Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

'Ο Άνθρωπος Αντιγραφο' (O Homen Duplicado) του Ζοζέ Σαραμάγκου (Jose Saramago)




Τέσσερα κύρια πρόσωπα συνθέτουν την πλοκή αυτού του μυθιστορήματος: Ο Τερτουλιάνο Μάσιμο Αφόνσο (καθηγητής ιστορίας), ο Αντόνιο Κλάρα (δευτεραγωνιστής ηθοποιός του εγχώριου κινηματογράφου), η Μαρία Ντα Παζ (φίλη του Τερτουλιάνο) και η Ελένα (σύζυγος του Αντόνιο Κλάρα, τραπεζική υπάλληλος)... Λυπάμαι…Προέτρεξα χωρίς να το θέλω… είναι και ένα ακόμη πρόσωπο από εκείνα που πολλές φορές υπεισέρχονται σε μυθιστορήματα αυτού του είδους και που δεν ανήκει στα φυσικά πρόσωπα, παρά σ’ εκείνα τα αόρατα, τα υπερβατικά, εκείνα που διεκδικούν μια θέση στην πλοκή δίχως να δίνουν εξηγήσεις για τη σκοτεινή ή μυστηριακή προέλευσή τους και ακόμη χωρίς να ζητούν συγνώμη από τον αναγνώστη για το ότι εμφανίζονται εν αιθρία δίχως ιδιαίτερες συστάσεις κι εξηγήσεις: είναι ο Κοινός Νους, ο σύντροφος του καθηγητή Ιστορίας, Τερτουλιάνο, που μοναδικός του ρόλος είναι να δίνει στον τελευταίο συμβουλές εν ώρα ανάγκης. Μήπως, όμως, και πάλι δεν είναι ικανοποιητική από άποψη πληρότητας η αναφορά μου στο «καστ» των προσώπων του έργου; Μήπως και πάλι βιάζομαι να αποσώσω με την αναφορά σ’ αυτά; Δυστυχώς, θαρρώ πως αυτό είναι αλήθεια. Γιατί, εν τέλει, κανένα από αυτά τα τέσσερα (ή πέντε) πρόσωπα δεν είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος. Πρόκειται απλώς για μαριονέττες, ή ελληνιστί νευρόσπαστα, ετεροκινούμενα, ετερόφωτα, άψυχα κι άβουλα εξανθρωπισμένα κατασκευάσματα, που τα νήματα των κινήσεών τους κατέχει το ένα και μοναδικό κύριο πρόσωπο του έργου, ο ένας και μοναδικός πρωταγωνιστής του βιβλίου που δεν είναι άλλος από τον ίδιο το συγγραφέα Σαραμάγκου. Μπερδευτήκατε; Ζητώ συγνώμη… θα εξηγηθώ στη συνέχεια, μονάχα ζητώ λίγη υπομονή και κάποια δόση κατανόησης για το χείμαρρο της απογοήτευσης που φουσκονεριάζει εντός μου.

Θα περίμενε κανείς από ένα τέτοιο «βιβλιοκριτικό» άρθρο μια άλλη δομή, πιο συνηθισμένη, ίσως πιο δόκιμη και κατατοπιστική, με μια προλογική περιγραφή των προσώπων, εν συνεχεία μια μεστή περίληψη της πλοκής και, τέλος, μια επιλογική ανάλυση της δομής, της μορφής και του ύφους γραφής. Αυτή τη φορά αποφάσισα να μη γράψω ακολουθώντας την πεπατημένη οδό γιατί απλούστατα δεν ενδιαφέρομαι να παρουσιάσω το εν λόγω έργο σε κάποιο δυνητικό αναγνώστη, ούτε με τα γραφόμενά μου να το προτείνω για ανάγνωση προσπαθώντας να πείσω το βιβλιόφιλο κοινό να αγοράσει το βιβλίο. Απευθύνομαι σε όσους το έχουν ήδη διαβάσει. Θέλω να καταθέσω τη δική μου μαρτυρία έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μετά από κάποιες ημέρες σκέψης πάνω στο έργο.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω ένα χωρίο από το μεταφρασμένα στα ελληνικά κείμενο, ένα τμήμα πρότασης που, κατά την ταπεινή και μη-ειδική γνώμη μου, κωδικοποιεί συνεπτυγμένα το ύφος γραφής ολάκερου του έργου και είναι το κάτωθι:

«Η διασπορά αυτή συλλογισμών και αναλύσεων, αυτό το οικειοθελές σκόρπισμα στοχασμών και των παραγώγων τους στα οποία επιμείναμε τελευταία…»

Πράγματι, η «διασπορά» αυτή είναι το κύριο χαρακτηριστικό που θριαμβεύει σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του κειμένου και το καθιστά ως κάποιο βαθμό άχαρο κι απόμακρο. Ο Saramago δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διακόπτει συνειδητά και οικειοθελώς, όπως λέει, τη ροή της δράσης για να δηλώσει, εν είδει έγκαιρης παρεμβολής, τη γνώμη του περί παντός επιστητού, ακόμη και για να ερμηνεύσει τα πώς και τα γιατί της ως τη δεδομένη στιγμή πλοκής, καθιστώντας την μ’ αυτό τον τρόπο προσκοπτόμενη, διακεκομμένη, τεμαχισμένη. Έτσι χάνεται η ψυχική επαφή του αναγνώστη με τα πρόσωπα του έργου, μια επαφή που στο πλείστο των περιπτώσεων είναι το ζητούμενο για κάθε συγγραφέα. Όσο καλοπροαίρετος κι αν θέλει να είναι κανείς απέναντι στα γραφόμενα, όσο κι αν αυτή του η καλή προαίρεση προέρχεται από μια ασυνείδητη, ή υποσυνείδητη διαδικασία αυθυποβολής υπό το βάρος ενός Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλίμονο, ο αναγνώστης κινδυνεύει σε κάθε βήμα, σε κάθε γύρισμα της σελίδας, σε κάθε τέλος κεφαλαίου να χάσει την υπομονή του και να πάρει τη μεγάλη απόφαση να ξεμπερδεύει άπαξ δια παντός με την ανάγνωση του βιβλίου.

Οι παρενθετικές φιλοσοφίες, ή αμπελοφιλοσοφίες, και οι δεκάδες αζήτητες γνώμες που ξοδεύει αφειδώς ο Saramago λεηλατούν το κείμενο, το απεκδύουν από τα θεμιτά πλουμίσματα της λογοτεχνίας, εξεγείρουν τον αναγνώστη, όμοια όπως όταν ακούγεται ο βάναυσα στριγκός ήχος του τηλεφώνου στο κομοδίνο τη στιγμή που κάποιος κάνει έρωτα και ακραγγίζει το αποκορύφωμα της ηδονής, ή ωσάν να ηχούσε από τους ουρανούς κάθε τρεις και λίγο μια πατερναλιστική φωνή που θα έλεγε στον καθένα μας: «Τώρα είσαι χαρούμενος», ή «τώρα είσαι δυστυχισμένος», ή «αυτή τη στιγμή πρέπει να χαμογελάσεις», «δεν κλαις αρκετά, κλάψε πιο πειστικά». Πώς να κάνεις να σωπάσει αυτή η φωνή που σε διατάζει, που αναλύει αέναα κάθε σου κίνηση, που σε νουθετεί ακατάπαυστα; Αν κανείς ρωτούσε τη γνώμη μου επ’ αυτού θα του έλεγα πως θα σήκωνα πέτρες απ’ τη γης όπου πατώ και θα πετροβολούσα την πηγή αυτής της εκνευριστικής ουράνιας φωνής. Φαντάζομαι πως το ίδιο ή κάτι παρόμοιο συμβαίνει και για τους τέσσερις ήρωες, και ιδίως τους δύο κύριους πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου, τον Τερτουλιάνο Μάσιμο Αφόνσο και τον Αντόνιο Κλάρο… μάταια πετροβολούν τη φωνή του δημιουργού τους σε μια απέλπιδη, απονενοημένη προσπάθεια να τον κάνουν να σωπάσει. Στο τέλος απελπίζονται και δέχονται την ήττα τους, μια ήττα που τους υποβαθμίζει κακόβουλα στο επίπεδο ενός οικτρού ανδρείκελου, ενός πολυαρθρωτού νευρόσπαστου εκτεθειμένου επί σκηνής ενός κουκλοθεάτρου.

