Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Όταν κοιτάς από ψηλά...

Υπάρχουν πολλά αξιόλογα πράγματα που μπορεί κανείς να δει και να ακούσει στην ελληνική τηλεόραση. Όχι, δεν είναι όλα για τα σκουπίδια. Ας αφήσουμε τους γραφικούς εκπροσώπους του πάνθεον της «ελληνικής τέχνης και των γραμμάτων» να εξανίστανται μεγαλοφώνως και να διαδηλώνουν βερμπαλιστικά την αποστροφή τους και τη βδελυγμία τους για τις τηλεοπτικές εκπομπές. Εμείς δεν είμαστε μεταξύ αυτών, δεν ανήκουμε (δυστυχώς, ή ευτυχώς) στις κεκλισμένες τους φράξιες και ούτε για μας διέθεσε κανείς απλόχερα κι αφειδώλευτα το βήμα, ή την καθέδρα απ’ όπου μπορούμε να βγαίνουμε περιοδικά και να ρητορεύουμε. Εμείς είμαστε μικροσκοπικά σωματίδια μιας κρίσιμης μάζας που ταλανίζεται και ταλανίζει μέσω των blogs.

Δεν είναι, λοιπόν, όλα τα «τηλε-προβαλλόμενα» σκουπίδια. Μα ακόμη κι αν ισχύει το αντίθετο, πάλι δεν μας ενοχλεί ιδιαίτερα… Υπάρχουν πλάσματα που τρέφονται από τα σκουπίδια. Ακόμη κι ένα σκουπίδι, φορτωμένο μ’ όλες τις βαριές κατηγορίες περί ευτέλειας, αισχρότητας και ποταπότητας, προορισμένο να πεταχτεί στη χωματερή του μυαλού του τηλεθεατή και να θαφτεί εκεί κάτω από τόνους «ενημερωτικής λυματολάσπης», ακόμη κι αυτό αξίζει κάτι. Η αξία που έχει είναι προς στιγμήν μηδαμινή κι ανάξια λόγου. Ενδέχεται, όμως, να προσαυξηθεί συν τω χρόνω και να εκτιμηθεί σε κάποια ανύποπτη μελλοντική στιγμή ως θησαυρός! Κάντε το εξής πείραμα: γεμίστε τις χούφτες σας με διάφορους άγνωστους σε σας σπόρους και φυτέψτε τους στο χώμα. Θα εκπλαγείτε με τα φυτά και τους καρπούς που θα ξεπεταχτούν εκεί όταν έρθει η ώρα…

Δεν υπάρχει ιδέα, γνώμη, ερώτηση, πρόταση, ή φράση που να είναι εντελώς άχρηστη για εκείνον που ζητά παντού και πάντα αφορμές, για εκείνον που έχει συνηθίσει να συγκεντρώνει πληροφορίες κάθε μορφής, ποιότητας και αξίας για να τις επεξεργαστεί σε μεταγενέστερο χρόνο (συχνά πηδαλιουλκώντας υποσυνείδητες διεργασίες που ακόμη δεν έχουν προσδιοριστεί και μαθηματικοποιηθεί, μα που υφίστανται με βεβαιότητα). Γιατί κάθε άκουσμα, όσο ανούσιο και ηλίθιο κι αν φαίνεται εκ πρώτης, μπορεί, εντούτοις, να αξιοποιηθεί.

Ένα τέτοιο άκουσμα έφτασε στ’ άμοιρα αυτιά μου σήμερα το πρωί, καθώς παρακολουθούσα το ενημερωτικό-ειδησεογραφικό μαγκαζίνο της Πόπης Τσαπανίδου «Συμβαίνει τώρα» στη ΝΕΤ (σε γενικές γραμμές αξιόλογη και έγκυρη εκπομπή). Μεταξύ των πολλών διαττόντων αστέρων που έπεσαν με πάταγο στο πλατώ της εκπομπής ήταν και ο Νομάρχης Θεσσαλονίκης και πάσης Ελλάδος, κύριος Παναγιώτης Ψωμιάδης. Η φωτογραφία του κόσμησε την τηλεοπτική οθόνη για μερικά λεπτά, εξαιτίας ενός υπέρλαμπρου γεγονότος, απ’ αυτά που τιμούν την Ελλάδα κάθε τρεις και λίγο, απ’ αυτά τα γεγονότα που μπαίνουν σωτήρια σαν σφήνες στη ρουτινιάρικη, οικτρή καθημερινότητά μας για να μας θυμίσουν πως ακόμη δεν έχουμε ξεψυχήσει ολωσδιόλου ως έθνος υπό το δυσβάσταχτο βάρος του ενός και μοναδικού πολιτισμού που γνωρίσαμε ποτέ: του αρχαίου… Για να μην τα πολυλογώ, επρόκειτο για την επίσκεψη του ελληνικής καταγωγής Κοσμοναύτη, κυρίου Θεόδωρου Γιουρτσίχιν στο γραφείο του κυρίου Νομάρχη και την ανταλλαγή δώρων και λοιπών φληναφημάτων μες σε μια ατμόσφαιρα διαπνευστείσσα από διθυραμβικούς, παιανικούς πατριωτικούς ύμνους (θαρρείς επρόκειτο για μέγα επίτευγμα της ίδιας της Μητέρας Ελλάδος). Ο κύριος Γιουρτσίχιν βρισκόταν σε τροχιά στο διάστημα επί έξη ολόκληρους μήνες μες στη θαλπωρή της απόλυτης μοναξιάς του ολύμπιου παρατηρητή της Υδρογείου.

Η ολιγόλεπτη τηλε-σύνδεση του κυρίου Ψωμιάδη με την εκπομπή της κυρίας Τσαπανίδου έμοιαζε να παραπαίει ανάμεσα στον αυτοσαρκασμό και την ειρωνεία, την ευπρέπεια και την κεκαλυμμένη καταφρόνια για όλους όσους εποφθαλμιούν το περίοπτο και υψηλό αξίωμα του Νομάρχη, γνωστή κι αναμενόμενη εξέλιξη κάθε συζήτησης με το συγκεκριμένο πρωταγωνιστή. Ως τέτοια δε μου κίνησε και πολύ το ενδιαφέρον και βάλθηκα να απασχολούμαι ταυτόχρονα με κάποια άλλη δραστηριότητα εντός του σπιτιού. Αυτό ίσχυε στην αρχή… το τονίζω όσο πιο εμφαντικά μπορώ. Γιατί προς το τέλος της συζήτησης, όταν αυτή έδειχνε να πνέει τα λοίσθια για να ενταφιαστεί μαζί με όλες τις υπόλοιπες στο συλλογικό νεκροταφείο του υποσυνειδήτου του Έλληνα, τότε… τότε ήταν που ήρθε η Αποκάλυψη! Μια αποκάλυψη ξεκάθαρη και πλέρια πρωτόφαντη και ριζοσπαστική! Παράτησα κάθε άλλη δραστηριότητα στην οποία είχα επιδοθεί και αφοσιώθηκα ψυχή τε και σώματι στα τεκταινόμενα.

Ούτε λίγο ούτε πολύ ο κύριος Ψωμιάδης εξέφρασε την επιθυμία να ταξιδέψει κι εκείνος στο διάσημα με την πρώτη ευκαιρία, τονίζοντας παράλληλα, με μπόλικη δόση ειρωνείας, πως κάτι τέτοιο θα το επιθυμούσαν για κείνον οι πολυάριθμοι πολιτικοί του αντίπαλοι που έχουν βαλθεί να τον εξοντώσουν εδώ και καιρό. Αποκάλυψε, επίσης, πως τέτοια ταξίδια στο διάστημα γίνονται και ότι κοστίζουν περί τα είκοσι εκατομμύρια δολάρια!

Και τότε, σε μια σπάνια αναλαμπή θεόσταλτης επιφώτισης, αναλογίστηκα μεγαλόφωνα: «Μόνο 20 εκατομμύρια δολάρια?!» Το ποσό είναι κάτι παραπάνω από γελοίο κι ευκαταφρόνητο! Αν, μάλιστα, την ίδια επιθυμία με τον κύριο Ψωμιάδη έχουν και πολλοί άλλοι πολιτικοί, τότε ας μην σκεφτούν διόλου το χρηματικό κόστος. Ο ελληνικός λαός ευχαρίστως θα συγκεντρώσει τα χρήματα για να εκπληρώσουν το ανομολόγητο αυτό όνειρό τους. Ακόμη κι αυτός ο έρμος κι ανήμπορος συνταξιούχος που κοσμεί σε καθημερινή βάση τα τηλεοπτικά παράθυρα απ’ όπου κλαίει και οδύρεται για τη μίζερη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, ακόμη κι αυτός είναι έτοιμος να δώσει κατιτίς από το υστέρημά του. Αυτή την ελάχιστη θυσία πρέπει να την κάνει ο Έλληνας, έστω απλά και μόνο ως φόρο τιμής για όλους αυτούς που μόχθησαν και μοχθούν να τον κυβερνήσουν (καθ’ ότι ψυχοφθόρο το επάγγελμα της διακυβέρνησης ενός τόσο ατίθασου κι ανυπόταχτου λαού).

Προτείνω, επίσης, να στείλουμε και κάποιους άλλους στο Διάστημα το εξώτερο, εκεί που τα νεφελώματα λούζουν τ’ άστρα με το πολύχρωμο γαλάκτωμά τους και οι γαλαξίες περιστρέφονται αέναα σαν σπείρες. Μόνο που γι’ αυτούς δεν πρέπει να δαπανηθεί ούτε δεκάρα τσακιστή. Εξάλλου, θα ήταν προσβλητικό για το δυνάμει ταξιδιώτη αυτής της κατηγορίας να δεχτεί χρήματα για να κάνει το ταξιδάκι του στο Διάστημα. Οι μεγαλο-τραγουδιστές, οι μεγαλοδικηγόροι και οι… μεγαλο-ΕΚΔΟΤΕΣ που διαθέτουν τραπεζικούς λογαριασμούς εκατομμυρίων ευρώ, ας πάνε «ιδίοις αναλώμασι».

Όταν, λοιπόν, όλοι αυτοί θα βρίσκονται εκεί ψηλά στο εξωτικό βασίλειο των αστεριών και θα μας παρακολουθούν, όμοια όπως οι δώδεκα θεοί κατόπτευαν τις μεγάλες και μικρές διάνοιες του αρχαίου κόσμου και, αναλόγως της περίστασης, εξαπέλυαν κεραυνούς, ή σκόρπιζαν απλόχερα τις χάριτές τους στους ανθρώπους, θα δουν τον Κόσμο μ’ άλλο μάτι, θα εντρυφήσουν στα επίγεια προβλήματα υπό άλλη γωνία οπτικής, θα επιφωτιστούν…

Ώσπου να γίνει, όμως, αυτό, δεν μπορώ παρά να τους αφιερώσω τους βαθυστόχαστους στίχους ενός τραγουδιού της αγαπημένης στιχουργού Σώτιας Τσότου:

Όταν κοιτάς από ψηλά
Μοιάζει ο Κόσμος ζωγραφιά.
Κι εσύ τον πήρες σοβαρά.

Μοιάζουν οι πύργοι με σπιρτόκουτα
Και τα κανόνια με παιχνίδια.
Από ψηλά δεν ξεχωρίζουνε
Οι ομορφιές και τα στολίδια.

(. . .)

