Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Μ. Τ. - Το Τελευταίο Αντίο


Χτυπημένος από την οικονομική κρίση έψαχνα να βρω πού θα μπορούσα να γευματίσω τζάμπα. Κάθισα κάτω κι έσπασα το κεφάλι μου ώσπου, σε μια αναλαμπή του νου από εκείνες που μόνο η ανάγκη γεννά, το βρήκα! Θα πήγαινα να γευματίσω σε κάποια κηδεία. Στην αρχή η σκέψη και μόνο με έκανε να αγανακτήσω για την αποτελματισμένη μου κατάσταση, αλλά σιγά-σιγά η ντροπή αποχώρησε κι έδωσε τη θέση της στον αυτοσαρκασμό. Γιατί όχι; Μια χαρά φαγητό προσφέρουν οι τεθλιμμένοι συγγενείς στις κηδείες. Πλήρες γεύμα με κυρίως πιάτο, γλυκάκι, ακόμη και καφέ για τη χώνεψη. Και όλα αυτά εντελώς δωρεάν, για ένα καλό λόγο, για μια δέηση υπέρ του θανόντα. Αν το δει κανείς από αυτή την άποψη δεν είναι και τόσο κακό. Απεναντίας, θα προσέφερα και υπηρεσίες, θα έλεγα αυτό το “θεός σ’χωρέσ’ τον”, ή “ζωή σε σας” και τα τοιαύτα. Άρα, όσο ανάγκη είχα εγώ να γεμίσω τον καταπιώνα μου, άλλη τόση έχουν και οι συγγενείς των απανταχού θανόντων για ένα καλό λόγο. Αν τύχει, μάλιστα, η ψυχή του πεθαμένου να βαρύνεται με πολλά κρίματα, τότε ο καλός λόγος ενός ξένου έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από το φαγητό με το οποίο πρέπει να ανταμειφθεί γι αυτόν…

Καλά όλα αυτά. Αλλά σε ποια κηδεία θα πήγαινα; Άνοιξα την εφημερίδα στη σχετική στήλη. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή από το πρωί χωρίς να της δίνω σημασία. Την είχα για παρέα έτσι μονάχος όπως ζούσα. Τι αξία έχουν λίγες κιλοβατόρες ρεύματος μπροστά στην ψευδαίσθηση της συντροφιάς; Για να μην τα πολυλογώ, έτσι όπως ανίχνευα με το δάχτυλο τη στήλη με τις κηδείες στην εφημερίδα, κάτι στον αέρα πλανήθηκε που τάραξε την ψυχή μου. Είχα την αίσθηση ότι αυτό το κάτι έκανε την ατμόσφαιρα μες στο δωμάτιο ζοφερή και ψυχοπλακωτική. Ωστόσο, δεν μπορούσα να ταυτοποιήσω την προέλευση και την ακριβή ποιότητα αυτής της αίσθησης. Χωρίς να το καταλάβω άφησα την εφημερίδα και έστρεψα το βλέμμα στην τηλεόραση. Ήταν η τηλεπαρουσιάστρια της εκπομπής ΕΧΕΙ ΓΟΥΣΤΟ.

«Σήμερα το πρωί η Διοίκηση με ενημέρωσε ότι σήμερα είναι η τελευταία ζωντανή εκπομπή του “Έχει γούστο”…γιατί αύριο λήγουν οι συμβάσεις μιας σειράς δημοσιογράφων που παρουσιάζουνε εκπομπές, ανάμεσα σε αυτούς κι εγώ… δεν ήταν δική μου επιλογή, δεν ήταν επιλογή των συνεργατών μου… Εγώ έδωσα όλες μου τις δυνάμεις για να είμαι σωστή… Ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα (σπάσιμο φωνής από τη συγκίνηση)… για χαρά (τελευταίος αποχαιρετισμός εν μέσω δακρύων)».

Έμεινα για λίγο αποσβολωμένος. Το στομάχι μου σφίχτηκε και ένα νέο γουργουρητό διαπέρασε όλο το γαστρεντερικό σωλήνα… και αυτή τη φορά έμοιαζε με μουγκρητό. Ένα ανήμερο λιοντάρι βρυχιόταν μες στην κοιλιά μου, ένα θεονήστικο λιοντάρι που εκλιπαρούσε για μια μπουκιά φαγητό… έστω και κόλλυβα. Ο στόχος είχε εντοπιστεί και “κλειδωθεί”. Θα πήγαινα το λοιπόν σ’ αυτή την κηδεία κι ό,τι ήθελε ας γινόταν. Μισή ντροπή δική μου, μισή δική τους.

Στο νεκροταφείο γινόταν το “έλα να δεις”. Ο κόσμος στριμωχνόταν γύρω από μια λακκούβα, έτσι που νόμιζες πως αν τολμούσες να πλησιάσεις παράτολμα θα σε ρίχνανε κι εσένα μες στον τάφο και θα κηδευόσουν παράλληλα… Σαν το καλοσκεφτείς δεν είναι δα και τόσο κακή ιδέα: μια θέση δίπλα σε μια διασημότητα είναι ότι πρέπει για κάποιον “πεινασμένο”. Αν είναι να πεθάνεις από την πείνα, φρόντισε ο θάνατός σου να είναι τουλάχιστον ηρωικός. Αφού κλωθογύρισε για μερικά δευτερόλεπτα αυτή η αυτοκαταστροφική σκέψη, έσκασε το ίδιο απότομα όπως εμφανίστηκε, όμοια όπως ένα μπαλόνι που το φουσκώνουν υπέρμετρα για την αντοχή του.

«Ποιος είναι ο κοσμαγάπητος δυστυχής που μας άφησε χρόνους;» ρώτησα τάχα με ενδιαφέρον ένα διπλανό μου. Μεσοδρομίς της φράσης δυνάμωσα τη φωνή μου για να καλύψω ένα νέο βρυχηθμό του λιονταριού της κοιλιάς μου, έτσι που η εκφορά της ερώτησής μου μάλλον ακούστηκε γελοία κι αταίριαστη. «Δεν είστε συγγενής;» με αντιρρώτησε ο άγνωστος. Ωχ, την έβαψα, σκέφτηκα αμέσως. Θα χάσω το τσιμπούσι με τις βλακείες μου. «Πώς, πώς…» βιάστηκα να βεβαιώσω. Ο άλλος χαμογέλασε συνένοχα. «Μη νοιάζεσαι φίλε. Ούτε κι εγώ είμαι. Ακόμη, αμφιβάλω αν κανείς από όλους αυτούς ανήκει στο συγγενικό κύκλο». Με σκούντηξε με τον αγκώνα συνωμοτικά. «Άκουσα, πάντως, ότι θα επακολουθήσει καλό γεύμα…» συμπλήρωσε κλείνοντάς μου το δεξί μάτι. Ο άθλιος! Ο κανάγιας! Μα, τι σχέση είχα εγώ με τύπους σαν κι αυτόν… Έριξα το βλέμμα μου ένα γύρω στο πλήθος. Αταίριαστα πολύχρωμο. Τι παρδαλούρες, τι φαντασμαγορία του φανταχτερού! Άφησα το “συνένοχό” μου και χώθηκα μες στο πλήθος, σπρώχνοντας με χέρια, στήθος και κοιλιά. Κάντε στην άκρη, περνά το ανήμερο λιοντάρι! Κάποιοι άκουσαν τους βρυχηθμούς της κοιλιάς μου και σαστισμένοι έκαναν στην άκρη να περάσω. Μετά από ηρωικές προσπάθειες κι αγώνα έφτασα στο χείλος του λάκκου.

