το μαγευτικό τους φως… αλλά δεν είχε χέρια. Θα ήθελε να ξεφορτώσει από πάνω του το φορτίο των αιώνιων αναμνήσεών του… αλλά δεν είχε ψυχή. Ήταν μονάχα ένας βράχος ριγμένος εκεί όπου τελείωνε η αμμουδιά. Ένας βράχος δίχως ψυχή, δίχως καρδιά και δίχως ταίρι… ολομόναχος. Συντροφιά του είχε τους γλάρους, τις πεταλίδες και τα καβούρια, αλλά οι πρώτοι περιορίζονταν στο να στέκονται στην κορυφή του και να τον χρησιμοποιούν ως εφαλτήριο για να ορμήσουν στη θάλασσα για ν’ αρπάξουν με τα ράμφη τους κανένα ψάρι, οι δεύτερες έμοιαζαν με εξανθήματα ανεμευλογιάς και τα τελευταία περιορίζονταν στο να παίζουν άσκοπα το κρυφτούλι μες στις μικροσκοπικές τους αλμυρές στέρνες μέχρι να τα πάρει μακριά κάποιο μοιραίο κύμα.

Και τότε έγινε κάτι το απρόσμενο, ένα μικρό θαύμα από αυτά που η Φύση επιφυλάσσει πάντα και παντού για το εξασκημένο για να τα διακρίνει μάτι! Είχαμε αναφέρει ότι κάποτε το αδιάκοπο, ακούραστο πελέκημα των κυμάτων είχε δώσει στο Βράχο μια μύτη. Ε, λοιπόν, αυτά τα ίδια τα κύματα του πελέκησαν στο διάβα των χρόνων και μια χαίνουσα μεγάλη κουφάλα ακριβώς κάτω από το εξόγκωμα της μύτης, μια κοιλότητα που έμοιαζε με ανθρώπινο στόμα. Και λίγο αργότερα δεν άργησε να αποκτήσει και δυο άλλες μικρότερες κοιλότητες από τη μια και από την άλλη πλευρά της μύτης, δυο σωστά μάτια! Ήταν τέτοια η διαμόρφωση που του είχε προσδώσει η τυχαιότητα που ολάκερος ο Βράχος ήταν ένα ομοίωμα ανθρώπινου κεφαλιού.

Την πρώτη κιόλας στιγμή που τον αντίκρισε ο Ήλιος καθώς ανέβαινε με το άρμα του από την Ανατολή εκτελώντας την καθιερωμένη του διαδρομή για το μεσουράνημα παραξενεύτηκε. Γιατί ο Ήλιος ήταν παντογνώστης και γνώριζε τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μελλούμενα και ήταν σίγουρος πως δεν ήταν ακόμη η κατάλληλη στιγμή για την εμφάνιση του πρώτου Ανθρώπου.
Κι όμως, να που ένα ανθρώπινο κεφάλι ήταν εκεί κάτω στην παραλία και κοίταζε κατά τον μακρινό ορίζοντα! “Αδύνατο! Μάλλον ονειρεύομαι, ή έχω παραισθήσεις από τον πυρετό που με κατακαίει από γεννησιμιού μου” σκέφτηκε και συνέχισε τη διαδρομή του παραβλέποντας το πρωτόφαντο, παράξενο γεγονός μέχρι που από ολόχρυσος πήρε σιγά-σιγά να γίνεται κοκκινωπός κι έπειτα άλυκος, μέχρι που άπλωσε σα χυμένος κρόκος αυγού, μπλάβιασε και τον κατάπιε η Θάλασσα κατά την πλευρά της Δύσης. Σαν έφυγε ο εκτυφλωτικός Ήλιος βγήκε στο προσκήνιο η αργυρή Σελήνη. Αυτή, σ’ αντίθεση με τον προκάτοχό της, δεν είχε προφητικές ικανότητες, ούτε γνώριζε τα παρελθόντα και τα παρόντα. Ήξερε, όμως, να μετατρέπει τα πάντα σε όνειρο και να φέρνει την πραγματικότητα τα πάνω κάτω προκειμένου να κατασκευάσει μια φαντασιακή εικόνα του ρεαλιστικού κόσμου. Είδε, λοιπόν, κι εκείνη με τη σειρά της τον ανθρωπόμορφο Βράχο και έμεινε έκπληκτη μιας και η παράδοξη εκείνη εικόνα ήταν η γυμνή, απτή πραγματικότητα και όχι κάποια από τις συνήθεις φαντασιοκοπίες της.
Έριξε τις ασημένιες στραφταλιστές πούλιες της καταγής, ίδιοι κατάσκοποι, για να ψαχουλέψουν όλες μαζί την επιφάνεια του Βράχου. Άλλες στραφτάλισαν στη μύτη του, άλλες χώθηκαν μες στο ανοιχτό του στόμα και οι υπόλοιπες ψαχούλεψαν τρεμολάμποντας τις άδειες κόγχες των ματιών του. Όταν τέλος γύρισαν πίσω στην αφέντισσά τους της επιβεβαίωσαν το εύρημα: Ένας άνθρωπος επί γης! “Αδύνατο!” το αρνήθηκε η Σελήνη, “δεν υπάρχει μήτε άνθρωπος, μήτε θεριό ως αυτή τη στιγμή στη Γη. Και για τούτο είμαι σίγουρη! Γιατί αν υπήρχαν Άνθρωποι θα είχα δημιουργήσει ολάκερο στρατό από Θεριά και Δαίμονες, από Γοργόνες και Νεράιδες και από κάθε λογής φαντασιακά πλάσματα, και, απ’ όσο γνωρίζω, κάτι τέτοιο δεν έχω κάνει ως τα τώρα! Αλίμονο, άρχισα να πάσχω και η ίδια από τις παραισθήσεις που προξενώ στους άλλους…” Και μέχρι να αποσώσει τις σκέψεις της έχασε το φως της κι έσβησε καθώς ο Ήλιος ξαναφάνηκε στον ουρανό. “Α, μα αυτό είναι απ’ τ' άγραφα! Εκεί κάτω υπάρχει ένας Άνθρωπος!” αναφώνησε ο υπέρλαμπρος γίγαντας. Κι έτσι περάσανε οι μέρες και οι νύχτες, κι έτσι περάσανε οι εβδομάδες και οι μήνες και κύλησαν σαν το νερό τα χρόνια, μα ο Βράχος δεν έλεγε να αλλάξει εμφάνιση. Παρέμενε ένα ανθρώπινο πρόσωπο χωρίς μιλιά, μήτε ψυχή.