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

'Ο Ιστορικός' της Elisabeth Kostova (The Historian)


Η ανάγνωση 653 σελίδων είχε φτάσει στο τέλος της. Κρατούσα το βιβλίο στα χέρια μου να χάσκει ανοιχτό και με βλέμμα απλανές και χαμένο σε ασυνάρτητους συλλογισμούς έμεινα για κάμποσα λεπτά έτσι, μόνος κι έρημος, προδομένος θα έλεγα… Το δεξί μου χέρι κρατούσε το ανάλαφρο, λείο οπισθόφυλλο και τ’ αριστερό μου όλες τις υπόλοιπες σελίδες, έναν διόλου ευκαταφρόνητο όγκο χαρτιού που πάνω στο κείμενό του είχαν δοκιμαστεί επί τόσες ώρες τα μάτια μου. Αίφνης μπήκα στον πειρασμό να το πετάξω σε κάποια σκιερή γωνιά του δωματίου μακριά μου, διαδηλώνοντας με ένα τέτοιο τρόπο την αγανάκτηση που είχε αρχίσει να με κυριεύει ήδη από τη στιγμή που πλησίαζα στη λύση της πλοκής. Έπειτα σκέφτηκα: «Ας μετρήσω ως το δέκα». Και μέτρησα ως το δέκα. Ο θυμός, όμως, δεν έλεγε να ξεθυμάνει εντελώς, ένα αδιόρατο ίχνος του παρέμενε και έπαιρνε πάλι να φουντώνει. «Ας μετρήσω ακόμη μια φορά ως το δέκα», έπεισα τον εαυτό μου. Έκλεισα τα μάτια και εισέπνευσα βαθιά, θαρρείς κι ήθελα να ρουφήξω ολάκερο τον σκονισμένο και παγερό αέρα του δωματίου. Και ήταν τότε μόνο που κατάφερα να έρθω στα συγκαλά μου…

Για άτομα σαν κι εμένα που βλέπουν τη ζωή να κυλά μπρος στα μάτια τους δυο φορές πιο γρήγορα απ’ ότι οι άλλοι, που φοβούνται -κυριευμένοι από κάποιο αθέμιτο ψυχαναγκασμό- πως η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη σπαταλά κανείς με ανούσια πράγματα κι ασχολίες και πως, αργά ή γρήγορα, θα φτάσουν στο αποτρόπαιο κατώφλι της απέναντι όχθης της ζωής δίχως τις απαιτούμενες –σύμφωνα με κάποια προαιώνια «πιστεύω»- αποσκευές, το να αφιερώνουν χρόνο σε βιβλία σαν και αυτό για το οποίο θα μιλήσω είναι, ίσως, μια ενασχόληση αυτοκαταστροφική, μια οπισθοδρόμηση στην πορεία τους… για την «Ιθάκη».

Μπορεί να σας φανεί κάπως υπερβολική η ένταση και το ύφος μιας τέτοιας αντίδρασης, μα αν καθίσετε και το σκεφτείτε θα συνειδητοποιήσετε τον κυκεώνα που απλώνεται ενώπιόν σας, μια αχανή έκταση κατάφορτη με κάθε λογής έντυπα κείμενα: βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες… Όμοια όπως ένας αθίγγανος παλιατζής που περνά από το σπίτι σας διαλαλώντας πως δέχεται ο,τιδήποτε μπορεί να χωρέσει η στραπατσαρισμένη καρότσα του αγροτικού του και προσπαθεί να σας πείσει πως για το καλό σας θα σας απαλλάξει δωρεάν (!) από κάθε είδους σαβούρα που ίσως διατηρείτε στο υπόγειό σας, έτσι κι αυτή η έρημος όπου οι χιλιάδες, ή εκατομμύρια αναγνωστών περιδιαβαίνουν ολημερίς κι ολονυκτίς είναι ένας απέραντος σκουπιδότοπος, ένας οχετός μες στον οποίο έχουν ριχτεί όμοια καλά και κακά, όμορφα και άσχημα, αριστουργηματικά και ποταπά γραπτά κείμενα. Και είναι τέτοια η αφροντισιά και η αταξία, ώστε ποτέ δεν ξέρεις, ανερμάτιστε διαβάτη, αν αυτό που πατάς αλόγιστα κι απερίσκεπτα είναι ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας, ή κάποιο άνοστο μυθιστόρημα της σειράς.

Τυφλωμένος από τον καυτό ήλιο της ερήμου της διεθνούς λογοτεχνίας, έχοντας χάσει τον προσανατολισμό μου πάνω σ’ αυτή την αεικίνητη και ασταθή άμμο, όπου κάθε κατεύθυνση μοιάζει ίδια με τις άλλες τρεις, όπου η γραμμή του ορίζοντα είναι αδιάκοπτη σε κάθε μοίρα μιας πλήρους περιστροφής, σκόνταψα πάνω σε τούτο το βιβλίο. Έσκυψα, το τράβηξα από τη γη όπου ήταν μισοθαμμένο. Φύσηξα τη σκόνη και την άμμο από πάνω του και διάβασα: «Ο Ιστορικός» της Elizabeth Kostova. Έπειτα, από συνήθεια και μόνο –μιας και είχα ήδη πάρει την απόφασή μου δίχως ενοχές- διάβασα το οπισθόφυλλο… το πήρα.

Από τις πρώτες γραμμές κατάλαβα πως το λογοτεχνικό ύφος που διαπνέει αυτό το βιβλίο είναι αρκετά ομαλό και ακύμαντο, δίχως να προκαλεί με αδόκιμους υφολογικούς ακροβατισμούς και φιλόδοξους νεολογισμούς, απόλυτα εναρμονισμένο μ’ αυτό που καλούμε «καθαρή και στέρεα γραφή». Είναι δε τόσο σωστή η σύνταξη και η επιλογή των λέξεων που προκαλεί ένα συναίσθημα… δυσάρεστο, παρόμοιο μ’ εκείνο που δοκιμάζει κάποιος όταν ακούει έναν ξενόγλωσσο να του απευθύνεται στη δική του γλώσσα με πλήρη σαφήνεια και ορθότητα, ξεδιαλέγοντας τις λέξεις μία-μία από λεξικό. Παρομοιώσεις ελάχιστες, γλωσσική επινοητικότητα τείνουσα στο απόλυτο μηδέν. Για κάποιον που έχει συνηθίσει στις δονήσεις της λογοτεχνικής έντασης, στις αδόκιμες σχοινοβασίες ενός λόγου που βγαίνει από τα μύχια της ψυχής του συγγραφέα, ο τρόπος γραφής του μυθιστορήματος αυτού φαντάζει εν πολλοίς άνοστος και άγευστος.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το θέμα του εν λόγω μυθιστορήματος πηγάζει από μια θεματολογία μυστικισμού –όπως, εξάλλου, συμβαίνει στο πλείστον της σύγχρονης διεθνούς λογοτεχνίας- που είχε παραμεληθεί και ενταφιαστεί για καιρό: πρόκειται για το μύθο του Δράκουλα των Καρπαθίων, του Βλαντ Τσέπες, Βλαντ Ντράκουλα, Βλάντ του Ανασκολοπιστή κ.τ.λ. Το γιατί είχε παραμεληθεί σκόπιμα η ιστορία του τα τελευταία χρόνια είναι, θαρρώ, ηλίου φαεινότερο. Έπειτα από δεκάδες, ή ακόμη κι εκατοντάδες απόπειρες δραματοποίησης της συγκεκριμένης ιστορίας στον κινηματογράφο κατάντησε να γίνει γραφική, όπως η ιστορία των ιπτάμενων δίσκων, κακοφθαρμένη όπως ένα πολυφορεμένο, πολυκαιρισμένο ρούχο. Όταν ένας μύθος εξαντλείται πλήρως από τις πάμπολλες και ποικιλότροπες επαναλήψεις, τότε οι άνθρωποι με ανακούφιση τον στέλνουν στο περιθώριο, στο χρονοντούλαπο της οικουμενικής συνείδησης για κάποιο χρονικό διάστημα. Μπορεί, άραγε, κανείς να γελά συνεχώς; Πρέπει να κλάψει και λίγο, ώστε την επόμενη φορά που θα γελάσει ξανά να είναι από πηγαία χαρά και όχι από συνήθεια.

Είναι αλήθεια ότι ο μεσαιωνικός μυστικισμός, ο αποκρυφισμός και η συνωμοσιολογία καταλαμβάνουν, πλέον, μια μερίδα διόλου ευκαταφρόνητη στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ναΐτες, Αλχημιστές, Ροδόσταυροι, ενδοεκκλησιαστικές αιρέσεις, Τέκτονες, Μασόνοι από τη μια, Απόκρυφα Ευαγγέλια, Ευαγγέλιο του Ιούδα, Τορά και άλλα «ιερά» κείμενα από την άλλη έχουν απλώσει το ζόφο τους πάνω από την έρμη ανθρωπότητα που περιμένει καρτερικά –ίσως με μια δόση μαζοχισμού- το τέλος του κόσμου. Ανθρωπολόγοι, ιστορικοί, μεσαιωνολόγοι, μεσιανιστές, δωδεκαθεϊστές και λοιποί «ειδικοί» αποφαίνονται από καθέδρας, βγάζουν χρησμούς αμφίσημους που μονάχα κάποιοι εκλεκτοί μυημένοι μπορούν να αποκωδικοποιήσουν. Μες σ’ αυτό το υπέρκορο από αναθυμιάσεις οπίου και λαβδάνου κλίμα δεν μπόρεσε η Elizabeth Kostova να αντισταθεί στην παρόρμηση να γράψει μια δική της ιστορία πάνω σ’ ένα θέμα για το οποίο είναι ειδικός, λόγω πανεπιστημιακών σπουδών μα και καταγωγής. «Γιατί ο Δυτικός Μεσαίωνας να μονοπωλεί το ενδιαφέρον», σκέφτηκε. «Τι το υποδεέστερο έχει ο Βυζαντινός Μεσαίωνας, ώστε να παραμερίζεται τόσο άσπλαγχνα;» Κι έτσι άνοιξε το μπαούλο της απ’ όπου ανέσυρε όλα τα ένδοξα σύμβολα του παρελθόντος: σκόρδο, σταυρούς, ασημένια εγχειρίδια, ασημένιες σφαίρες και πασσάλους και ξεκίνησε τη δική της πεισμωμένη «Σταυροφορία»…

Ίσως δεν ενοχλούσε τόσο πολύ τον αναγνώστη η πλοκή που η συγγραφέας διάλεξε για το έργο της, αν δεν είχε ενώπιόν του, δίκην εισαγωγικής σημείωσης, μια ιδιότυπη διακήρυξη της ίδιας της κυρίας Kostova. Στη διακήρυξη αυτή αποτάσσεται και αποκηρύσσει a priori πρότερους μύθους και δοξασίες περί του θρύλου του Δράκουλα και διαβεβαιώνει τον αναγνώστη ότι θα μιλήσει με τα παραδεδειγμένα και δόκιμα μέσα που διαθέτει απλόχερα η επιστημονική φαρέτρα της Ιστορίας. Φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να αποστρέφεται μέχρι σημείου βδελυγμίας το κλασικό μυθιστόρημα του Μπράαμ Στόκερ των τελών του 19ου αιώνα που εισήγαγε επίσημα στο ευρύ κοινό το μύθο του Δράκουλα, λέγοντας πως εκείνη θα προτιμήσει να μη διολισθήσει στη «φτηνή» και απαίδευτη αναπαραγωγή των λαϊκών δοξασιών. Αλίμονο, όμως. Πριν ο αναγνώστης προλάβει να χαρεί, βυθίζεται σύγκορμος… στη μαύρη απελπισία. Γιατί παρατηρεί ότι, όχι μόνο το παραδοσιακό οπλοστάσιο εξολόθρευσης βαμπίρ υφίσταται ίδιο κι απαράλλαχτο στην πλοκή του έργου, αλλά, επίσης, διαπιστώνει πως τα βαμπίρ (οι υποτακτικοί του πρίγκιπα Δράκουλα) «ζουν» και βασιλεύουν ακόμη και στις μέρες μας και έχουν διασπαρεί σ’ όλο τον πλανήτη, φτάνοντας μέχρι το Νέο Κόσμο, εδάφη άγνωρα για τον Παλιό Κόσμο της Ανατολικής Αυτοκρατορίας του δεύτερου ημίσεως του 15ου αιώνα, εποχή που βασίλευε ο εν λόγω αιμοδιψής μονάρχης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτενούς πλοκής, ο υπαινιγμός περί ύπαρξης του Δράκουλα στην εποχή μας μένει μετέωρος στον αιθέρα του Πιθανού και όλα δείχνουν ότι η λύση του «δράματος» εμπεριέχει την in vivo εμφάνισή του. Έτσι και γίνεται. Μετά από «εμπεριστατωμένη» επιστημονική έρευνα και αέναες περιπλανήσεις προς εξεύρεση της Ιστορικής Αλήθειας, ο Δράκουλας εισάγεται θριαμβικά στο προσκήνιο και παίζει τον μικρό, αλλά καταλυτικό του ρόλο, για να αφανιστεί κι αυτός τελικά με τρόπο εξοργιστικά απλό.