Μια ομάδα μαυροντυμένων ανδρών με ακριβά κασμίρινα κοστούμια και με αυστηρό ύφος και ζοφερό βλέμμα κρατούσαν μια μεγάλη κορνιζαρισμένη φωτογραφία που απεικόνιζε τη Μ. Τ. «Με το ένα, με το δύο, με το τρία…» είπαν, και πριν αποσώσουν το μέτρημα πέταξαν τη φωτογραφία μες στον υγρό λάκκο. «Ποιοι είναι αυτοί οι φοβεροί άνθρωποι;» ρώτησα μια κυρία που έκλαιγε λυγμικά απαρηγόρητη δίπλα μου. Εκείνη φύσηξε σαν τρομπέτα τη μύτη της με την κατακόκκινη άκρη σε ένα μαντήλι και γύρισε προς το μέρος μου. Είδα την εικόνα μου να τρεμοπαίζει μες στα υγρά ασπράδια των ματιών της, όμοια σα να καθρεφτιζόμουν σε μια λίμνη όπου έχει μόλις πέσει ένα βότσαλο. Χωρίς προειδοποίηση με αγκάλιασε και κόλλησε επάνω μου. Ρουφώντας διαρκώς τη μύτη της που έτρεχε πάνω στον ώμο μου, μου ψιθύρισε σιγανά στο αυτί, σα να επρόκειτο για κάποιο φοβερό μυστικό. «Αυτοί οι κακούργοι είναι η ΔΙΟΙΚΗΣΗ!» Η “ΔΙΟΙΚΗΣΗ”, σκέφτηκα… πολύ ενδιαφέρον. «Και ο παπάς που είναι;» ξαναρώτησα. «Παπάς δεν υπάρχει». «Και ποιος διάολο θα διαβάσει τα τελευταία λόγια;» Σαν να της είχα αγγίξει την πιο ευαίσθητη χορδή, η γυναίκα ξέσπασε σε ηχηρούς λυγμούς δίχως ν’ αποκριθεί. Ένας της “ΔIOIΚΗΣΗΣ” σήκωσε ψηλά ένα λάβαρο που έγραφε: “ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ”, κι αφού το ανέμισε για λίγο στον αέρα σαν να ήθελε μ’ αυτό τον τρόπο να το δείξει σε όλη την οικουμένη βροντοφωνάζοντας κάτι του στυλ: «εν τούτω νίκα», το πέταξε κι αυτό μες στο φρεσκοσκαμμένο χαντάκι. Έπειτα, δυο-τρεις πήραν τα φτυάρια ανά χείρας και άρχισαν να φτυαρίζουν. «Θεός σ’χωρέσ’την!» φώναξε το πλήθος.

Δεν κατάλαβα πότε εξαφανίστηκαν όλοι τους κι έμεινα ολομόναχος μπροστά στον τάφο. Ένα ρίγος με διαπέρασε σύγκορμο σα να φοβόμουν μην ανασυρθεί από το χώμα η φωτογραφία και με κοιτάξει κατάματα. “Εγώ έδωσα όλες μου τις δυνάμεις για να είμαι σωστή… Ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα…” Βρε λες να βρυκολακιάσει; Έφτυσα τρεις φορές στον κόρφο μου για παν ενδεχόμενο.

Η πλάση γύρω ήταν γαλήνια, όπως είναι πάντα καταμεσίς σ’ ένα ελληνικό νεκροταφείο. Ακούστηκαν τιτιβίσματα πουλιών. Το αεράκι, ανοίγοντας παιχνιδιάρικα δρόμο μες από τα πυκνά φύλλα των κυπαρισσιών, έσκαγε σα δροσερό φιλί πάνω στα μάγουλά μου. Μύριζε θυμάρι, νωπό χυμώδες χώμα και φρεσκοπλυμένο ολόλευκο μάρμαρο. Κοίταξα το διπλανό τάφο. Ήταν ένας γιγαντιαίος τάφος, μάλλον ομαδικός. Η ψηλή του επιτύμβια στήλη ήταν κατάστικτη από ονόματα, πολλά ονόματα. Θάρρησα πως εδώ ήταν θαμμένοι κάποιοι ήρωες, ή μάρτυρες. Έσυρα το βλέμμα μου ως την κορυφή της στήλης και διάβασα: “ALTER”. Δίπλα στον τάφο της αγαπημένης Μπήλιως υπήρχε μια ολάκερη σειρά από φρεσκοσκαμμένες λακκούβες που εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. “…Αύριο λήγουν οι συμβάσεις μιας σειράς δημοσιογράφων που παρουσιάζουνε εκπομπές…” ήταν τα στερνά της λόγια. Ψυχοπλακώθηκα. Δεν ξέρω για πόση ώρα έστεκα έτσι βουβός και συνοφρυωμένος, αλλά ένα γουργουρητό διέκοψε την θλιμμένη μου περισυλλογή επαναφέροντάς με στην τάξη. Καιρός να βρω τους υπόλοιπους…

 Μες στην αίθουσα δεξιώσεων επικρατούσε μια χάβρα. Οι ροτόντες κόντευαν να γκρεμιστούν από το βάρος όσων συναθροίζονταν γύρω τους για να ρουφήξουν με το χαρακτηριστικό παφλαστικό ήχο τον πικρό καφέ. Αλίμονο, είχα αργήσει και κινδύνευα να μη βρω ούτε μια γωνιά να σταθώ να φάω και να πιω. Το ξέφρενο βουητό που προκαλούσαν οι έντονες συζητήσεις έκανε την αίθουσα να μοιάζει με μελίσσι. Ωστόσο, η ατμόσφαιρα ήταν παντελώς ανομοιογενής και προκαλούσε αντικρουόμενα συναισθήματα.

