Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλιοπαρουσιάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλιοπαρουσιάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Ίριδα, η πόλη της ψυχής μας - Σουζάνα Χατζηνικολάου






  Ένα μυθιστόρημα σύγχρονης λογοτεχνίας για παιδιά και για νέους προστίθεται στις νέες κυκλοφορίες από τις Εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για το βιβλίο με τίτλο "Ίριδα, η πόλη της ψυχής μας", που αποτελεί το πρώτο έργο της Σουζάνας Χατζηνικολάου.

Λίγα λόγια για την υπόθεση:

     Η μοίρα της νεαρής πριγκίπισσας Λίλλυ φαίνεται ότι αρχίζει να γράφεται τη μέρα που συναντάει τον Σον. Εκείνος θα εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω μόνο το μικρό του όνομα και την ανάμνηση των ματιών του. Η Λίλλυ περιμένει. Όμως οι μέρες περνούν βασανιστικά άδειες, μέχρι που κάποια μάντισσα ζητάει να τη δει, για να της πει ότι ανήκει στους ανθρώπους που γράφουν τη μοίρα τους μόνοι τους.

    Η Λίλλυ θα ξεκινήσει ένα ταξίδι αναζήτησης με μοναδικά της εφόδια την αγάπη και την πίστη της. Χωρίς να το ξέρει, ο δρόμος της θα διασταυρωθεί με την τραγική ιστορία της Ίριδας, της πανέμορφης πρωτεύουσας του βασιλείου Αρίλιον. Ποιος αφάνισε την πόλη τρία χρόνια πριν και γιατί; Πού βρίσκονται οι κάτοικοί της;

    Η Λίλλυ θα ανακαλύψει ότι δεν είναι μόνη σε αυτό το πρωτόγνωρο κι επικίνδυνο ταξίδι: μια στρυφνή μάγισσα θα δεχτεί να τη βοηθήσει, ο παραιτημένος Βόρικ θα ξανασταθεί στα πόδια του δίπλα στην αδερφή του για να ενώσουν τις δυνάμεις τους με το πείσμα της νεαρής πριγκίπισσας, ο νεαρός Κορντέλ θα δεχτεί να ξαναγυρίσει στο σταυροδρόμι που σημάδεψε τη ζωή όλων τρία χρόνια πριν και να επιλέξει ξανά τον δρόμο του. Αλλά η Λίλλυ θα συναντήσει επίσης τον Έρυλ, έναν όμορφο ανάπηρο νέο, τον Όλιβερ, ένα παιδί που ζητάει να εκδικηθεί έναν άδικο θάνατο και, φυσικά, τον ευγενικό άρχοντα Στίλβερ και το μαγεμένο του δάσος…

    Μπορεί η επιμονή της αγάπης να νικήσει την εφιαλτική μαγεία και να απελευθερώσει έναν πρίγκιπα και μια ολόκληρη πόλη;

    Καιρό πριν, την απάντηση την είχε δώσει στη Λίλλυ η μάντισσα: «Δεν μπορώ να δω τη μοίρα σου, γιατί δεν έχει γραφτεί ακόμα. Θα τη γράψεις εσύ με τα ίδια σου τα χέρια».



      Το "Ίριδα" είναι το πρώτο μυθιστόρημα που αρχικά είχε αναρτηθεί στο διαδίκτυο υπό τη μορφή ιστολογίου με εβδομαδιαίες αναρτήσεις κάθε κεφαλαίου. Είχε μεγάλη αναγνωσιμότητα, γεγονός που οδήγησε στην έκδοσή του με έντυπη μορφή. 

   Κριτική για το βιβλίο:


Δείτε το video της "Ίριδας":




Δείτε περισσότερα στο site των Εκδόσεων Πατάκη:



Ή στο facebook:



Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Δήγμα Γραφής - Μια ντουζίνα και τρία διηγήματα


Το "Δήγμα Γραφής" είναι μια συλλογή μικρών διηγημάτων 15 νέων συγγραφέων που διατίθεται δωρεάν στο διαδίκτυο σε διάφορα format για PC, smartphones και tablet PC.


Είναι το γέννημα μιας εμπνευσμένης πρωτοβουλίας του Γιάννη Φαρσάρη, ενός ενθουσιώδους συγγραφέα και υπέρμαχου της δωρεάν λογοτεχνίας υπό τη μορφή ebook, που κατάφερε να επιστρατεύσει άλλους δεκατέσσερις συγγραφείς, άγνωστους μεταξύ τους και διαφορετικού ύφους και θεματολογίας, σε ένα κοινό στόχο, μια κοινή συλλογική προσπάθεια που αποτελεί πρωτοπορία για τα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. 


Όλα ξεκίνησαν με ένα email - προσκλητήριο του Γιάννη για να συμμετάσχω σε μια συλλογή διηγημάτων. Αυτό στάθηκε μια πραγματική πρόκληση για μένα (όπως το ίδιο, φαντάζομαι, ισχύει και για τους υπόλοιπους που συμμετείχαν). Το Γιάννη τον γνώριζα μέσω του διαδικτύου, μιας και είμαστε φίλοι στο facebook και μοιραζόμαστε τις κοινές μας ανησυχίες για τη λογοτεχνία χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο ως όχημα - φορέα γι αυτό το σκοπό. Εκείνος διαθέτει ένα μυθιστόρημα, το "Johnnie Society", και μια συλλογή διηγημάτων, την  "Εβδόμη Εσπερινή", ελεύθερα στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα "Open Book". Εγώ, από την άλλη, έχω αναρτήσει υπό μορφή blog το δικό μου μυθιστόρημα με τίτλο "Χίμαιρας Εγκώμιον" εδώ και μερικά χρόνια, καθώς και διηγήματα και παραμύθια στο προσωπικό μου blog με τίτλο: Panos Notebook. Τι άλλο χρειαζόταν, λοιπόν, για να ξεκινήσουμε τη νέα προσπάθεια; Μήπως μας ήταν απαραίτητη η δια ζώσης γνωριμία; 


Το πρωτοποριακό στοιχείο, κατά τη γνώμη μου, που προσδίδει μια ιδιαίτερη αύρα σε τούτο το συλλογικό εγχείρημα μήτε τα διηγήματα αυτά καθ' εαυτά είναι, μήτε το ποιόν των συγγραφέων. Είναι το γεγονός ότι παρήχθη μια συλλογή διηγημάτων εκ του μηδενός, δίχως να γνωριζόμαστε in vivo, καθώς λέμε, δίχως να έχουμε συγκεντρωθεί για ένα ανέμελο καφέ, δίχως, καν, να έχουμε πει ένα "γεια" αναμεταξύ μας. Με εφαλτήριο την ιδέα του Γιάννη Φαρσάρη βάλαμε μπρος ωθούμενοι από μια πλέρια αγνή αγάπη για τη συγγραφή. Αν είμαστε δόκιμοι και αναγνωρισμένοι συγγραφείς μικρή σημασία έχει. Η αγνότητα της πρόθεσης και η απόδειξη ότι ενυπάρχει ανά πάσα στιγμή μια υποβόσκουσα δυναμική ενέργεια που μπορεί μ' ένα και μοναδικό ερέθισμα να μεταμορφωθεί σε κίνηση και να γίνει έργο είναι αυτά που μετρούν.

Θέλω να ευχαριστήσω για άλλη μια φορά το Γιάννη Φαρσάρη για την ιδέα του και για την ισόνομη και κρυστάλλινα διαφανή διαδικασία που ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια του εγχειρήματος αυτού. Ήταν τιμή μου να συμμετέχω στη συλλογική προσπάθεια με ένα διήγημα με τίτλο: "Το Αηδόνι και τ' Αστέρι". Ελπίζω στη συνέχεια της συνεργασίας μας.


Παραθέτω κάτωθι τα ονόματα των συμμετεχόντων συγγραφέων, κατά αλφαβητική σειρά:
Άκης Βαΐου 
Σοφία Γκιούσου 
Σοφία Δευτερίγου
 Κατερίνα Θεριουδάκη
 Θοδωρής Κούτρης
 Ελένη Κοφτερού
 Στέφανος Λίβος
 Βασίλης Πουλημενάκος 
Μαρία Ρογδάκη
 Ελ Ρόι
 Ελένη Σεμερτζίδου
 Παναγιώτης Σιμιτσής
 Νικόλας Σμυρνάκης
Γιάννης Φαρσάρης 
Μιχάλης Χαραλαμπάκης
 




Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

'Ο Άνθρωπος Αντιγραφο' (O Homen Duplicado) του Ζοζέ Σαραμάγκου (Jose Saramago)




Τέσσερα κύρια πρόσωπα συνθέτουν την πλοκή αυτού του μυθιστορήματος: Ο Τερτουλιάνο Μάσιμο Αφόνσο (καθηγητής ιστορίας), ο Αντόνιο Κλάρα (δευτεραγωνιστής ηθοποιός του εγχώριου κινηματογράφου), η Μαρία Ντα Παζ (φίλη του Τερτουλιάνο) και η Ελένα (σύζυγος του Αντόνιο Κλάρα, τραπεζική υπάλληλος)... Λυπάμαι…Προέτρεξα χωρίς να το θέλω… είναι και ένα ακόμη πρόσωπο από εκείνα που πολλές φορές υπεισέρχονται σε μυθιστορήματα αυτού του είδους και που δεν ανήκει στα φυσικά πρόσωπα, παρά σ’ εκείνα τα αόρατα, τα υπερβατικά, εκείνα που διεκδικούν μια θέση στην πλοκή δίχως να δίνουν εξηγήσεις για τη σκοτεινή ή μυστηριακή προέλευσή τους και ακόμη χωρίς να ζητούν συγνώμη από τον αναγνώστη για το ότι εμφανίζονται εν αιθρία δίχως ιδιαίτερες συστάσεις κι εξηγήσεις: είναι ο Κοινός Νους, ο σύντροφος του καθηγητή Ιστορίας, Τερτουλιάνο, που μοναδικός του ρόλος είναι να δίνει στον τελευταίο συμβουλές εν ώρα ανάγκης. Μήπως, όμως, και πάλι δεν είναι ικανοποιητική από άποψη πληρότητας η αναφορά μου στο «καστ» των προσώπων του έργου; Μήπως και πάλι βιάζομαι να αποσώσω με την αναφορά σ’ αυτά; Δυστυχώς, θαρρώ πως αυτό είναι αλήθεια. Γιατί, εν τέλει, κανένα από αυτά τα τέσσερα (ή πέντε) πρόσωπα δεν είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος. Πρόκειται απλώς για μαριονέττες, ή ελληνιστί νευρόσπαστα, ετεροκινούμενα, ετερόφωτα, άψυχα κι άβουλα εξανθρωπισμένα κατασκευάσματα, που τα νήματα των κινήσεών τους κατέχει το ένα και μοναδικό κύριο πρόσωπο του έργου, ο ένας και μοναδικός πρωταγωνιστής του βιβλίου που δεν είναι άλλος από τον ίδιο το συγγραφέα Σαραμάγκου. Μπερδευτήκατε; Ζητώ συγνώμη… θα εξηγηθώ στη συνέχεια, μονάχα ζητώ λίγη υπομονή και κάποια δόση κατανόησης για το χείμαρρο της απογοήτευσης που φουσκονεριάζει εντός μου.

Θα περίμενε κανείς από ένα τέτοιο «βιβλιοκριτικό» άρθρο μια άλλη δομή, πιο συνηθισμένη, ίσως πιο δόκιμη και κατατοπιστική, με μια προλογική περιγραφή των προσώπων, εν συνεχεία μια μεστή περίληψη της πλοκής και, τέλος, μια επιλογική ανάλυση της δομής, της μορφής και του ύφους γραφής. Αυτή τη φορά αποφάσισα να μη γράψω ακολουθώντας την πεπατημένη οδό γιατί απλούστατα δεν ενδιαφέρομαι να παρουσιάσω το εν λόγω έργο σε κάποιο δυνητικό αναγνώστη, ούτε με τα γραφόμενά μου να το προτείνω για ανάγνωση προσπαθώντας να πείσω το βιβλιόφιλο κοινό να αγοράσει το βιβλίο. Απευθύνομαι σε όσους το έχουν ήδη διαβάσει. Θέλω να καταθέσω τη δική μου μαρτυρία έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μετά από κάποιες ημέρες σκέψης πάνω στο έργο.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω ένα χωρίο από το μεταφρασμένα στα ελληνικά κείμενο, ένα τμήμα πρότασης που, κατά την ταπεινή και μη-ειδική γνώμη μου, κωδικοποιεί συνεπτυγμένα το ύφος γραφής ολάκερου του έργου και είναι το κάτωθι:

«Η διασπορά αυτή συλλογισμών και αναλύσεων, αυτό το οικειοθελές σκόρπισμα στοχασμών και των παραγώγων τους στα οποία επιμείναμε τελευταία…»

Πράγματι, η «διασπορά» αυτή είναι το κύριο χαρακτηριστικό που θριαμβεύει σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του κειμένου και το καθιστά ως κάποιο βαθμό άχαρο κι απόμακρο. Ο Saramago δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διακόπτει συνειδητά και οικειοθελώς, όπως λέει, τη ροή της δράσης για να δηλώσει, εν είδει έγκαιρης παρεμβολής, τη γνώμη του περί παντός επιστητού, ακόμη και για να ερμηνεύσει τα πώς και τα γιατί της ως τη δεδομένη στιγμή πλοκής, καθιστώντας την μ’ αυτό τον τρόπο προσκοπτόμενη, διακεκομμένη, τεμαχισμένη. Έτσι χάνεται η ψυχική επαφή του αναγνώστη με τα πρόσωπα του έργου, μια επαφή που στο πλείστο των περιπτώσεων είναι το ζητούμενο για κάθε συγγραφέα. Όσο καλοπροαίρετος κι αν θέλει να είναι κανείς απέναντι στα γραφόμενα, όσο κι αν αυτή του η καλή προαίρεση προέρχεται από μια ασυνείδητη, ή υποσυνείδητη διαδικασία αυθυποβολής υπό το βάρος ενός Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλίμονο, ο αναγνώστης κινδυνεύει σε κάθε βήμα, σε κάθε γύρισμα της σελίδας, σε κάθε τέλος κεφαλαίου να χάσει την υπομονή του και να πάρει τη μεγάλη απόφαση να ξεμπερδεύει άπαξ δια παντός με την ανάγνωση του βιβλίου.