Πιστεύω πως τα προειρημένα αρκούν για να σχηματοποιήσει ο αναγνώστης μια ιδέα περί του βασικού άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ιστορία, δίχως να χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Μένει ένα τελευταίο σημείο που, ομολογώ, δε μπορώ να κρατηθώ να μην επισημάνω. Αναφέρομαι στο σχηματικό μοντέλο που η συγγραφέας επέλεξε για να παρουσιάσει την υπόθεση. Το μοντέλο αυτό συνίσταται σε τρία επίπεδα, τα οποία οριοθετούνται από χρονικές περιόδους διάδοχες, αλλά και σαφώς διαχωρισμένες μεταξύ τους από χρονικά χάσματα αρκετών ετών. Με άλλα λόγια, οι πρωταγωνιστές του έργου (πλην του ίδιου του Δράκουλα που υφέρπει και ελλοχεύει παντού και πάντα) είναι τρεις: η ίδια η συγγραφέας σε μια ηλικία στην οποία είναι μαθήτρια του σχολείου και ζει με τον πατέρα της, ο πατέρας της στην ηλικία των μεταπτυχιακών του σπουδών της Ιστορίας και, τέλος, ο καθηγητής του πατέρα της αρκετά χρόνια πριν. Στο πρώτο επίπεδο η Elizabeth Kostova γράφει σε πρόσωπο πρώτο ενικό σε ενεστώτα χρόνο. Στο δεύτερο επίπεδο (εκείνο του πατέρα της) η πλοκή προωθείται υπό τη μορφή εκτενούς αλληλογραφίας από τον πατέρα προς την κόρη, στην οποία εξιστορεί τα γεγονότα, και στο τρίτο και τελευταίο επίπεδο, ο καθηγητής του πατέρα της συγγραφέως αφηγείται, επίσης με τη μορφή επιστολών, τα γεγονότα στον πατέρα. Τελικός αποδέκτης όλων των επιστολών η κόρη που ξεκινά τη δική της αναζήτηση προκειμένου να δικαιώσει τις αποτυχημένες προσπάθειες δύο γενεών ανθρώπων για την ανακάλυψη της ακριβούς τοποθεσίας όπου είναι θαμμένος ο Δράκουλας.

Αν και έχω αρκετές ενστάσεις σε ό,τι αφορά στη σχηματική ανάλυση της πλοκής, εντούτοις, θα περιοριστώ να αναφέρω μονάχα μία. Μιλήσαμε προηγουμένως για τρία επίπεδα. Το δεύτερο επίπεδο (η εξιστόρηση των γεγονότων στην κόρη από τον πατέρα με τον έμμεσο τρόπο της ανάγνωσης επιστολών του πρώτου) απέχει πολύ από τη λογική και το ρεαλισμό. Αναφέρεται ρητώς μες στο κείμενο ότι τα γράμματα αυτά γράφτηκαν αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται και με μόνο σκοπό να τα διαβάσει κάποτε ο εξαρχής αποδέκτης τους: η κόρη. Αν και πρωτότυπο, το ύφος αυτό απέχει πολύ από το ν’ ακραγγίξει το αίσθημα του εφικτού και του λογικού του αναγνώστη. Και τούτο γιατί οι λεπτομέρειες με τις οποίες διανθίζονται τα γεγονότα και η ζωντάνια και πληρότητα των διαλόγων που εμπεριέχονται στις επιστολές αυτές δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να είναι αληθινά. Πρόκειται πιότερο για ένα σχήμα λόγου, στο οποίο και οι δυο πλευρές (συγγραφέας και αναγνώστης) συμφωνούν de facto ότι είναι θεωρητικό και ως μόνο σκοπό έχει να εμπλουτίσει υφολογικά την πλοκή, παρά να πείσει για την αλήθεια του.

Τελικά, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μυστηρίου ικανό να κρατήσει το ενδιαφέρον ενός αναγνώστη που τέρπεται από θεματολογίες αυτού του είδους και που, ως μοναδικό κριτήριο επιλογής βιβλίων έχει την ευχαρίστηση της περιπλάνησης σε τόπους και χρόνους μακρινούς και άγνωρους, παρουσιασμένους σ’ αυτόν μέσα από ένα πρίσμα ανάλαφρης ιστορικής θεώρησης. Αλίμονο, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι! Αν κάποιοι κατατρύχονται από την αγωνία του πεπερασμένου της ανθρώπινης ζωής και από την ανάγκη για αποδελτίωση της παγκόσμιας λογοτεχνίας προκειμένου να απομυζήσουν μονάχα το απόσταγμα αυτής, αυτό δε σημαίνει επ’ ουδενί πως δεν υπάρχουν πάμπολλοι άλλοι που αφήνουν τη ζωή να κυλά σε ράθυμους, αβίαστους ρυθμούς και αρέσκονται στο να ακούν κάθε λογής διηγήσεις δίχως να τις περνούν από το κόσκινο αυστηρών κριτηρίων.

Όπως και να ‘χει, πάντως, στο τέλος των 653 σελίδων αυτού του βιβλίου ο αναγνώστης αναφωνεί: “Vade retro Satana!”, φτύνει τρεις φορές στο πάτωμα και σταυροκοπιέται… έτσι για να είμαστε κι εμείς συνεπείς με το θέμα του βιβλίου για το οποίο γράψαμε αυτές τις λίγες αράδες…


Παναγιώτης Σιμιτσής

__________________________________

Πληροφορίες για το βιβλίο:


Στα Αγγλικά

Τίτλος: The Historian
Συγγραφέας: Elizabeth Kostova
1η έκδοση: 2005
Εκδόσεις:
_______________________

Στα Ελληνικά

Τίτλος: Ο Ιστορικός
Συγγραφέας: Ελίζαμπεθ Κόστοβα
Μετάφραση: Χριστιάννα Ελ. Σακελλαροπούλου
Εκδόσεις: Α. Α. Λιβάνη
1η έκδοση: 2005
ISBN: 960-14-1106-2
Σελίδες: 653
__________________________________

Εικόνες στο κείμενο:

1. Elizabeth Kostova's portrait
2. Vlad Dracula portrait
3. Vlad's full-length portrait, 17th century
4. Bram Stocker's portrait
5. Execution by impalement, 1617
6. Vlad's Portrait, Nuremberg, 1488
7. Vlad's Portrait, Nuremberg, 1520
8. Vlad's Portrait, Bamberg, 1491

__________________________________

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2008

Παραμύθι: Το χαλί που ήθελε να γίνει μαγικό (Γ' μέρος)

Η Μεντίν υποκλίθηκε και χαμογέλασε αμήχανα.
-Μα και βέβαια, κύριε, απάντησε. Αμέσως.
Πλησίασε το κομοδίνο, πήρε το ποτήρι κι έσκυψε κοντά του. Εκείνος ανασηκώθηκε λίγο, στηρίχθηκε στον αγκώνα του και ήπιε με προσπάθεια. Το χαλί μπόρεσε να δει το πρόσωπό του λίγο καλύτερα. Εκείνο το δηλητήριο φαινόταν ότι τον τυραννούσε πολύ. «Δεν ήξερα ότι υπάρχουν τόσο κακοί άνθρωποι» σκέφτηκε το χαλί λυπημένο.
-Ευχαριστώ πολύ, είπε ο πρίγκιπας σιγανά, ξαπλώνοντας πάλι κάτω εξαντλημένος.
-Παρακαλώ, κύριε, είπε η Μεντίν.
Δεν της ξαναμίλησε, είχε κλείσει τα μάτια του κι ανάσαινε με δυσκολία, σα να πονούσε. Η Μεντίν ευχήθηκε να μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο γι΄αυτόν. Πάντα στεναχωριόταν όταν έβλεπε άρρωστους ανθρώπους, κι ακόμα πιο πολύ όταν ήταν νέοι όπως εκείνος. Αναστέναξε και γύρισε πάλι προς τους παπαγάλους ελπίζοντας ότι θα έμεναν ακίνητοι να τους πιάσει και δε θα χρειαζόταν να τους κυνηγήσει. Αλλά τότε άκουσε βήματα στο διάδρομο. Τρομαγμένη κρύφτηκε πίσω από την κουρτίνα.







Και τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο ένας άντρας με μακρύ μαύρο μούσι, κόκκινο μεταξωτό σαρίκι στο κεφάλι κι ένα χρυσό σκουλαρίκι στη μύτη του.
-Ωχ, όχι! έκανε έντρομο το κανάτι. Ο Ραμτούγκ!
-Ποιος; πάγωσε ολόκληρο το χαλί.
Το κανάτι δεν ξαναμίλησε. Μόνο που δεν έτρεμε.




Ο Ραμτούγκ έκλεισε πίσω του την πόρτα και πλησίασε το κρεβάτι του πρίγκιπα. Τον κοίταξε για λίγο από κοντά σα να τον εξέταζε. Ύστερα έβγαλε ένα μεγάλο δαχτυλίδι που φορούσε στον αντίχειρά του και γύρισε λίγο τη μαύρη πέτρα του. Εκείνη από μέσα ήταν κούφια και γεμάτη με μια λευκή σκόνη. Ο Ραμτούγκ άδειασε όλη τη σκόνη μέσα στο ποτήρι, ύστερα σήκωσε το κανάτι κι έριξε λίγο νερό για να τη διαλύσει. Έπιασε και το κουτάλι από δίπλα και το ανακάτεψε, και μετά έσκυψε πάνω από το μαξιλάρι.
-Λοιπόν, μικρέ μου πρίγκιπα, αφού όπως φαίνεται έχεις μεγάλες αντοχές, θα το κάνω λίγο πιο εύκολο για ΄σένα και θα επισπεύσω τα πράγματα, είπε μοχθηρά. Μπορεί η πρώτη δόση που σου έδωσα να μην ήταν αρκετή, μ΄ αυτήν εδώ όμως θα ξεμπερδέψουμε μαζί σου μια για πάντα! Και μην ανησυχείς για τη μανούλα σου, θα τη φροντίσω εγώ! Θα έρθει να σε συναντήσει πολύ σύντομα! Και τότε ο θρόνος θα γίνει δικός μου!






-Δε νομίζω, Ραμτούγκ, είπε ο πρίγκιπας ανοίγοντας τα μάτια του και κοιτάζοντάς τον. Απόψε θα κοιμηθείς στη φυλακή και αύριο το πρωί θα πεθάνεις στην κρεμάλα!
-Α! αναφώνησε το χαλί. Κοιτάξτε!
Ήταν απόλυτα υγιής, το πρόσωπό του είχε ξαναβρεί το χρώμα του, η ανάσα του ήταν κανονική και τα μάτια του άστραφταν. Φαινόταν δυνατός, γερός και όμορφος, σαν κάτι να τον είχε ολότελα γιατρέψει.





-Τί; έκανε ο Ραμτούγκ μην πιστεύοντας στα μάτια του. Πώς. . . πώς γίνεται. . . να είσαι ξύπνιος. . .; Πώς γίνεται. . . να είσαι καλά. . .;
-Θα μου το πληρώσεις αυτό! φώναξε με θυμό ο πρίγκιπας πετώντας πέρα τα σκεπάσματά του. Μου έδωσες δηλητήριο! Προσπάθησες να με σκοτώσεις!
-Και θα το πετύχω! φώναξε ο Ραμτούγκ ορμώντας καταπάνω του. Τώρα θα δεις!