Σε κάποια τραπέζια επικρατούσε θρήνος. Έβλεπες ευαίσθητες, λεπτεπίλεπτες κυρίες με σειρές από μαργαριταρένια κολιέ και καπέλα με φτερά να κλαίνε γοερά και κάποιες άλλες να σέρνουν μια αδιάλειπτη θρηνωδία τέτοια που όμοιά της μπορεί κανείς ν’ ακούσει σε αρχαία τραγωδία στην Επίδαυρο.

Σε κάποια άλλα τραπέζια επικρατούσαν χάχανα κι αστεϊσμοί. Σ’ αυτά συνωστίζονταν κάποιοι κύριοι καλοντυμένοι, με επίσημα μαύρα φράκα με ουρά και μονόκλ. Κάπνιζαν τα πούρα τους σαν να είχαν βολευτεί μ’ όλη τους την άνεση στην chesterfield πολυθρόνα της λέσχης των Κυρίων και είχαν το υπεροπτικό ύφος του Βρετανού αποικιοκράτη όταν διηγείται ιστορίες με παράξενους ιθαγενείς μιανής χώρας στην άκρη του Κόσμου. Ποιο να ήταν, άραγε, το αστείο που τους ανέβαζε τη διάθεση μια τέτοια στιγμή;

Υπήρχαν και τραπέζια στα οποία ο κόσμος ήταν κατά κύριο λόγο απλά ντυμένος και φανερά κακόκεφος. Ήταν ένα παρδαλό πλήθος μες στο οποίο ο καθένας ήταν ντυμένος όπως νόμιζε, δίχως φιοριτούρες και περιττά στολίδια. Αν και δεν είχαν αναμεταξύ τους κανένα κοινό ως προς την ένδυση, είχαν, ωστόσο, όλοι τους το ίδιο βλέμμα, το ίδιο διαπεραστικό βλέμμα που θαρρείς διαπερνούσε τα τραπέζια, την αίθουσα, ακόμη και το παρακείμενο νεκροταφείο και χανόταν σε κάποιο σημείο του ορίζοντα σαν να ήταν να το ρουφούσε μια φανταστική μαύρη τρύπα. Αυτοί ούτε χαχάνιζαν, ούτε έκλαιγαν, παρά μονάχα έπιναν σιωπηλά το μαύρο καφέ της παρηγοριάς. Είχαν όλοι τους το αυστηρό εκείνο βλέμμα που μόνο μια μεγάλη απόγνωση, ή ένας ασχημάτιστος θυμός προκαλούν.

Κατευθύνθηκα προς ένα τραπέζι με θρηνούσες κυρίες. Εντόπισα μία, είτε γιατί είχε το πιο όμορφο πρόσωπο, είτε γιατί μου γυάλισαν τα αστραφτερά μαργαριτάρια που ήταν αναπαυτικά καθισμένα πάνω στη στιλπνή επιφάνεια του κατάλευκου λαιμού της. Στάθηκα δίπλα της με τον καφέ μου ανά χείρας. Αφού ρούφηξα το καϊμάκι του με τις φουσκάλες γύρισα προς το μέρος της ακολουθώντας το φίνο άρωμα που ανάδιδε. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε ρυθμικά εξαιτίας των λυγμών. «Συγνώμη, αλλά γιατί κλαίτε;» αποτόλμησα να της απευθυνθώ. Εκείνη με κοίταξε παραξενεμένη. Για λίγο ένιωσα ότι ήμουν μια μεγάλη χοντρή και βρωμερή μύγα που είχε προσγειωθεί στο χείλος του φλιτζανιού της. «Γιατί κλαίω;» απόρησε με μια δόση ξέχειλης αγανάκτησης. «Εσείς γιατί θαρρείτε πως κλαίω;» μου αντιγύρισε με μπόλικη κακία στα μάτια. Έξυσα το κεφάλι μου με παράταιρα υπερβολικό θεατρινισμό. «Ξέρω κι εγώ; Για τη θανούσα;» Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης η εύθραυστη κυρία ξέσπασε σε λυγμούς δυνατότερους από πριν. «Αχ, καλή μας Μπήλιω! Γιατί μας άφησες! Τι θα απογίνουμε τώρα; Ποια μπορεί να γεμίσει ένα τέτοιο δυσαναπλήρωτο κενό πολιτισμού; Αλίμονο, ο πολιτισμός μας είναι φτωχότερος…» «Μα, ήταν τόσο καλή;… θέλω να πω… είχε τέτοιο υπόβαθρο η εκπομπή της;» διερωτήθηκα αφελώς. Εκείνη μου εκτόξευσε αναρίθμητα δηλητηριώδη βέλη μίσους. «Πώς να γνωρίζετε εσείς από… Πολιτισμό!» μου πέταξε όμοια σαν να με είχε φτύσει κατάμουτρα.

Το κλίμα ανάμεσα στις Κυρίες δε με βαστούσε άλλο και σιγά-σιγά και άδηλα αποχώρησα από την παρέα τους. Κατευθύνθηκα προς ένα από τα τραπέζια των εύθυμων Κυρίων και κόλλησα στην παρέα τους σα σπιούνος. «…ε, λοιπόν, εγώ θα ονόμαζα την εκπομπή αυτή ”ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΓΟΥΣΤΟ”…» αποτέλειωσε κάποιος από αυτούς τη γνώμη του και χασκογέλασε με χαιρεκακία. Η ομήγυρη ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Εγώ, πάλι, θα την ονόμαζα το ίδιο “ΕΧΕΙ ΓΟΥΣΤΟ” μιας και επρόκειτο για καθαρή σάτιρα!» προσέθεσε κάποιος άλλος δανδής που φαινόταν αρκετά καλοζωισμένος και όλος ενέργεια από την κορυφή ως τα νύχια. «Μα τι κακόγουστο και φτηνιάρικο σκηνικό», είπε ένας τρίτος σαν να μην ήταν αρκετό το θάψιμο της νεκρής με χώμα κι έπρεπε να ξαναθαφτεί, αυτή τη φορά με λόγια. «…Θυμηθείτε αγαπητοί μου πώς φερόταν στους καλεσμένους… τους έκοβε στα καλά του καθουμένου, δεν ήταν από πριν διαβασμένη για τη ζωή και το έργο τους… ήταν, εν ολίγοις, μια πραγματική κοροϊδία… και να σκεφτείτε ότι αυτό το κατασκεύασμα το πλήρωνε ο λαός όλα τα χρόνια για εκπομπή πολιτισμού, για να μορφωθεί και να ενημερωθεί! Αλίμονο…» Τα χάχανα μετατράπηκαν σε επευφημίες. Τους θαύμασα. Ήταν Κύριοι με τα όλα τους, με τα ωραία τους φράκα, ντυμένοι ολόσωμοι με μιαν αξιοζήλευτη σιγουριά και ταμπεραμέντο που προφανώς πήγαζαν από τις βαθιές γνώσεις τους για το θέμα του Πολιτισμού. Ζήλεψα κρυφά. Τους φθόνησα είν’ η αλήθεια. Έριξα ένα βλέμμα στον εαυτό μου, στα σκονισμένα παπούτσια μου, στο άθλιο τζιν παντελόνι και στη φθαρμένη πολυκαιρισμένη μπλούζα μου. Τι ξέρω εγώ από πολιτισμό; Τίποτα! Σε μια άλλη ζωή το δίχως άλλο θα γίνω σαν κι αυτούς. Είναι κάτι που μου χρωστά ο Θεός, δεν χωρά αμφιβολία.