Οι παρενθετικές φιλοσοφίες, ή αμπελοφιλοσοφίες, και οι δεκάδες αζήτητες γνώμες που ξοδεύει αφειδώς ο Saramago λεηλατούν το κείμενο, το απεκδύουν από τα θεμιτά πλουμίσματα της λογοτεχνίας, εξεγείρουν τον αναγνώστη, όμοια όπως όταν ακούγεται ο βάναυσα στριγκός ήχος του τηλεφώνου στο κομοδίνο τη στιγμή που κάποιος κάνει έρωτα και ακραγγίζει το αποκορύφωμα της ηδονής, ή ωσάν να ηχούσε από τους ουρανούς κάθε τρεις και λίγο μια πατερναλιστική φωνή που θα έλεγε στον καθένα μας: «Τώρα είσαι χαρούμενος», ή «τώρα είσαι δυστυχισμένος», ή «αυτή τη στιγμή πρέπει να χαμογελάσεις», «δεν κλαις αρκετά, κλάψε πιο πειστικά». Πώς να κάνεις να σωπάσει αυτή η φωνή που σε διατάζει, που αναλύει αέναα κάθε σου κίνηση, που σε νουθετεί ακατάπαυστα; Αν κανείς ρωτούσε τη γνώμη μου επ’ αυτού θα του έλεγα πως θα σήκωνα πέτρες απ’ τη γης όπου πατώ και θα πετροβολούσα την πηγή αυτής της εκνευριστικής ουράνιας φωνής. Φαντάζομαι πως το ίδιο ή κάτι παρόμοιο συμβαίνει και για τους τέσσερις ήρωες, και ιδίως τους δύο κύριους πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου, τον Τερτουλιάνο Μάσιμο Αφόνσο και τον Αντόνιο Κλάρο… μάταια πετροβολούν τη φωνή του δημιουργού τους σε μια απέλπιδη, απονενοημένη προσπάθεια να τον κάνουν να σωπάσει. Στο τέλος απελπίζονται και δέχονται την ήττα τους, μια ήττα που τους υποβαθμίζει κακόβουλα στο επίπεδο ενός οικτρού ανδρείκελου, ενός πολυαρθρωτού νευρόσπαστου εκτεθειμένου επί σκηνής ενός κουκλοθεάτρου.

Ο Αντόνιο Κλάρο είναι το αντίγραφο του Τερτουλιάνο, ή το αντίστροφο; Ο Saramago θέλει να μας βάλει σε σκέψεις επ’ αυτού, να μας μπερδέψει. Ταυτόχρονα ανασύρει από τη φιλοσοφική του αποθήκη μια πλειάδα φιλοσοφικών σκέψεων και μεταφυσικών αγωνιών του είδους: ποιος γεννήθηκε πρώτος από τους δύο αυτούς πανομοιότυπους ανθρώπους, ποιος θα πεθάνει άραγε πρώτος, πώς συμβαίνει και τα δύο αυτά ανθρώπινα αντίγραφα φέρουν τις ίδιες ακριβώς ουλές στο σώμα τους, πώς είναι δυνατό το στενό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον αυτών των δύο αντιγράφων να τους διαχωρίσει και να τους αναγνωρίσει δεδομένης της απόλυτης ομοιότητας. Όλα αυτά τα ερωτήματα τίθενται ακατάπαυστα και απαιτούν απαντήσεις. Σε ό,τι με αφορά ως αναγνώστη, δεν υπέπεσα (από λάθος του συγγραφέα, ή από δική μου ανικανότητα… ποιος ξέρει…) στην παγίδα να συμπάθω με τους δύο πρωταγωνιστές, γιατί εξ’ αρχής συνειδητοποίησα ότι ούτε ο Αντόνιο είναι το αντίγραφο του Τερτουλιάνο, ούτε ο Τερτουλιάνο εκείνο του Αντόνιο. Είναι και οι δύο αντίγραφα του Saramago, ο οποίος θαρρεί πως θέτει σε διάλογο και διάδραση τους δύο χαρακτήρες, όμως, τελικά, αρκείται στο να μονολογεί στα πλαίσια μιας δοκιμιακού ύφους γραφής. Θα ήταν πιο τίμιο εκ μέρους του αν έγραφε ένα απέριττο δοκίμιο πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Τότε θα νομιμοποιούνταν να εκθέτει τις απόψεις του πάνω στα διάφορα και πολυποίκιλα ζητήματα του ατόπου της απόλυτης ομοιότητας δύο ή περισσοτέρων ατόμων. Δεν είναι, όμως, τίμιο να εφευρίσκει μια ευτελώς τυπική και υπεραπλουστευμένη πλοκή ολιγοσέλιδης εκτάσεως, καθώς και να παράγει άψυχους, άοσμους κι απαθείς χαρακτήρες προκειμένου να στηρίξει μια φιλοσοφική Υπόθεση μεταφυσικού χαρακτήρα.

Θα αντιτάξει κάποιος πως ίδιον της θεματολογίας που έχει επιλέξει εδώ και χρόνια ο Jose Saramago είναι η διερεύνηση του Ατόπου δια της de facto αποδοχής του ως γεγονός και, εν συνεχεία, δια της διερεύνησης των παραγόμενων κοινωνιολογικών συνεπειών που αυτό το Άτοπο προκαλεί. Αυτό συμβαίνει στο «Περί Τυφλότητας», αυτό και στο «Περί Θανάτου». Γιατί, λοιπόν, τόση επικριτική διάθεση απέναντι σε μια ακόμη υπόθεση περί Ατόπου, όπως είναι «Ο Άνθρωπος Αντίγραφο»; Έχω και γι’ αυτό μια απάντηση. Στις δύο πρώτες υποθέσεις, ήτοι της τυφλότητας και των διαλείψεων του θανάτου, ο συγγραφέας κατοπτεύει από τα ολύμπια ύψη της αντικειμενικότητας μια ολόκληρη χώρα, μιλά για τους ανθρώπους σα να επρόκειτο για μια μάζα, μια αγέλη, ένα συρφετό από απειροελάχιστα έντομα, ασήμαντα μυρμήγκια που αντιδρούν πολλά μαζί κατά κοινωνικές ομάδες σε κάθε αλλαγή στα δεδομένα των θεμελιωδών Φυσικών Νόμων. Εξιστορεί ολάκερες κοινωνικές αναταραχές σαν να επρόκειτο για κάποιο γεωστατικό δορυφόρο που φωτογραφίζει μια συγκεκριμένη περιοχή της επιφάνειας της Γης δίχως να φτάνει στο αντιληπτικό όριο του κάθε ανθρώπου χωριστά. Το ίδιο ύφος είχε και ο Albert Camus στην «Πανούκλα» και κανείς δε βρέθηκε να πει κάτι κακό γι’ αυτό, κανείς δεν αισθάνθηκε προδομένος από την έκδηλη έλλειψη συναισθηματικού χρωματισμού, ή κατευθυνόμενης συμπάθειας. Σε τέτοιες περιπτώσεις η δεδομένη προσέγγιση του συγγραφέα είναι θεμιτή, ίσως ακόμη να είναι κι εκείνη που επιβάλλεται. Στην περίπτωση, όμως, του ανθρώπου – αντίγραφο, μια περίπτωση στην οποία ενέχονται μονάχα δύο άνθρωποι, δύο συγκεκριμένες οντότητες, δύο ξεχωριστές προσωπικότητες και όχι ολάκερες κοινωνικές ομάδες, η προσκόλληση σε μια τέτοια προσέγγιση αποβαίνει σε βάρος της ίδιας της Υπόθεσης του Ατόπου. Αδυνατεί να την υπερασπιστεί, να τη διερευνήσει, να αναδείξει τις πολυάριθμες αποχρώσεις της, να διαλευκάνει τις συνέπειές της σε ατομικό επίπεδο… τελικά να «πείσει» τον αναγνώστη.

Θα δεχτώ να βάλω στην άκρη υφολογικά ζητήματα αυτού του έργου που θεωρώ αρνητικά, όπως τους στυλιζαρισμένους και απεκδυμένους από χαρακτηριολογικές αποχρώσεις διαλόγους μεταξύ των προσώπων, την εμφάνιση μονάχα δύο από όλα τα διαθέσιμα σημεία στίξεως (δηλαδή του κόμματος και της τελείας), την ενοχλητική ακροβασία ανάμεσα σε λαϊκές και λόγιες λέξεις και τις σχοινοτενείς προτάσεις που καταλήγουν στην πανωλεθρία της συντακτικής αποδιοργάνωσης. Ναι, θα τα δεχτώ όλα αυτά αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα. Αντ’ αυτού θα εστιάσω με εμφαντική αγανάκτηση σε ένα ακόμη ζήτημα, σ’ ένα ακόμη «λογοτεχνικό αδίκημα» στο οποίο υποπίπτει ο συγγραφέας (αν γίνω πιο μετριοπαθής κι αφήσω κατά μέρος το από καθέδρας εισαγγελικό κατηγορητήριο θα αλλάξω τον όρο «αδίκημα» και θα πω αντ’ αυτού «ολίσθημα»… αλλά η δική μου έλλειψη μετριοπάθειας δεν είναι αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει τον αναγνώστη αυτού του άρθρου…)

Το λοιπόν, το «λογοτεχνικό αυτό αδίκημα» είναι εκείνο της εξιστόρησης σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: είναι πολλές οι φράσεις εντός του κειμένου που ξεκινούν με το ύφος «εμείς πιστεύουμε το τάδε ή το δείνα», «εμείς θεωρούμε ότι ισχύει αυτό ή εκείνο» και τα παρόμοια. Προφανώς ένα τέτοιο ύφος δεν είναι τυχαίο ούτε ασυνείδητο. Η χρήση αυτού του γραμματικού προσώπου είναι απόλυτα εμπρόθετη και συνειδητή από την πλευρά του συγγραφέα, μιας και στοχεύει εσκεμμένα στο να εντάξει στο πνεύμα της δικής του επιχειρηματολογίας και της κοσμοθεώρησης κι εκείνο του αναγνώστη. Φιλοδοξεί να τον προσελκύσει, να τον κάνει να πιστέψει πως κι ο ίδιος ενστερνίζεται τις απόψεις του συγγραφέα, πως σε μια τέτοια άτοπη και μεταφυσική υπόθεση ο νους του θα γεννοβολούσε τις ίδιες κι απαράλλαχτες συνεπαγωγές κι αλληλοσυσχετίσεις. Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο έχει μικρές πιθανότητες να συμβεί. Το συγκεκριμένο θέμα έχει άπειρες προεκτάσεις και συνέπειες, τόσες όσοι είναι και οι άνθρωποι που κατοικούν σε τούτο τον πλανήτη. Για το Saramago το να υπάρχουν δύο άνθρωποι πανομοιότυποι πάνω στη Γη, δυο απόλυτοι σωσίες είναι κάτι αρνητικό μιας και ενστερνίζεται μια γωνία θέασης που έχει να κάνει με τον φυσιολογικό ανθρώπινο εγωισμό: κανείς «φυσιολογικός» άνθρωπος δε θα μπορούσε να ανεχτεί την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός απόλυτου σωσία του, ο εγωισμός του δε θα το επέτρεπε, θα ζούσε μια πραγματική κόλαση στη σκέψη του αντιγράφου του. Γι’ αυτό και η όλη διερεύνηση της υπόθεσης αυτού του ατόπου από την πλευρά του συγγραφέα βασίζεται σ’ αυτή και μόνο την παραδοχή, είναι νομοτελειακά αρνητικά χρωματισμένη, είναι σχεδόν μονολιθική στα συμπεράσματά της. Όμως, ενδέχεται ο αναγνώστης να μην ενστερνίζεται αυτή την προοπτική θέασης κι ερμηνείας. Υπάρχει, μ’ άλλα λόγια, το ισχυρό ενδεχόμενο να διαφωνεί καθέτως με τη λογική των συλλογισμών του συγγραφέα. Κι εφόσον ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι κατά το μάλλον ή ήττον κάτι παραπάνω από πιθανό, τότε το ύφος γραφής του Saramago που χαρακτηρίζεται από την επιμονή χρήσης του πρώτου πληθυντικού προσώπου πέφτει στο κενό, επιστρέφει σαν μπούμερανγκ εναντίον του ίδιου, πασπαλίζει ολάκερο το κείμενο με μια υποψία υπερφίαλου βερμπαλισμού και ανοικονόμητου πατερναλισμού, κάτι που προσιδιάζει πιότερο σε προπαγανδιστικά κείμενα απολυταρχικών καθεστώτων και που ενοχλεί κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.

«Αν φιλοδοξείς να πείσεις τους άλλους για την ορθότητα των απόψεών σου, κάνε το πρώτο βήμα και πείσε πρωτίστως τον ίδιο σου τον εαυτό», θα έλεγα στον κατά τα άλλα αγαπητό συγγραφέα… ασφαλώς είμαι πολύ μικρός για να ακούσει τους ψιθύρους μου…





Παναγιώτης Σιμιτσής

____________________________

Πληροφορίες για το βιβλίο:

Τίτλος στα ελληνικά: Ο Άνθρωπος Αντίγραφο

Τίτλος πρωτοτύπου: O Homen Duplicado

Συγγραφέας: Jose Saramago

Μετάφραση: Αθηνά Ψύλλια

Εκδόσεις: Καστανιώτη

Σειρά: Συγγραφείς απ' όλο τον Κόσμο

Έτος έκδοσης: 2005

ISBN: 960-03-3979-1

Σελίδες: 328

_______________________________

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2008

Χίμαιρας Εγκώμιον, Μυθιστόρημα



Πολλές φορές χρειάζεται λίγων ημερών σιγή προκειμένου να μπορέσει το στόμα να ξαναμιλήσει και να πει δυο κουβέντες της προκοπής.
Τα καλοκαίρια στην Ελλάδα τα στόματα σωπαίνουν για να αφήσουν όλη την ενέργεια στις αισθήσεις να αντλήσουν εικόνες κι ευχαρίστηση από τους καρπούς της θάλασσας. Η φαντασία μικραίνει και ζαρώνει στο μέγεθος μιας μπάλας του τένις, αφού οι άνθρωποι δεν την χρειάζονται προσωρινά. Τώρα έφτασε ο καιρός να βάλουν όλες τους τις δυνάμεις για να ζήσουν αυτό που φαντασιόνονταν στη διάρκεια του χειμώνα. Είναι μια εποχή που δε θέλεις να σκεφτείς, τρέμεις στην ιδέα του συλλογισμού, απεχθάνεσαι τον κάματο της έγνοιας, ακόμη κι αν αυτή ανήκει στη σφαίρα της φιλοσοφίας… ή της αμπελοφιλοσοφίας. Είναι μια εποχή όπου όλοι ορχούνται σ’ ένα βακχικό ντελίριο ανάλαφρης ανυπαρξίας κι αισθητηριακής αποκάρωσης.