Κάποτε ο Ήλιος τον λυπήθηκε για τη μοναξιά του και την ανημποριά του και αποφάσισε ότι είχε επιτέλους φτάσει η ώρα για να του δωρίσει Ψυχή. Ήταν τότε μια ημέρα λουσμένη στο ζείδωρο φως του, καταμεσής στο χαυνωμένο θέρος όταν συντελέστηκε το θαύμα. Αίφνις, ο Βράχος αρχίνισε να καταλαβαίνει ότι είχε μύτη και στόμα και μάτια… και άρχισε να νιώθει! Ένιωθε, όλο ένιωθε… Έβλεπε την πελώρια θάλασσα που απλωνόταν εμπρός του και συγχωνευόταν στα βάθη του ορίζοντα με τον καταγάλανο ουρανό. Οσφραινόταν τις μυρωδιές από τα λουλούδια και τα δέντρα πίσω του και από τα ψάρια, το πλαγκτό και το αλάτι εμπρός του. Το κύμα χωνόταν μες στο ανοιχτό του στόμα και προξενούσε αντίλαλο σαν να επρόκειτο για αδιάλειπτο μουρμουρητό. Τι θαύμα, τι χαρά, τι ευδαιμονία! Ο Βράχος ζούσε και μπορούσε να μιλήσει, να δει, να οσμιστεί, ν’ ακούσει. Δεν ήταν πια τόσο μόνος όπως πριν. Είχε για συντροφιά τον Ήλιο με τον οποίο έπιανε ατέλειωτες συζητήσεις που αρχινούσαν με το γλυκοχάραμα και τέλευαν το σούρουπο. Μα και τότε δεν σταματούσε να μιλά με το μεγάλο του στόμα, μόνο που αυτή τη φορά οι κουβέντες περιστρέφονταν γύρω από τα όνειρα και τις κάθε λογής φαντασίες με συνομιλητή του τη γοητευτική Σελήνη που ποτέ της δε στάθηκε ικανή να διατηρήσει για δυο συνεχόμενες νύχτες το ίδιο σώμα, παρά συνεχώς είτε πάχαινε, είτε αδυνάτιζε. Ο λαλίστατος Βράχος σιγοψιθύριζε ακόμη και στους μακρινούς Αστερισμούς, γιατί ο ψίθυρος είναι πιο ανάλαφρος από τις φωνές και μπορεί το αεράκι να τον σηκώσει ευκολότερα και να τον ταξιδέψει ως τα Άστρα που κατοικούν πολύ πιο μακριά από τη Σελήνη… μακρύτερα ακόμη κι από αυτόν τον δεσπότη Ήλιο και οι ανθρώπινες φωνές δεν φτάνουν ως τα ύψη τους.

Και αφού μίλησε, μίλησε, μίλησε για χίλια χρόνια… και αφού άκουσε, άκουσε, άκουσε για χίλια χρόνια… και αφού είδε, είδε, είδε για άλλα χίλια χρόνια… ήρθε η στιγμή που όλα τούτα δεν του έφταναν, οι αισθήσεις του αυτές είχαν αποκαρωθεί. Λαχτάρησε, το λοιπόν, να χαρεί την πιο αρχέγονη από τις αισθήσεις: την αφή. Ναι, τώρα πια που είχε κορεστεί από τις συζητήσεις και δεν είχε τίποτε άλλο να πει, ποθούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο να γείρει και να ακουμπήσει σε μια άλλη ομοειδή ψυχή, να αισθανθεί με το πελώριο, μονολιθικό κορμί του μια φιλική, γνώριμη παρουσία πλάι του.
“Αχ, να είχα ένα ταίρι!” αναστέναζε βαριομισμένος. Όλες τούτες οι αισθήσεις, δε λέω, ήταν ένα θείο κι αναπάντεχο δώρο. Καλή είναι και η όραση, καλή και η ακοή, καλοδεχούμενη και η όσφρηση. Προσφέρουν ανώτερες και εκλεπτυσμένες εμπειρίες και γεννοβολούν τη νόηση και τη διαλεκτική. Τι να τις κάνεις, όμως, όταν δεν μπορείς να γείρεις το κουρασμένο σου κορμί και να ακουμπήσεις πάνω σε μια αδελφή ψυχή, έστω κι αν δεν μιλάς, ακόμη κι αν δεν ακούς, κι ας έχεις τα μάτια σου σφαλιστά. Πώς να ζήσει κανείς δίχως να ονειροπολεί. Και πώς να ονειροπολήσει αν δεν έχει αισθανθεί το χάδι μιανού στοργικού χεριού, το κατάστηθο σφιχταγγάλιασμα… Και αφού ο Βράχος δεν είχε που να ακουμπήσει για να λουφάξει και να ονειροπολήσει ένιωσε και πάλι ολομόναχος κι απελπισμένος ως τα κατάβαθα της ψυχής του κι έπεσε και πάλι σε βαριά μελαγχολία, χειρότερη από εκείνη που τον κυρίευε πριν αποκτήσει Ψυχή. Τι κι αν ξετρύπωνε ο φίλος του ο Ήλιος κάθε πρωί στον Ουρανό και του χαμογελούσε, τι κι αν η πλανεύτρα Σελήνη του έκλεινε το μάτι τις ασυννέφιαστες νύχτες και του εξιστορούσε παραμύθια, τι κι αν τ’ Άστρα λαμπύριζαν και στραφτάλιζαν τη νύχτα σαν τα λαμπιόνια του χριστουγεννιάτικου δέντρου… Εκείνος ένιωθε παντέρημος, πεντάρφανος κι απροστάτευτος. “Μακάρι να μην είχα ποτέ μου ψυχή!” αυτοοικτιρόταν κι αναστέναζε. “Τι να τα κάνω και τα μάτια και τη μύτη και το στόμα αν δεν μπορώ να έχω μία σύντροφο”.

Και μες στη θλίψη και το πένθος διαβήκανε χρόνοι ολάκεροι, πάνω από χίλιοι. Μέχρι που μια ημέρα η Γη, όπου πάνωθέ της είχε φυτευτεί ο γκρίζος βράχος, τον λυπήθηκε και θέλησε να τον βοηθήσει. Ήταν τέτοια η συμπόνια που ένιωσε για το βράχο που έβραζε εντός της και η καυτερή ψυχή της κοχλάκιζε και αναμοχλευόταν με τέτοια ένταση που κάποτε σείστηκε σύγκορμη. Από το μεγάλο σεισμό που ακολούθησε ένα κομμάτι βράχου από το βουνό δίπλα στην ακρογιαλιά ξεκόλλησε και κύλησε μερικά μέτρα, κουτρουβαλώντας και τσαλαπατώντας τα πάντα κάτω από το βάρος του, μέχρι που έφτασε ως εκεί που ξεψυχά το κύμα και στάθηκε δίπλα στο μοναχικό Βράχο. Από ένα ύστατο παιχνίδι της Τύχης, η ροπή έδωσε μια τελευταία κίνηση στο νεογέννητο βράχο και τον έκανε να γείρει και ν’ ακουμπήσει πάνω στον άλλο. Ο μοναχικός Βράχος ανασκίρτησε. “Ευλογημένη Μάνα Γη!” ανέκραξε υπόκωφα. “Τι θαύμα κι απόθαμα ήτανε ετούτο! Μου χάρισες μια σύντροφο!” Κι ευθύς αποτίναξε από την ψυχή του όλη τη συσσωρευμένη μελαγχολία και… θα χαμογελούσε αν το στόμα του δεν ήταν μόνιμα ορθάνοιχτο.