Νιώθοντας όλο και περισσότερο άβολα ανάμεσα σ’ αυτή την παρέα, πήρα τα πόδια μου και σύρθηκα δειλά ως το τραπέζι με τους αμίλητους και σκεφτικούς. Θες το ντύσιμο, θες η επιφανειακή έλλειψη συναισθηματικής έκρηξης, ανάμεσά τους ένιωθα πιότερο ταιριαστός. Μα τι να σκεφτόταν όλοι τους; Γιατί ήταν αμίλητοι; Σκούντηξα με τον αγκώνα μου έναν απ’ αυτούς που έμοιαζε στην ηλικία μου και είχε μια περιβολή σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με τη δική μου. «Τι έχεις να πεις για τη μακαρίτισσα;» τον ρώτησα. Με κοίταξε με το ίδιο βλέμμα που κοιτούσε προηγουμένως τον απέναντι τοίχο της αίθουσας. Η ματιά του με διαπερνούσε σα να κοίταζε κάποιον πίσω μου κι εγώ να ήμουν φάντασμα. «Για τη συγκεκριμένη δεν έχω να πω τίποτα». «Μα πώς; Σε όλες τις άλλες παρέες όλο και κάτι είχαν να πουν» αντέτεινα με πείσμα. «Δεν με ενδιαφέρει η μακαρίτισσα, ούτε και η εκπομπή της». Στα λόγια του αυτά μου ξέφυγε ένα γρήγορο χάχανο. Είχα βρει τον άνθρωπό μου. Απ’ ότι φαίνεται είχε έρθει κι αυτός για το τσιμπούσι. «Τι λες να έχει για κυρίως γεύμα;» τον ρώτησα συνωμοτικά. Τότε το βλέμμα του μεταλλάχτηκε αίφνης από διαπεραστικό κι αόριστο σε συγκεκριμένο και με κάρφωσε επιπληκτικά. «Δεν με ενδιαφέρει τι θα έχει για φαγητό!» με μάλωσε. «Και τότε γιατί είσαι εδώ βρε άνθρωπε του θεού;» ρώτησα αδιάκριτα. Εκείνος με άδραξε από τη μπλούζα και με έφερε μια ανάσα από το πρόσωπό του. Η έκφρασή του είχε μαλακώσει και όλα τα χαρακτηριστικά του φανέρωναν θυμό. «Άκουσε με καλά,» μου είπε κοφτά. «Αυτό είναι μονάχα η αρχή. Η Μπήλιω είναι μια πρωτομάρτυρας. Θα επακολουθήσουν κι άλλοι. Είδες τους ανοιχτούς τάφους;» Του έγνεψα ναι με μια κίνηση του κεφαλιού μου. Εκείνος με ελευθέρωσε από την αρπάγη του. «Μου αρκεί η δήλωσή της: “…εγώ έδωσα όλες μου τις δυνάμεις για να είμαι σωστή…”. Δεν θέλω κάτι άλλο. Ήταν μια μέτρια εκπομπή. Καλύτερη, όμως, από το τίποτα. Καλύτερη από τις παρέες των γκέι που αλληλοτρίβονται και χαριεντίζονται μεταξύ τους ξεφωνίζοντας σαν υστερικές γυναικούλες. Πριν είχα κάτι, κάτι μέτριο, αλλά είχα κάτι. Τώρα μου το στέρησαν. Σε λίγο θα βλέπω μονάχα μάγειρες, κουτσομπόλες και μόδα. Σε ρωτώ, λοιπόν: χάρηκες που τη θάψαμε;»

Έμεινα για λίγο σκεφτικός. Θυμήθηκα τις παράτες των homunculi στα τηλεοπτικά πάνελ των εκπομπών που ονομάζουν lifestyle. Θυμήθηκα τα ανοιχτά παράθυρα πολιτικών εκπομπών απ’ όπου κάποια άλλα γραβατωμένα ανθρωπάρια με φωνασκίες δίνουν μάχη για να υπερκαλύψουν ο ένας το μονόλογο του άλλου. Θυμήθηκα τις ανταποκρίσεις από τη Μύκονο με την κάμερα να ζουμάρει στα γυμνά μεριά και τα παραγεμισμένα με σιλικόνη στήθη. Θυμήθηκα ένα σωρό… από το σωρό.

Και μετά από μακρά αναπόληση απάντησα στο συνομιλητή μου: «Μου έκοψες την όρεξη. Δε θα φάω σήμερα, ξέρεις γιατί; Γιατί μου ήρθε αηδία!»