Οι άνθρωποι βγάζουν τα ρούχα για ν’ αποκαλύψουν τους κόπους και τις στερητικές θυσίες ολάκερου του χειμώνα και να εκτεθούν σ’ όσους θαρρούν πως τους παρακολουθούν με δέος ανάμικτο με ηδονή από τις διπλανές ξαπλώστρες. Αλείφονται φιλήδονα με λάδι και πομάδες κι απλώνουν τα μέλη τους τεντωμένα κάτω από μια πολυκαιρισμένη ομπρέλα που άρχισε να χάνει τα χρώματά της νικημένη από το αδιάλειπτο κι ανελέητο σφυροκόπημα του ήλιου. Όλοι κοιτούν όλους πίσω από τα μαύρα τους γυαλιά με τα πελώρια γράμματα και τα σήματα εστέτ εταιριών μόδας. Οι λουόμενοι έχουν μπει για τα καλά στο πετσί του καθιερωμένου ρόλου που πρέπει να παίξουν.

Η διανομή των ρόλων έχει γίνει προ πολλού, οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι πολλοί (μια ολάκερη χολιγουντιανή υπερπαραγωγή):

Κάποιοι θα επιδεικνύουν το σώμα τους περπατώντας πάνω – κάτω την παραλία, εκεί όπου το κύμα αφήνει την τελευταία του πνοή σε μια λευκή κορδέλα από αφρό, ή παίζοντας μανιωδώς ρακέτες κάτω από τον πυρωμένο ήλιο που τους κατακαίει το δέρμα. Κάποιες σνομπ δεσποινίδες θα μένουν ξαπλωμένες μπρούμυτα, σε πείσμα των κηφήνων που τις περιτριγυρίζουν με τις πετσέτες τους ανά χείρας, λαγοκοιμώμενες από το πρωί ως το βράδυ πάνω στην ξαπλώστρα τους, θυσιάζοντας μονάχα λίγες στιγμές της ναρκισσικής ραστώνης τους για να αλείψουν το καλλίγραμμο σοκολατένιο κορμί τους με λάδι. Κάμποσος λαός θα χοροπηδά μες σε μια υποχρεωτική επίφαση μαζικής ευθυμίας πάνω στα σανίδια του εξώστη κάποιου περιώνυμου beach bar, ρουφώντας κατά διαστήματα μικρές γουλιές από τα mohito τους και ιχνηλατώντας με το βλέμμα το ποιόν των άλλων γύρω τους. Κάποιοι αθλητικοί τύποι θα πρέπει απαραιτήτως να επιδίδονται σε θαλάσσιες δραστηριότητες, ξεπατώνοντας από την πολυχρησία τα jet ski, τα canoes, τα wind surfs και τα κάθε λογής ταχύπλοα. Τέλος, κάποιοι ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος θα ανοίξουν για πρώτη και τελευταία φορά γι’ αυτή τη χρονιά τα βιβλία τους για να αράξουν το βλέμμα τους νωχελικά πάνω στις γραμμές τους. Δεν είναι σίγουρο ότι αυτοί οι αναγνώστες διαβάζουν πραγματικά. Δεν είναι μήτε βέβαιο και διακριβωμένο ότι ενδιαφέρονται στ’ αλήθεια για το βιβλίο που έχουν στα χέρια τους. Είναι κι αυτός ένας ρόλος σαν όλους τους άλλους στα πλαίσια αυτής της δαπανηρής υπερπαραγωγής.

Εν μέσω καλοκαιριού, λοιπόν, αποφάσισα κι εγώ να εκδώσω το μυθιστόρημα που έγραψα πριν κάποια χρόνια. Όμως, δεν προορίζεται για τους αναγνώστες της παραλίας, γι’ αυτό και δεν είναι σε μορφή έντυπου βιβλίου. Προορίζεται για όσους θέλουν πραγματικά να το διαβάσουν και θα κάνουν τον κόπο να ταλαιπωρήσουν για χάρη του τα μάτια τους στην οθόνη του υπολογιστή.

Τιτλοφορείται:

«Χίμαιρας Εγκώμιον»

και θα το βρείτε στο blog μου στη διεύθυνση:

http://eulogyofchimera.blogspot.com/


Σας στέλνω την αγάπη μου από την αιώρα όπου λαγοκοιμάμαι…

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

Το μυθιστόρημα ' Ίρις ' της Σουζάνας Χατζηνικολάου

Μ' αυτή την ανάρτηση θέλω να κάνω μια ανακοίνωση:


Είμαι πολύ χαρούμενος που η συνεργάτιδα του blog μου, Σουζάνα Χατζηνικολάου, αποφάσισε να δημοσιεύσει το μυθιστόρημα φαντασίας "Ίρις" φτιάχνοντας ένα blog με μοναδικό θέμα του αυτό το μυθιστόρημα. Κάθε ανάρτηση αυτού του blog είναι και ένα κεφάλαιο του μυθιστορήματός της. Θα το βρείτε στο παρακάτω link:

http://souzywrite.blogspot.com/

Για μένα αυτό το μυθιστόρημα σηματοδοτεί μια ολόκληρη εποχή γεμάτη από ευχάριστες εκπλήξεις, αλλά και αποκαρδιωτικές στιγμές. Αν είναι καλό ή κακό, ευχάριστο ή ανιαρό, ευφάνταστο ή τετριμμένο, παραμυθένιο ή ρεαλιστικό, αυτό μένει να το κρίνει ο αναγνώστης. Ένα, όμως, είναι αυτό που δε μπορεί να κριθεί από κανέναν και σε καμία περίπτωση δεν είναι διαπραγματεύσιμο: Η συγγραφέας του "Ίρις" έβαλε όλη την ψυχή της και την έκλεισε μες στις γραμμές του, μες στις καρδιές των ηρώων του, μες στα τοπία και τον φανταστικό κόσμο του.

Εγώ μπορώ μονάχα να την ευχαριστήσω ολόψυχα για τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί όσο διαρκούσε η συγγραφή του και για τις ατέλειωτες συζητήσεις που κάναμε πάνω σ' αυτό και που με έκαναν να αναθεωρήσω πολλές απόψεις για λογοτεχνικές νόρμες και "δόγματα" στα οποία πίστευα ως τότε.

Κυριακή 27 Απριλίου 2008

'Αναμνήσεις επί Χάρτου, κείμενα για τη βιβλιοφιλία' του Umberto Eco




Umberto Eco, Αναμνήσεις επί χάρτου, κείμενα για τη βιβλιοφιλία, εκδόσεις:
Ελληνικά Γράμματα, 2007. Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη. ISBN: 978-960-19-0141-1.
Τίτλος πρωτοτύπου: La Memoria Vegetale e altri scritti di bibliofilia, RCS
Libri: S.p.A., Milano Bompiani, 2006.
Διαστάσεις: 14cmx20,7cm, μαλακό
εξώφυλλο με φωτογραφία από τον Κώστα Χουχουλή, σελιδοποίηση από την Παναγιώτα
Δημοπούλου. Υπεύθυνη έκδοσης: Άννα Αστρινάκη.
Κείμενο σε 32 γραμμές. Σελίδες
280 εκ των οποίων οι 2 πρώτες και οι τρεις τελευταίες είναι λευκές. Διαρθρωμένο
σε 4 μέρη και 19 κεφάλαια. Εικονογράφηση ασπρόμαυρη στις σελίδες 137-144 (μη
αριθμημένες). Σελίδα 137: Χάναου 1609, Πίνακας του Rebis, σελίδα 138: Χάναου
1609, Πίνακας του εργαστηρίου, σελίδα 139: Χάναου 1609, Πίνακας του Ροδόσταυρου,
σελίδα 140-141: Δισέλιδος in folio πίνακας χωρίς λεζάντα, σελίδα 142: Πίνακας
του Αδάμ και της Εύας ή του Ανδρόγυνου Αδάμ, σελίδα 143: Πίνακας χωρίς λεζάντα,
σελίδα 144: Αμβούργο 1595, σελίδα τίτλου, σελίδα 155: Λίστα πινάκων.
Ιδιαίτερα γνωρίσματα: λεκές από καφέ στο δεξιό περιθώριο της σελίδας 53,
ιδιόχειρες σημειώσεις με μολύβι από τον γράφοντα στα marginalia των σελίδων 99,
111 και 168. Η συγκεκριμένη έκδοση δεν διαθέτει λετρίνες και βινιέττες, ούτε
entrelacs.
Θεματολογία: Christiano-Kabalisticvm, Divino-Magicum,
Physico-Chymicvm, Catholicon, Orthodoxiae, Philosophiae, Theosophiae, Medicinae.

Ναι, είμαι υπερήφανος που είμαι ο κάτοχος αυτού του πολύτιμου τόμου του Μεσαιωνολόγου-Φιλοσόφου-Σημειολόγου-Διδασκάλου Umberto Eco! Δε θυμάμαι πώς έφτασε στα χέρια μου τούτο το κατάσκεπο από σκόνη και καταπλακωμένο από τη λήθη των αιώνων βιβλίο. Θυμάμαι μονάχα τη στιγμή που φύσηξα απαλά, με θρησκευτική κατάνυξη, το εμπροσθόφυλλό του για να διώξω τη σεπτή, ιερή σκόνη της πολυκαιρίας από πάνω του και να φέρω στο φως τούτο το κειμήλιο! Αδυνατώ, όμως, να θυμηθώ τον μυστηριώδη τρόπο με τον οποίο περιήλθε στην κατοχή μου…
Ροδόσταυροι, Σιωνιστές, Αποκρυφιστές, Ελευθεροτέκτονες και Μεσιανιστές όλου του Κόσμου, όλοι όσοι ζήσατε πριν από εμένα, όλοι όσοι ζείτε συγχρόνως με μένα και όλοι όσοι θα ζήσετε μετά από εμένα, ουέ και αλίμονό σας! Κατέχω τον μοναδικό κι ανεπανάληπτο τούτο τόμο, είμαι ο ένας και μοναδικός Κύριος αυτής της λυδίας λίθου! Κατέχω το φως, το μέλλον, την αλήθεια!

Όχι, δεν τρελάθηκα… Δεν είναι τίποτα… θα μου περάσει… απλά επηρεάστηκα κι εγώ ο άμοιρος από το βιβλιοφιλικό ντελίριο που διακατέχει τον Umberto Eco και συμμερίζομαι τις υψηλόφρονες ανησυχίες του!

Το βιβλίο αυτό, τιτλοφορούμενο στα ελληνικά ως “Αναμνήσεις επί χάρτου” και υποτιτλισμένο ως “Κείμενα για τη βιβλιοφιλία” είναι μια συλλογή από διαλέξεις, άρθρα και προλογικά κείμενα του Umberto Eco πάνω στο γενικότερο θέμα της βιβλιοφιλίας (ή, για να είμαστε κι εμείς συνεπείς προς το πνεύμα του συγγραφέα, μπορούμε εναλλακτικά να χρησιμοποιήσουμε τον όρο: bibliophilia και όχι bibliofilia όπως τιτλοφορείται δυστυχώς το έργο στην πρωτότυπη γλώσσα). Πρόκειται στην ουσία για δοκίμια αδόκιμου ύφους (ας μου επιτραπεί το λογοπαίγνιο), διαπνευσθέντα από μια διάθεση ισόποσα ιλαρή και σαρκαστική, σύμφωνη με το γνώριμο ύφος γραφής του Eco (ιδίως όπως διαμορφώθηκε μετά το μυθιστόρημα: “Μπαουντολίνο”). Το πρωτότυπο τιτλοφορείται: “LA MEMORIA VEGETALE e altri scritti di bibliofilia” μιας και το πρώτο κεφάλαιο μιλά για τη «Φυτική Μνήμη», εννοώντας εύστοχα με τον όρο αυτό την παγκόσμια μνήμη της ανθρωπότητας που έχει καταγραφεί σε μορφή βιβλίων και εν γένει κειμένων επί χάρτου. Και είναι αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο που εμπεριέχει εν περιλήψει όλες τις έννοιες και τις ιδέες που θα ακολουθήσουν στη συνέχεια του βιβλίου, εισάγοντας με μια σταδιακή ομαλότητα τον αναγνώστη στα περί βιβλιοφιλίας. Τα κεφάλαια που ακολουθούν δεν είναι τίποτε άλλο από ανάπτυξη κατά μήκος και κατά πλάτος των ιδεών που πρωτοθίχτηκαν στην εισαγωγή.