Τις μέρες που ακολούθησαν δεν έκανε τίποτε άλλο από το να χαίρεται την επαφή του με τον άλλο βράχο πλάι του. Δεν ήθελε τίποτε άλλο, δεν αποζητούσε παρά μονάχα αυτή τη θέρμη της αφής.
Έτσι πέρασαν μήνες… χρόνια ολάκερα. Κι όμως, κάτι έλειπε από τούτο το ζευγάρωμα. Κάτι που έπρεπε να νιώθει με το αγκάλιασμα, αλλά δεν κατάφερνε να το νιώσει ούτε για μια στιγμή. Δίπλα του είχε έναν ογκόλιθο, ένα άμορφο μονόλιθο που οι συγκυρίες τον είχαν φέρει εκεί. Δεν άργησε να καταλάβει τι ήταν εκείνο που τον αποστερούσε από το συναίσθημα: η σύντροφός του, εκείνος ο άλλος βράχος, δεν είχε Ψυχή, όπως, αντίθετα, είχε ο ίδιος. Γι’ αυτό κι ο εναγκαλισμός ήταν ψυχρός, ανούσιος, άκαρπος. Δεν έχασε, όμως, τις ελπίδες του… τούτη τη φορά είχε φτάσει μιαν ανάσα κοντά στην απόλυτη ευτυχία. Δεν θα παρέδιδε έτσι τα όπλα αμαχητί. Παρακάλεσε, λοιπόν, τον Ήλιο και τη Σελήνη, αυτούς τους δυο αιώνιους φίλους του, απευθύνθηκε ακόμη και στ’ Αστέρια, κι ας ήταν πολύ μακριά για να μπορέσουν να τον βοηθήσουν. “Δώστε σε τούτο το βράχο ψυχή, όπως δώσατε και σε μένα! Σας ικετεύω! Είναι το τελευταίο πράγμα που σας ζητώ! Έπειτα θα σωπάσω και δε θα σας ξαναζητήσω τίποτε άλλο! Κάντε το θαύμα σας για να γίνω ευτυχισμένος και να σωπάσω μια για πάντα!”

Όμως, όσο κι αν ήθελαν να τον βοηθήσουν οι αδελφικοί του φίλοι, εντούτοις παραδέχονταν πως τούτη τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. “Καλέ μου φίλε”, δικαιολογούνταν ο Ήλιος, “το ότι απέκτησες Ψυχή δεν οφειλόταν μόνο στη δική μας επίδραση. Ήταν και η Τύχη και η Συγκυρία που συνέδραμαν σ’ αυτό” και λέγοντας αυτά κοκκίνιζε από ντροπή που αναγκαζόταν να παραδεχτεί δημόσια την ανημποριά του. “Ε, τότε, θα αποτανθώ στην Τύχη και στη Συγκυρία, όπως τις ονόμασες” απάντησε ο Βράχος. “Πες μου πού βρίσκονται για να τις βρω και να τους μιλήσω!”. Ο Ήλιος σώπαινε κάθε φορά στο άκουσμα των παράλογων απαιτήσεων του Βράχου και δεν ξαναμιλούσε μέχρι που λούφαζε κατά τη Δύση και τρύπωνε μελαγχολικός κάτω από τα φουστάνια του ωκεανού κατά τον ορίζοντα. Μα και η Σελήνη δεν έβρισκε λόγια για να παρηγορήσει τον Βράχο και να τον πείσει ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει, ότι ήταν πέρα από τις δυνάμεις της. “Αγαπητέ μου, η Τύχη και η Συγκυρία έρχονται μονάχα μια φορά για τον καθένα μας σε ολάκερη τη ζήση του. Και αυτό το κάνουν σκόπιμα, απ’ ότι έχω πληροφορηθεί από έγκυρες πηγές, γιατί μονάχα έτσι έχουν τόσο μεγάλο κύρος και σημασία σε τούτον εδώ τον κόσμο. Αν εμφανιζόταν κάθε τρεις και λίγο, όπως εσύ απαιτείς, τότε κανείς δε θα τους έδινε σημασία. Αδερφάδες και οι δυο τους από την ίδια γέννα ξέρουν καλά τι κάνουν. Μήτε η ίδια η Φύση δεν μπορεί να τις αναγκάσει να κάνουν κάτι παρά τη θέλησή τους κι έτσι τις αφήνει να δρουν πάντα κατά βούληση”. “Αλίμονο, αν ισχύουν όσα λες, τότε είμαι καταδικασμένος! Κατάρα στις αδελφάδες αυτές που έπαιξαν μαζί μου ένα τέτοιο παιχνίδι και με καταδίκασαν να έχω Ψυχή! Μακάρι να μη δεχόμουν ποτέ το σατανικό τους δώρο!” βόγγιξε ο Βράχος και για πολλά χρόνια δεν ξαναμίλησε, παρά έμενε ν’ ακουμπά στο διπλανό μονόλιθο σαν να ήτανε ντουβάρι.

Κάποτε, εκεί που η Τύχη καθόταν με την αδερφή της τη Συγκυρία τυλιγμένες με το πέπλο της ολύμπιας αταραξίας τους και κατάστρωναν οι δυο τους τόσο τα άμεσα, όσο και τα πιο μακρόπνοα σχέδιά τους για να έχουν με κάτι να καταπιαστούν και να μη βαριούνται, έφτασαν τα βλάσφημα λόγια του μοναχικού Βράχου στ’ αυτιά τους. Μικρή σημασία έχει το πως έγινε και έμαθαν για τις κατάρες που είχε εξαπολύσει εναντίον τους εκείνος ο άξεστος ποταπός Βράχος. Μπορεί να τις είχε μεταφέρει ως αυτές ένα οποιοδήποτε πετούμενο από εκείνα που ξαπόσταιναν στο κεφάλι του Βράχου, ή κάποιο ασήμαντο καβούρι από εκείνα που λίμναζαν εφήμερα μες στις υγρές λακουβίτσες του και κάθε τόσο τα έπαιρνε το κύμα για να φέρει άλλα στη θέση τους. Αυτό που έχει σημασία για τη διήγησή μας είναι ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτές οι ανήκουστες κατηγόριες και οι δίχως προηγούμενο προσβολές φανερώθηκαν στις τρομερές Δίδυμες. Στο άκουσμά τους οι δυο γυναικείες μορφές αγρίεψαν και θέριεψαν κι αλίμονο σ’ εκείνον που θα τύχαινε στο διάβα τους εκείνη τη στιγμή. Αμέσως επαναστάτησαν, αναστατώθηκαν, βρυχήθηκαν και βάλθηκαν να τρώγονται με τα ρούχα τους. Κόντεψαν να φαγωθούν μέχρι και αναμεταξύ τους.
Εξαιτίας της οργής τους και της απώλειας της ψυχραιμίας τους, εκείνο τον καιρό πολλά αλλοπρόσαλλα και εκ πρώτης όψεως περίεργα γεγονότα συνέβησαν στη Γη, γεγονότα που θα είχαν οπωσδήποτε αποφευχθεί αν οι δυο θεότητες διατηρούσαν, όπως εξάλλου κάνουν κατά κανόνα, την σεραφεική τους ψυχραιμία και αταραξία. Έτσι, ήρθαν τα πάνω κάτω στον Κόσμο. Κομήτες έπεσαν με ιλιγγιώδεις και ασύλληπτες ταχύτητες στη Γη και η δύναμη της πρόσκρουσης ήταν τέτοια που η ατμόσφαιρα σκεπάστηκε πλήρως με ένα πέπλο πυκνού νέφους που διήρκησε εκατοντάδες χρόνια και έκανε τα έμβια πλάσματα, από τα πιο μικρά και μηδαμινά ως τα γιγαντιαία και πιο τρομακτικά (που ευτυχώς ο άνθρωπος δεν αντίκρισε ποτέ του) να πιστέψουν ότι δε θα ξανάβλεπαν ήλιου φως. Κάποια ζωικά και φυτικά είδη χάθηκαν για πάντα. Αρκετά κατάφεραν να επιβιώσουν κρυμμένα στα πιο απίθανα λαγούμια. Πλημμύρες και καταποντισμοί έπληξαν τον πλανήτη απ’ άκρου εις άκρον και θα ‘λεγες πως είχε έρθει η Συντέλεια του Κόσμου, μια συντέλεια πρώιμη, ένας θάνατος απροσδόκητος πριν καν ακόμη υπάρξει η πλέρια συνειδητοποίηση της ζωής.