Π.Σ.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Νυχτερινοί Διάλογοι





-          Τι θα κάνω;!
-          Σχετικά με τι;
-          Τι θα κάνω, τι θα απογίνω ο άμοιρος, μπορείς να μου πεις; Ο χρόνος είναι τόσο λίγος, τόσο απελπιστικά περιορισμένος… δε φτάνει για τίποτε!
-          Μπορείς να μου πεις τι έχεις πάθει;
-          Χριστέ μου…!
-          Έλα, ηρέμησε… ηρέμησε και πες τα μου όλα με το μαλακό… με ακούς; Εμπρός; Με ακούς;
-          Τι … σ… πρ…πω. Άσε με ήσυχο! Είμ… έ… τίπ… Έν… μηδ…
-          Στάσου επιτέλους σε ένα μέρος. Μη μετακινείσαι γιατί χάνεται το σήμα σου και δε μπορώ να σε ακούσω.
-          Ω…
-          Α, μα θα κλείσω το τηλέφωνο αν συνεχίσεις έτσι! Σύνελθε!
-          Καλά. Σταματώ. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει νόημα πια…
-          Τι δεν έχει νόημα πια;
-         
-          Μ’ έχεις κουράσει τώρα τελευταία. Το ξέρεις αυτό; Πόσο πια ν’ αντέξω τη μελαγχολία σου και την απαισιοδοξία σου! Κατάντησα καταθλιπτική εξαιτίας σου.
-          Συγνώμη. Το ξέρω ότι εγώ φταίω για όλα! Για την καταστροφή και τη δική σου και τη δική μου, εγώ είμαι ο μόνος που φταίει!
-          Ε, βέβαια… οι αυτό-οικτιρμοί είναι ένα από τα συμπτώματα της πάθησης που σε δέρνει τελευταία. Δε θα μπορούσα να μην περιμένω κάποια δόση ενοχικής συμπεριφοράς μαζί μ’ όλα τα άλλα συμπτώματα του συνδρόμου που σε δέρνει.
-          Έχεις δίκιο, συγνώμη…
-          Τι συγνώμη και συγνώμη όλη την ώρα! Αμάν πια! Μου μαύρισες την ψυχή!
-          Έχεις δίκιο…
-          Όχι! Δεν έχω δίκιο! Πάψε πια! Σύνελθε!
-          Πώς να συνέλθω Σόνυα; Αφού είμαι ένα τίποτα. Ένα τίποτα απολύτως! Ξέρεις πόσο χρονών είμαι; Ξέρεις;
-          Όσο είμαι κι εγώ… και δεν χρειάζεται να το επαναλαμβάνεις συνέχεια αυτό! Να, λοιπόν, που τα κατάφερες πάλι να μου χαλάσεις τη διάθεση. Είμαστε τριάντα δύο χρονών. Είσαι ευχαριστημένος τώρα;
-          Δεν το εννοούσα έτσι όπως φαντάζεσαι. Άλλο εννοούσα…
-          Ξέρω τι εννοείς, δεν είμαι καμιά χαζή. Η ώρα είναι περασμένη και πρέπει να κοιμηθώ. Δε θα αντέξω την ίδια μονότονη συζήτηση και πάλι. Πάω να κοιμηθώ… καληνύχτα!
-          Στάσου! Μην κλείσεις!
-          Ωραία… πες ό,τι έχεις να πεις. Τελικά είμαι καταδικασμένη να ακούσω για άλλη μια φορά όλο το δραματικό μονόλογο από την αρχή.
-          Αν είναι έτσι… τότε καληνύχτα! Άντε να κοιμηθείς τον ύπνο του δικαίου! Δε θα σου ξαναμιλήσω ποτέ για ό,τι με απασχολεί και με βασανίζει. Ναι, λοιπόν, δε θα ξανακούσεις άλλη φορά τον αφόρητο αυτό μονόλογο.
-          Έλα τώρα… μην αντιδράς έτσι… πες μου, ακούω. Αφού ξέρεις ότι σ’ αγαπώ Πωλ και φοβάμαι για σένα έτσι όπως έχεις βουτηχτεί μες στην κατάθλιψη. Ας μιλήσουμε για κάτι χαρούμενο. Πες μου τι έκανες σήμερα;
-          Τι έκανα σήμερα; Τι έκανα σήμερα; Τι περιμένεις ρε Σόνυα να έχω κάνει σήμερα; Τι διαφορετικό από τα συνηθισμένα θα μπορούσα να έχω κάνει;
-          Καλά, τότε. Ας πούμε για το ταξίδι που θα ήθελα να κάνουμε…
-          Καμιά φορά θαρρώ πως δεν είσαι στα καλά σου!
-          Με προσβάλεις Πωλ. Είσαι τόσο δα κοντά στη διαχωριστική γραμμή…
-          Ε, μα τι να σου πω κι εγώ! Μιλάς και φέρεσαι λες και δεν έχεις ιδέα ποιο είναι το πρόβλημα που με βασανίζει!
-          Τόση ώρα το φέρνεις από δω, το φέρνεις από ‘κει… δε μπορείς να μην το ξεφουρνίσεις… ε, άντε, λοιπόν, πες το να ησυχάσεις!
-          Κάτι τέτοιες στιγμές πιστεύω πως δεν έχει νόημα η ζωή. Τι έκανα σήμερα; Τι έκανα χθες; Τι έκανα προχτές; Μια τρύπα στο νερό έκανα! Ένα ολοστρόγγυλο τίποτα!
-          Ωχ, Θεέ μου… υπομονή εαυτέ μου…
-          Ε, ναι, λοιπόν. Να κάνεις υπομονή. Οφείλεις να κάνεις υπομονή και να με ακούσεις.
-          Τι κακό έκανα η δύστυχη και τιμωρούμαι έτσι. Πωλ, νυστάζω. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πολύ ακόμη. Πρέπει να κοιμηθώ γιατί αύριο θα ξυπνήσω πάλι πρωί-πρωί για τη δουλειά. Ξέρεις πόσα παιδιά μου έχουν αναθέσει; Και σαν να μην έφτανε αυτό, το ένα τους υποπτευόμαστε ότι πάσχει από κυστική ίνωση. Καταλαβαίνεις τι θα πει αυτό; Μπορείς να φανταστείς τι διερεύνηση χρειάζεται και πόσες εξετάσεις πρέπει να παραγγείλω; Έχει ένα φάκελο σα βιβλίο μεγάλο και πρέπει να τον μάθω απ’ έξω.
-          Χέστηκα για το προβληματικό σου με την κυστική ίνωση!
-          Μη μιλάς έτσι!
-          Γιατί; Τι κακό είπα; Εδώ πεθαίνουν κάθε μέρα άνθρωποι υγιέστατοι από δυστυχήματα χωρίς να φταίνε σε τίποτα απολύτως κι εσύ ασχολείσαι με τελειωμένες περιπτώσεις!