Ο Umberto Eco μιλά για τη μνήμη. Χωρίς τη μνήμη δεν νοείται ανθρώπινος πολιτισμός. Αυτή η θέση αναπτύσσεται ξέχωρα από το συγγραφέα μόλις στο τελευταίο κεφάλαιο με τον τίτλο: “Το Πρόβλημα του Ορίου. Δοκίμιο Παρα-Ανθρωπολογίας”, όπου ο αναγνώστης βρίσκει τον εαυτό του να παραδέρνει καταμεσής μιας δίνης ασυγκράτητης ειρωνείας και σαρκασμού που τον ωθεί εν τέλει, με προπομπό του τον Umberto Eco, στο απόγειο της φανταστικής ιστορικής παραφιλολογίας και της ανεκδοτολογίας, που όμοιά της βρίσκει κανείς μονάχα στο “Νησί των Πιγκουίνων” του Anatole France. Σ’ αυτό το ύστατο κεφάλαιο, όπου κλείνει οριστικά η αυλαία της «βιβλιο-φιλολογίας», ο συγγραφέας αποτολμά μια απόπειρα συγκεφαλαίωσης και αποδελτίωσης ολάκερης της πορείας του ανθρώπινου πολιτισμού μέσα από το πρίσμα μιας παράλογης ιστορίας: της ιστορίας της φυλής των “Μαστιένιων”, κατασκεύασμα εξ’ ολοκλήρου του Eco εν μέσω χιουμοριστικού ντελιρίου. Αιώνες, λοιπόν, προτού ανακαλυφτεί η φιλοσοφία και η μνήμη με τη μορφή του κειμένου επί χάρτου, οι Μαστιένιοι (ήτοι οι Άνθρωποι) «…ζούσαν πρωτόγονη ζωή, ντύνονταν με προβιές ή τραχιά υφάσματα, ζούσαν σε σπηλιές και ασχολούνταν μονάχα με την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους». Αυτοί οι πρωτόγονοι δεν ήταν ικανοί να αντιληφθούν και να επεξεργαστούν θεωρητικές, αφηρημένες έννοιες, παρά μόνο αρκούνταν στα γεγονότα. «Αυτά τα γεγονότα ήταν το Στόμα, από το οποίο έμπαιναν η τροφή και ο αέρας, απαραίτητα για την επιβίωση ενός Μαστιένου, και έβγαινε η Τελευταία Πνοή. Ο Σφιγκτήρας, απ’ όπου έβγαζαν εκείνα που ονόμαζαν πράγματα (πράγματα ήταν όλα εκείνα που δεν ήταν Μαστιένιοι, τα περιττώματα, τα σύννεφα, τα ζώα και οι πέτρες). Το Πέος και το Αιδοίο, όχι μόνο γιατί από εκεί έβγαιναν πράγματα, αλλά και γιατί από τη συνένωσή τους δημιουργούνταν μία αίσθηση ευχαρίστησης (που για εκείνους ήταν ένα γεγονός του οποίου την ανάγκη αισθάνονταν, όπως αισθάνονταν την ανάγκη της τροφής ή της αφόδευσης) και τέλος επίσης από το Αιδοίο έβγαιναν καινούργιοι Μαστιένιοι (φαίνεται ότι, μέχρι την εμφάνιση της φιλοσοφίας, οι Μαστιένιοι δεν είχαν θέσει ποτέ μία σχέση αιτίου-αιτιατού ανάμεσα στη συνουσία και στον τοκετό)…»

Κι αν η ιστορία των «Μαστιένιων» προκαλεί μια ευχάριστα ιλαρή διάθεση στον αναγνώστη με την ευρηματικότητα και την πρωτοτυπία της, υπάρχουν, ωστόσο, άλλα 18 ευφυέστατα κι εξίσου πρωτότυπα από υφολογικής απόψεως κείμενα μες στο βιβλίο αυτό που ιντριγκάρουν και ψυχαγωγούν τον αναγνώστη διοχετεύοντάς του παράλληλα αρκετές ανησυχίες και προβληματισμούς.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στο πρώτο κείμενο με τίτλο: “Η Φυτική Μνήμη”. Ο Umberto Eco επιχειρεί τη διαχρονική κατηγοριοποίηση της μνήμης σε τρία είδη:

Αρχικά, όπως λέει, υπήρχε η «οργανική μνήμη», που σημαίνει απλά την προφορική παράδοση πριν την ανακάλυψη της γραφής. Βρισκόμαστε στα προϊστορικά χρόνια που διάβηκαν μες στο σκοτάδι καλυμμένα με έναν πέπλο μυστηρίου, αιώνες στους οποίους οι γέροι της φυλής συγκέντρωναν το βράδυ γύρω τους τα γυναικόπαιδα και τους διηγούνταν ιστορίες γύρω από την εστία της σπηλιάς όπου η αλήθεια ήταν ανακατεμένη ισόποσα με τη φαντασία δίχως καμία ιδιοτελή σκοπιμότητα. Έτσι, η μνήμη των παλιότερων γενεών περνούσε στις καινούργιες και οι άνθρωποι μπορούσαν, για πρώτη φορά στην μακραίωνη ιστορία της ύπαρξής τους στη Γη, να έχουν ο καθένας τους περισσότερες μνημονικές εμπειρίες απ’ ότι θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν από τη δική τους ατομική ζωή.

Έπειτα, έρχεται η εποχή εκείνη όπου τα γεγονότα, οι ιδέες και η ιστορία καταγράφονται για πρώτη φορά σε αντικείμενα ικανά να αντέξουν απαράλλαχτα στο διάβα των αιώνων και να καταστούν έτσι υπεραιωνόβιοι μάρτυρες γεγονότων και ιδεών που στιγμάτισαν το ανθρώπινο γένος. Η μνήμη, πλέον, χαράσσεται σε πινακίδες από άργιλο και λαξεύεται στις πέτρες. Είναι η λεγόμενη «ανόργανη μνήμη». Ανόργανη μνήμη, όμως, δεν είναι μονάχα οι εγχάρακτες πινακίδες και οι πέτρες. Είναι και η αρχιτεκτονική. Για όποιον έχει ασχοληθεί με την κλασική λογοτεχνία θα ήταν περιττό να εξηγήσουμε γιατί ο Umberto Eco μνημονεύει τον Jules Verne σ’ αυτό το σημείο. Μιλώντας κανείς για την προαιώνια σχέση του βιβλίου και της αρχιτεκτονικής δε μπορεί παρά να σταθεί στις διαχρονικές απόψεις που εκφράζονται στα «περιθώρια» (αν και δεν πρόκειται στην ουσία για marginalia) της πλοκής της «Παναγίας των Παρισίων» του Verne. Εκεί, ανάμεσα στα κεφάλαια της αφήγησης, υπάρχει και ένα κεφάλαιο σα σφήνα που μιλά για την αρχιτεκτονική και το ρόλο που έπαιξε ανά τους αιώνες στην μυστικιστική διάδοση (αλλά και συνωμοσιακή συγκάλυψη) ιδεών κι απόψεων, απευθυνόμενη στο εξασκημένο και γνωστικό μάτι. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα με τη γοτθική αρχιτεκτονική: κάθε αψίδα, κάθε αντηρίδα και κάθε σταυροθόλιο σημαίνουν κάτι, αντηχούν κάποιο μυστικό, αποκρύπτουν μια αλήθεια. Ο Verne αναλύει τα μηνύματα της γοτθικής αρχιτεκτονικής, ενώ, ταυτόχρονα, παραδέχεται με μια αδιόρατη συγκρατημένη θλίψη τη σταδιακή νομοτελειακή υποταγή της αρχιτεκτονικής ως μορφής έκφρασης στην τυπογραφία, βάζοντας στα χείλη του Κλαύδιου Φρόλλου την αναφώνηση: «Αυτό θα φάει εκείνο

Η καταληκτική μορφή ανθρώπινης μνήμης, μορφή η οποία ισχύει και στις μέρες μας, είναι αναντίρρητα η «φυτική μνήμη», η μνήμη, δηλαδή, που είναι γραμμένη και καταχωρημένη επί χάρτου, η μνήμη που ενυπάρχει στα χιλιάδες, εκατομύρια και, ίσως, δισεκατομμύρια βιβλία (χειρόγραφα ή τυπογραφημένα). Ένα βιβλίο προσφέρει στον αναγνώστη του εμπειρίες που ποτέ δεν έζησε ο ίδιος in vivo, θεάματα και οράματα που ποτέ δεν είδε ο ίδιος de visu. Ο Umberto Eco ονομάζει τη μνήμη μέσω του βιβλίου «φυτική» διότι το πρώτο υλικό πάνω στο οποίο γράφτηκαν ποτέ λέξεις με μελάνι ήταν ο πάπυρος που προέρχεται από κατεργασία των φύλων του ομώνυμου φυτού. Ακόμη κι αν στην πορεία χρησιμοποιήθηκε το δέρμα και άλλα υλικά για να παραχθεί η υστερότερη περγαμηνή, ο πάπυρος θα διεκδικεί πάντοτε τα πρωτεία στη μακραίωνη ιστορία της γραφής.

Τα βιβλία, όμως, είναι πάμπολλα, απειράριθμα, αναρίθμητα. Τα όσα είναι γραμμένα εντός τους είναι σύνωρα πρωτόγνωρα, αποκαλυπτικά αλλά και τετριμμένα, είναι αληθινά αλλά και ψεύτικα, ιστορικά και συνάμα φανταστικά, αλληλοσυμπληρούμενα, ή αλληλοαντικρουόμενα. Πρέπει κανείς να έχει υπεράνθρωπες μνημονικές ικανότητες και άπειρο χρόνο στη διάθεσή του για να διαβάσει όλα τα βιβλία που έχουν συσσωρευτεί στις κατάκοπες πλάτες της ανθρώπινης μνήμης. Πρέπει κανείς να είναι ο Φούνες ο Μνήμων του Μπόρχες, αν και κάτι τέτοιο μοιάζει πιότερο με κατάρα παρά με χάρισμα. Ο Eco συμφωνεί για μια κριτική ματιά απέναντι στα γεγραμμένα, για μια διαλογή μεταξύ των ποικίλων τίτλων της «βαβελικής» φιλολογικής στοίβας. Τονίζει: «…Η διάδοση της φυτικής μνήμης έχει όλα τα μειονεκτήματα της δημοκρατίας, ένα καθεστώς όπου, προκειμένου να μπορούν όλοι να μιλούν, πρέπει να μιλούν και οι άφρονες ή ακόμη και οι απατεώνες». Το πόσοι απατεώνες φιλολογίσκοι και φιλοσοφίσκοι υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα δεν χωρά ανθρώπου νους. Ο Umberto Eco τους αποκαλεί ειρωνικά «συγγραφείς της τέταρτης διάστασης» κι αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του σ’ αυτούς τους «παρεξηγημένους» λογοτέχνες, το οποίο και τιτλοφορεί ως “Varia et Curiosa”, ήτοι “Ποικίλα και Περίεργα”, δανειζόμενος τον όρο από τους καταλόγους βιβλίων στους οποίους κάτω από αυτό τον τίτλο συσσωρεύεται «κάθε καρυδιάς καρύδι» της λογοτεχνίας. Δεν ωφελεί να τονίσω πως κι αυτό το κεφάλαιο, όπως εξάλλου συμβαίνει και με όλα σχεδόν τα κεφάλαια αυτού του έργου, είναι διαποτισμένο με ένα πνεύμα περισσής ειρωνείας και αχαλίνωτου σαρκασμού. Σ’ αυτό το κεφάλαιο ο Eco αποφασίζει να κατακρεουργήσει με το χειρουργικό νυστέρι του σαρκασμού του όλους εκείνους τους κατά καιρούς συγγραφείς που επιδόθηκαν στη συγγραφή βιβλίων δίχως καμία πραγματική ουσία και δίχως κανένα νόημα, φαντασιοκοπήματα της Χαλιμάς και σκόπιμες ανακρίβειες, έργα πάσχοντα από μια δυσβάσταχτη «φιλοσοφική ελεφαντίαση». Το παράδειγμα του Pizzigoni θα διασκεδάσει πολύ τον αναγνώστη. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να κρύψω το γεγονός πως το συγκεκριμένο κεφάλαιο με έβαλε σε πολλές σκέψεις, ως επί το πλείστον αρνητικά χρωσμένες κι ανησυχητικές. Ο Umberto Eco δείχνει εδώ να ενστερνίζεται κάποια ακραία μορφή φιλολογικού ελιτισμού και στέρφου ακαδημαϊσμού. Μοιάζει να εποπτεύει από τα ολύμπια ύψη της αδιαμφισβήτητης εγκυρότητάς του, ως εξουθενωτικά αψεγάδιαστος και ανυπόφορα ακαδημαϊκός κριτής, τα πεπραγμένα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αγορεύει με μια ιδέα περισσού στόμφου κατά των «τρελών λογοτεχνών», όπως ονομάζει ο ίδιος όλους εκείνους που υπερφόρτωσαν τον κόσμο με άσκοπα κι αδιάφορα πονήματα περί ανέμων και υδάτων. Ίσως, πάλι, να μην εννοεί κακόβουλα τα όσα λέει. Ίσως να τον παρεξήγησα εγώ προβάλλοντας άθελα κι ασυνείδητα τον ίδιο μου τον εαυτό στη θέση των προσώπων που «καταγγέλει» με τον έμμεσο, τσουχτερό τρόπο που έχει πάντα η ειρωνεία. Αφήνω τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα... Εγώ συνήγα μερικά που κρατώ για δικά μου…

Μ’ αυτά και μ’ άλλα, φτάνουμε, επιτέλους, στο μεγάλο κεφάλαιο της «βιβλιοφιλίας», που είναι και ο κεντρικός άξονας, ο θεματικός πυρήνας του βιβλίου. Ο συγγραφέας τιτλοδοτεί αυτόχρημα τον εαυτό του ως βιβλιόφιλο και υπ’ αυτή την ιδιότητα μας μιλά. Ακούγομαι λιγάκι κατακριτικός; Ίσως και να είμαι ως ένα βαθμό, μιας και ο Umberto Eco μ’ αυτό του το βιβλίο με «φόρτωσε» (άθελά του, ελπίζω…) με μια υπερδοσολογία περιαυτολογίας και φιλαυτίας της οποίας τις παρενέργειες ακόμη αχνοαισθάνομαι στο πετσί μου. Δεν είναι λίγα τα σημεία στα οποία ο Eco μιλά για την αγάπη του για τα σπάνια βιβλία, μας λέει πόσο έξυπνος απεδείχθη στην ανεύρεση σπάνιων, ανεκτίμητων έργων του μεσαίωνα, διατυμπανίζει την ανυπολόγιστη αξία της προσωπικής του συλλογής. Δεν είναι λίγα τα σημεία που εκνευρίζει αισθητά τον αναγνώστη (συγνώμη αν μιλώ εξ’ ονόματος όλων των αναγνωστών κρίνοντας από τον εαυτό μου) συμπληρώνοντας τις πληροφορίες που μας δίνει για κάποιο αριστούργημα της τυπογραφίας με τη φράση: «…φυσικά και το έχω ΕΓΩ», ή «ΕΓΩ έχω την έκδοση με τους τάδε πίνακες και τις δείνα μινιατούρες…» ΕΓΩ, πάντως, ως ένας απλός, ταπεινός βιβλιόφιλος που δεν χαίρει σπάνιων αποκτημάτων παρά περιορίζεται στο να αγαπά με μια αγάπη ακραιφνή στην ποιότητά της τα βιβλία που έχει στην κατοχή του, έφτασα σε σημείο παρ’ ολίγον βρασμού με το αυτάρεσκο ύφος του κατά τα άλλα προσφιλούς μου συγγραφέα. Παραβλέπω, παρόλα αυτά, το σκοτεινό αυτό σημείο χάριν του ενδιαφέροντος που έχουν οι πληροφορίες περί βιβλιοφιλίας και περί παντός σχετικού με την έννοια του βιβλίου.

«Το να πετάς ένα βιβλίο, όταν τελειώσεις την ανάγνωσή του, είναι σαν να μη θες πια να ξαναδείς έναν άνθρωπο με τον οποίο είχες μόλις σεξουαλική επαφή. Αν συμβεί αυτό, ήταν μια σωματική ανάγκη και όχι μια ερωτική σχέση».

Σε κάποιο άλλο σημείο λέει:

«Δε θα πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι το βιβλίο είναι ένα αντικείμενο που μπορεί να αγαπηθεί όχι μόνο γι’ αυτό που λέει, αλλά και για τη μορφή του».