Εξαιτίας αυτών των τραγικών κοσμογονικών γεγονότων ο Βράχος έχασε για αιώνες την επαφή του με τα ουράνια σώματα. Στον ουρανό δεν υπήρχε μήτε Ήλιος, μήτε Σελήνη, μήτε τα παιχνιδιάρικα Άστρα.
Ένα πελώριο τσιμεντένιο φράγμα από χώμα και στάχτη τους είχε χωρίσει παντελώς και τους είχε αποξενώσει. Και όλα αυτά συνέβησαν τότε που είχε ανάγκη την παρουσία τους και την παρηγοριά τους περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη ζήση του. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η Θάλασσα βρισκόταν σε μόνιμη αναταραχή και ράπιζε τους δύο κατάχαμα ριγμένους βράχους με τέτοια ανελέητη οργή που έλεγες πως τα κύματά της, αυτά τα δαιμονισμένα τέκνα της θα τους κονιορτοποιούσαν και θα τους καταβρόχθιζαν από στιγμή σε στιγμή. Οι Αέρηδες, πάλι, είχαν κι εκείνοι αποτρελαθεί και φυσούσαν πότε από τη μια κατεύθυνση και πότε από τη άλλη, ξεκολλώντας μικροσκοπικά πετραδάκια από την επιφάνεια των κακόμοιρων βράχων και εκσφενδονίζοντάς τα μακριά προς κάθε μεριά. Του στάθηκε αδύνατο ν’ αντισταθεί, παρά υπέμενε καρτερικά να τελέψει το κακό. Σφάλισε τα υποθετικά του μάτια, έσμιξε τα υποθετικά του χείλη και λούφαξε εκεί όπου είχε εξαρχής βρεθεί, ανάμεσα στη γη και στη θάλασσα, πάνω στην αφρώδη κορδέλα της ακτής. Προσευχόταν, ολοένα προσευχόταν με λόγια αυτοσχέδια, απευθυνόμενος στον δικό του θεό, που κι εκείνος ήταν αυτοσχέδιος… ίσως κάποιος Βράχος τεραστίων διαστάσεων που πάντα του φοβόταν και σεβόταν μες στην τρικυμισμένη φαντασία του. 

Κάποτε τα στοιχειά της Φύσης καταλάγιασαν, αφού είχαν σπαταλήσει όλη τη μανία που διέθεταν και οι αποθήκες της οργής τους είχαν μείνει αδειανές κι άρα έτοιμες να ξαναγεμίσουν χρόνο με το χρόνο για να ξεσπάσουν και πάλι σε ανύποπτο χρόνο. Γιατί τίποτε σε τούτο τον Κόσμο δεν είναι ικανό να διαρκέσει παντοτινά, όσο κι αν έτσι δείχνουν τα πράγματα, μήτε η απόλυτη δυστυχία, αλλά μήτε και η απόλυτη ευτυχία. Οι Άνεμοι, τα Κύματα και οι Σεισμοί έπαψαν προσωρινά μια ωραία ανοιξιάτικη πρωία και ο Ουρανός άνοιξε διάπλατα για να φανεί και πάλι ο Ήλιος που ως τότε ήταν κρυμμένος πίσω από το δηλητηριώδες, αρραγές, πετρωμένο νέφος. Σαν κέντρισε με το μαστίγιό του τα πύρινα άλογα του άρματός του και σκαρφάλωσε ως το ζενίθ της τροχιάς του, κοίταξε τη Γη κάτωθέ του. Κάποιον έψαχνε, κάποιον έπρεπε να βρει εκεί. Αν και ο Ήλιος πάντα γνωρίζει τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μελούμενα, πάσχει κάποιες φορές από αμνησία και προσωρινή άνοια και εξαιτίας αυτού για λίγες ώρες δεν μπορούσε να θυμηθεί τι, ή ποιος ήταν εκείνος που αποζητούσε να ξαναδεί. Τελικά θυμήθηκε: “Ω, μα φυσικά! Τι να κάνει ο φίλος μου ο Βράχος εκεί κάτω;” αναρωτήθηκε εύθυμα μιας και είχε ανακτήσει τη βασιλεία του μετά από καιρό. Επικέντρωσε το βλέμμα του στο γνώριμο σημείο της ακρογιαλιάς και είδε. Είδε! 

Είδε τον φίλο του αγνώριστο, χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, δίχως αυτιά και… αλίμονο, δίχως καμία συγκεκριμένη μορφή. Είχε μικρύνει αρκετά από την τελευταία φορά που τον είχε δει. Εκείνο το δύσμορφο, ακαθόριστο ερείπιο δεν είχε καμία σχέση με τον αλλοτινό του φίλο, το μοναχικό ανθρωπόμορφο Βράχο. “Ω, θεέ μου!” (γιατί ακόμη και ο Ήλιος έχει το δικό του αυτοσχέδιο θεό) αναφώνησε αναβλύζοντας από την πύρινη ψυχή του όλη την απελπισία και την οιμωγή που είχε εντός του συγκεντρωμένη από τα γεννοφάσκια του. “Ο καλός μου Βράχος δε ζει πια! Η Ψυχή τον εγκατέλειψε!” Μάταιες οι θρηνωδίες του. Μάταιοι και οι οδυρμοί του. Ο Βράχος είχε ζήσει ολάκερη τη ζωή του ολομόναχος, κατάμονος, παντέρημος και πεντάρφανος και έτσι είχε πεθάνει, δίχως μια ύστατη διαμαρτυρία, δίχως ένα ύστατο αποχαιρετισμό, χωρίς κανένας να τον κλάψει την ώρα που αποχωριζόταν η Ψυχή εκείνο το αταίριαστοι σ’ αυτήν πέτρινο κορμί.

Κατακλυσμένος από τη βαρύτερη θλίψη που είχε βιώσει ποτέ, ο Ήλιος δε θέλησε να δει τίποτε άλλο εκείνη την ημέρα κι απέστρεψε το βλέμμα του αλλού, κατά το Διάστημα, κατά ‘κει που συγχρωτίζονται απροσμέτρητα ουράνια σώματα στην τέλεια  σταθερή τροχιά του το καθένα, εκεί που όλα ζουν και κινούνται αρμονικά, πλήρως  υποταγμένα στην αρχική ώθηση, στην προαιώνια πνοή, στην άναρχη μεγάλη Έκρηξη. Τα βάσανα υπάρχουν μονάχα σε τούτο τον γήινο κόσμο και σε κανέναν άλλο. Τα βάσανα γεννιούνται από τις Ψυχές και θα υπάρχουν όσο υπάρχουν αυτές, μέχρι ν’ απομείνει η τελευταία. Ακόμη κι όταν αυτές πάνε στον Παράδεισο, καθώς λένε, κι εκεί βάσανα έχουν. Ψυχή και βάσανα είναι αδιάρρηκτα συνυφασμένα, όμοια όπως τα τριαντάφυλλα είχαν, έχουν και θα έχουν πάντοτε αγκάθια που πληγώνουν.