Άρχισαν να παλεύουν πάνω στο κρεβάτι με όλη τoυς τη δύναμη, με κραυγές και γροθιές και κλωτσιές, και πανικόβλητη απ΄όλα αυτά που είχε ακούσει η Μεντίν τους κοίταζε πίσω από την κουρτίνα χωρίς να μπορεί να κινηθεί. Ο Ραμτούγκ όμως ήταν πολύ βαρύς και είχε βάλει κάτω τον πρίγκιπα και τον είχε πιάσει από το λαιμό και κόντευε να τον πνίξει. Τον έσφιγγε τόσο δυνατά που του είχε κόψει την ανάσα. Εκείνος προσπαθούσε να του ξεφύγει, αλλά δε μπορούσε με τίποτα να τον διώξει από πάνω του.
-Κάντε κάτι! φώναξε απελπισμένο το λυχνάρι. Βοηθήστε τον, θα τον πνίξει!
-Τί να κάνουμε; φώναξε τρέμοντας από την αγωνία του το χαλί. Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα!

-Δεν ξέρω πώς κατάφερες να γίνεις καλά, αλλά δε θα σ΄ αφήσω να μου χαλάσεις τα σχέδια! μούγκρισε ο Ραμτούγκ σφίγγοντας ακόμα περισσότερο το λαιμό του πρίγκιπα σα να ΄θελε να του τον σπάσει. Έτσι κι αλλιώς όλοι εδώ μέσα σ΄έχουν για πεθαμένο! Δε θα παραξενευτεί κανείς όταν σε βρει η μανούλα σου νεκρό!













-Άφησέ τον ήσυχο, αρρωστημένο κτήνος! φώναξε το κανάτι. Μαξιλάρια, κάντε κάτι, σώστε τον!
-Δε μπορούμε, τον κρατάει πολύ σφιχτά! τσίριξαν πανικόβλητα τα μαξιλάρια. Είναι πολύ δυνατός!
-Σπρώξτε τον, χτυπήστε τον!
-Δε μπορούμε, δε γίνεται! Είναι ανίκητος!
-Το μίσος είναι που τον κάνει τόσο δυνατό, μουρμούρισε από τη γωνιά του ένα γέρικο μελανοδοχείο.
-Πηγαίνετέ με εκεί πέρα! φώναξε εξοργισμένο ένα αστραφτερό σπαθί κρεμασμένο στον τοίχο. Πηγαίνετέ με εκεί πέρα, κάποιος να με πάει εκεί πέρα και θα του δείξω εγώ! Πηγαίνετέ με εκεί πέρα! Μη σε πιάσω στα χέρια μου, κάθαρμα!
-Θα τον σκοτώσει, παιδιά, γρήγορα! τσίριξε σχεδόν δακρυσμένο τώρα πια το χαλί. Πρέπει να κάνουμε κάτι!


Κανείς τους όμως δε μπορούσε να κάνει τίποτα και τα χείλη του πρίγκιπα είχαν μελανιάσει. Πάλευε να διώξει τον εχθρό του από πάνω του αλλά δεν είχε άλλη δύναμη πια. Και τότε η Μεντίν, συνειδητοποιώντας ότι ήταν η μόνη που μπορούσε να τον βοηθήσει, πετάχτηκε από την κρυψώνα της κι άρπαξε από τη ράχη μια καρέκλα, και ορμώντας προς το κρεβάτι την κατέβασε με όλη της τη δύναμη πάνω στην πλάτη του Ραμτούγκ. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο και τα δάχτυλά του τραβήχτηκαν από το λαιμό που προσπαθούσαν να τσακίσουν. Μ΄ ένα σφυριχτό λαχάνιασμα ο πρίγκιπας μπόρεσε ν΄ανασάνει ξανά, κι αμέσως μετά άρχισε να βήχει. Έξω φρενών ο Ραμτούγκ στράφηκε, είδε τη Μεντίν να τρέχει προς την πόρτα φωνάζοντας για βοήθεια, και πήδηξε από το κρεβάτι για να την κυνηγήσει.







Αυτό όμως το χαλί δε θα το άφηνε ποτέ να συμβεί. Μόλις τα πόδια του Ραμτούγκ πάτησαν πάνω του, εκείνο τραβήχτηκε απότομα κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Παραπάτησε κι έπεσε κάτω φαρδύς πλατύς.









Αμέσως το χαλί τον άρπαξε στην άκρη του κι άρχισε να τυλίγεται γύρω του αδιαφορώντας για τα ξεφωνητά του, και κουλουριάστηκε πάλι και πάλι κρατώντας τον σφιχτά μέσα του, χωρίς εκείνος να μπορεί να κουνήσει ρούπι.
-Τώρα σ΄έπιασα σιχαμένε, μονολόγησε. Δεν έχεις να πας πουθενά. Εδώ θα μείνεις μέχρι να ΄ρθουν οι φρουροί να σε μαζέψουν.
-Μπράβο! φώναξε κατενθουσιασμένο το κανάτι. Μπράβο καλέ μου τάπητα, πολύ καλή δουλειά!
-Συγχαρητήρια, συγχαρητήρια! φώναξαν πασίχαρα και τα μαξιλάρια.
-Κράτα τον μη σου φύγει! είπε το λυχνάρι.
-Φέρ΄τον κατά ΄δω! Φέρ΄τον κατά ΄δω να του δείξω! εξακολουθούσε μαχητικά το σπαθί. Φέρ΄τον λίγο πιο ΄δω, φίλε! Δώσ΄τον σε ΄μένα!
-Μπράβο, χαλί! ακούστηκαν και οι παντόφλες της βασίλισσας που όλη εκείνη την ώρα κρυφάκουγαν καρδιοχτυπώντας πίσω από τον τοίχο. Τα καταφέραμε!

Τα είχαν στ΄αλήθεια καταφέρει. Οι φρουροί ήρθαν και ξεπακετάρισαν το βεζίρη και τον πήγαν στη φυλακή. Ο πρίγκιπας έτρεξε να βρει τη μητέρα του και την αγκάλιασε καταχαρούμενος, κι εκείνη δε μπορούσε να πιστέψει το ονειρεμένο αυτό θαύμα. Κατάπληκτη άκουσε ότι υπεύθυνος για όλα αυτά ήταν ο πιο έμπιστος άνθρωπος του παλατιού και ότι είχε φαρμακώσει το γιο της για να πάρει το θρόνο. Διέταξε την εκτέλεσή του την ίδια στιγμή.

Στο δωμάτιο του Ραμτούγκ ο οικονόμος βρήκε το ημερολόγιό του και το έδωσε στον πρίγκιπα. Μέσα εκεί είχε γράψει για το ιαματικό σημάδι του τριγώνου, δηλαδή τις τρεις ελιές που σχηματίζουν ισόπλευρο τρίγωνο, κι έλεγε επίσης ότι ο τρόπος για να σωθεί κάποιος από το δηλητήριο του δαχτυλιδιού του ήταν να πιει νερό από το χέρι ατόμου που είχε στο σώμα του εκείνο το σημάδι. Ο πρίγκιπας θυμήθηκε τη Μεντίν και ζήτησε να τη δει, κι εκείνη παραδέχτηκε ότι όντως είχε τέτοιο σημάδι και του το έδειξε. Εκείνος της ζήτησε να γίνει γυναίκα του και η Μεντίν δέχτηκε. Παντρεύτηκαν κι έζησαν μαζί τρισευτυχισμένοι.

Κι εκεί που το χαλί έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία του και δεχόταν τις επευφημίες και τα «μπράβο» των φίλων του, ακούστηκε ένα σφύριγμα μέσα από το λυχνάρι.
Κι εμφανίστηκε σαν καπνός ένα μεγάλο και στιβαρό πνεύμα με μάτια που γυάλιζαν σαν τεράστιες πούλιες. Κοίταξε το χαλί με τα χέρια του διπλωμένα στο στήθος του και του χαμογέλασε.
-Μικρό μου χαλί, είμαι το τζίνι του λυχναριού, είπε με φιλική και γλυκιά φωνή. Ήρθα για να σου δώσω κι εγώ συγχαρητήρια για την εξυπνάδα και το θάρρος σου που βοήθησαν να αποδοθεί η δικαιοσύνη. Είσαι το πιο καλό και γενναίο χαλί που έχω γνωρίσει ποτέ μου και γι΄αυτό θα σε ανταμοίψω. Όποια ευχή κι αν έχεις θα την πραγματοποιήσω. Πες μου τί είν΄αυτό που θέλεις και ζητάς;
-Ο. . . ό,τι θέλω. . .; τραύλισε κατάπληκτο το χαλί.
-Οτιδήποτε. Σ΄ακούω.
-Θέλω. . . να γίνω μαγικό! Θέλω να είμαι ένα μαγικό χαλί και να πετάω στο γαλάζιο ουρανό πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες της Δαταβάγης!


Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, το τζίνι χτύπησε στον αέρα τα δάχτυλά του. Αμέσως το χαλί ένιωσε να ανυψώνεται από το πάτωμα, να μην αγγίζει πια το κρύο δάπεδο, ένιωσε ν΄ανεβαίνει στο κενό χωρίς κανένα βάρος. Άφησε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού και κοίταξε κάτω και είδε το ύψος που το χώριζε από το σημείο όπου βρισκόταν πριν. Με ορθάνοιχτα μάτια κοίταξε δεξιά κι αριστερά του και είδε τα πανέμορφα χρυσά του κρόσσια να αιωρούνται. Και τότε πια συνειδητοποίησε ότι πετούσε.
-Γιούπιιι! ξέσπασε πασίχαρο δίνοντας μια κι αρχίζοντας να φέρνει γύρους το δωμάτιο. Πετάω, πετάω, κοιτάξτε με όλοι! Κοιτάξτε με, πετάω, είναι απίστευτο, είμαι μαγικό! Χα, χα, χα, είμαι μαγικό, πετάω! Τί τέλεια που είναι! Σ΄ ευχαριστώ, τζίνι! Σ΄ευχαριστώ τόσο πολύ!
-Παρακαλώ.
-Μπράβο, χαλί! φώναζαν όλοι συγκινημένοι. Μπράβο, συγχαρητήρια!
-Είσαι μαγικό! Πετάς!
-Τα κατάφερες!
-Πέτα λοιπόν! Πέτα όσο πιο ψηλά μπορείς! Πέτα πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες!
-Πετάω! Πετάω, ζήτω! Ζήτωωω!
Όρμησε έξω απ΄το παράθυρο τρελό από τη χαρά του κι άρχισε να πετάει στον αέρα.



Πίσω στο δωμάτιο το τζίνι εκπλήρωσε κι άλλες ευχές. Μάγεψε τις πράσινες παντόφλες ώστε να μη φθαρούν ποτέ και να τις φοράει η βασίλισσα για πάντα. Έφερε για το κανάτι μια καλή κανατούλα όμορφη, σεμνή, μορφωμένη, που μιλούσε και γαλλικά. Στο ποτήρι έδωσε φωνή και του γιάτρεψε τη μουγκαμάρα, και λίγες μέρες αργότερα εκείνο τους αποχαιρέτησε κι έφυγε για την Κουζίνα για να σπουδάσει Νομική. Και στους παπαγάλους έδωσε από ένα παπιγιόν, ένα κόκκινο στον κίτρινο κι ένα κίτρινο στον κόκκινο, και τους έκανε να μπορούνε να πουν και «πάγκος, αναποδογυροχρυσοκαρυδοταβλόπαγκος», πολλές φορές συνεχόμενες χωρίς να μπερδεύονται.




Και το μαγικό χαλί πετούσε τρισευτυχισμένο στο γαλάζιο ουρανό πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.