Αρχίζετε να συνειδητοποιείτε τι περίπου είναι η βιβλιοφιλία; Υπάρχουν πολλά άλλα χωρία που προσδιορίζουν αυτή την προς διαπραγμάτευση έννοια με παραστατικό και αναλυτικό τρόπο, όπως:

«Βιβλιόφιλος είναι ένας άνθρωπος που μαζεύει βιβλία και για την ομορφιά της τυπογραφικής τους σύνθεσης».

Εδώ υπονοεί πως ένας βιβλιόφιλος δεν είναι κατ’ ανάγκην και αναγνώστης. Μπορεί να έχεις το σπανιότατο και αστρονομικής αξίας αντίτυπο της πρώτης βίβλου που τυπώθηκε ποτέ, δηλαδή της Βίβλου του Gutenberg των 42 γραμμών, και να μην το έχεις διαβάσει ποτέ είτε εξαιτίας του φόβου της φθοράς του βιβλίου κατά την ανάγνωση, είτε εξαιτίας του ότι η εσωτερική ανάγκη που σε έσπρωξε να το αποκτήσεις ικανοποιήθηκε πλήρως από το γεγονός της απόκτησής του, είτε, τέλος, εξαιτίας του ότι βλέπεις ένα βιβλίο μονοσήμαντα ως αισθητικό δημιούργημα και ως καλλιτέχνημα βιβλιοδεσίας και τυπογραφίας και όχι ως ουσία. Οι βιβλιόφιλοι, λοιπόν, είναι φετιχιστές. Εξιτάρονται από τη σπανιότητα, από τη συλλεκτική αξία, από τη δυνητική μυστηριακή αύρα που περιβάλλει ένα παλιό βιβλίο. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Eco, ο βιβλιόφιλος δεν ταυτίζεται με το συλλέκτη, μολονότι οι ομοιότητες που τους συνδέουν είναι πολλές. Ο συλλέκτης είναι κάποιος που συγκεντρώνει γύρω του κάθε αντικείμενο, ασχέτως ομοιογένειας, που έχει σχέση με ένα συγκεκριμένο θέμα. Επίσης, ο συλλέκτης ανυπομονεί να ολοκληρώσει τη συλλογή του και απ’ τη στιγμή που θα την ολοκληρώσει παύει να ενδιαφέρεται γι’ αυτή. Αντίθετα, ο βιβλιόφιλος ενδιαφέρεται μόνο για σπάνια βιβλία, ή, έστω, βιβλία κάποιας αξίας και το πάθος του είναι ακόρεστο. Δεν εύχεται να τα συγκεντρώσει κάποια στιγμή όλα, παρά ελπίζει να συνεχιστεί η περιπέτεια της αναζήτησης όσο περισσότερο είναι δυνατό.

Σ’ αυτό το σημείο ζητώ a priori να με συγχωρήσετε που παίρνω την πρωτοβουλία να δώσω ένα δικό μου παράδειγμα διάκρισης βιβλιόφιλου – συλλέκτη: Ο βιβλιόφιλος έχει ως μοναδικό σκοπό της ζωής του να βρει ένα σπάνιο αντίτυπο του… “Harry Potter” και θα κινήσει γη και ουρανό για να το βρει, θα σπάσει βιτρίνες προθηκών για να το αποκτήσει πριν την πρώτη του διάθεση στο κοινό. Για το συλλέκτη, όμως, που θα αποφασίσει να κάνει μια συλλογή του “Harry Potter”, το βιβλίο είναι ένα μόνο στοιχείο της συλλογής του. Αυτός, αντιθέτως, θα κινήσει γη και ουρανό, θα φέρει τα πάνω κάτω, θα γυρίσει τον κόσμο από την καλή και από την ανάποδη προκειμένου να συγκεντρώσει κάθε αντικείμενο επί της γης σχετικό με τον ήρωά του: στυλό, μολύβια, κύπελα, ραβδιά, κασετίνες, μποξεράκια, προφυλακτικά, δονητές και ό,τι άλλο έχει σκαρφιστεί η «βιομηχανική παραγωγή μαγείας». Για όποιον εκνευρίστηκε με τα λόγια μου, του συνιστώ να έχει περισσότερη υπομονή και να ΜΗΝ διαβάσει το βιβλίο του Umberto Eco.

Η ανάλυση περί βιβλιοφιλίας είναι τόσο εκτενής κι εμπεριστατωμένη που ο αναγνώστης τίθεται ενώπιον μιας πλειάδας αδόκιμων νεολογισμών, επιτυχείς κι εύστοχες μίξεις ψυχο-κοινωνικών και φιλολογικών όρων. Έτσι, μαθαίνει κανείς για τις πολύ σημαντικές διαφορές μεταξύ βιβλιόφιλουβιβλιομανήβιβλιοπόντικα. Μαθαίνει να ξεχωρίζει το κείμενο από το «επί-κείμενο», το «περί-κείμενο» και το «παρα-κείμενο». Ειδικά σε ό,τι αφορά στην τελευταία διάκριση δεν ξέρω αν αυτοί οι όροι είναι κατοχυρωμένοι και δόκιμοι στο χώρο του βιβλίου, ωστόσο, μπορώ να ομολογήσω πως βρήκα τη διάκριση αυτή εξαιρετικά ενδιαφέρουσα γιατί με έκανε να δω με άλλο μάτι και να εκτιμήσω με περισσότερη προσοχή το μικρόκοσμο ενός βιβλίου που ως τότε θεωρούσα ως μια ενιαία σύνθεση, μια αδιάσπαστη ολότητα (κάτι σαν το αδιάσπαστο άτομο στην αρχαιότητα). Με μια ευχάριστη έκπληξη διαπίστωσα πως το βιβλίο έχει εξώφυλλο (εμπροσθόφυλλο και οπισθόφυλλο) που κάποιες φορές είναι σπάνια καλλιτεχνήματα αφ’ εαυτών. Επίσης, πολλά βιβλία έχουν διπλωμένα «αυτιά εξωφύλλου» στα οποία φιλοξενείται συνήθως μια σύντομη βιογραφία του συγγραφέα και επιλεγμένες θετικές κριτικές για το έργο από έγκριτους λογοτεχνικούς φορείς. Ένα βιβλίο έχει πρόλογο, εισαγωγή, ή κριτική. Σπάνια μπορεί να διαθέτει κολοφώνα και προμετωπίδα, errata (παροράματα), αριθμημένους πίνακες, γοτθικές λετρίνες στην αρχή κάθε κεφαλαίου, entrelacs κβαντομηχανικής αρχής, βινιέττες με αλληλοσυμπλεκόμενες περικοκλάδες στο τέλος κάθε κεφαλαίου. Και ας μην ξεχνάμε τα αντίτυπα εκείνα που διαθέτουν ξυλογραφίες κάποιου επώνυμου καλλιτέχνη.

Ως προς το τελευταίο, ομολογώ ότι λυπάμαι λίγο που ο Umberto Eco αναλίσκεται στην εξεζητημένη περίπτωση των ζωγραφικών πινάκων του “Amphitheatrum Sapientae Aeternae” του Heinrich Khunrath στην έκδοση Χανάου του 1609, θέμα που άπτεται περισσότερο του ενδιαφέροντος κάποιων εστέτ συλλεκτών βιβλίων (οι οποίοι, εξάλλου, δεν χρειάζονται τον Umberto Eco να τους μιλήσει γι’ αυτά) και δε δείχνει να συγκινείται από παραδείγματα αξιόλογων καλλιτεχνών του 19ου αιώνα, όπως είναι ο Gustave Dore που φιλοτέχνησε με μοναδική ευαισθησία και πρωτοποριακή φαντασία έργα όπως η “Θεία Κωμωδία” του Dante Alighieri, ή το “Paradise Lost” του Milton.

Στα πλαίσια της συζήτησης περί βιβλιοφιλίας, σ’ αυτό το έργο του Umberto Eco, o αναγνώστης μπορεί να βρει και δύο πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια, η κεντρική ιδέα των οποίων προοικονομήθηκε ρητά από το πρώτο εισαγωγικό κεφάλαιο περί «Φυτικής Μνήμης». Αυτά τα κεφάλαια, για τα οποία θα πω λίγα λόγια παρακάτω, είναι τα: “Η Πανούκλα των Ρακών” και “Εσωτερικός Μονόλογος ενός e-book”.

Το πρώτο από αυτά μιλά για μια ζοφερή κατάσταση στο χώρο του βιβλίου, για την οποία πολύ λίγοι γνωρίζουν (τουλάχιστον εγώ δεν το είχα καν διανοηθεί…) Πρόκειται ουσιαστικά για τη «Δευτέρα Παρουσία», τον «Αρμαγεδόνα» των βιβλίων. Η κατάσταση έχει ως εξής: Προ του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα τα φύλλα των βιβλίων κατασκευάζονταν από ένα πολτό παντιοδών ρακών, μιας και ακόμη δεν είχε ανακαλυφθεί η χρήση του φλοιού των δέντρων για το σκοπό αυτό. Εντούτοις, όσο παράλογο και πρωτάκουστο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο, ο Eco μας διαβεβαιώνει ότι τα «βιβλία των ρακών» είναι πολύ πιο ανθεκτικά στη φθοροποιό επίδραση του χρόνου και στο σαράκι παρά τα μοντέρνα βιβλία από φύλλο ξύλου. Τα τελευταία προβλέπεται να μην αντέξουν πέρα από διακόσια περίπου χρόνια, με συνέπειες καταστρεπτικές. Όπως ακριβώς δεν μεταγράφονται ψηφιακά σε μορφή DVD όλες οι ταινίες που ως σήμερα υπήρχαν διαθέσιμες σε VHS βιντεοκασέτες, παρά μόνο εκείνες που θεωρούνται άξιες για ένα τέτοιο κόπο, έτσι και τα σύγχρονα βιβλία που είναι καταδικασμένα να θρυμματιστούν ολοσχερώς και να εξαϋλωθούν ως το τέλος του πρώτου αιώνα της δεύτερης χιλιετίας θα διαλεχτούν και μόνο όσα «αξίζουν» θα επιλεχτούν για να ανατυπωθούν σε ανθεκτικότερες αναστατικές εκδόσεις με χαρτί acid free. Σενάριο εφιαλτικό, ή προοπτική καταθλιπτική; Ομολογώ πως ο Umberto Eco εισάγει «καινά δαιμόνια» που θα φυτευτούν στέρεα στον εύφορο ανυποψίαστο νου του αναγνώστη. Παρότι δεν έχω διασταυρώσει την αλήθεια αυτής επιχειρηματολογίας, εντούτοις, κάτι βαθιά εντός μου με κάνει να πιστεύω στα λεγόμενά του: οπωσδήποτε κάποιος του βεληνεκούς του Eco δε θα διακινδύνευε μια αίωλη άποψη με κίνδυνο τον εξευτελισμό και τη διαπόμπευση. Όπως, λοιπόν, ο Νοστράδαμος προέβλεψε την ακριβή ημερομηνία της ανθρώπινης Δευτέρας Παρουσίας, όμοια και ο Umberto Eco προβλέπει τη Δευτέρα Παρουσία του βιβλίου, τότε που ένα αχνοφύσημα του αγέρα θα κάνει θρύψαλα όλα τα εκατομμύρια βιβλία επί της Γης…

Περνώντας στο θέμα των e-books, πρέπει να αναφέρω ότι σ’ όλο το κείμενο διαφαίνεται μια υπόγεια κι ανομολόγητη «φοβία» του συγγραφέα για την τεχνολογία και το Internet. Μολονότι παραθέτει τα προτερήματα του ηλεκτρονικού λόγου και μιλά ανοιχτά για τα e-books, παρόλα αυτά φροντίζει να κρατά κάποιες αποστάσεις από αυτά, τηρουμένης της ιδιότητάς του ως Ιστορικού και Σημειολόγου του μεσαίωνα. Δε θα ήταν δυνατό ένας τέτοιος μελετητής και ιστοριοδίφης να αποδεχτεί έτσι εύκολα κι αβασάνιστα τη νέα αυτή μορφή βιβλίου… θαρρώ είναι απόλυτα κατανοητό. Στον έξυπνο μονόλογο ενός e-book, ο συγγραφέας μιλά με το «στόμα» (σχήμα λόγου είναι) ενός e-book. Το ηλεκτρονικό αυτό βιβλίο μας λέει για τον εαυτό του, συγκρίνεται με τα άλλα συμβατικά βιβλία από χαρτί και ανοίγει την «ψυχή» του στον αναγνώστη για να του δώσει να καταλάβει ποια ακριβώς είναι η φύση του. Στο τέλος καταλήγει ότι… δεν έχει ψυχή. Μπορεί να περιέχει τα πάντα, να πιάνει λιγότερο χώρο με το μορφή CD, να είναι άυλο, να προσφέρει απλόχερα τη διακειμενικότητα (ήτοι hypertext) μες σε κλάσματα του δευτερολέπτου, να αποθηκεύεται, να μεταφέρεται μες στον κυβερνοχώρο… ωστόσο είναι μια ύπαρξη δυστυχισμένη γιατί, αφού μπορεί να περιέχει τα πάντα, αυτό σημαίνει πως δεν περιέχει και τίποτα συγκεκριμένο, πως το περιεχόμενό του δεν το χαρακτηρίζει, πως απλούστατα με δυο λόγια… δεν έχει ψυχή.

Αφού μίλησα αρκετά εκτενώς για το νέο αυτό βιβλίο του Umberto Eco, θαρρώ πως ήρθε πια η ώρα να κλείσω σιγά – σιγά την παρουσίαση αυτή. Είπα πολλά κι ωστόσο δεν κατέληξα κάπου συγκεκριμένα. Έχω την αίσθηση ότι δεν έδωσα στον υποψήφιο αναγνώστη αυτού του βιβλίου κάτι σταθερό κι ακλόνητο για να πιαστεί και να αποφασίσει.

Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να βγάλω μήτε θετικό μήτε και αρνητικό συμπέρασμα για τούτο το βιβλίο. Δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε, όπως, από την άλλη, δεν μπορώ να πω ότι είναι ανάξιο ανάγνωσης. Ο αναγνώστης που είναι αδαής για τη βιβλιοφιλία και τους καταλόγους βιβλίων θα έχει την ευκαιρία να εξοικειωθεί με το χώρο αυτό. Θα ακούσει να γίνεται λόγος για πολλές λέξεις και έννοιες που ως τότε δεν γνώριζε, όπως αξάκριστο (δεν είναι τίποτε άλλο από το βιβλίο με άκοφτες σελίδες), in folio, incunabolo, errata, marginalia, entrelacs, προμετωπίδα, κολοφώνας και πολλά άλλα. Μπορεί στο τέλος να μετατραπεί και ο ίδιος σε αληθινό βιβλιόφιλο, ή να ανακαλύψει τις υποβόσκουσες αφανέρωτες ως τότε τάσεις βιβλιοφιλίας εντός του. Ίσως δυσανασχετήσει λιγάκι φτάνοντας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο: “Historica”, μιας και εκεί γίνεται λεπτομερής λόγος για έξη συγκεκριμένες εκδόσεις σπάνιων έργων που άπτονται κυρίως του ενδιαφέροντος των επαϊόντων. Από την άλλη μεριά, οι ειδικοί στο χώρο των σπάνιων εκδόσεων, ή ακόμη και όσοι ασχολούνται ερασιτεχνικά με το συγκεκριμένο χώρο, ίσως βρουν αυτό το βιβλίο κενό γράμμα, ανίκανο να τους μιλήσει για κάτι που δε γνωρίζουν, ίσως, πάλι, τους προσβάλλει το εκλαϊκευμένο ύφος του.