-          Δεν είναι έτσι όπως τα λες. Εξάλλου, αυτή είναι η δουλειά μου και πρέπει να δείχνεις λίγο περισσότερο σεβασμό σ’ αυτή και να μη με προσβάλλεις έτσι εύκολα κι απερίσκεπτα. Μήπως εσύ δεν είσαι που πρέπει να αντιμετωπίσεις όλα τα πτώματα με τις καρδιακές ανεπάρκειες και να τα αναστήσεις;
-          Το παραδέχομαι, έτσι είναι. Τι θέλεις να πω; Να κάνω δήλωση μετανοίας; Όχι, δε θα σου κάνω τη χάρη. Εγώ τουλάχιστον παραδέχομαι πως έχω σιχαθεί τη δουλειά μου. Το λέω σε κάθε ευκαιρία.
-          Πωλ, πρέπει να κοιμηθούμε. Έλα, ας κλείσουμε τώρα και θα τηλεφωνηθούμε αύριο. Πέσε να κοιμηθείς για να ξεκουραστείς. Εφημερεύεις αύριο και πρέπει να έχεις καθαρό μυαλό.
-          Όχι! Θα μιλήσουμε! Δεν καταλαβαίνεις πόσο δυστυχισμένος είμαι; Αν δεν τα πω σε ‘σένα, σε ποιον θα τα πω να ξεθυμάνω;
-          Αυτός είναι ο σκοπός σου; Να ξεθυμάνεις;
-          …Και αυτός!
-          Λέγε... (Χριστέ μου τι τραβάω βραδιάτικα…)
-          Τι μουρμουρίζεις; Μίλα πιο κοντά στο μικρόφωνο γιατί δε σε ακούω.
-          Τίποτα… λέγε, λοιπόν.
-          Ξέρεις τον Kurt Weill; Έχεις ακούσει τίποτα γι αυτόν;
-          Ποιος είναι πάλι αυτός; Το όνομα αυτό μου ακούγεται κάπως γνωστό, αλλά δεν μου ‘ρχεται τίποτα συγκεκριμένο στο μυαλό αυτή τη στιγμή.
-          Βλέπεις, λοιπόν, που έχω δίκιο;
-          Σε τι έχεις δίκιο; Α, μα θα με σκάσεις απόψε!
-          Έχω δίκιο που σου λέω πως είμαστε και οι δυο ένα τίποτα, ένα μηδενικό, δυο απόλυτες ασημαντότητες!
-          Θα σε παρακαλέσω να μιλάς για τον εαυτό σου και μόνο. Εμένα μη με ανακατεύεις στις νυχτερινές υπαρξιακές σου αγωνίες.
-          Καλά, λοιπόν. Θα μιλήσω για μένα. Εσύ είσαι ευτυχισμένη μες στην άγνοιά σου! Αλλά, δε φταις εσύ! Κάνεις το καλύτερο για σένα. Αυτοπροστατεύεσαι. Έχεις εφεύρει ένα ολόκληρο μηχανισμό αυτοάμυνας απέναντι σε κάθε τι που θα μπορούσε να σε μειώσει. Μακάρι να ήμουν κι εγώ σαν κι εσένα, αλλά, βλέπεις, εγώ ξέρω πολύ καλά τον εαυτό μου, ξέρω τα πάντα για μένα. Δεν χρειάζομαι κανένα Ψυχολόγο ή Ψυχίατρο για να με αναλύσει και να μου αποκαλύψει το ποιος στ’ αλήθεια είμαι. Δε θα μπορούσα, όμως, να πω το ίδιο και για σένα…
-          Ώστε, χρειάζομαι και Ψυχίατρο τώρα. Δε φταις εσύ. Φταίω εγώ που υποβάλλομαι με τη θέλησή μου στο μεταμεσονύχτιο παραλήρημά σου.
-          Ώστε δεν ξέρεις τον Kurt Weill!
-          Όχι, δεν τον ξέρω! Ικανοποιήθηκες τώρα; Πες μου εσύ ποιος είναι για να μορφωθώ!
-          Αγάπη μου, ούτε εγώ τον ήξερα ως τώρα! Είναι, όμως, δυνατό να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο; Με ποιο δικαίωμα, άραγε, μιλώ για τέχνη; Πόσο θράσος έχω για να αυτοαποκαλούμαι συγγραφέας, όταν είμαι τόσο άσχετος για τα πάντα! Τι ξέρω, επομένως; Για ποιο πράγμα να γράψω; Τι συνδυαστικές σκέψεις να αποτυπώσω στο χαρτί; Δεν μπορεί όλα όσα γράφει κανείς να είναι μονάχα το αποκύημα της φαντασίας του γράφοντος, εικόνες, ιδέες και καταστάσεις πλήρως ασύνδετες με το υπαρκτό, κατακερματισμένες, αστήριχτες στο παγκόσμιο πολιτισμικό υπόβαθρο.
-          Μα ξέρεις τόσα πολλά! Έχεις διαβάσει τόσα και τόσα βιβλία…
-          Και τι μ’ αυτό καλή μου; Δεν έχω ιδέα από Τέχνη! Είμαι σχεδόν ολοκληρωτικά άξεστος!
-          Η κατάθλιψη σε κάνει να βυθίζεσαι στον αυτό-οικτιρμό και την αμφιβολία για τις δυνατότητές σου. Έχεις μελαγχολία, αυτό είναι όλο. Αν εσύ είσαι τόσο άσχετος, όπως λες, τότε τι είναι οι υπόλοιποι που αποτελούν τον περίγυρό μας; Οι περισσότεροι δεν έχουν διαβάσει βιβλία περισσότερα από τα δάχτυλα των δύο χεριών τους και, παρ’ όλα αυτά, τους βλέπεις τόσο ικανοποιημένους με τον εαυτό τους. Γιατί ταλαιπωρείς έτσι τον εαυτό σου!
-          Τώρα καταλαβαίνω γιατί εσύ είσαι ικανοποιημένη με τον εαυτό σου: χρησιμοποιείς ως βάση σύγκρισης τη μερίδα του κόσμου που σε βολεύει.
-          Μα, γιατί; Είσαι πάνω από το μέτριο. Αυτό δε σου φτάνει;
-          Όχι! Όχι! Δε μου φτάνει!
-          Σε παρακαλώ, μη φωνάζεις. Είναι περασμένη η ώρα και θα ξεσηκώσεις τους γείτονές  σου!
-          Δε με νοιάζει! Αφού είμαι ένα τίποτα, ένα ανθρωπάριο, ένα αλχημιστικό homunculus με παραφουσκωμένο εγωισμό και μονάχα περιαυτολογία. Μου αξίζει να πάω ακόμη και αυτόφωρο.
-          Θέλεις να ανοίξουμε το Skype για να μπορούμε να βλεπόμαστε και να μιλάμε ταυτόχρονα; Έλα, άνοιξε το πρόγραμμα, μπορεί να σου κάνει καλό…
-          Βαριέμαι ν’ ανοίξω τον υπολογιστή αυτή τη στιγμή. Καλά μιλάμε κι έτσι. Εξάλλου, δε μπορείς να με παρηγορήσεις γι αυτό που νιώθω ακόμη κι αν βλέπω την εικόνα σου.
-          Μην είσαι τόσο ταπεινόφρων, Πωλ. Αφού ξέρεις τόσα πολλά. Τι έχεις πάθει πάλι; Πιστεύω ότι απλά σε κούρασε η δουλειά και δεν είσαι ο εαυτός σου. Πέσε να κοιμηθείς για να ξυπνήσεις αύριο ξεκούραστος.