( Τ Ε Λ Ο Σ )



___________________________________

κείμενο και σκίτσα: Σ. Χατζηνικολάου

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

Παραμύθι: Το χαλί που ήθελε να γίνει μαγικό (Β' μέρος)

-Τί όμορφη που είναι! μονολόγησε. Είναι ακόμα πιο όμορφη απ΄ όσο φανταζόμουν!
Σε λίγο έφτασε ακόμα πιο κοντά, και τότε το είδε μια από τις πλύστρες του παλατιού που είχαν πάει στο ποτάμι για να πλύνουν σεντόνια και ασπρόρουχα.
-Κοιτάξτε, κοιτάξτε! φώναξε στις άλλες. Ένα χαλί επιπλέει στο νερό!
Όλες μαζί το τράβηξαν έξω κι επειδή τους φάνηκε πολύ όμορφο, αποφάσισαν να το πάρουν στο παλάτι.
-Κρίμα όμως που τα κρόσσια του είναι ξηλωμένα, είπαν. Θα ταίριαζε ακόμα και στα βασιλικά δωμάτια.
Μόλις τέλειωσε η μπουγάδα, φόρτωσαν το χαλί μαζί με τα πλυμένα ρούχα πάνω στις καμήλες και πήραν το δρόμο για το παλάτι. Όταν έφτασαν εκεί, το άπλωσαν στην ταράτσα για να στεγνώσει κάτω απ΄ το ζεστό ήλιο.
-Τί τυχερό που είμαι, σκεφτόταν εκείνο. Είμαι στο παλάτι! Πού ξέρεις, μπορεί τελικά να βρω και κανένα τζίνι εδώ γύρω.

-Ε, εσύ εκεί κάτω! φώναξε η σημαία από το κοντάρι. Τί κάνεις εδώ; Ποιος είσαι;
-Είμαι ένα χαλί που βράχηκα και με άπλωσαν για να στεγνώσω, είπε εκείνο ευγενικά. Εσύ;
-Εγώ είμαι η σημαία.
-Χαίρω πολύ, είπε το χαλί. Πρέπει να είσαι πολύ χαρούμενη εδώ πάνω, ε;
-Χαρούμενη; απόρησε η σημαία. Είδες εσύ κανέναν στο παλάτι που να είναι χαρούμενος;
Το χαλί παραξενεύτηκε.
-Δεν είδα ακόμα κανέναν άλλο. Είσαι η πρώτη που γνωρίζω εδώ πέρα, είπε με απορία.
-Κανένας δεν είναι χαρούμενος, είπε η σημαία κυματίζοντας ελαφρά από μια σιγανή αύρα.
-Και γιατί;
-Γιατί ο πρίγκιπας είναι πολύ άρρωστος.
-Ποιος πρίγκιπας;
-Ο πρίγκιπας της χώρας, ο διάδοχος του θρόνου, εξήγησε θλιμμένη η σημαία. Είναι πολύ βαριά άρρωστος και όλοι λένε πως θα πεθάνει.
-Μα τί έχει;
-Δεν ξέρω, κανείς δεν ξέρει. Είναι όμως πολύ νέος και πολύ καλός και όλοι τον αγαπάνε, και γι΄ αυτό κανείς δεν είναι χαρούμενος, είπε η σημαία αναστενάζοντας.
Το χαλί στεναχωρέθηκε.
-Ο καημένος, μουρμούρισε σιγανά.
-Ναι, είπε η σημαία.
Αργότερα εμφανίστηκαν δύο υπηρέτριες και βλέποντας ότι το χαλί είχε στεγνώσει εντελώς, το πήραν στους ώμους και ξεκίνησαν να φύγουν.
-Γεια σου! φώναξε εκείνο στη σημαία.
-Γεια! Καλή τύχη!

Το πήγαν λοιπόν κάτω και το έδειξαν στον οικονόμο, αλλά μόλις εκείνος
είδε ότι ήταν ξηλωμένο, έβαλε θυμωμένος τις φωνές.
-Τί κατάντια είν΄ αυτή; έκανε διορθώνοντας το σαρίκι του που του έπεφτε
ολοένα μέσα στα μάτια. Πώς το κάνατε έτσι αυτό το υπέροχο χαλί, ανόητες;
Γρήγορα να το πάτε στον υφαντή να του βάλει καινούρια κρόσσια!
-Μα δεν υπάρχει υφαντής στο παλάτι, είπαν οι υπηρέτριες.
-Να το πάτε λοιπόν στην πόλη! φώναξε ο οικονόμος. Ένα τέτοιο χαλί έχει
θέση μόνο στα βασιλικά διαμερίσματα. Εμπρός!

Αμέσως οι υπηρέτριες φώναξαν δυο βαστάζους και τους είπαν να πάρουν
το χαλί και να τον πάνε στον καλύτερο υφαντή της πόλης. Και πράγματι εκείνοι
το πήγαν, αλλά εκείνη τη στιγμή ο υφαντής είχε πολλή δουλειά και δεν είχε χρόνο
να ασχοληθεί μαζί του. Κι έτσι το χαλί βρέθηκε κουλουριασμένο σε μια γωνιά
περιμένοντας με περιέργεια να δει τί θα γινόταν στη συνέχεια και πώς θα τέλειωνε
η ιστορία του. Όπως όμως κοίταζε γύρω του, το μάτι του πήρε μια όμορφη κόκκινη
κουβέρτα διπλωμένη πάνω σ΄ ένα ντιβάνι.
-Γεια σου αδερφή! είπε χαρούμενο.

Η κουβέρτα του έριξε μια περιφρονητική ματιά.
-Ε, όχι κι αδερφή σου! έκανε μ΄ αλαζονεία. Δεν είμαστε ίσα κι όμοια. Εγώ είμαι μια υπέροχη μάλλινη κουβέρτα κι εσύ είσαι ένα τιποτένιο, βρώμικο, κουτσοδόντικο χαλί για το πάτωμα.
Το χαλί πληγώθηκε πολύ απ΄ αυτή την αντιμετώπιση.
-Δεν είμαι βρώμικο, είπε πεισμωμένα. Και θα μου βάλουν καινούρια κρόσσια, κι άμα θες να ξέρεις, είμαι πιο όμορφο από ΄σένα.
-Πφφ! έκανε η κουβέρτα. Ό,τι και να κάνεις θα είσαι πάντα ένα χαλί για το πάτωμα. Όλοι θα σε πατάνε με τα πόδια τους. Ενώ εγώ θα είμαι πάνω σε κάποιο κρεβάτι και θα ζεσταίνω τους ανθρώπους και θα τους συντροφεύω στα όνειρά τους.
-Είσαι κακιά, είπε το χαλί βουρκωμένο. Όμως εγώ θα γίνω μαγικό και θα πετάω στον ουρανό πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες, και θα δω πράγματα που εσύ δεν πρόκειται να δεις ποτέ στη ζωή σου, μάλιστα!
-Χα, χα! γέλασε κοροϊδευτικά η κουβέρτα. Και μετά ξύπνησες!
Το χαλί ακολούθησε το ρητό «η σιωπή μου προς απάντησή σου» και δεν αποκρίθηκε στην κακιά κουβέρτα.
-Μην της μιλάς, είναι πολύ στριμμένη, άκουσε μια ψιθυριστή φωνή δίπλα του.

Στράφηκε παραξενεμένο κι αντίκρισε ένα ζευγάρι πράσινες βελούδινες παντόφλες με
μαύρες φούντες.
-Παρακαλώ; έκανε ευγενικά.
-Καλά της είπες ότι είναι κακιά, είπε με χοντρή φωνή η δεξιά παντόφλα. Και πώς να μην
είναι, αφού είναι η κουβέρτα του κακού Ραμτούγκ;
-Ποιος είν΄αυτός; ρώτησε το χαλί.
-Ο κακός Ραμτούγκ είναι ο βεζίρης, είπε με ψιλή φωνή η αριστερή παντόφλα. Τον
είχε διορίσει ο βασιλιάς πριν πεθάνει.
-Και είναι πολύ κακός;
-Πάρα πολύ! είπε η δεξιά παντόφλα και η φούντα της ανατρίχιασε. Αυτός φταίει για όλα.
-Ποια όλα;
-Που ο πρίγκιπας είναι άρρωστος! είπε η αριστερή σα να εξηγούσε το πιο ευνόητο
πράγμα του κόσμου. Τον δηλητηρίασε!
-Τί; έκανε με φρίκη το χαλί.
-Μάλιστα, αυτό που άκουσες, είπε η δεξιά παντόφλα.
-Ψέματα! μπήκε στη μέση η κόκκινη κουβέρτα. Όλ΄αυτά που λέτε είναι ψέματα! Ο Ραμτούγκ είναι πολύ καλός άνθρωπος, εντάξει; Πώς τολμάτε να μιλάτε έτσι γι΄αυτόν, ε; Πώς τολμάτε;

-Παράτα μας! είπε απότομα η αριστερή παντόφλα. Ξέρουμε πολύ καλά τί είναι ο Ραμτούγκ σου! Τί κρίμα που οι άνθρωποι δε μπορούν να μας ακούσουν! Τότε η βασίλισσα θα το μάθαινε και θα έκλεινε στη φυλακή το Ραμτούγκ!
-Μα πώς τον δηλητηρίασε; ρώτησε το χαλί. Γιατί;
-Γιατί θέλει να γίνει αυτός βασιλιάς, εξήγησε η αριστερή παντόφλα. Λοιπόν του έδωσε ένα μαγικό φίλτρο που τον έριξε άρρωστο έτσι όμως που να φαίνεται σαν κάποια φυσική αρρώστια.
-Και πού τα ξέρετε ΄σεις όλ΄αυτά; φώναξε λυσσασμένη η κουβέρτα. Πού τ΄ ακούσατε;
Οι παντόφλες την αγνόησαν, είπαν όμως στο χαλί:
-Το ξέρουμε γιατί εμείς είμαστε οι καλές παντόφλες της βασίλισσας. Ήμασταν εκεί όταν ο παλιο-Ραμτούγκ έφτιαξε το δηλητήριο. Και μονολογούσε ότι έτσι θα γινόταν επιτέλους βασιλιάς και δε θα τον σταματούσε κανένας και τα λοιπά και τα λοιπά. . .