Ο Αντόνιο Κλάρο είναι το αντίγραφο του Τερτουλιάνο, ή το αντίστροφο; Ο Saramago θέλει να μας βάλει σε σκέψεις επ’ αυτού, να μας μπερδέψει. Ταυτόχρονα ανασύρει από τη φιλοσοφική του αποθήκη μια πλειάδα φιλοσοφικών σκέψεων και μεταφυσικών αγωνιών του είδους: ποιος γεννήθηκε πρώτος από τους δύο αυτούς πανομοιότυπους ανθρώπους, ποιος θα πεθάνει άραγε πρώτος, πώς συμβαίνει και τα δύο αυτά ανθρώπινα αντίγραφα φέρουν τις ίδιες ακριβώς ουλές στο σώμα τους, πώς είναι δυνατό το στενό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον αυτών των δύο αντιγράφων να τους διαχωρίσει και να τους αναγνωρίσει δεδομένης της απόλυτης ομοιότητας. Όλα αυτά τα ερωτήματα τίθενται ακατάπαυστα και απαιτούν απαντήσεις. Σε ό,τι με αφορά ως αναγνώστη, δεν υπέπεσα (από λάθος του συγγραφέα, ή από δική μου ανικανότητα… ποιος ξέρει…) στην παγίδα να συμπάθω με τους δύο πρωταγωνιστές, γιατί εξ’ αρχής συνειδητοποίησα ότι ούτε ο Αντόνιο είναι το αντίγραφο του Τερτουλιάνο, ούτε ο Τερτουλιάνο εκείνο του Αντόνιο. Είναι και οι δύο αντίγραφα του Saramago, ο οποίος θαρρεί πως θέτει σε διάλογο και διάδραση τους δύο χαρακτήρες, όμως, τελικά, αρκείται στο να μονολογεί στα πλαίσια μιας δοκιμιακού ύφους γραφής. Θα ήταν πιο τίμιο εκ μέρους του αν έγραφε ένα απέριττο δοκίμιο πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Τότε θα νομιμοποιούνταν να εκθέτει τις απόψεις του πάνω στα διάφορα και πολυποίκιλα ζητήματα του ατόπου της απόλυτης ομοιότητας δύο ή περισσοτέρων ατόμων. Δεν είναι, όμως, τίμιο να εφευρίσκει μια ευτελώς τυπική και υπεραπλουστευμένη πλοκή ολιγοσέλιδης εκτάσεως, καθώς και να παράγει άψυχους, άοσμους κι απαθείς χαρακτήρες προκειμένου να στηρίξει μια φιλοσοφική Υπόθεση μεταφυσικού χαρακτήρα.