-          Είναι φορές που θαρρώ ότι καλύτερα θα ήταν να μιλούσα στον τοίχο, ή στον καθρέφτη γυρνώντας την πλάτη και απευθυνόμενος στον κώλο μου!
-          Γίνεσαι χυδαίος και δε μου αξίζει αυτή η συμπεριφορά. Πώς μιλάς έτσι στο κοριτσάκι σου. Γίνε λιγάκι γλυκός. Πες μου ένα τρυφερό λόγο. Έλα, σώπασε, θα πάμε ένα όμορφο ταξιδάκι στη Ρώμη και θα τα ξεχάσεις όλα.
-          Τι ταξίδια και διακοπές μου τσαμπουνάς; Τι να το κάνω το ταξίδι; Με ένα ταξιδάκι των πέντε ή επτά ημερών θαρρείς πως θα καλύψω τα τεράστια κενά που με ταλανίζουν, τα αγεφύρωτα εσωτερικά χάσματα που έχουν πλατύνει τόσο πολύ ώστε μοιάζουν πλέον με βάραθρα που θα με καταπιούν από στιγμή σε στιγμή; Αλίμονο, πιστεύεις ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα λύσει τα προβλήματά μας; Σύνελθε και βάλε το νου σου να δουλέψει λιγάκι. Μα τι θαρρείς; Ότι δεν θα επιστρέψουμε κάποτε από τη Ρώμη; Ε, λοιπόν, πού νομίζεις ότι θα βρεθούμε; Θα σου πω εγώ: θα ξαναπέσουμε στα ίδια βρωμερά σκατά, στην ίδια σκατοδουλειά και στην ίδια κι απαράλλαχτη σκατορουτίνα. Και τότε θα είναι ακόμη πιο σκληρή η πτώση, θα είναι μια τραγική πρόσκρουση. Ξέρεις πώς θα σου φανεί η πρώτη μέρα της επιστροφής σ’ αυτή την παλιοχώρα, σ’ αυτή τη σκουπιδόπολη που λέγεται Αθήνα με την άναρχη δόμηση και τις τσιμεντένιες πολυκατοικίες; Φαντάσου μονάχα την πρώτη ημέρα της επιστροφής σου στην Κλινική και… στην κυστική ίνωση. Τώρα δα μου 'ρθε στο νου μια εικόνα: πρόκειται για τους πρώτους στίχους του “Paradise Lost” του Milton.
-          Για πες μου…
-          Το έργο αυτό ξεκινά με την πτώση του Εωσφόρου και των δαιμόνων του και την καταβαράθρωσή τους στην Κόλαση μετά την πρώτη και συνάμα στερνή ουράνια μάχη που δόθηκε με τις λεγεώνες των Αρχαγγέλων. Ωραία παρομοίωση, θαρρώ, έκανα μόλις τώρα… συμφωνείς;
-          Βλέπεις, λοιπόν; Δεν είναι τα πράγματα τόσο τραγικά κι απέλπιδα όσο τα παρουσιάζεις. Διαπιστώνεις, επομένως, και μόνος σου ότι έχεις αρκετές γνώσεις και ένα στέρεο μορφωτικό υπόβαθρο όπου μπορείς να βασιστείς.
-          Αλήθεια, πιστεύεις ότι αυτή η αναφορά που μόλις έκανα σε ένα τόσο πασίγνωστο κλασικό έργο είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να επαίρομαι; Μα πρόκειται για κάτι τόσο γνωστό, ένα κοινό τόπο, κάτι αυτονόητο!
-          Μην το λες. Εγώ δεν ξέρω πολλούς που να το έχουν διαβάσει. Ούτε καν ποιος είναι ο Milton δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι. Γι αυτό σου λέω…
-          Με κοροϊδεύεις; Θαρρείς πως είμαι κανένα σχολιαρόπαιδο και μπορείς να με παραπλανήσεις και να με καθησυχάσεις με δυο γλυκές κουβέντες για να με βάλεις για ύπνο; Είσαι πολύ έξυπνη για να συνεχίζεις να μην καταλαβαίνεις την αγωνία μου!
-          Μα, αγάπη μου, δε μπορείς να τα ξέρεις όλα! Είσαι μικρός ακόμη…
-          Μικρός είναι κάποιος στα τριάντα δύο του; Άλλο πάλι και τούτο! Σε τέτοια ηλικία σταυρώθηκε ο Χριστός έχοντας προλάβει να κάνει ένα σωρό πράγματα! Ο Beethoven, ο Chopin και τόσοι άλλοι είχαν ως αυτή την ηλικία μεγαλουργήσει. Για να μην αναφέρω και άλλους αναρίθμητους από κάθε μετερίζι της Τέχνης!
-          Για τους συγγραφείς η ηλικία αυτή θεωρείται μικρή. Οι περισσότεροι έγιναν διάσημοι σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία. Άρα, έχεις ακόμη περιθώρια… (υποψία μειδιάματος στην άλλη άκρη της γραμμής)
-          Γελάς;! Με κοροϊδεύεις;! Δε φταις εσύ, εγώ φταίω που κάθομαι και σου εξομολογούμαι τις αγωνίες μου! Άντε, σε καληνυχτώ! Πήγαινε να κοιμηθείς τον ύπνο του δικαίου.
-          Όχι, όχι, ας μην κλείσουμε ακόμη!
-          Γιατί; Για να συνεχίσεις να με περιγελάς;
-          Δε σε περιγελώ. Σ’ αγαπώ όσο καμία άλλη σε τούτο τον κόσμο. Το ξέρεις…
-          Το ξέρω κούκλα μου, αλλά αυτό δε λύνει το πρόβλημά μου, ξέρεις. Είναι τόσο τεράστια η γνώση που συσσωρεύεται μέρα με τη μέρα. Νέα ονόματα πνευματικών ανθρώπων ξεχύνονται καθημερινά από τους τέσσερις ορίζοντες που νιώθει κανείς τόσο ανήμπορος για να μπορέσει να ακολουθήσει τις εξελίξεις. Και πόσο μάλλον, όταν δεν γνωρίζει καν όλους τους Κλασικούς…
-          Δηλαδή ο, πώς τον είπες πρωτύτερα…
-          Ο Kurt Weill.
-          Ναι, αυτός. Είναι κλασικός;
-          Δεν είναι κλασικός με την έννοια της χρονολογικής εποχής που έζησαν και μεγαλούργησαν οι Κλασικοί συγγραφείς και συνθέτες. Είναι το εικοστού αιώνα αυτός. Αλλά είναι πολύ γνωστός συνθέτης κυρίως στο χώρο του θεάτρου και συνεργάστηκε με τον Bertolt Brecht.
-          Ώστε έτσι… (ανεπαίσθητο χάχανο στην άλλη άκρη της γραμμής)
-          Πάλι μου φαίνεται ότι με κοροϊδεύεις…
-          Όχι, προς Θεού!