Ότι κι αν ισχύει από τα παραπάνω, ένα είναι σίγουρο: Ο Umberto Eco μ’ αυτό του το έργο μιλά άλλη μια φορά με τρόπο απολαυστικά παραστατικό και σε αρκετά σημεία «αριστοφανικό». Είναι χαρά η ανάγνωσή του, ακόμη κι αν το θέμα του δεν ενδιαφέρει και πολύ τον αναγνώστη, ή ακόμη κι αν ο αναγνώστης θεωρεί πως γίνεται πολύς λόγος για το τίποτα και πρόκειται ουσιαστικά για μια φιλολογική προσπάθεια «διύλισης του κώνωπα» σαν κι αυτές που τόσο πολύ ειρωνεύεται ο ίδιος ο συγγραφέας μες στο βιβλίο του, πέφτοντας στην ίδια του την παγίδα.

Αν μου ζητούσαν να παραλληλίσω το ύφος του Umberto Eco με κάποιου δημιουργού από το χώρο του κινηματογράφου, θα επέλεγα τον Pasolini…
__________________________________
Παναγιώτης Σιμιτσής

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2008

'Το Κάστρο στο Δάσος' του Norman Mailer (The Castle in the Forest)





Inter faeces et urinam nascimur”. Ίσως αυτή να είναι η φράση που περιέχει όλη την ουσία. Είναι εγχάρακτη σ’ όλο το μήκος της λογοτεχνικής διαδρομής που ακολουθεί ο αναγνώστης διαβάζοντας τούτο το βιβλίο. “Μεταξύ κοπράνων και ούρων γεννιόμαστε” του λένε όλα όσα διαδραματίζονται ενώπιόν του. Το ίδιο ψιθυρίζουν και όλοι οι μικροί και μεγάλοι ήρωες αυτής της δραματοποιημένης βιογραφίας των παιδικών χρόνων του Αδόλφου Χίτλερ. “Inter faeces et urinam nascimur” επιμένει και ο δαίμων που ξετυλίγει το κουβάρι της διήγησης, αποκαλύπτοντας στον αναγνώστη εξ’ αρχής και απροκάλυπτα την πλήρη του ταυτότητα.

Ο Norman Mailer αποφάσισε να μας εξιστορήσει τα παιδικά χρόνια του Αδόλφου έχοντας κρύψει το πρόσωπό του πίσω από μια μεταφυσική μάσκα και μιλώντας αποκλειστικά και μόνον δι’ αυτής: τη μάσκα ενός δαιμονίου. Δεν πρόκειται, όμως, για δαιμόνιο από εκείνα της ελληνικής αρχαιότητας, οντότητες χθόνιες, ή υποχθόνιες που παίρνουν τους ανθρώπους από το χέρι για να τους πουν κάποιο μυστικό και να τους φυτέψουν καινές ιδέες και σκέψεις, εμπλουτίζοντας το δυναμικό των ήδη υπαρχουσών με την παρέμβασή τους. Όχι, διόλου τέτοιος δεν είναι ο δαίμονας αυτός. Πρόκειται για ένα διαβολάκο, ιεραρχικά μετρίου αναστήματος στην κλίμακα των δαιμόνων της Κόλασης. Είναι ένας δαίμονας υποτακτικός του Σατανά, του “Μαέστρου”, όπως επιμένει να αναφέρεται σ’ ολάκερο το βιβλίο. Ένας ακραιφνής “χριστιανικός” διάβολος επιτετραμμένος με συγκεκριμένη αποστολή, που είναι προγραμμένη και προαποφασισμένη από το αφεντικό του, τον ίδιο το Μαέστρο. Ασκεί ένα επάγγελμα (ναι, επάγγελμα είναι κι αυτό…) με όλους τους όρους και τους κανονισμούς που μπορεί να έχει ένα επάγγελμα. Ο δαίμονας αυτός πρέπει να επιτελέσει το καθήκον του στο ακέραιο. Έχει υποχρεώσεις, χρονοδιαγράμματα, ατζέντα. Ενορχηστρώνει μια ολόκληρη ομάδα από κατώτερους υπαλλήλους – δαίμονες τους οποίους αφήνει στο πόδι του όποτε τα καθήκοντά του γίνονται δυσβάσταχτα. Τι να κάνει; Οι ανθρώπινοι στόχοι είναι πολλοί και ο “Μαέστρος” απαιτητικός. Αν κάτι πάει στραβά στην αποστολή του κινδυνεύει άμεσα με υποβιβασμό.

Φορτωμένος με όλα τα εφόδια της ειρωνείας και του κωμικού, πάνοπλος από την κεφαλή ως τα νύχια με ευτράπελη διάθεση αναμεμιγμένη θανάσιμα με την πιο ταιριαστή αναλογία αδιόρατης δραματικότητας, μίγμα που μετά την έκρηξή του δεν αφήνει παρά μια στυφή γεύση διαβρωτικού ξεπεσμού στον αναγνώστη, ο δαίμων–Norman Mailer ξεκινά την αφήγησή του από την απαρχή. Από τις ρίζες της καταγωγής του Αδόλφου Χίτλερ, ίσα με τρεις γενιές πίσω. Στην παγκόσμια λογοτεχνία είθισται η de facto παραδοχή του μεταφυσικού στοιχείου όταν έχουμε να κάνουμε με βιωματικές εξιστορήσεις μεγάλων προσωπικοτήτων διεθνούς εμβέλειας. Από τους βίους των Αγίων στα μεσαιωνικά μοναστηριακά χειρόγραφα, μέχρι τον Faust του Goethe, από το μύθο του βασιλιά Αρθούρου στο έργο του Geoffrey of Monmouth του 12ου αιώνα, ως τη βιογραφία του συνθέτη Αντριάν Λέβερκυν όπως τη διηγήθηκε ο Tomas Mann, από την αρχαία ελληνική μυθολογία ως το σκοτεινό απόηχό της στη μορφή των sagas της Σκανδιναβίας, παντού οι μεγάλες ιστορικές, ή μυθικές προσωπικότητες που γνώρισε η ανθρωπότητα στο διάβα των αιώνων έχουν να επιδείξουν κάτι το ανερμήνευτο και μεταφυσικό στο βίο τους. Η παρουσία αγαθών, ή σκοτεινών δυνάμεων στο πλευρό μοναδικών ανθρώπων ανέκαθεν έθελγε τους φαντασιοκόπους και δεν άφηνε ανεπηρέαστους μήτε τους ψυχρότερους ιστοριοδίφες. Ανθρώπινος εγωισμός; Αταβιστική θρησκοληψία; Ποιος ξέρει… Ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να δεχτεί τα αγαθά (ή, κάποτε, τα σατανικά) χαρίσματα μιας ξεχωριστής προσωπικότητας. Προτιμά να πιστεύει στο θείο, ή στο σατανικό, να ορχείται σε ορφικό όργιο, να τρέχει πίσω από τραγόποδες Σιληνούς και τραγοπώγωνες Σατύρους… ελκύεται από ψιθυριστικούς ιάμβους μιας προαιώνιας μυστηριακής χορωδίας που πιότερο την υποψιάζεται με τεταμένες τις αισθήσεις του παρά τη συνειδητοποιεί. Το πώς διαβόλοι, τριβόλοι και εξαποδό ενσαρκώνονται στο σώμα της Ιστορίας, το πώς το Κακό μετουσιώνεται σε Χάρισμα, το πώς το μυστηριακό μεθίσταται σε πραγματικότητα, ποια είναι η αρχή και ποιο το τέλος κάθε κύκλου που η ίδια η Κόλαση διαβρέχει μέρος της περιφέρειάς του… όλα αυτά μαζί αποτελούν ένα αίνιγμα και, συνάμα, την αλάνθαστη συνταγή της επιτυχίας. Όταν μια ιστορία (εν προκειμένω, μια βιογραφία) εμπλουτίζεται με τα στοιχεία αυτά, τότε γίνεται αιώνια.

Ο Norman Mailer το γνωρίζει καλά αυτό και δε διστάζει να το χρησιμοποιήσει. Έχει αναλάβει να χειριστεί επιδέξια δύο θέματα ταυτοχρόνως: την αιμομιξία και τη σατανική επιρροή. Ο “Μαέστρος” οσμίζεται την πιθανή αιμομικτική καταγωγή του μικρού Αδόλφου (του Άντι, όπως επιμένει να τον αποκαλεί ο συγγραφέας αμερικανιστί) και στέλνει το κατώτερο όργανό του, το δαίμονα, να προλειάνει το έδαφος πάνω στο οποίο θα βαδίσει αυτή η διαφαινόμενη ιστορική προσωπικότητα προκειμένου να καταλήξει να γίνει ο Χίτλερ που γνώρισε αλγεινά η Ανθρωπότητα. Όμοια όπως οι Μοίρες επισκέπτονται το νεογέννητο από τα γεννοφάσκια του και καθορίζουν το μέλλον του, έτσι κι εδώ ο δαίμονας πρέπει να “σχεδιάσει” όσο καλύτερα μπορεί το μέλλον του Άντι. Το “Σχέδιο” έχει καταστρωθεί στα πυρωμένα κατάβαθα της Κόλασης. Εντούτοις, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ο καλός Θεός (το αντίπαλο στρατόπεδο τον αποκαλεί ειρωνικά “Dummkopf”) και οι στρατιές των αγγέλων του (οι “ραβδούχοι”) παραμονεύουν σε κάθε βήμα. Αν κάτι πάει στραβά, το “Σχέδιο” θα καταδικαστεί σε αποτυχία και όλες οι προσπάθειες του δαίμονα θα… πάνε κατά διαόλου...

Οι ρίζες του μικρού Αδόλφου είναι θαμμένες στέρεα μες στην Αυστριακή επαρχία στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου η απομόνωση και το χαμηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο πυροδοτούν στον αγροτικό πληθυσμό μια αλυσίδα από αιμομικτικές ενώσεις. Νόθα παιδιά ξεφυτρώνουν από τη συνένωση αδερφών μεταξύ τους, ή γονέων με τα παιδιά τους. Θείοι παντρεύονται τις ανιψιές τους, πατεράδες τις κόρες τους. Για να τελεστούν τέτοιοι ανίεροι γάμοι σβήνονται, ή παραχαράσσονται τα ληξιαρχικά αρχεία, ζητούνται εκκλησιαστικές άδειες από επισκόπους και καρδιναλίους, γίνονται σιωπηρά αμοιβαίες συμφωνίες μεταξύ των συγγενών που δένονται με όρκους σιωπής. Οι ανθρώπινες σχέσεις ζυμώνονται μες στην ενοχή και τον αποτροπιασμό, μια ζύμωση που προκαλεί στον αναγνώστη ίλιγγο, τον κάνει να ξεχειλίσει από αγανάκτηση. Προϊόν αιμομιξίας ήταν ο πατέρας του Αδόλφου Χίτλερ, Αλόις. Όμοια προϊόν αιμομιξίας έμελλε να είναι και ο μικρός Άντι. Ενώπιον του αναγνώστη ξανοίγεται ένα μουχλιασμένο τοπίο, άνθρωποι αναγκεμένοι, ζωές που ξεφυτρώνουν απ’ το μουχλιασμένο χώμα μιας στέρφας γης και μονομιάς συμπαρασύρονται από τη δίνη παράνομων συνουσιών κι ανομολόγητων παθών. “Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα” λέει μια λαϊκή ρήση. Ο συγγραφέας χτίζει πάνω σ’ αυτό το θεμελιώδες μοτίβο. Η αιμομιξία χρησιμεύει σταθερά σα λυδία λίθος για την προγραμμένη πορεία της οικογένειας Χίτλερ.

Στη ναζιστική Γερμανία του ’30 το “Όραμα” είχε συλληφθεί. Ο ναζιστικός προπαγανδιστικός μηχανισμός είχε μπει σε λειτουργία και τα καλολαδωμένα του γρανάζια περιστρέφονταν αέναα γύρω από τον άξονα του Φύρερ. Η μοίρα του έθνους είχε μπει στη σταθερή τροχιά της με κατεύθυνση την αιωνιότητα και το μεγαλείο. Η Γερμανία είχε ανάγκη από ένα “Υπεράνθρωπο”. Ο δεύτερος ισχυρότερος άνθρωπος του καθεστώτος, ο Χάιμλιχ Χίμλερ, απεργαζόταν την ιδέα της αιμομιξίας με σχεδόν “επιστημονικό” ενδιαφέρον. Μονάχα δυο όμοια γεννητικά υλικά μπορούν να δώσουν γέννηση σ’ ένα τρίτο με επαυξημένες (σχεδόν διπλασιασμένες) τις θετικές ιδιότητες των δύο πρώτων. Μονάχα ένας “αιμομικτίδης”, σαν προϊόν της συνένωσης δύο όμοιων γεννητικών υλικών, έχει την πιθανότητα να γίνει ο “Υπεράνθρωπος”. Η ιδέα ότι ο Χίτλερ ήταν προϊόν αιμομιξίας έπαιρνε να εξαπλώνεται. Οι φήμες είχαν αφεθεί να διατρέχουν τη Γερμανία απ’ άκρη σ’ άκρη, όμοια όπως ξαμολιούνται τα κυνηγόσκυλα μόλις τα αφήσει το αφεντικό τους ελεύθερα. Με αφορμή αυτές τις φήμες ξεκινά ο Norman Mailer την αφήγησή του. Παίρνει την ιστορία από την αρχή, από τη ρίζα του κακού: τη γιαγιά του Αδόλφου, Μαρία–Άννα που οι φήμες θέλουν να έχει κάνει νόθο παιδί από την παράνομη συνένωσή της με τον ίδιο της τον αδελφό. Το προϊόν της αιμομιξίας λέγεται Αλόις Σίκλγκρουπερ, που θα μετονομαστεί σε Αλόις Χίντλερ και θα γραφτεί στην ιστορία ως ο πατέρας του Αδόλφου Χίτλερ, από τον τρίτο του γάμο με την ίδια του την κόρη, την Κλάρα Πελτσλ. Η Κλάρα δε θα μάθει ποτέ την αληθινή φύση της συγγένειάς της με τον άντρα της, μιας και τα ληξιαρχικά αρχεία είχαν ήδη τροποποιηθεί όταν εκείνη ήταν μόλις μωρό. Η Κλάρα θα μείνει να πιστεύει πως ο Αλόις είναι θείος της, ενώ ένα αγκάθι βαθιά εντός της θα την κεντρίζει πάντα με μια σκοτεινή, ανεξήγητη υποψία ότι η συγγένειά τους είναι κάτι παραπάνω από αυτό.