Έγινε σιωπή για λίγο.
-Όμως εμείς ξέρουμε πώς μπορεί να γίνει καλά ο πρίγκιπας, ψιθύρισε εμπιστευτικά η δεξιά παντόφλα προσέχοντας να μην την ακούσει η κόκκινη κουβέρτα.
-Αλήθεια; έκανε έκπληκτο το χαλί, συνεπαρμένο απ΄ όλα αυτά που άκουγε. Πώς το ξέρετε;
-Μας το είπε το κερί του Ραμτούγκ λίγο πριν σβήσει. Τις τελευταίες του στιγμές μετάνιωσε που είχε φωτίσει μια τόσο κακή πράξη, και γεμάτο τύψεις μας είπε πώς μπορούν να λυθούν τα μάγια. Λοιπόν, πρέπει αυτός που θα τα λύσει να έχει ένα ιδιαίτερο σημάδι.
-Τί σημάδι;
-Πρέπει να έχει σε κάποιο σημείο του σώματός του τρεις ελιές πολύ κοντά τη μια με την άλλη, που να σχηματίζουν μεταξύ τους ισόπλευρο τρίγωνο, είπε η αριστερή παντόφλα.
-Ω! έκανε σαστισμένο το χαλί. Μα αυτό είναι απίθανο να γίνει! Δεν υπάρχει κανένας με τέτοιο σημάδι!
-Δεν ξέρουμε, πάντως έτσι μας είπε το κερί, είπε η αριστερή παντόφλα.
-Και μη μιλάς δυνατά, πρόσθεσε η δεξιά. Δε χρειάζεται να μας ακούσει η στρίγκλα
κουβέρτα.
-Όμως. . . πώς θα μπορούσε να τα λύσει τα μάγια κάποιος που θα είχε αυτό το σημάδι;
-Α, αυτό είναι το πιο εύκολο, είπε η δεξιά παντόφλα χαμηλώνοντας τη φωνή της επιφυλακτικά. Πρέπει απλώς να δώσει στον πρίγκιπα ένα ποτήρι νερό.
-Μόνο αυτό; απόρησε το χαλί. Σίγουρα;
-Αχά, έκανε η παντόφλα. Μόνο αυτό. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει αυτός ο άνθρωπος, κι έτσι ο καημένος ο πρίγκιπας είναι καταδικασμένος.
-Μα δεν πρέπει! αναφώνησε το χαλί νιώθοντας την αγανάκτηση να το πνίγει. Είναι αδικία!
-Το ξέρουμε, είπε θλιμμένα η αριστερή παντόφλα, αλλά δε γίνεται τίποτα.
-Δε μου λέτε εσείς εκεί κάτω, τί σιγομουρμουράτε τόσην ώρα; φώναξε επιτακτικά η κόκκινη κουβέρτα. Για μιλάτε πιο δυνατά ν΄ακούω κι εγώ.
Οι παντόφλες την αγνόησαν εντελώς.
-Να, είπε η δεξιά. Έρχεται η Μεντίν.
-Ποια; έκανε το χαλί κοιτάζοντας ολόγυρά του.
-Η Μεντίν, η κόρη του υφαντή, εξήγησε η παντόφλα.
Μια όμορφη κοπέλα μπήκε στο δωμάτιο και πλησίασε το χαλί. Εκείνο την κοίταξε θαμπωμένο.
-Τί όμορφη που είναι! έκανε με θαυμασμό.
-Δίκιο έχεις, είπε η αριστερή παντόφλα. Είναι πανέμορφη.
-Πφ, σιγά την ομορφιά! μπήκε στη μέση η κακιά κουβέρτα. Δεν είναι παρά ένα συνηθισμένο φτωχοκόριτσο!
-Δε σε ρωτήσαμε, έκανε περιφρονητικά η δεξιά παντόφλα.
-Σκασίλα μου αν με ρωτήσατε ή όχι, είπε η κουβέρτα. Εγώ θα λέω ό,τι μ΄ αρέσει. Όχι κι όμορφη αυτή η κουρελοντυμένη χαζή! Εγώ έχω δει πολύ ομορφότερες!
Οι άλλοι δεν της απάντησαν.

Η Μεντίν έσυρε το χαλί με πολλή προσπάθεια και το πήγε στο διπλανό δωμάτιο.
-Πού με πάει; ρώτησε εκείνο φοβισμένο.
-Μην ανησυχείς, σε πάει στον πατέρα της να σε φτιάξει, του αποκρίθηκαν οι παντόφλες καθησυχαστικά.
Πραγματικά βρισκόταν τώρα στο εργαστήριο του υφαντή που ήταν γεμάτο χαλιά και ρούχα και κουβέρτες και διάφορα υφάσματα. Μέσα σε λίγη ώρα εκείνος του είχε περάσει καινούρια κρόσσια, κάνοντάς το σαν καινούριο.
-Αχ, τί ωραία, είμαι τόσο χαρούμενο! έκανε εκείνο γεμάτο ενθουσιασμό. Τί όμορφα που είναι τώρα τα κρόσσια μου!
Ακριβώς τη στιγμή εκείνη, η Μεντίν το πλησίασε για να το τυλίξει και να το μεταφέρει ξανά στο έξω δωμάτιο, όταν ξαφνικά σκόνταψε και χτύπησε το πόδι της στο τραπέζι. Μ΄ένα βογγητό πόνου ανασήκωσε τη φούστα της κι έτριψε τη γάμπα της, και τότε το χαλί πρόσεξε ότι εκεί είχε τρεις ελιές, και μάλιστα σχημάτιζαν μεταξύ τους ισόπλευρο τρίγωνο!
-Α! έκανε κατάπληκτο. Το σημάδι!
Η Μεντίν το έσυρε έξω και το άφησε πλάι στις παντόφλες, και τότε εκείνο μη μπορώντας να κρύψει τη χαρά του έβαλε τις φωνές.
-Το είδα, παιδιά! Το είδα! Έχει το σημάδι!
-Ποιος; Τί; Πού;
-Η Μεντίν, έχει τρεις ελιές στο πόδι της όπως μου είπατε!
-Αμάν! Είσαι βέβαιος;
-Απολύτως, το είδα!
-Ισόπλευρο τρίγωνο;
-Εντελώς!
-Πω, πω! έκανε μ΄ έξαψη η αριστερή παντόφλα. Ποιος θα το φανταζόταν ότι υπάρχει;
-Και τώρα τί κάνουμε; ρώτησε με άγχος το χαλί.
-Τί θες να πεις; Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα!
-Μα πώς; Πρέπει να την κάνουμε να πάει στο παλάτι για να σώσει τον πρίγκιπα!
-Μη φωνάζεις, θα μας ακούσει η κουβέρτα! το μάλωσε η δεξιά παντόφλα κοιτάζοντας καχύποπτα πίσω της. Δε μπορούμε να το κάνουμε αυτό, δε γίνεται!
-Μα πρέπει να υπάρχει τρόπος! επέμεινε το χαλί.
-Δεν υπάρχει.
-Καταρχήν, εσείς γιατί είσαστε εδώ;
-Είμαστε έτοιμες, είπε η αριστερή. Μας έφεραν για να μας βάλουν καινούριες φούντες. Η βασίλισσα μας αγαπάει πολύ και δε θέλει να πάρει άλλες παντόφλες, κι έτσι μας έστειλε να μας φτιάξουν.
-Άρα είμαστε όλοι εντάξει τώρα, συμπέρανε το χαλί.
-Ναι, είπε η δεξιά. Σε λίγο θα ΄ρθουν να μας πάρουν για να μας πάνε πίσω στο παλάτι.
-Πρέπει οπωσδήποτε να έρθει μαζί μας κι η Μεντίν, έκανε σκεφτικό το χαλί τινάζοντας τα καινούρια του κρόσσια.
Έμειναν όλοι σιωπηλοί και συλλογισμένοι.
-Επιτέλους, καιρός ήταν να το βουλώσετε πια! είπε πικρόχολα η κόκκινη κουβέρτα. Μας ζαλίσατε τόσην ώρα με τις φωνές σας!
-Εντάξει, τώρα βούλωσέ το κι εσύ! πετάχτηκε η δεξιά παντόφλα.
-Κι άντε να κοιμηθείς λίγο μπας και ηρεμήσεις! συμπλήρωσε η αριστερή εχθρικά.
-Έχω μια ιδέα! έκανε το χαλί.

Οι παντόφλες ξέχασαν αμέσως την κακιά κουβέρτα.
-Τί ιδέα; ρώτησαν ανυπόμονα. Για πες!
-Λοιπόν, είπε το χαλί. Τώρα που θα έρθουν να μας πάρουν, η μια από΄σας πρέπει με κάποιον τρόπο να μείνει εδώ. Μετά η Μεντίν θ΄ αναγκαστεί να την πάει η ίδια στο παλάτι.
-Καλή ιδέα, είπε η δεξιά παντόφλα. Δε φτάνει όμως να πάει στο παλάτι, πρέπει ν΄ ανέβει στο δωμάτιο του πρίγκιπα και να του δώσει νερό.
-Καλά, θα δούμε, είπε η αριστερή μ΄ελπίδα. Ας κάνουμε πρώτα αυτό και μετά βλέπουμε.
Πράγματι μετά από λίγο ήρθε ο παραγιός του υφαντή και πήρε το χαλί. Εκείνο φεύγοντας έκλεισε το μάτι στις παντόφλες.
-Φεύγω παιδιά! φώναξε. Όπως είπαμε!
-Εντάξει, μείνε ήσυχος! του φώναξαν εκείνες.
Ο υφαντής έβαλε το χαλί στο κάρο μαζί με μια φρεσκοχτενισμένη μπλε φλοκάτη, μια μυγιάγγιχτη μεταξωτή κουρτίνα, έναν νεαρούλη πολυλογά μανδύα που ήταν ερωτευμένος με μια φούστα και την κουβέρτα του Ραμτούγκ. Η Μεντίν μάζεψε σ΄ένα καλάθι όλα τα επιδιορθωμένα παπούτσια και τα στρίμωξε για να χωρέσουν, αλλά πριν το καταλάβει οι παντόφλες συνεννοήθηκαν γρήγορα και η δεξιά πήδηξε κάτω κρυφά και κρύφτηκε πίσω από το ναργιλέ.

-Τί κάνειθ; τη ρώτησε εκείνος παραξενεμένος.
Ο καημένος είχε σπάσει ένα δόντι και δεν έλεγε καλά το σίγμα.
-Σσστ, θα σου πω μετά, είπε η παντόφλα.
-Φώνακθέ τη, δεν είδε ότι έπεθεθ! την παρότρυνε ο ναργιλές.
-Δεν έπεσα, επίτηδες το έκανα. Θα σου εξηγήσω μετά!
-Α, τότε εντάκθει. Κρύπθου πίθω μου.





Κι έτσι το κάρο του παραγιού έφυγε μόνο με την αριστερή παντόφλα. Έφτασαν στο παλάτι και μόλις ο οικονόμος είδε το χαλί κούνησε το κεφάλι του ευχαριστημένος.
-Ωραία, ωραία, πολύ ωραία! έκανε με τα ασημένια του σκουλαρίκια να ταλαντεύονται. Να το πάτε στο δωμάτιο του πρίγκιπα. Εκεί είναι η θέση ενός τόσο όμορφου χαλιού!
Πράγματι οι υπηρέτες πήραν το χαλί και το ανέβασαν στο υπνοδωμάτιο του πρίγκιπα. Το έστρωσαν κάτω και η κάμαρα γέμισε αμέσως χρώμα και ζεστασιά. Όμως ο πρίγκιπας ήταν πολύ βαριά άρρωστος και δε μπορούσε να το δει. Ήταν ξαπλωμένος στα χρυσοκέντητα μαξιλάρια του και το πρόσωπό του ήταν πολύ άσπρο, πιο άσπρο κι από έναν μάλλινο σκούφο που ήξερε παλιά το χαλί.
-Ο καημένος, σκέφτηκε. Τί κακός αυτός ο Ραμτούγκ! Μακάρι να μπορούσαμε να κάνουμε κάτι!