Θα αντιτάξει κάποιος πως ίδιον της θεματολογίας που έχει επιλέξει εδώ και χρόνια ο Jose Saramago είναι η διερεύνηση του Ατόπου δια της de facto αποδοχής του ως γεγονός και, εν συνεχεία, δια της διερεύνησης των παραγόμενων κοινωνιολογικών συνεπειών που αυτό το Άτοπο προκαλεί. Αυτό συμβαίνει στο «Περί Τυφλότητας», αυτό και στο «Περί Θανάτου». Γιατί, λοιπόν, τόση επικριτική διάθεση απέναντι σε μια ακόμη υπόθεση περί Ατόπου, όπως είναι «Ο Άνθρωπος Αντίγραφο»; Έχω και γι’ αυτό μια απάντηση. Στις δύο πρώτες υποθέσεις, ήτοι της τυφλότητας και των διαλείψεων του θανάτου, ο συγγραφέας κατοπτεύει από τα ολύμπια ύψη της αντικειμενικότητας μια ολόκληρη χώρα, μιλά για τους ανθρώπους σα να επρόκειτο για μια μάζα, μια αγέλη, ένα συρφετό από απειροελάχιστα έντομα, ασήμαντα μυρμήγκια που αντιδρούν πολλά μαζί κατά κοινωνικές ομάδες σε κάθε αλλαγή στα δεδομένα των θεμελιωδών Φυσικών Νόμων. Εξιστορεί ολάκερες κοινωνικές αναταραχές σαν να επρόκειτο για κάποιο γεωστατικό δορυφόρο που φωτογραφίζει μια συγκεκριμένη περιοχή της επιφάνειας της Γης δίχως να φτάνει στο αντιληπτικό όριο του κάθε ανθρώπου χωριστά. Το ίδιο ύφος είχε και ο Albert Camus στην «Πανούκλα» και κανείς δε βρέθηκε να πει κάτι κακό γι’ αυτό, κανείς δεν αισθάνθηκε προδομένος από την έκδηλη έλλειψη συναισθηματικού χρωματισμού, ή κατευθυνόμενης συμπάθειας. Σε τέτοιες περιπτώσεις η δεδομένη προσέγγιση του συγγραφέα είναι θεμιτή, ίσως ακόμη να είναι κι εκείνη που επιβάλλεται. Στην περίπτωση, όμως, του ανθρώπου – αντίγραφο, μια περίπτωση στην οποία ενέχονται μονάχα δύο άνθρωποι, δύο συγκεκριμένες οντότητες, δύο ξεχωριστές προσωπικότητες και όχι ολάκερες κοινωνικές ομάδες, η προσκόλληση σε μια τέτοια προσέγγιση αποβαίνει σε βάρος της ίδιας της Υπόθεσης του Ατόπου. Αδυνατεί να την υπερασπιστεί, να τη διερευνήσει, να αναδείξει τις πολυάριθμες αποχρώσεις της, να διαλευκάνει τις συνέπειές της σε ατομικό επίπεδο… τελικά να «πείσει» τον αναγνώστη.

Θα δεχτώ να βάλω στην άκρη υφολογικά ζητήματα αυτού του έργου που θεωρώ αρνητικά, όπως τους στυλιζαρισμένους και απεκδυμένους από χαρακτηριολογικές αποχρώσεις διαλόγους μεταξύ των προσώπων, την εμφάνιση μονάχα δύο από όλα τα διαθέσιμα σημεία στίξεως (δηλαδή του κόμματος και της τελείας), την ενοχλητική ακροβασία ανάμεσα σε λαϊκές και λόγιες λέξεις και τις σχοινοτενείς προτάσεις που καταλήγουν στην πανωλεθρία της συντακτικής αποδιοργάνωσης. Ναι, θα τα δεχτώ όλα αυτά αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα. Αντ’ αυτού θα εστιάσω με εμφαντική αγανάκτηση σε ένα ακόμη ζήτημα, σ’ ένα ακόμη «λογοτεχνικό αδίκημα» στο οποίο υποπίπτει ο συγγραφέας (αν γίνω πιο μετριοπαθής κι αφήσω κατά μέρος το από καθέδρας εισαγγελικό κατηγορητήριο θα αλλάξω τον όρο «αδίκημα» και θα πω αντ’ αυτού «ολίσθημα»… αλλά η δική μου έλλειψη μετριοπάθειας δεν είναι αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει τον αναγνώστη αυτού του άρθρου…)