Ο δαίμονας–φύλακας της οικογένειας παρακολουθεί τη ζωή τους εκ του σύνεγγυς. Μετέρχεται ποικίλων μεθόδων και μέσων για να θέσει τις βάσεις της προσωπικότητας του μικρού Άντι. Ο Mailer καταναλίσκει ολόκληρα κεφάλαια για να περιγράψει τις μεθόδους αυτές δια στόματος του ίδιου του δαίμονα. Μια από αυτές, η λεγόμενη “ονειροχάραξη” ίσως βάλει τον αναγνώστη σε σκέψεις…

Ο δαίμονας–φύλακας παρακολουθεί τους Χίτλερ αδιάλειπτα, εξόν από κάποιες στιγμές που τα σύγχρονα καθήκοντά του τον αναγκάζουν να λείψει για λίγο από το αγρόκτημα στο Χάφελντ κοντά στο Λιντς όπου ζει η οικογένεια Χίτλερ, προκειμένου να παραστεί σε σημαντικότερα γεγονότα εκείνης της εποχής. Ένα τέτοιο γεγονός, για το οποίο ο συγγραφέας ανοίγει μια μεγάλη παρένθεση στην κύρια εξιστόρηση, είναι η στέψη του Τσάρου Νικολάου Β’ της Ρωσίας (του Νϊκι, όπως τον αποκαλεί ευτράπελα). Ο δαίμονας πρέπει να παραστεί με όλη τη συνοδεία του από κατώτερα δαιμόνια για να βάλει τη σφραγίδα του Κακού σ’ αυτό το παγκοσμίως καθοριστικό γεγονός. Οι άγγελοι – “ραβδούχοι” του Dummkopf είναι κι εκείνοι παρόντες. Στην ανθρώπινη διπλωματία επιπροστίθεται με άφθονο χιούμορ από την πλευρά του συγγραφέα και η μεταφυσική διπλωματία ανάμεσα στις δυνάμεις του Καλού και του Κακού. Η ώσμωση ανάμεσα σε ιστορικά γεγονότα και σε μεταφυσικές παρεμβάσεις, η διαρκής εναλλαγή των εκφραστικών μέσων από το κλασικό λογοτεχνικό ύφος στο ύφος της αμερικάνικης πρόζας του ’70 (όπως μας είχε συνηθίσει ο συγγραφέας με τα έργα του “Οι Στρατιές της Νύχτας” και “Το Όραμα της Ηδονής”) ανταμείβουν τον αναγνώστη που είναι οπαδός του είδους.

Ο συγγραφέας φαίνεται να ακολουθεί την πεπατημένη (και για τούτο δοκιμασμένη κι ακίνδυνη) οδό της κλασικής λογοτεχνίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, το ύφος της οποίας διαπνέεται από την αυστηρά χρονολογική διαδοχή των γεγονότων της πλοκής, καθώς και από τη χαρακτηριολογική τεκμηρίωση των ηρώων μέσω των καταστάσεων που προηγήθηκαν της γέννησης και της ενηλικίωσής τους. Το δόγμα έχει ως εξής: Τα φαντάσματα του παρελθόντος υφέρπουν και στοιχειώνουν το παρόν. Η πίστη σ’ αυτό το δοκιμασμένο αφηγηματικό μοτίβο από την πλευρά του συγγραφέα κάθε άλλο παρά αρνητικά χρωματίζει το έργο. Ο Norman Mailer φαίνεται να νιώθει σίγουρος για την επιλογή του. Μόνο έτσι μπορεί να καταδείξει πλέρια και δίχως περιττά υφολογικά τεχνάσματα και ακροβασίες την ανθρώπινη φύση ενός ανθρώπου του οποίου η δράση έμελε να χαράξει αναντιστρεπτά την παγκόσμια Ιστορία. Τα γεγονότα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου θα πείσουν την ανθρωπότητα για την τερατομορφία και την απανθρωπιά του Αδόλφου Χίτλερ. Η “ιερή σκόνη” με την οποία ο Χρόνος σκεπάζει τα περασμένα θα κάνει τον Χίτλερ να μοιάζει εφεξής με τερατούργημα, με αποτρόπαιο ανοσιούργημα, με οντότητα δίχως ρίζες, αγέννητη… σχεδόν ένας “μη–άνθρωπος”.

Ο συγγραφέας θέλει να διώξει αυτή την ιερή ιστορική σκόνη από τον ήρωά του. Έχει στοιχηματίσει πως κάτω από το μοχθηρό, άκαμπτο περίβλημα κρύβεται ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που, όπως όλοι οι άνθρωποι σε τούτο τον κόσμο, έχει ρίζες, καταγωγή, γονείς και παιδικά βιώματα. Γι’ αυτό και η διήγηση σταματά πριν τον όλεθρο του πολέμου, πριν η Ιστορία κλέψει το παιδί από τη θαλπωρή του γονεϊκού του περιβάλλοντος και της παιδικής αθωότητας για να το ρίξει στη δίνη του κυκεώνα της, δίχως πιθανότητα επιστροφής. Ο συγγραφέας θα σωπάσει προτού φέξει η αυγή της ενηλικίωσης. Μόνο έτσι μπορεί να φωτίσει τον άνθρωπο–Αδόλφο. Μόνο έτσι μπορεί να μιλήσει για την ανθρώπινη πτυχή της αινιγματικής φύσης του ήρωά του. Σα θαυματοποιός, όπως οφείλει να είναι κάθε συγγραφέας, βγάζει από το μαγικό του ημίψηλο καπέλο ένα καλειδοσκόπιο και το στροβιλίζει υπνωτικά μπρος στα δύσπιστα μάτια του αναγνώστη. Έχει δύσκολη αποστολή. Το κοινό του είναι προκατειλημμένο κι ο ήρωάς του από καιρό δεδικασμένος και καταδικασμένος. Θα μας ταξιδέψει πίσω στο χρόνο. Οι φωτογραφίες σέπια παίρνουν να χρωματίζονται, να ζωντανεύουν… Οι πρόγονοι του Αδόλφου Χίτλερ ξεπηδούν απ’ την ανυπαρξία και παίρνουν μορφή. Είναι γνήσιοι άνθρωποι της Αυστριακής επαρχίας σε μια εποχή παρακμιακή που πνέει τα λοίσθια…

Το “Κάστρο στο Δάσος” δεν είναι άλλο από το Waldviertel, μια περιοχή στα βόρεια του Δούναβη, που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει ετυμολογικά “δασική περιοχή”. Εκεί βρίσκονται τα χωριά Σπιτάλ και Στρόνες. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε η γιαγιά του Άντι, η Μαρία–Άννα… η αρχή του αιμομικτικού κύκλου… η αρχή του “κακού”. Από αυτή κι έπειτα, όλοι οι απόγονοι θα γεννιούνται… “inter faeces et urinam”.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου μένει τελικά μια απορία να κρέμεται στις άκρες των χειλιών. Ο αναγνώστης ψάχνει να βρει ποιος είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, νιώθει μπερδεμένος. Άλλα πίστευε αρχικά και άλλα προέκυψαν… Γιατί, εν τέλει, ο Αδόλφος Χίτλερ κάθε άλλο παρά ο πρωταγωνιστής είναι, αντίθετα με όσα προαγγέλονταν πρελουδιακά. Αλίμονο, δεν είναι ούτε καν δευτεραγωνιστής. Μοιάζει πιότερο με ένα μικρό σκιάχτρο που διαμορφώνεται στο παρασκήνιο. Το προσκήνιο καταλαμβάνεται από τα έργα και τις ημέρες του πατέρα του, του Αλόις, συνταξιούχου τελωνιακού της Αυτού Μεγαλειότητας, του Αυτοκράτορα της Αυστρίας. Τη δική του πορεία παρακολουθεί ο αναγνώστης καθ’ όλο το μήκος και το πλάτος της διήγησης. Περιμένει τη διήγηση να περάσει στο δεύτερο επίπεδο: εκείνο του Αδόλφου, μα, αλίμονο, ελπίζει μάταια. Τη στιγμή που τέλεψα με το βιβλίο σήκωσα το βλέμμα στον αντικρινό τοίχο. Εκεί αχνοχαράχτηκε η μορφή του Mailer. Μού ‘κλεισε πονηρά το μάτι και από το σκοτεινό χάσμα των μισάνοιχτων χειλιών του μου ψιθύρισε: «Τι περίμενες από ένα “δαίμονα”… σε ξεγέλασα…»


Παναγιώτης Σιμιτσής

____________________________

Πληροφορίες για το βιβλίο:

Τίτλος στα ελληνικά: Το Κάστρο στο Δάσος

Τίτλος πρωτοτύπου: The Castle in the Forest

Συγγραφέας: Norman Mailer

Μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου

Εκδόσεις: Καστανιώτη

Σειρά: Συγγραφείς απ' όλο τον Κόσμο

Έτος έκδοσης: 06/2007

ISBN: 978-960-03-4480-6

Σελίδες: 525

_______________________________

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

'Ο Ιστορικός' της Elisabeth Kostova (The Historian)


Η ανάγνωση 653 σελίδων είχε φτάσει στο τέλος της. Κρατούσα το βιβλίο στα χέρια μου να χάσκει ανοιχτό και με βλέμμα απλανές και χαμένο σε ασυνάρτητους συλλογισμούς έμεινα για κάμποσα λεπτά έτσι, μόνος κι έρημος, προδομένος θα έλεγα… Το δεξί μου χέρι κρατούσε το ανάλαφρο, λείο οπισθόφυλλο και τ’ αριστερό μου όλες τις υπόλοιπες σελίδες, έναν διόλου ευκαταφρόνητο όγκο χαρτιού που πάνω στο κείμενό του είχαν δοκιμαστεί επί τόσες ώρες τα μάτια μου. Αίφνης μπήκα στον πειρασμό να το πετάξω σε κάποια σκιερή γωνιά του δωματίου μακριά μου, διαδηλώνοντας με ένα τέτοιο τρόπο την αγανάκτηση που είχε αρχίσει να με κυριεύει ήδη από τη στιγμή που πλησίαζα στη λύση της πλοκής. Έπειτα σκέφτηκα: «Ας μετρήσω ως το δέκα». Και μέτρησα ως το δέκα. Ο θυμός, όμως, δεν έλεγε να ξεθυμάνει εντελώς, ένα αδιόρατο ίχνος του παρέμενε και έπαιρνε πάλι να φουντώνει. «Ας μετρήσω ακόμη μια φορά ως το δέκα», έπεισα τον εαυτό μου. Έκλεισα τα μάτια και εισέπνευσα βαθιά, θαρρείς κι ήθελα να ρουφήξω ολάκερο τον σκονισμένο και παγερό αέρα του δωματίου. Και ήταν τότε μόνο που κατάφερα να έρθω στα συγκαλά μου…

Για άτομα σαν κι εμένα που βλέπουν τη ζωή να κυλά μπρος στα μάτια τους δυο φορές πιο γρήγορα απ’ ότι οι άλλοι, που φοβούνται -κυριευμένοι από κάποιο αθέμιτο ψυχαναγκασμό- πως η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη σπαταλά κανείς με ανούσια πράγματα κι ασχολίες και πως, αργά ή γρήγορα, θα φτάσουν στο αποτρόπαιο κατώφλι της απέναντι όχθης της ζωής δίχως τις απαιτούμενες –σύμφωνα με κάποια προαιώνια «πιστεύω»- αποσκευές, το να αφιερώνουν χρόνο σε βιβλία σαν και αυτό για το οποίο θα μιλήσω είναι, ίσως, μια ενασχόληση αυτοκαταστροφική, μια οπισθοδρόμηση στην πορεία τους… για την «Ιθάκη».

Μπορεί να σας φανεί κάπως υπερβολική η ένταση και το ύφος μιας τέτοιας αντίδρασης, μα αν καθίσετε και το σκεφτείτε θα συνειδητοποιήσετε τον κυκεώνα που απλώνεται ενώπιόν σας, μια αχανή έκταση κατάφορτη με κάθε λογής έντυπα κείμενα: βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες… Όμοια όπως ένας αθίγγανος παλιατζής που περνά από το σπίτι σας διαλαλώντας πως δέχεται ο,τιδήποτε μπορεί να χωρέσει η στραπατσαρισμένη καρότσα του αγροτικού του και προσπαθεί να σας πείσει πως για το καλό σας θα σας απαλλάξει δωρεάν (!) από κάθε είδους σαβούρα που ίσως διατηρείτε στο υπόγειό σας, έτσι κι αυτή η έρημος όπου οι χιλιάδες, ή εκατομμύρια αναγνωστών περιδιαβαίνουν ολημερίς κι ολονυκτίς είναι ένας απέραντος σκουπιδότοπος, ένας οχετός μες στον οποίο έχουν ριχτεί όμοια καλά και κακά, όμορφα και άσχημα, αριστουργηματικά και ποταπά γραπτά κείμενα. Και είναι τέτοια η αφροντισιά και η αταξία, ώστε ποτέ δεν ξέρεις, ανερμάτιστε διαβάτη, αν αυτό που πατάς αλόγιστα κι απερίσκεπτα είναι ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας, ή κάποιο άνοστο μυθιστόρημα της σειράς.

Τυφλωμένος από τον καυτό ήλιο της ερήμου της διεθνούς λογοτεχνίας, έχοντας χάσει τον προσανατολισμό μου πάνω σ’ αυτή την αεικίνητη και ασταθή άμμο, όπου κάθε κατεύθυνση μοιάζει ίδια με τις άλλες τρεις, όπου η γραμμή του ορίζοντα είναι αδιάκοπτη σε κάθε μοίρα μιας πλήρους περιστροφής, σκόνταψα πάνω σε τούτο το βιβλίο. Έσκυψα, το τράβηξα από τη γη όπου ήταν μισοθαμμένο. Φύσηξα τη σκόνη και την άμμο από πάνω του και διάβασα: «Ο Ιστορικός» της Elizabeth Kostova. Έπειτα, από συνήθεια και μόνο –μιας και είχα ήδη πάρει την απόφασή μου δίχως ενοχές- διάβασα το οπισθόφυλλο… το πήρα.