Και όταν χάθηκε ο Ήλιος βουρκωμένος με την καρδιά του ραγισμένη, ξεπρόβαλλε η Σελήνη. Κι εκείνη είχε ν’ αντικρύσει την επιφάνεια της Γης κάμποσα χρόνια και ανυπομονούσε για την πρώτη της νύχτα σε ξάστερο Ουρανό. Έψαξε με τη σειρά της για το φίλο που είχε καιρό να δει…
Τον βρήκε νεκρό. “Φτωχέ μου Βράχε”, είπε θρηνητικά, μα, την ίδια στιγμή, διέκρινε και κάτι άλλο… Κάτι που της προξένησε την ίδια και ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη από πριν. Στην ακρογιαλιά, μπροστά στα κύματα, στο διπλανό σημείο από εκείνο που έστεκε το κουφάρι του Βράχου που έχασε την Ψυχή του, έστεκε γερμένος πάνω σ’ αυτό ένας ανθρωπόμορφος ογκόλιθος. Όλα τα είχε: δυο λακούβες σαν κόγχες ματιών, ένα εξόγκωμα σα μύτη και μια ορθάνοιχτη κουφάλα στα ριζά του που προσομοίαζε με στόμα. Ώστε αυτό, λοιπόν, ήταν το παιχνίδι που έπαιξαν οι δυο απόκοσμες αδερφάδες, η Τύχη και η Συγκυρία! Να, λοιπόν, που η επιθυμία του νεκρού πλέον Βράχου είχε εκπληρωθεί. Αλίμονο, όμως, όλα τώρα ήταν άκαιρα και άσκοπα! Η Σελήνη αχνογέλασε και έστειλε για άλλη μια φορά τις στραφταλιστές πούλιες της να ψαχουλέψουν τα εξογκώματα και τις κοιλότητες εκείνου του απίθανου ανθρωπόμορφου κεφαλιού που έστεκε μονάχο, γερμένο πάνω στο πέτρινο κουφάρι. “Αξίζει μια προσπάθεια…” σκέφτηκε πονηρά και έδωσε τη θέση της στον Ήλιο που είχε ανακτήσει τις δυνάμεις και την αυτοπεποίθησή του μετά την ολονύκτια ανάπαυλα του ίδιου και των φλογόφτερων αλόγων του άρματός του.

Έτσι περάσαν χίλιοι χρόνοι κι έπειτα άλλοι χίλιοι και το πέτρινο πρόσωπο ολοένα και ομόρφαινε και καλοσχηματιζόταν. Κάποτε, άγνωστο πότε επακριβώς, έγινε μεγάλο και πολύχρονο συμβούλιο πάνω στον Ουρανό και κάτω στη Γη και αποφασίστηκε από όλους τους εμπλεκόμενους σ’ αυτό πως άξιζε μια ευκαιρία εκείνο το νεογέννητο κεφάλι. Και του δόθηκε Ψυχή, μόνο που αυτή τη φορά ήταν γυναικεία.

Από τότε ο θηλυκός Βράχος, γερμένος όπως είναι πάνω στο νεκρό σύντροφο που δε γνώρισε ποτέ, ατενίζει τη Θάλασσα με βλέμμα άτονο και συννεφιασμένο και ολοένα αναστενάζει. Γιατί, ναι μεν μπορεί να μιλά με τον Ήλιο, τη Σελήνη και τα Αστέρια εκεί ψηλά, με τη Θάλασσα και τη μάνα Γη εκεί κάτω, ναι μεν μπορεί να ακούει τον καταπραϋντικό παφλασμό των κυμάτων, τα θροΐσματα των φυλλωμάτων των δέντρων και τα τιτιβίσματα των πουλιών, ναι μεν μπορεί να οσφραίνεται τις ευωδιές των ανθισμένων λουλουδιών την Άνοιξη και το αναζωογονητικό ιώδιο της θάλασσας, αλλά δεν έχει το σημαντικότερο από όλα, εκείνο για το οποίο θα μπορούσε να θυσιάσει όλες τις άλλες του αισθήσεις. Δεν μπορεί να νιώσει την αφή, το χάδι, την αγκαλιά μιας άλλης Ψυχής όμοιας με τη δική του και να σφαλίσει κλειστά τα μάτια του και να ονειρευτεί…

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ

Παραμύθι του Παναγιώτη Σιμιτσή



Και συνέβη εκείνο τον καιρό να πέσει μια τρομερή αρρώστια και να χάνονται τ’ αστέρια ένα ένα απ’ το νυκτερινό ουρανό και να καταβαραθρώνονται στην υγρή γη και να χάνονται για πάντα. Ήταν τέτοια η φύση εκείνης της τρομερής ασθένειας που τ’ αστέρια έχαναν σιγά-σιγά τη λάμψη τους και έπαιρναν ένα χρώμα σταχτί σα να ‘τανε να ‘χαν πάρει φωτιά και να απανθρακώνονταν. Κι αφού καρβούνιαζαν κι έσβηναν, δεν είχαν πια άλλη δύναμη για να κρατηθούν καρφωμένα ψηλά στο στερέωμα και ξεκολλούσαν, όμοια όπως ξεκολλά ένα αντικείμενο από τον τοίχο όταν η κόλλα που το κρατά ξεραίνεται. Ήταν μια τρομερή εποχή, μια τρομερή αρρώστια.




Το διήγημα αυτό συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων "Δήγμα Γραφής - Μια ντουζίνα και τρία διηγήματα" που διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο και αποτελεί συλλογική έκδοση δεκαπέντε νέων συγγραφέων. 

Διαβάστε τη συνέχεια εκεί...




Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ




Παραμύθι του Παναγιώτη Σιμιτσή



Υπάρχει μια πόλη δίχως όνομα, μια πόλη που κανείς δε μπήκε στον κόπο να τη βαπτίσει. Αυτή η πόλη δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα από το ύψος των αστεριών που δεν την ξεχωρίζουν και για τούτο δεν της έδωσαν ποτέ σημασία. Έχει δρόμους, λεωφόρους και πλατείες, έχει μνημεία, ουρανοξύστες και πολυκατοικίες, χαμόσπιτα και χαμοκέλες. Έχει και ένα πολύβουο πλήθος που ξεχύνεται στις αρτηρίες της κάθε πρωί και ξαναλουφάζει στα σπλάγχνα της με το που απλώνεται η νύχτα. Είναι μια πόλη που δεν της λείπει τίποτα, ούτε ανυπομονεί για τίποτα. Τα έχει όλα. Γι’ αυτό και κανείς δε γνοιάστηκε να της δώσει ένα όνομα. Τα ονόματα ταιριάζουν σε πλάσματα και αντικείμενα που έχουν κάτι να πουν, ή να δείξουν, ή που αποζητούν κάτι που τους λείπει. Είμαι ο Γιώργος και θέλω να γίνω δικηγόρος. Είμαι η Νέα Υόρκη και είμαι η μητρόπολη του κόσμου όλου. Είμαι ο Παρθενώνας και ήμουν κάποτε ο λαμπρότερος ναός, τώρα ένα πτώμα με τα σωθικά μου να χάσκουν ορθάνοιχτα. Αν δεν έχεις τι να πεις, αν δεν έχεις τι να ζητήσεις, αν δεν ενδιαφέρεσαι να καυχηθείς για κατιτίς γιατί να έχεις όνομα; Πού θα σου χρειαστεί, ποιος θα σου το ζητήσει; Μονάχα υπάρχεις. Υπάρχεις με μια μονότονη βεβαιότητα, υπάρχεις γιατί αναπνέεις. Ζεις για όσο υπάρχει αέρας γύρω σου. Αδιαμαρτύρητα. Η πόλη δίχως όνομα θα μπορούσε να έχει, εντούτοις, αριθμό. Οι αριθμοί δεν έχουν προσωπικότητα, δε λένε κάτι όταν στέκουν μοναχικά ψηφία. Οι αριθμοί είναι άπειροι και ο καθένας τους μονάχος δε σημαίνει τίποτα, εξόν από κάποιους που κατάφεραν να επαναστατήσουν εδώ και πολλά χρόνια και να αποκτήσουν κάποιο νόημα μεταφυσικό, ή αποκρυφιστικό. Ούτως, ή άλλως δε θα ονοματίζαμε την πόλη αυτή με τον αριθμό δεκατρία, ή το επτά, ή το εξακόσια εξήντα…