-Καλωσορίζω εις την ομύγηρι το νέο μας φίλο, άκουσε μια επίσημη φωνή από το κομοδίνο δίπλα του. Χαίρε, αγαπητέ μου τάπητα, οφείλω να ομολογήσω ότι είμεθα όλοι εντυπωσιασμένοι από το απαράμιλλο κάλλος σου!
Σαστισμένο το χαλί κοίταξε πάνω και είδε ένα ωραίο χρυσό κανάτι με πολύ ψηλό και λεπτό λαιμό. Εκείνο άστραψε μ΄ ένα χαμόγελο κάπως θλιμμένο.
-Γεια σου, του απάντησε. Σ΄ ευχαριστώ. Κι εσύ είσαι στ΄ αλήθεια πολύ όμορφος.
-Ω, μερσί μποκού αγαπητέ μου, είπε το κανάτι λυγίζοντας με καμάρι τη λαβή του. Εύχομαι ολόψυχα καλήν διαμονήν εις τούτο το τόσο, μα τόσο θλιβερόν υπνοδωμάτιον! Ως βλέπεις ο νεαρός μας πρίγκιψ δεν δύναται να χαρεί την πολυτέλεια που του προσφέρουμε! Πολύ φοβούμαι ότι δε θα ζήσει πέραν της ερχομένης νυκτός!
-Μα είναι στ΄ αλήθεια τόσο άσχημα; ρώτησε με σφιγμένους τους κόμπους του το χαλί.
-Φοβούμαι πως ναι, φίλτατέ μου, έκανε λυπημένα το κανάτι. Προ ολίγου ο θεραπευτής του αποχώρησε απογοητευμένος, παραδεχόμενος την απόλυτη αδυναμία του να πράξει οτιδήποτε. Η λατρεμένη μας βασίλισσα θρηνούσε απαρηγόρητη.
-Είναι μια χαζή! φώναξε θυμωμένο ένα χάλκινο λυχνάρι από το απέναντι τραπέζι. Ο Ραμτούγκ δηλητηρίασε το γιο της κι αυτή το μόνο που κάνει είναι να κάθεται και να κλαίει!
-Α, το ξέρετε ότι αυτός φταίει για όλα! έκανε το χαλί.
-Φυσικά! είπε το λυχνάρι καπνίζοντας σαρκαστικά. Αφού τον είδαμε που έριχνε το φαρμάκι στο ποτήρι! Αλλά αυτή η χαζή κοιμάται όρθια! Του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη!
-Αγαπητέ μου λύχνε, μην παραφέρεσαι, είπε ήρεμα το κανάτι. Εξάλλου τί μπορεί να κάνει τη στιγμή που το κακό έγινε; Άσε την στην δυστυχία της να θρηνεί το παιδί της και ήλπιζε ότι ο φονεύς του κάποτε θα τιμωρηθεί.
-Όχι, εγώ θέλω να πληρώσει εδώ και τώρα ο χαμένος! έτριξε το καπάκι του το λυχνάρι. Τον πρίγκιπα τον ξέρω από μικρό παιδί! Τον αγαπάω! Θέλω να τον εκδικηθώ το Ραμτούγκ για το έγκλημά του! Και σου υπόσχομαι ότι θα βρω τον τρόπο και θα το κάνω!
Στο μεταξύ πίσω στο σπίτι του υφαντή η Μεντίν είχε ανακαλύψει την κρυμμένη παντόφλα πίσω από το ναργιλέ. Την πήρε και ξεκίνησε να πάει στο παλάτι να την επιστρέψει. Εκεί βρήκε την ξαδέρφη της τη Ζαριάντ που δούλευε σαν καμαριέρα.
-Έφερα την παντόφλα της βασίλισσας, της είπε.
-Α, ωραία, είπε η Ζαριάντ. Θα την πάω στο δωμάτιό της. Θες να έρθεις μαζί μου να δεις τους παπαγάλους;

Η βασίλισσα είχε στο διαμέρισμά της δύο μεγάλους παπαγάλους, έναν κόκκινο κι έναν κίτρινο, που μιλούσαν με ανθρώπινη φωνή. Έλεγαν «καλημέρα» και «καληνύχτα» και «ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή». Της Μεντίν της άρεσε να τους βλέπει, κι έτσι πήγε μαζί με την ξαδέρφη της. Στην κάμαρα της βασίλισσας έβαλαν τις δυο παντόφλες μαζί πάνω στο ράφι, κι εκείνες φιλήθηκαν κι έσφιξαν τα χέρια τους θριαμβευτικά.
-Επιτέλους! είπε η αριστερή. Μου έλειψες!
-Κι εμένα, αλλά τα καταφέραμε! γέλασε η δεξιά.
-Και τώρα τί θα γίνει;
-Δεν ξέρω. Σκέφτηκες εσύ κάτι;
-Πρέπει να την κάνουμε να πάει δίπλα, στον πρίγκιπα!
Η Ζαριάντ είχε πολλές δουλειές ακόμα κι έτσι έφυγε αφήνοντας τη Μεντίν να κοιτάζει τους παπαγάλους. Εκείνη τους μιλούσε προσπαθώντας να τους κάνει να της απαντήσουν, αλλά δε φαίνονταν να είχαν διάθεση για κουβέντες. Υποκλίνονταν συνέχεια και μασούσαν ηλιόσπορους, αλλά δεν της έκαναν τη χάρη να πουν ούτε λέξη.
-Το βρήκα! αναφώνησε η αριστερή παντόφλα με τη φούντα της φουντωμένη. Το βρήκα, αυτοί θα μας βοηθήσουν!
-Ποιοι αυτοί;
-Αυτοί, οι παπαγάλοι! Λοιπόν, σπρώξε με!
-Να σε σπρώξω;
-Ναι, σπρώξε με, άντε λοιπόν! Γρήγορα, μην αργείς!


Η δεξιά παντόφλα σήκωσε τη μύτη της και την κλώτσησε με δύναμη. Η αριστερή πετάχτηκε από το ράφι και κατρακύλησε με όλη της τη φόρα προσπαθώντας να φτάσει όσο πιο κοντά γινόταν στο κλαδί των παπαγάλων.
-Παιδιά, παιδιά, ακούστε, θέλουμε τη βοήθειά σας! τους φώναξε αγχωμένη. Η κοπέλα αυτή είναι η μόνη που μπορεί να σώσει τη ζωή του πρίγκιπα! Πρέπει να την κάνουμε να πάει στο δωμάτιό του! Θα μας βοηθήσετε;









Οι παπαγάλοι αγαπούσαν τη βασίλισσα κι έτσι συμφώνησαν αμέσως. Πετάχτηκαν κι οι δυο μαζί από το κλαδί τους, πέταξαν έξω από το παράθυρο, και από το άλλο παράθυρο μπήκαν στο διπλανό δωμάτιο. Στάθηκαν στο πάτωμα μπροστά στον καθρέφτη. Εκεί, συνεχίζοντας να υποκλίνονται και να ισιώνουν τα κόκκινα και κίτρινα φτερά τους, άρχισαν να λένε δυνατά:
«Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;»
Και ξανά το ίδιο, και πάλι απ΄την αρχή.










Η Μεντίν, που είχε σαστίσει βλέποντάς τους να ορμάνε έξω από το παράθυρο, τους άκουσε που μιλούσαν πίσω από τον τοίχο. Στην αρχή γέλασε, μετά όμως σκέφτηκε ότι έπρεπε να πάει να τους πιάσει και να τους ξαναφέρει στην κάμαρα της βασίλισσας. Έτσι βγήκε στο διάδρομο και άνοιξε την πόρτα του διπλανού δωματίου.









Μόλις την είδε το χαλί σάστισε για λίγο. Κόντεψαν να του πέσουν τα κρόσσια. Ύστερα το κυρίεψε τέτοιος ενθουσιασμός που του ΄ρθε να βάλει τις φωνές.
-Κανάτι, κανάτι! ψιθύρισε συνωμοτικά. Αυτή η κοπέλα πρέπει να δώσει στον πρίγκιπα νερό! Είναι ο μόνος τρόπος να σωθεί η ζωή του!
-Τί; έκανε κατάπληκτο το κανάτι. Τί μου λες τώρα, αγαπητέ μου; Είσαι σίγουρος;
-Ναι, ναι, είμαι απόλυτα σίγουρος! είπε το χαλί. Κάνε κάτι, δε μπορείς να κάνεις κάτι;
-Θαρρώ πως μπορώ, φίλε μου, είπε με αυτοπεποίθηση το κανάτι. Το ύδωρ, εξάλλου, είναι η
ειδικότης μου!

Τελειώνοντας τη φράση του χαμήλωσε λίγο το λαιμό του και άφησε λίγο νερό να τρέξει στο ποτήρι που έστεκε δίπλα του. Εκείνο ήταν μουγκό από γεννησιμιού του, αλλά άκουγε καλά. Στο κόλπο κι αυτό όπως όλοι, παρέμεινε ακίνητο μέχρι να γεμίσει.
Η Μεντίν είδε ότι είχε μπει στο δωμάτιο του πρίγκιπα και για μια στιγμή στάθηκε διστακτική μπροστά στην πόρτα. Τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι, άρρωστο και χλωμό, και ξέροντας για την κατάστασή του, τον λυπήθηκε βαθιά. Ύστερα σκέφτηκε ότι αν την έβρισκαν εκεί θα την τιμωρούσαν αυστηρά, κι έψαξε με το βλέμμα της για τους παπαγάλους που χτενίζονταν ακόμα μπροστά στον καθρέφτη σα γαμπροί. Είχαν πάψει να λένε «ο παπάς ο παχύς», τώρα πια δε μιλούσαν καθόλου. Έκανε δυο βήματα προς τα ΄κει ελπίζοντας ότι θα κατάφερνε να τους πιάσει, όταν ο ήχος του νερού από το κομοδίνο την έκανε να στραφεί παραξενεμένη. Ο ίδιος ήχος όμως έκανε τον πρίγκιπα να ξυπνήσει. Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε, κι επειδή είχε ακόμη εκείνο το κελάρυσμα στο μυαλό του, ένιωσε να διψάει.
-Σε παρακαλώ, της είπε αδύναμα, μου δίνεις λίγο νερό;
Το χαλί αισθάνθηκε όλα του τα κρόσσια ν΄ανατριχιάζουν. Όλες του οι κλωστές τεντώθηκαν. Το κανάτι κράτησε την ανάσα του αστραφτερό στο φως του ήλιου. Το λυχνάρι δεν έβγαζε ούτε κιχ. Ακόμα κι οι παπαγάλοι είχαν σταθεί ακίνητοι με τα ράμφη τους ανοιχτά.




( Συνεχίζεται... )



___________________________________

κείμενο και σκίτσα: Σ. Χατζηνικολάου

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2008

Παραμύθι: Το χαλί που ήθελε να γίνει μαγικό (Α' μέρος)

 








Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χαλί με χρυσά σχέδια και κρόσσια. Ήταν ένα πολύ όμορφο χαλί. Όμως δεν του άρεσε να είναι κάτω στο πάτωμα.
-Γιατί να με πατάνε όλοι; σκεφτόταν. Είμαι τόσο όμορφο και μαλακό, αξίζω κάτι καλύτερο. Μακάρι να ήμουν ένα μαγικό χαλί και να πετούσα στο γαλάζιο ουρανό πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες της Δαταβάγης. . .








Μια μέρα λοιπόν που το έβγαλαν στο μπαλκόνι για να το τινάξουν, αποφάσισε να κάνει το μεγάλο τολμημα. Έδωσε μια και φλαπ! έπεσε κάτω και προσγειώθηκε σ΄ ένα μεγάλο κάρο που κουβαλούσε πέτρες.
-Και τώρα; σκέφτηκε αγχωμένο. Τί γίνεται;
-Ποιος είσαι εσύ και τί κάνεις εδώ; ρώτησε μια πέτρα.
-Είμαι ένα χαλί και βρέθηκα εδώ καταλάθος, εξήγησε εκείνο. Πού πάμε;
-Πάμε έξω από την πόλη να χτίσουμε έναν ανεμόμυλο.
-Τί είναι ο ανεμόμυλος; ρώτησε το χαλί.
-Δεν ξέρω, είπε η πέτρα.
-Τότε;
-Τί τότε;
-Πώς γίνεται να φτιάχνεις κάτι χωρίς να ξέρεις τί είναι;
Η πέτρα προβληματίστηκε.
-Εσείς ξέρετε τί είναι ο ανεμόμυλος; ρώτησε γυρίζοντας στους συναδέλφους της.
Εκείνοι άρχισαν να μουρμουρίζουν απορημένοι. Τότε ένα δυνατό τράνταγμα έριξε το χαλί κάτω στο δρόμο και το κάρο απομακρύνθηκε. Αλλά τότε σταμάτησε ένας τσιγγάνος με την άμαξά του και το πήρε.
-Ωχ, πολύ κουνάει, σκέφτηκε το χαλί. Ζαλίζομαι.
-Γεια σου! άκουσε μια φωνή.