Από τις πρώτες γραμμές κατάλαβα πως το λογοτεχνικό ύφος που διαπνέει αυτό το βιβλίο είναι αρκετά ομαλό και ακύμαντο, δίχως να προκαλεί με αδόκιμους υφολογικούς ακροβατισμούς και φιλόδοξους νεολογισμούς, απόλυτα εναρμονισμένο μ’ αυτό που καλούμε «καθαρή και στέρεα γραφή». Είναι δε τόσο σωστή η σύνταξη και η επιλογή των λέξεων που προκαλεί ένα συναίσθημα… δυσάρεστο, παρόμοιο μ’ εκείνο που δοκιμάζει κάποιος όταν ακούει έναν ξενόγλωσσο να του απευθύνεται στη δική του γλώσσα με πλήρη σαφήνεια και ορθότητα, ξεδιαλέγοντας τις λέξεις μία-μία από λεξικό. Παρομοιώσεις ελάχιστες, γλωσσική επινοητικότητα τείνουσα στο απόλυτο μηδέν. Για κάποιον που έχει συνηθίσει στις δονήσεις της λογοτεχνικής έντασης, στις αδόκιμες σχοινοβασίες ενός λόγου που βγαίνει από τα μύχια της ψυχής του συγγραφέα, ο τρόπος γραφής του μυθιστορήματος αυτού φαντάζει εν πολλοίς άνοστος και άγευστος.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το θέμα του εν λόγω μυθιστορήματος πηγάζει από μια θεματολογία μυστικισμού –όπως, εξάλλου, συμβαίνει στο πλείστον της σύγχρονης διεθνούς λογοτεχνίας- που είχε παραμεληθεί και ενταφιαστεί για καιρό: πρόκειται για το μύθο του Δράκουλα των Καρπαθίων, του Βλαντ Τσέπες, Βλαντ Ντράκουλα, Βλάντ του Ανασκολοπιστή κ.τ.λ. Το γιατί είχε παραμεληθεί σκόπιμα η ιστορία του τα τελευταία χρόνια είναι, θαρρώ, ηλίου φαεινότερο. Έπειτα από δεκάδες, ή ακόμη κι εκατοντάδες απόπειρες δραματοποίησης της συγκεκριμένης ιστορίας στον κινηματογράφο κατάντησε να γίνει γραφική, όπως η ιστορία των ιπτάμενων δίσκων, κακοφθαρμένη όπως ένα πολυφορεμένο, πολυκαιρισμένο ρούχο. Όταν ένας μύθος εξαντλείται πλήρως από τις πάμπολλες και ποικιλότροπες επαναλήψεις, τότε οι άνθρωποι με ανακούφιση τον στέλνουν στο περιθώριο, στο χρονοντούλαπο της οικουμενικής συνείδησης για κάποιο χρονικό διάστημα. Μπορεί, άραγε, κανείς να γελά συνεχώς; Πρέπει να κλάψει και λίγο, ώστε την επόμενη φορά που θα γελάσει ξανά να είναι από πηγαία χαρά και όχι από συνήθεια.

Είναι αλήθεια ότι ο μεσαιωνικός μυστικισμός, ο αποκρυφισμός και η συνωμοσιολογία καταλαμβάνουν, πλέον, μια μερίδα διόλου ευκαταφρόνητη στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ναΐτες, Αλχημιστές, Ροδόσταυροι, ενδοεκκλησιαστικές αιρέσεις, Τέκτονες, Μασόνοι από τη μια, Απόκρυφα Ευαγγέλια, Ευαγγέλιο του Ιούδα, Τορά και άλλα «ιερά» κείμενα από την άλλη έχουν απλώσει το ζόφο τους πάνω από την έρμη ανθρωπότητα που περιμένει καρτερικά –ίσως με μια δόση μαζοχισμού- το τέλος του κόσμου. Ανθρωπολόγοι, ιστορικοί, μεσαιωνολόγοι, μεσιανιστές, δωδεκαθεϊστές και λοιποί «ειδικοί» αποφαίνονται από καθέδρας, βγάζουν χρησμούς αμφίσημους που μονάχα κάποιοι εκλεκτοί μυημένοι μπορούν να αποκωδικοποιήσουν. Μες σ’ αυτό το υπέρκορο από αναθυμιάσεις οπίου και λαβδάνου κλίμα δεν μπόρεσε η Elizabeth Kostova να αντισταθεί στην παρόρμηση να γράψει μια δική της ιστορία πάνω σ’ ένα θέμα για το οποίο είναι ειδικός, λόγω πανεπιστημιακών σπουδών μα και καταγωγής. «Γιατί ο Δυτικός Μεσαίωνας να μονοπωλεί το ενδιαφέρον», σκέφτηκε. «Τι το υποδεέστερο έχει ο Βυζαντινός Μεσαίωνας, ώστε να παραμερίζεται τόσο άσπλαγχνα;» Κι έτσι άνοιξε το μπαούλο της απ’ όπου ανέσυρε όλα τα ένδοξα σύμβολα του παρελθόντος: σκόρδο, σταυρούς, ασημένια εγχειρίδια, ασημένιες σφαίρες και πασσάλους και ξεκίνησε τη δική της πεισμωμένη «Σταυροφορία»…

Ίσως δεν ενοχλούσε τόσο πολύ τον αναγνώστη η πλοκή που η συγγραφέας διάλεξε για το έργο της, αν δεν είχε ενώπιόν του, δίκην εισαγωγικής σημείωσης, μια ιδιότυπη διακήρυξη της ίδιας της κυρίας Kostova. Στη διακήρυξη αυτή αποτάσσεται και αποκηρύσσει a priori πρότερους μύθους και δοξασίες περί του θρύλου του Δράκουλα και διαβεβαιώνει τον αναγνώστη ότι θα μιλήσει με τα παραδεδειγμένα και δόκιμα μέσα που διαθέτει απλόχερα η επιστημονική φαρέτρα της Ιστορίας. Φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να αποστρέφεται μέχρι σημείου βδελυγμίας το κλασικό μυθιστόρημα του Μπράαμ Στόκερ των τελών του 19ου αιώνα που εισήγαγε επίσημα στο ευρύ κοινό το μύθο του Δράκουλα, λέγοντας πως εκείνη θα προτιμήσει να μη διολισθήσει στη «φτηνή» και απαίδευτη αναπαραγωγή των λαϊκών δοξασιών. Αλίμονο, όμως. Πριν ο αναγνώστης προλάβει να χαρεί, βυθίζεται σύγκορμος… στη μαύρη απελπισία. Γιατί παρατηρεί ότι, όχι μόνο το παραδοσιακό οπλοστάσιο εξολόθρευσης βαμπίρ υφίσταται ίδιο κι απαράλλαχτο στην πλοκή του έργου, αλλά, επίσης, διαπιστώνει πως τα βαμπίρ (οι υποτακτικοί του πρίγκιπα Δράκουλα) «ζουν» και βασιλεύουν ακόμη και στις μέρες μας και έχουν διασπαρεί σ’ όλο τον πλανήτη, φτάνοντας μέχρι το Νέο Κόσμο, εδάφη άγνωρα για τον Παλιό Κόσμο της Ανατολικής Αυτοκρατορίας του δεύτερου ημίσεως του 15ου αιώνα, εποχή που βασίλευε ο εν λόγω αιμοδιψής μονάρχης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτενούς πλοκής, ο υπαινιγμός περί ύπαρξης του Δράκουλα στην εποχή μας μένει μετέωρος στον αιθέρα του Πιθανού και όλα δείχνουν ότι η λύση του «δράματος» εμπεριέχει την in vivo εμφάνισή του. Έτσι και γίνεται. Μετά από «εμπεριστατωμένη» επιστημονική έρευνα και αέναες περιπλανήσεις προς εξεύρεση της Ιστορικής Αλήθειας, ο Δράκουλας εισάγεται θριαμβικά στο προσκήνιο και παίζει τον μικρό, αλλά καταλυτικό του ρόλο, για να αφανιστεί κι αυτός τελικά με τρόπο εξοργιστικά απλό.

Πιστεύω πως τα προειρημένα αρκούν για να σχηματοποιήσει ο αναγνώστης μια ιδέα περί του βασικού άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ιστορία, δίχως να χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Μένει ένα τελευταίο σημείο που, ομολογώ, δε μπορώ να κρατηθώ να μην επισημάνω. Αναφέρομαι στο σχηματικό μοντέλο που η συγγραφέας επέλεξε για να παρουσιάσει την υπόθεση. Το μοντέλο αυτό συνίσταται σε τρία επίπεδα, τα οποία οριοθετούνται από χρονικές περιόδους διάδοχες, αλλά και σαφώς διαχωρισμένες μεταξύ τους από χρονικά χάσματα αρκετών ετών. Με άλλα λόγια, οι πρωταγωνιστές του έργου (πλην του ίδιου του Δράκουλα που υφέρπει και ελλοχεύει παντού και πάντα) είναι τρεις: η ίδια η συγγραφέας σε μια ηλικία στην οποία είναι μαθήτρια του σχολείου και ζει με τον πατέρα της, ο πατέρας της στην ηλικία των μεταπτυχιακών του σπουδών της Ιστορίας και, τέλος, ο καθηγητής του πατέρα της αρκετά χρόνια πριν. Στο πρώτο επίπεδο η Elizabeth Kostova γράφει σε πρόσωπο πρώτο ενικό σε ενεστώτα χρόνο. Στο δεύτερο επίπεδο (εκείνο του πατέρα της) η πλοκή προωθείται υπό τη μορφή εκτενούς αλληλογραφίας από τον πατέρα προς την κόρη, στην οποία εξιστορεί τα γεγονότα, και στο τρίτο και τελευταίο επίπεδο, ο καθηγητής του πατέρα της συγγραφέως αφηγείται, επίσης με τη μορφή επιστολών, τα γεγονότα στον πατέρα. Τελικός αποδέκτης όλων των επιστολών η κόρη που ξεκινά τη δική της αναζήτηση προκειμένου να δικαιώσει τις αποτυχημένες προσπάθειες δύο γενεών ανθρώπων για την ανακάλυψη της ακριβούς τοποθεσίας όπου είναι θαμμένος ο Δράκουλας.

Αν και έχω αρκετές ενστάσεις σε ό,τι αφορά στη σχηματική ανάλυση της πλοκής, εντούτοις, θα περιοριστώ να αναφέρω μονάχα μία. Μιλήσαμε προηγουμένως για τρία επίπεδα. Το δεύτερο επίπεδο (η εξιστόρηση των γεγονότων στην κόρη από τον πατέρα με τον έμμεσο τρόπο της ανάγνωσης επιστολών του πρώτου) απέχει πολύ από τη λογική και το ρεαλισμό. Αναφέρεται ρητώς μες στο κείμενο ότι τα γράμματα αυτά γράφτηκαν αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται και με μόνο σκοπό να τα διαβάσει κάποτε ο εξαρχής αποδέκτης τους: η κόρη. Αν και πρωτότυπο, το ύφος αυτό απέχει πολύ από το ν’ ακραγγίξει το αίσθημα του εφικτού και του λογικού του αναγνώστη. Και τούτο γιατί οι λεπτομέρειες με τις οποίες διανθίζονται τα γεγονότα και η ζωντάνια και πληρότητα των διαλόγων που εμπεριέχονται στις επιστολές αυτές δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να είναι αληθινά. Πρόκειται πιότερο για ένα σχήμα λόγου, στο οποίο και οι δυο πλευρές (συγγραφέας και αναγνώστης) συμφωνούν de facto ότι είναι θεωρητικό και ως μόνο σκοπό έχει να εμπλουτίσει υφολογικά την πλοκή, παρά να πείσει για την αλήθεια του.

Τελικά, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μυστηρίου ικανό να κρατήσει το ενδιαφέρον ενός αναγνώστη που τέρπεται από θεματολογίες αυτού του είδους και που, ως μοναδικό κριτήριο επιλογής βιβλίων έχει την ευχαρίστηση της περιπλάνησης σε τόπους και χρόνους μακρινούς και άγνωρους, παρουσιασμένους σ’ αυτόν μέσα από ένα πρίσμα ανάλαφρης ιστορικής θεώρησης. Αλίμονο, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι! Αν κάποιοι κατατρύχονται από την αγωνία του πεπερασμένου της ανθρώπινης ζωής και από την ανάγκη για αποδελτίωση της παγκόσμιας λογοτεχνίας προκειμένου να απομυζήσουν μονάχα το απόσταγμα αυτής, αυτό δε σημαίνει επ’ ουδενί πως δεν υπάρχουν πάμπολλοι άλλοι που αφήνουν τη ζωή να κυλά σε ράθυμους, αβίαστους ρυθμούς και αρέσκονται στο να ακούν κάθε λογής διηγήσεις δίχως να τις περνούν από το κόσκινο αυστηρών κριτηρίων.

Όπως και να ‘χει, πάντως, στο τέλος των 653 σελίδων αυτού του βιβλίου ο αναγνώστης αναφωνεί: “Vade retro Satana!”, φτύνει τρεις φορές στο πάτωμα και σταυροκοπιέται… έτσι για να είμαστε κι εμείς συνεπείς με το θέμα του βιβλίου για το οποίο γράψαμε αυτές τις λίγες αράδες…


Παναγιώτης Σιμιτσής

__________________________________

Πληροφορίες για το βιβλίο:


Στα Αγγλικά

Τίτλος: The Historian
Συγγραφέας: Elizabeth Kostova
1η έκδοση: 2005
Εκδόσεις:
_______________________

Στα Ελληνικά

Τίτλος: Ο Ιστορικός
Συγγραφέας: Ελίζαμπεθ Κόστοβα
Μετάφραση: Χριστιάννα Ελ. Σακελλαροπούλου
Εκδόσεις: Α. Α. Λιβάνη
1η έκδοση: 2005
ISBN: 960-14-1106-2
Σελίδες: 653
__________________________________

Εικόνες στο κείμενο:

1. Elizabeth Kostova's portrait
2. Vlad Dracula portrait
3. Vlad's full-length portrait, 17th century
4. Bram Stocker's portrait
5. Execution by impalement, 1617
6. Vlad's Portrait, Nuremberg, 1488
7. Vlad's Portrait, Nuremberg, 1520
8. Vlad's Portrait, Bamberg, 1491

__________________________________