Το λοιπόν, το «λογοτεχνικό αυτό αδίκημα» είναι εκείνο της εξιστόρησης σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: είναι πολλές οι φράσεις εντός του κειμένου που ξεκινούν με το ύφος «εμείς πιστεύουμε το τάδε ή το δείνα», «εμείς θεωρούμε ότι ισχύει αυτό ή εκείνο» και τα παρόμοια. Προφανώς ένα τέτοιο ύφος δεν είναι τυχαίο ούτε ασυνείδητο. Η χρήση αυτού του γραμματικού προσώπου είναι απόλυτα εμπρόθετη και συνειδητή από την πλευρά του συγγραφέα, μιας και στοχεύει εσκεμμένα στο να εντάξει στο πνεύμα της δικής του επιχειρηματολογίας και της κοσμοθεώρησης κι εκείνο του αναγνώστη. Φιλοδοξεί να τον προσελκύσει, να τον κάνει να πιστέψει πως κι ο ίδιος ενστερνίζεται τις απόψεις του συγγραφέα, πως σε μια τέτοια άτοπη και μεταφυσική υπόθεση ο νους του θα γεννοβολούσε τις ίδιες κι απαράλλαχτες συνεπαγωγές κι αλληλοσυσχετίσεις. Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο έχει μικρές πιθανότητες να συμβεί. Το συγκεκριμένο θέμα έχει άπειρες προεκτάσεις και συνέπειες, τόσες όσοι είναι και οι άνθρωποι που κατοικούν σε τούτο τον πλανήτη. Για το Saramago το να υπάρχουν δύο άνθρωποι πανομοιότυποι πάνω στη Γη, δυο απόλυτοι σωσίες είναι κάτι αρνητικό μιας και ενστερνίζεται μια γωνία θέασης που έχει να κάνει με τον φυσιολογικό ανθρώπινο εγωισμό: κανείς «φυσιολογικός» άνθρωπος δε θα μπορούσε να ανεχτεί την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός απόλυτου σωσία του, ο εγωισμός του δε θα το επέτρεπε, θα ζούσε μια πραγματική κόλαση στη σκέψη του αντιγράφου του. Γι’ αυτό και η όλη διερεύνηση της υπόθεσης αυτού του ατόπου από την πλευρά του συγγραφέα βασίζεται σ’ αυτή και μόνο την παραδοχή, είναι νομοτελειακά αρνητικά χρωματισμένη, είναι σχεδόν μονολιθική στα συμπεράσματά της. Όμως, ενδέχεται ο αναγνώστης να μην ενστερνίζεται αυτή την προοπτική θέασης κι ερμηνείας. Υπάρχει, μ’ άλλα λόγια, το ισχυρό ενδεχόμενο να διαφωνεί καθέτως με τη λογική των συλλογισμών του συγγραφέα. Κι εφόσον ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι κατά το μάλλον ή ήττον κάτι παραπάνω από πιθανό, τότε το ύφος γραφής του Saramago που χαρακτηρίζεται από την επιμονή χρήσης του πρώτου πληθυντικού προσώπου πέφτει στο κενό, επιστρέφει σαν μπούμερανγκ εναντίον του ίδιου, πασπαλίζει ολάκερο το κείμενο με μια υποψία υπερφίαλου βερμπαλισμού και ανοικονόμητου πατερναλισμού, κάτι που προσιδιάζει πιότερο σε προπαγανδιστικά κείμενα απολυταρχικών καθεστώτων και που ενοχλεί κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.

«Αν φιλοδοξείς να πείσεις τους άλλους για την ορθότητα των απόψεών σου, κάνε το πρώτο βήμα και πείσε πρωτίστως τον ίδιο σου τον εαυτό», θα έλεγα στον κατά τα άλλα αγαπητό συγγραφέα… ασφαλώς είμαι πολύ μικρός για να ακούσει τους ψιθύρους μου…





Παναγιώτης Σιμιτσής

____________________________

Πληροφορίες για το βιβλίο:

Τίτλος στα ελληνικά: Ο Άνθρωπος Αντίγραφο

Τίτλος πρωτοτύπου: O Homen Duplicado

Συγγραφέας: Jose Saramago

Μετάφραση: Αθηνά Ψύλλια

Εκδόσεις: Καστανιώτη

Σειρά: Συγγραφείς απ' όλο τον Κόσμο

Έτος έκδοσης: 2005

ISBN: 960-03-3979-1

Σελίδες: 328

_______________________________