Στην πόλη κατοικούν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Οι περισσότεροι ζουν σαν τις μέλισσες κρυμμένοι μες σε τσιμεντένιες κυψέλες. Εκεί συσσωρεύουν τα αγαθά τους, εκεί αναπαύονται κι εκεί κάνουν τα αυγά τους. Κάθε τόσο ξεμυτίζουν από τα μικρά τους κελιά και πετούν ολόγυρα κατά ομάδες ή μονάχοι ανάμεσα στα κτίρια της πόλης, άλλοι για να βρουν τροφή, άλλοι για να συλλέξουν διάφορα αντικείμενα και να τα σύρουν ως την κυψέλη τους όπου θα τα αποθηκεύσουν. Άλλοι πάλι βγαίνουν έτοιμοι για καυγά, ή γι’ αναμέτρηση και συγκρούονται μεταξύ τους. Κάποιοι άλλοι τσαλαπατιούνται από τα φρενιασμένα αμάξια που διασχίζουν ολημερίς τους δρόμους. Άλλοι, πάλι, βγαίνουν για να αγαπήσουν, ή για ν’ αγαπηθούν κι οι περισσότεροι γυρνούν στη φωλιά τους μονάχοι.

Μέσα σε μια τέτοια κυψέλη από μουντό τσιμέντο ζούσε ένα ευτυχισμένο ζευγάρι μέλισσες, ένας νεαρός άντρας και μια όμορφη κοπέλα, που είχαν στοιβάξει τις πολύχρωμες ζωές τους ανάμεσα στα γκρίζα, μουντά ντουβάρια της κηρήθρας τους. Είχαν ελάχιστα πράγματα κι έτσι τα κατάφερναν να χωρέσουν εκεί μέσα. Η περιουσία τους ήταν όλη κι όλη ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, ένας υφασμάτινος καναπές, ένα ξύλινο τραπέζι και ένα γλαστράκι που μόλις και ισορροπούσε στο στενό περβάζι του παραθύρου. Η κοπέλα κάθε πρωί πότιζε το γλαστράκι κι έριχνε το ανέμελο βλέμμα της στη συστοιχία των μουντζουρωμένων από την αιθάλη κτιρίων του αντικρινού δρόμου. Έπειτα αφηνόταν να περιπλανηθεί νοερά στους δρόμους και τις λεωφόρους της πόλης δίχως όνομα, έχοντας τα ρουθούνια της κολλημένα πάνω στο λουλούδι της γλάστρας της. Παρακολουθούσε τους περαστικούς κάτωθέ της και έπλαθε χίλιες δυο ιστορίες για δαύτους τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας που έλειπε στη δουλειά ο πρίγκιπάς της.

Με το που έπεφτε το δείλι κι ο αγαπημένος της γυρνούσε κατάκοπος στο σπίτι παρατούσε και το λουλούδι της και την ονειροπόληση από το παραθύρι κι έπεφτε στην αγκαλιά του. Τον περιποιόταν, τον κατεύναζε, τον ηρεμούσε. Κάθονταν οι δυο τους με τις ώρες στον καναπέ συζητώντας για κάθετι που τους περνούσε από το νου και που τους έκανε εντύπωση. Αφού απόσωναν την κουβέντα, αγκαλιάζονταν και κολλούσαν ο ένας στον άλλο τόσο σφιχτά, όπως τα στρείδια στο βράχο. “Είσαι η πριγκίπισσά μου” της έλεγε ψιθυριστά ο νέος ανασαίνοντας ζεστά στο μάγουλό της κοπέλας. “Κι εσύ είσαι ο αγαπημένος μου πρίγκιπας του παραμυθιού” του απαντούσε εκείνη με μια χαδιάρικη έκφραση στο πρόσωπο.




Τα χρόνια περνούσαν αφήνοντας λεκέδες στις όψεις των κτιρίων, χαραγματιές και μεγάλες τρύπες στην άσφαλτο των δρόμων, αρπάζοντας στο διάβα τους ζωές και αντικαθιστώντας τες με άλλες φρέσκιες. Τα χρόνια που πέρασαν από τη στενή κυψέλη του ευτυχισμένου ζευγαριού, έσκισαν σε διάφορα σημεία τον καναπέ, μάραναν για πάντα το λουλούδι της γλάστρας και ράγισαν τη γλάστρα. Και μια κακή και δίσεκτη χρονιά, που όμοιά της ο πρίγκιπας δεν είχε δει ποτέ στη ζήση του, χάθηκε η πριγκίπισσά του παίρνοντας μαζί της το γλαστράκι της και αφήνοντας την ερημιά μες στην κυψέλη. Την έψαξε παντού. Γύρισε όλους τους δρόμους που γνώριζε και άλλους τόσους στους οποίους ποτέ δεν είχε πατήσει το πόδι του. Τη γύρεψε σε χιλιάδες μαγαζιά και κτίρια. Μάταια. Η πόλη ήταν ένας αληθινός λαβύρινθος που ο κάθε δρόμος οδηγούσε σε ένα ολόιδιο χωρίς τελειωμό και κάθε σπίτι γειτόνευε με ένα άλλο πανομοιότυπο. Η πόλη ήταν ένα βιβλικό θηρίο που κατάπινε και ξερνούσε αμέτρητα πρόσωπα μες σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Αλίμονο, δε θα την έβρισκε ποτέ. 

Έπειτα κλείστηκε μες στο μικρό του διαμέρισμα και περίμενε κοιτάζοντας άγρυπνος την πόρτα ώρες ολάκερες, μέρες ολάκερες δίχως να κλείνει μάτι και δίχως να τρώει, έτσι που στο τέλος άρχισε να νομίζει ότι το πόμολό της εξώπορτας γυρνούσε κάθε τόσο από κάποιο χέρι και η πόρτα θα άνοιγε και θα έμπαινε η αγαπημένη του. Τελικά απολιθώθηκε στο μοναδικό παράθυρο κοιτάζοντας το πλήθος που περπατούσε βιαστικό κάτω στο δρόμο.
 

Ήταν τόσο το μαράζι του άτυχου πρίγκιπα που μια μέρα, έτσι καθώς κοίταζε με βλέμμα απλανές από το παραθύρι, ξεψύχησε.



Και τότε η καρδιά του, ζεστή και άλικη βγήκε από το στήθος που είχε πάψει από ώρα ν’ ανασαίνει. Αιωρήθηκε στο ασφυκτικά μικρό δωμάτιο και αφού στάθηκε για λίγο πάνω στον ξεφτισμένο καναπέ, βγήκε από το παράθυρο έξω στο χειμωνιάτικο αέρα.