Ήταν ένα βιολί.
-Γεια, είπε με όλη του την ευγένεια. Συγνώμη για την αναστάτωση.
-Δε βαριέσαι, έκανε το βιολί. Δε βλέπεις πόσοι είμαστε εδώ μέσα; Ένας παραπάνω, ένας παρακάτω, τί σημασία έχει;
-Εσύ το λες αυτό γιατί έχεις πιάσει όλο το χώρο, είπε το δοξάρι. Για ρώτα λίγο και τους άλλους.
-Αμάν πια με τη γκρίνια σου, είπε το βιολί.
-Βέβαια, όταν κάποιος ζητάει το δίκιο του τον λένε γκρινιάρη, είπε το δοξάρι. Όμως εγώ. . .
-Δε σταματάτε λίγο και οι δυο; είπε η μαγική σφαίρα. Μας έχετε κουράσει εσείς οι δυο με τους τσακωμούς σας.
Κοίταξε καλοσυνάτα το βιολί.
-Πώς βρέθηκες εδώ; ρώτησε. Δε φαίνεσαι να είσαι από το δικό μας το συνάφι.
-Βγήκα στον κόσμο να βρω την τύχη μου και να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, είπε με πίστη το χαλί.
-Και ποιο είναι το όνειρό σου; ρώτησε η μαγική σφαίρα κρυφοχαμογελώντας.
-Θέλω να γίνω μαγικό χαλί και να πετάω πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες. Βαρέθηκα να είμαι χαλί για το πάτωμα.
-Χμ, έκανε σκεφτική η σφαίρα, αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο.
-Το ξέρω, είπε στεναχωρημένο το χαλί. Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν έχει ιδέα τί πρέπει να κάνω.
-Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας; πρότεινε το δοξάρι.
-Πού πάτε;
-Εσύ πού πας;
-Στη Δαταβάγη. Θέλω να πάω γιατί έχω ακούσει ότι εκεί υπάρχουν μαγικά χαλιά.
-Α, δεν πάμε εκεί, είπε το βιολί. Κρίμα. Πάμε στο Πασίρι.
-Μα εγώ δε θέλω να πάω στο Πασίρι! είπε το χαλί. Ωχ, πώς θα κατέβω τώρα από ΄δω πάνω;
-Κυλήσου και πέσε από το κάρο, είπε το βιολί.
-Δε μπορώ, κόλλησα. . .
-Πήδα!
-Δε μπορώ!
-Έχουν μπλεχτεί τα κρόσσια σου στα ξύλα, είπε η σφαίρα. Γι΄ αυτό έχεις κολλήσει.
-Ωχ, ωχ, έκανε το χαλί πανικόβλητο. Τώρα τί θα κάνω; Πώς θα φύγω;
-Τράβα! φώναξε η σφαίρα. Τράβα δυνατά!
-Δε μπορώ να ξεκολλήσω!
Το βιολί και το δοξάρι το έπιασαν κι άρχισαν να το τραβάνε με όλη τους τη δύναμη για να το βοηθήσουν.
-Όχι, όχι, μη με τραβάτε έτσι! στρίγκλισε το χαλί. Θα μου ξεκολλήσουν τα κρόσσια!
-Μη σε νοιάζει για τα κρόσσια, είπε η σφαίρα σοβαρά. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φύγεις. Ή θα χάσεις μερικά από τα κρόσσια σου ή θα μείνεις εδώ.
-Δε θέλω να χάσω τα ωραία κρόσσια μου! έκανε απελπισμένο το χαλί. Είναι χρυσά!
-Τότε ξέχνα τ΄ όνειρό σου. Θα πας στο Πασίρι.
-Δε θέλω στο Πασίρι! Θέλω στη Δαταβάγη!
-Πρέπει να κάνεις μια θυσία λοιπόν, είπε η σφαίρα. Δε γίνεται αλλιώς. Λοιπόν, τί προτιμάς;
Το χαλί σκέφτηκε λίγο.
-Εντάξει! Φώναξε με θλίψη. Ωραία λοιπόν! Τραβήξτε με!

Μ΄ ένα απότομο τράβηγμα τα κρόσσια του ξηλώθηκαν και ξεκόλλησε, και το τράνταγμα της άμαξας το βοήθησε να κυλήσει και να σωριαστεί στο χώμα.
-Ααα. . .! Τα ωραία κρόσσια μου. . .! Τα ωραία χρυσά μου κρόσσια. . .! άρχισε να θρηνεί.
-Γεια σου και καλή τύχη! φώναξε το βιολί.
-Για να γίνεις μαγικό πρέπει να βρεις ένα τζίνι! φώναξε η σφαίρα. Μ΄ ακούς; Ένα τζίνι!


Ζαλισμένο από το πέσιμο, το χαλί συνέχισε να κλαίει.
-Μπουχουχου. . . Είμαι κουτσοδόντικο τώραα. . . Ποιο τζίνιιι; Δε θα γίνω ποτέ μαγικόοο. . . Κανείς δε θέλει ένα βρώμικο κουτσοδόντικο χαλίιι. . . Μπουχουχου. . . Τί θα κάνωω. . .; Θα μείνω για πάντα εδώ πέρααα. . . Στην ερημιάααα. . .
-Σιγά, ρε φίλε, μας ξεκούφανες! άκουσε μια δυνατή φωνή από πάνω του. Τί φωνάζεις έτσι; Κι άλλοι έχουνε προβλήματα αλλά δεν ενοχλούν όλο τον κόσμο!
Παραξενεμένο το χαλί σταμάτησε τα κλάμματα και κοίταξε από πάνω του.
-Ποιος μου μιλάει; ρώτησε καχύποπτα.
-Ποιος θες να σου μιλάει; Εγώ, το δέντρο.
-Α! Και τί θες;
-Τί θέλω; Να μη φωνάζεις έτσι, αυτό θέλω!
-Να μη σε νοιάζει εσένα! έκανε με πείσμα το χαλί, ντροπιασμένο που το είχαν δει σε μια στιγμή αδυναμίας. Να κοιτάς τη δουλειά σου, ό,τι θέλω θα κάνω, εντάξει;
-Μήπως θες βοήθεια; ρώτησε το δέντρο.
-Όχι.
-Σίγουρα;
-Δε μπορείς να με πας στη Δαταβάγη, μπορείς;
-Όχι, είπε το δέντρο με ειλικρίνεια.
-Μήπως μπορείς να μου βρεις ένα τζίνι;
-Μπα, έκανε το δέντρο.
-Τότε παράτα με.
-Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή.
-Τί να την κάνω;
-Να την ακούσεις.
-Δεν τη θέλω.
-Μα άσε πρώτα να σου πω.
-Όχι δε θέλω.
-Ουφ, καλά λοιπόν. Αφού είσαι ηλίθιος, εγώ πάω πάσο. Σκασίλα μου κι αν θα μείνεις εδώ μέχρι την άλλη βδομάδα.
Το χαλί δεν απάντησε αλλά συνέχισε να στέκεται εκεί πέρα μουτρωμένο, μέχρι που άρχισε να βραδιάζει, και τότε βαρέθηκε κι άρχισε να σκέφτεται πιο λογικά.
-Ε, κύριε δέντρο! έκανε δήθεν αδιάφορα.
-Μπα, τώρα γνωριζόμαστε; κορόιδεψε το δέντρο.
-Τί συμβουλή ήθελες να μου δώσεις πριν;
-Δεν ξέρω, τώρα την ξέχασα.
-Έλα, πες μου! Βαρέθηκα εδώ πέρα!
-Αυτό να σου γίνει μάθημα και να φέρεσαι με περισσότερη ευγένεια σ΄ όσους προσπαθούν να σε βοηθήσουν, είπε το δέντρο. Όχι να θυμώνεις και να φωνάζεις επειδή σου έγινε μια παρατήρηση.
Το χαλί ντράπηκε πολύ για τη συμπεριφορά του.
-Συγνώμη, είπε κοκκινίζοντας. Έχεις δίκιο.
-Τέλος πάντων, είπε το δέντρο υποχωρητικά. Αυτό που ήθελα να σου πω είναι να κυλήσεις μέχρι κάτω σ΄ όλη αυτή την κατηφόρα. . .
-Γιατί; έκανε ανυπόμονα το χαλί.
-Από΄κει είναι το ποτάμι. Ξέρεις κολύμπι;
-Όχι.
-Μμ, αυτό θα σε δυσκολέψει λίγο, αλλά στο τέλος θα φτάσεις. . .
-Πού θα φτάσω;
-Στην πόλη, πού αλλού;
-Ποια πόλη;
-Μα τα χίλια σπουργίτια! Στη Δαταβάγη βέβαια!
Το χαλί τα έχασε από τη σαστιμάρα του.
-Στη. . . είπες. . . στη Δατα. . .
-. . .βάγη, ναι, είπε ανυπόμονα το δέντρο. Δεν ξέρω γιατί θες να πας εκεί, αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος να φύγεις από δω.
-Μα ναι, μα ναι, εκεί θέλω να πάω! φώναξε τρελό από τη χαρά του το χαλί. Πες μου, τι πρέπει να κάνω;
-Λοιπόν, θα κυλήσεις μέχρι κάτω, εκεί είναι το ποτάμι, εξήγησε το δέντρο. Μετά θα περιμένεις.
-Τί θα περιμένω;
-Α, μα τίποτα δεν καταλαβαίνεις; αγανάκτησε το δέντρο. Θα περιμένεις να βρέξει!
-Να βρέξει; Γιατί;
-Για να φουσκώσει το ποτάμι βέβαια! φώναξε το δέντρο τραβώντας τα φύλλα του μ΄ αυτά που άκουγε. Τότε θα σε παρασύρει το νερό κι έτσι θα μπορέσεις να φτάσεις μέχρι την πόλη!
-Ααα! Ευχαριστώ πολύ! έκανε κατενθουσιασμένο το χαλί. Φεύγω, γεια σου!
Γύρισε μονομιάς κι άρχισε να τσουλάει στην κατηφόρα.
-Πρόσεχε! φώναξε από πάνω το δέντρο. Πρόσεχε μη μπλεχτείς πουθενά!
Πλατς! έπεσε μέσα στο ποταμάκι κι έγινε μούσκεμα.
-Mπρρρ, τί κρύο που είναι. . ., τουρτούρισε. Παγωμένο. Και τώρα δηλαδή πόσο θα πρέπει να περιμένω;
-Τί περιμένεις; ρώτησε ένας κοκκινολαίμης.
-Περιμένω να βρέξει για να φουσκώσει το ποτάμι, εξήγησε πρόθυμα το χαλί έχοντας ξαναβρεί την καλή του διάθεση κι έχοντας ξεχάσει πια τα ξηλωμένα του κρόσσια.
-Τσίου τσίου, θα βρέξει απόψε, κελάηδησε ο κοκκινολαίμης.
-Πού το ξέρεις;
-Το ξέρω, το ξέρω, τσιριτρί. Θα βρέξει απόψε, όλα τα πουλιά το ξέρουν. Καληνύχτα, τσίου τσίου!
-Στάσου, περιμένε! Έφυγε. . .
Το χαλί παρέμεινε μόνο του, λασπωμένο μέσα στα βρύα. Άρχισε να κρυώνει, κι ήταν και σκοτεινά γιατί είχε πέσει πια για τα καλά η νύχτα, και φοβότανε. Ο κοκκινολαίμης όμως ήξερε τί έλεγε γιατί πραγματικά σε λίγο ξέσπασε μια τρομαχτική καταιγίδα. Έβρεχε τόσο πολύ που τελικά το ποτάμι φούσκωσε. Το χαλί άρχισε να επιπλέει ανάμεσα στα υδρόβια φυτά και τις ρίζες σφυρίζοντας.
-Τί ωραία, τί ωραία! τραγουδούσε. Πάω, πάω, ταξιδεύω! Πάω στη Δαταβάγη, τριαλαλί, τριαλαλό!
Και κυλούσε και κυλούσε στο μεγάλο ποταμό, και τελικά, μετά από μερικές μέρες, κι αφού έπεσε τσιρίζοντας από έναν καταρράκτη και γνώρισε έναν σολωμό που κολυμπούσε πάντα αντίθετα στο ρεύμα κι έναν βάτραχο που το όνειρό του ήτανε να γίνει φημισμένος τενόρος, αντίκρισε πια μπροστά του την πανέμορφη Δαταβάγη με τους χρυσούς μιναρέδες κι έχασε τη φωνή του από τη συγκίνηση και τη χαρά του.




( Συνεχίζεται... )



___________________________________

κείμενο και σκίτσα: Σ. Χατζηνικολάου