Περιπλανήθηκε στη γειτονιά όπως ένα φτερό που το φυσά ο άνεμος προς κάθε κατεύθυνση. Κάτι χαμίνια που χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους έτυχε να τη δουν και την πήραν στο κυνήγι. Για καλή της τύχη, εκείνη έπεσε στον προφυλακτήρα ενός διερχόμενου αυτοκινήτου κι έτσι παρασύρθηκε μακριά γλιτώνοντας από τα αλητάκια του δρόμου που είχαν βάλει στόχο να την ποδοπατήσουν. Η τρελή πορεία της έτσι όπως ήταν σκαλωμένη στον προφυλακτήρα διακόπηκε στα επόμενα φανάρια κάποιες εκατοντάδες μέτρα μακριά. Έπεσε στο λερό ρείθρο του πεζοδρομίου, δίπλα σε μια σχάρα του υπονόμου. Εκεί έμεινε για αρκετές ημέρες τρέμοντας από το κρύο, βρεγμένη και κατάκοπη.

Κάποτε ένας σκύλος μαλλιαρός, με τρίχωμα καταλασπωμένο και βρωμερό, την πλησίασε ακουμπώντας την με την υγρή μουσούδα του. “Είσαι μια καρδιά μονάχη”, γρύλλισε. “Πώς βρέθηκες εδώ;” Η καταπονημένη καρδιά αποκρίθηκε: “Ψάχνω την πριγκίπισσά μου, μπορείς να με βοηθήσεις να τη βρω;” “Δεν υπάρχουν πριγκίπισσες” τη μάλωσε ο σκύλος γαβγίζοντάς της. “Όλες οι γυναίκες που γνώρισα ως τώρα ήταν σκύλες”. Η καρδιά λούφαξε στη γωνιά της μόλις αντίκρισε τα κοφτερά κιτρινισμένα δόντια του σκύλου. “Η δική μου γυναίκα είναι μια πανώρια πριγκίπισσα” τόλμησε να αντιμιλήσει μετά από λίγη ώρα η καρδιά. Ο σκύλος σάστισε για λίγο κι έμεινε να κοιτάζει προς το μέρος της καρδιάς με απορία πότε γέρνοντας το κεφάλι του δεξιά και πότε αριστερά σαν να επρόκειτο μ’ αυτές τις κινήσεις να εμποδίσει τις σκέψεις του να λιμνάσουν. Και αφού σκέφτηκε για αρκετά λεπτά κατέληξε στο συμπέρασμα πως αν οι ισχυρισμοί εκείνη της καρδιάς ήταν αληθινοί, τότε επρόκειτο για την καρδιά ενός αληθινού πρίγκιπα. “Δεν έχει ξανασυμβεί σε σκύλο να φάει την καρδιά ενός πρίγκιπα. Δεν μπορώ να πιστέψω στην τύχη μου. Το γεύμα μου σήμερα θα είναι βασιλικό”. Κι αναλογιζόμενος αυτά, άνοιξε το στόμα του και την άρπαξε στα δόντια του. Για να μην του κλέψουν το γεύμα την πήρε στο στόμα και άρχισε να τρέχει προς μια ήσυχη γωνιά ενός παράδρομου, όπου προφανώς ήταν το στέκι του. Δεν πρόλαβε, όμως, να φτάσει ούτε στα μισά του προορισμού του και ακούμπησε κατά λάθος με το λιγδιασμένο του τρίχωμα το πόδι μιας διερχόμενης κυρίας. Εκείνη τινάχτηκε από το φόβο και την αηδία και άρχισε να τσιρίζει. Ένας άντρας με καμπαρντίνα έτρεξε ευθύς προς βοήθειά της και έριξε μια δυνατή κλωτσιά στα πλευρά του κοπρίτη που έβγαλε ένα βογγητό πόνου και άφησε κατάχαμα την καρδιά. Χάθηκε κουτσαίνοντας και γρυλίζοντας αλγεινά σ’ ένα ερημικό στενό.

Η καρδιά, παρότι πληγωμένη, είχε σωθεί. Μόνο που πια ήταν τόσο κουρασμένη και ταλαιπωρημένη που δε μπορούσε να πετάξει μες στην πόλη. Τα θεόρατα κτίρια έριχναν τον στέρεο ίσκιο τους πάνωθέ της και της έκρυβαν το φως. Η βροχή τη ράπιζε και τη μούσκευε. Η καρδιά είχε γίνει ένα με τα πλακάκια του πεζοδρομίου. Οι διαβάτες περνούσαν επί ημέρες από το σημείο όπου είχε πέσει και κανένας δεν της έδινε σημασία. “Πάει, χάθηκε κάθε ελπίδα” μοιρολογούσε εκείνη και στέναζε σε κάθε αδύναμο χτύπο της. Ακόμη και το χρώμα της από ζωηρό κόκκινο είχε αρχίσει να γίνεται γκριζωπό. Το ήξερε, θα χανόταν χωρίς να καταφέρει να βρει την πριγκίπισσά της. Θα πέθαινε καταμεσίς σ’ ένα βρώμικο δρόμο, μιας άχαρης περιοχής της πόλης δίχως όνομα. Μονάχα ένα θαύμα θα την έσωζε…

Και το θαύμα αυτό δεν άργησε να έρθει. Εμφανίστηκε με τη μορφή ενός σπουργιτιού που προσγειώθηκε επάνω της ανάλαφρα. “Τι γυρεύει μια καρδιά ριγμένη μες στο δρόμο;” τη ρώτησε. “Ψάχνω να βρω την πριγκίπισσά μου που χάθηκε” του αποκρίθηκε η καρδιά. “Μπορείς να με βοηθήσεις; Είσαι η μοναδική μου ελπίδα”. Το σπουργίτι τη λυπήθηκε και θέλησε να την παρηγορήσει. “Θα το ήθελα πολύ καρδιά μου να σε βοηθήσω, αλλά πώς μπορώ εγώ, ένα μικρό κι ασήμαντο σπουργίτι να κάνω κάτι τέτοιο; Πώς να βρω την πριγκίπισσά σου που δεν την έχω δει ποτέ μου;” “Θα σου την περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια” είπε η πονεμένη καρδιά.

Το σπουργίτι, όμως, προέβαλε μια ακόμη αντίρρηση: “Ακόμη κι αν έβρισκα την πριγκίπισσά σου, πώς θα μπορούσα να σε πάω σε αυτή; Βλέπεις είμαι ένα μικροσκοπικό σπουργίτι κι εσύ μια βαριά θλιμμένη καρδιά. Πώς θα μπορούσα να σε σηκώσω;” Και λέγοντας αυτά τη γράπωσε σε ένα σημείο της με τα γαμψά του νυχάκια και άπλωσε τις φτερούγες του για να πετάξει. Αλήθεια έλεγε, ήταν αδύνατο να τη σηκώσει από το έδαφος.

Η καρδιά απελπίστηκε. “Αλίμονο, είμαι όντως πολύ βαριά για σένα”. Το πουλί τιτίβισε κι έκανε ένα γύρω στο πεζοδρόμιο με μικρά πηδηματάκια και τσίμπησε μερικά ψίχουλα. Σκέφτηκε να φύγει να βρει το ταίρι του, αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Δε μπορούσε να αφήσει εκεί μόνη κι αβοήθητη την καρδιά του πρίγκιπα. Έτσι, γύρισε πάλι σ’ αυτή και της είπε: “Περίγραψέ μου την κοπέλα σου και θα τη βρω”. Οι ελπίδες της καρδιάς του πρίγκιπα ευθύς αναπτερώθηκαν κι αρχίνισε να μιλά για την όμορφη κοπέλα. Μίλησε στο πουλί γι’ αυτή ώρες πολλές συνεπαρμένη από το θαυμασμό που ξύπνησε ξανά εντός της αναθυμούμενη την απαράμιλλη ομορφιά της. Του περιέγραψε τα λαμπερά της αμυγδαλωτά μάτια, τα χρυσαφένια μακριά της μαλλιά, τα ολόλευκα λεπτά της χέρια. Του μιλούσε… όλο του μιλούσε και αφού απόσωσε την περιγραφή του, του παρήγγειλε να πετάξει ψηλά στον ουρανό για να τη βρει. “Πήγαινε τώρα να τη βρεις και μην αργείς γιατί οι ώρες μου είναι λίγες”. Και το πουλί υπάκουσε και πέταξε μακριά.

Την άλλη μέρα επέστρεψε στο ίδιο εκείνο σημείο του δρόμου. “Τι έγινε; Τη βρήκες;” ρώτησε ανυπόμονα η καρδιά και άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Ο σπουργίτης άρχισε τότε να τη μαλώνει. “Ωραία είναι όλα αυτά που μου είπες για την ομορφιά της, αλλά δεν ήταν αρκετά για να μπορέσω να τη βρω. Μπορεί εσύ να νομίζεις ότι μόνο η πριγκίπισσά σου έχει την εμφάνιση που περιγράφεις, αλλά σε διαβεβαιώνω ότι βρήκα ένα σωρό κοπέλες με αυτά τα χαρακτηριστικά”. “Αλίμονο, δε θα τη βρω ποτέ!” θρήνησε η πληγωμένη καρδιά. “Ησύχασε και μη βαρυγκωμείς”, την καθησύχασε το τετραπέρατο σπουργιτάκι. “Πρέπει να μου μιλήσεις για την καρδιά της, για το χαρακτήρα της, για τις αναμνήσεις της ευτυχισμένης σας ζωής. Μονάχα έτσι θα μπορέσω να την εντοπίσω σε τούτη τη δαιδαλώδη πολιτεία”. Και τότε η καρδιά αναθάρρησε και βάλθηκε να μιλά για την περασμένη τους ευτυχία, για τις χαρές και τις λύπες τους, για την αγάπη τους. Μίλησε ώρες, μίλησε ολάκερες ημέρες και όταν τέλεψε, ο σπουργίτης έδωσε ένα σάλτο και εξαφανίστηκε στον ουρανό.

 



Όταν επέστρεψε, επιτέλους, βρήκε την καρδιά ετοιμοθάνατη. “Πες μου ότι τη βρήκες” σιγομουρμούρισε ξέπνοη η καρδιά. “Σε λίγο θα φύγω μια και καλή με προορισμό τον ουρανό και δε θα την ξαναδώ ποτέ”. Το σπουργίτι της φώναξε με ενθουσιασμό: “Ε, λοιπόν, τη βρήκα την αγαπημένη σου. Τη βρήκα να κάθεται σε ένα μεγάλο όμορφο σπίτι πλάι στο παραθύρι και να χαζεύει πίσω από μια γλάστρα χωρίς λουλούδι”. “Περίεργο”, σκέφτηκε η καρδιά του πρίγκιπα, “δεν είναι δυνατό να γύρισε στο σπίτι μας… μα το σπίτι μας ήταν ένα τόσο δα διαμερισματάκι. Φαίνεται πως είναι ευτυχισμένη τώρα πια και έχει πλούτη. Ωστόσο, φεύγοντας είχε πάρει μαζί της και τη γλάστρα έστω κι αν το λουλούδι της είχε από καιρό μαραθεί...”

“Μεγάλο και όμορφο σπίτι είπες;” Ρώτησε. “Ναι, είναι ένα αρχοντικό στα περίχωρα της πολιτείας, με στέγη από καφεκόκκινα κεραμίδια, με όμορφες αυλακωτές λευκές κολόνες και μεγάλα μπαλκόνια που βγάζουν σε ανθοστόλιστες βεράντες. Και έχει ένα κήπο γεμάτο παρτέρια με λουλούδια. Ωστόσο, εκείνη κάθεται μόνη και συλλογισμένη κοιτάζοντας από το παράθυρο, έχοντας στο περβάζι μια γλαστρούλα με χώμα στέρφο χωρίς λουλούδι”. “Μια γλάστρα χωρίς λουλούδι;!” Η καρδιά κόντεψε να σπάσει από τον ενθουσιασμό. “Αυτή είναι καλό μου σπουργίτι. Αλήθεια τη βρήκες!”





Το σπουργίτι, όμως παρέμενε σκεπτικό, βυθισμένο θαρρείς σε μαύρες σκέψεις. “Ναι, αλλά πώς θα σε πάω μέχρι εκεί; Είσαι πολύ βαριά για τα φτερά μου”. “Όσο γι’ αυτό, μην ανησυχείς καθόλου. Θυμάσαι πόσα σου είπα για την αγαπημένη μου, για την κοινή ζωή μας και τις αναμνήσεις μας; Λέγοντάς σου όλα αυτά ξαλάφρωσα και τώρα αισθάνομαι ελαφριά σαν το φτερό. Δες. Δοκίμασε να με σηκώσεις”. Το σπουργίτι τη γράπωσε με τα νυχάκια του και άπλωσε τα φτερά του. Και, ώ του θαύματος, τη σήκωσε μεμιάς στον αέρα πριν καλά – καλά το καταλάβει.

Οι δυο φίλοι πέταξαν ψηλά, πάνω από τις μουντές πολυκατοικίες και τους πολύβουους δρόμους, πάνω από τις πλατείες και τις λεωφόρους της πόλης. Κάποτε έφτασαν στο όμορφο αρχοντικό για το οποίο είχε μιλήσει το πουλί. Είδαν τη γνώριμη γλάστρα στο παραθύρι και τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά. “Σ’ ευχαριστώ για όλα, θα σου είμαι ευγνώμων” είπε η καρδιά στο φτερωτό φίλο της. “Πέταξέ με τώρα μες στη γλάστρα και φύγε”. Το σπουργίτι έκανε ότι του παρήγγειλε η καρδιά του νεαρού πρίγκιπα. Αφού την πέταξε μες στη γλάστρα με το χώμα στάθηκε για λιγάκι στο περβάζι του ανοιχτού παραθύρου και τιτίβισε. Θα ήθελε να μπορούσε να κελαηδήσει σαν αηδόνι για να εκφράσει όλα του τα συναισθήματα που το κατέκλυζαν, αλλά δε μπορούσε. Τότε είδε την αδειανή ραγισμένη γλάστρα να ανθίζει κι από μέσα να βγαίνει ένα πανέμορφο ευωδιαστό λουλούδι που σκορπούσε το μεθυστικό του άρωμα ολούθε. Τσίμπησε με το ράμφος του τον ύπερό του και πέταξε μακριά, έγινε μια κουκίδα στον ορίζοντα του ουρανού.




Η γυναίκα μπήκε κάποτε στο δωμάτιό της και αντικρίζοντας το ανθισμένο γλαστράκι στο παραθύρι, έτρεξε και το σήκωσε στα χέρια της. Ακούμπησε με τα ρουθούνια της το άνθος του λουλουδιού και ρούφηξε το μεθυστικό άρωμα ξεσπώντας σε αλμυρά δάκρυα που αυλάκωσαν τα μάγουλά της. Χάιδεψε απαλά με τ’ ακροδάκτυλά της τα φύλλα του και άρχισε να μιλά μαζί του για όλους τους πόνους της καρδιάς της και για την παλιά αγάπη της…