-          Ακόμη και σε ότι αφορά στον ίδιο τον Brecht κατάφερα μονάχα να διαβάσω ως τα τώρα το “Μυθιστόρημα της Πεντάρας” και έχω δει στο θέατρο την “Όπερα της Πεντάρας” και το “Μάνα Κουράγιο”. Πόσο τραγικό ακούγεται αυτό! Και θέλω να λέγομαι συγγραφέας, τρομάρα μου!
-          Μα, δε μπορείς να τα έχεις δει ή να τα έχεις διαβάσει όλα, τέλος πάντων.
-          Το “όλα” από το ελάχιστο ή το “σχεδόν τίποτα” απέχουν όσο η Γη από τον Ήλιο!
-          Ε, τότε, αν καίγεσαι τόσο πολύ να μάθεις για τον Brecht κάθισε και διάβασε…
-          Α, μα θα με βγάλεις από τα ρούχα μου! Δεν καταλαβαίνεις ότι το θέμα μου δεν είναι ο Brecht, ή ο Kurt Weill, ή ο οποιοσδήποτε μεμονωμένος δημιουργός που κατάφερε να σφηνωθεί μια για πάντα στην Παγκόσμια Ιστορία της Τέχνης. Τόση ώρα προσπαθώ να σου πω πως νιώθω ανεπαρκής, σχεδόν απαίδευτος! Και το χειρότερο είναι ότι πρέπει να χαλάω ώρες ολάκερες στην ιατρική και στο διάβασμα για παθήσεις και φυσιολογία και ιστούς και κύτταρα και οργανίδια και μόρια και όλες τις παραφυάδες της ματαιοδοξίας των ηλίθιων σύγχρονων ανθρώπων και της ανικανότητάς τους να συμβιβαστούν με το θάνατο. Μα είναι απαραίτητο, τέλος πάντων, να ζήσουν όλοι σε τούτο τον πλανήτη; Χιλιετίες επί χιλιετιών και αιώνες επί αιώνων που η Ιατρική ήταν μονάχα μια αγέννητη ιδέα στην εγκυμονούσα κοιλιά της Φιλοσοφίας αρχικά κι έπειτα της Επιστήμης, τι το κακό συνέβαινε, άραγε; Μήπως δεν επέζησε η ανθρωπότητα; Μήπως δεν γεννιούνταν διάνοιες και διανοούμενοι και φιλόσοφοι; Έχει, άραγε, τόση σημασία να επιζήσει το κάθε σύνδρομο Down από τη μία, ή το κάθε πτώμα των ενενήντα χρονών από την άλλη που το πετάνε κάθε τρεις και λίγο στα επείγοντα του νοσοκομείου πάνω σ' ένα φορείο γιατί σταμάτησε να σιτίζεται, ή γιατί ξαναπρήστηκαν τα πόδια του και δεν μπορεί να ανασάνει από το εκατοστό ως τώρα πνευμονικό οίδημα;
-          Σε καταλαβαίνω. Εξάλλου, τα έχουμε συζητήσει άπειρες φορές όλα αυτά. Εγώ δε σου έχω πει πρώτη ότι με μεγάλη μου χαρά θα παρατούσα την Ιατρική στην πρώτη ευκαιρία και θα ασχολούμουν με το γράψιμο; Τι να κάνουμε, όμως; Πρέπει να τα συμβιβάσουμε όλα. Βλέπεις, δε γεννηθήκαμε πλούσιοι για να μπορούμε να καθόμαστε και να ασχολούμαστε μονάχα με την Τέχνη.
-          Να, λοιπόν, που καταλήγεις στο ίδιο συμπέρασμα με ‘μένα! Τι δε μπορείς, επομένως, να καταλάβεις από αυτά που τόση ώρα προσπαθώ να σου πω;
-          Το ότι σε καταλαβαίνω δε σημαίνει ότι μπορώ να αντέχω κάθε βράδυ την ίδια κλαψούρα! Άντε, γιατί κι εγώ δεν έχω την καλύτερη ψυχολογία αυτή την περίοδο και προσπαθώ με νύχια και με δόντια να κρατηθώ από κάπου. Το τελευταίο που χρειάζομαι είναι κάποιος που κάνει ό,τι του είναι μπορετό για να με τραβήξει κι εμένα στο βόρβορο.
-          Ώστε έτσι!
-          Μην είσαι τόσο εύθικτος. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Απλά προσπαθώ να βρω μια μέση λύση και για τους δυο μας για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε σ’ αυτή την παλιοζωή. Με το να μοιρολογούμε και να καταριόμαστε ολοένα την Ιατρική και την καθημερινότητά μας δε βγαίνει τίποτε απολύτως.
-          Ε, κι εγώ σε διαβεβαιώ ότι όσο θα συνεχίζουμε να καταναλισκόμαστε από το διάβασμα και τις εξαντλητικές εφημερίες, δε θα μπορέσουμε ούτε τη μόρφωσή μας να συμπληρώσουμε, ούτε τους ορίζοντές μας να διευρύνουμε, ούτε και να αφιερωθούμε στο γράψιμο. Κι αν κάπου-κάπου καταφέρνουμε να κουτσογράφουμε και κανένα κειμενάκι, ποτέ δε θα τελειοποιήσουμε την τεχνική μας. Αν δεν αφιερωθείς σ’ αυτό που αγαπάς και μόνο ποτέ σου δε θα μπορέσεις να γίνεις κάποιος… Δε μπορείς να φανταστείς πόσο μ' έχει επηρεάσει "Η Ρόδινη Σταύρωση" του Henry Miller που διαβάζω αυτό τον καιρό. Πώς να μην θαυμάσεις το θάρρος ενός ανθρώπου που παράτησε το ρουτινιάρικο, ανιαρό του επάγγελμα και την καθημερινότητά του για να ζήσει συνειδητά μια μποέμικη ζωή όλο στερήσεις και ανέχεια προκειμένου να αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στη συγγραφή... Και, όπως λέει στο πρώτο βιβλίο αυτής της τριλογίας, στο "Sexus" σημασία δεν έχει τι έχεις καταφέρει για να έχεις μια κοινωνική θέση, αλλά τι έχεις θυσιάσει για να το καταφέρεις αυτό. Κι εμείς θυσιάζουμε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερα προκειμένου να γίνουμε κάτι που είναι άλλοι χιλιάδες σε τούτη τη ρημαδοχώρα, ενώ θα μπορούσαμε να αφοσιωθούμε στο γράψιμο και να ανήκουμε στους λίγους...
-          Αυτός ο Henry Miller στο λαιμό μου κάθεται πια. Από τότε που άρχισες να τον διαβάζεις μου έχεις πρήξει κυριολεκτικά το συκώτι. Ο Miller έκανε αυτό, ο Miller τόλμησε το άλλο, o Miller είναι μάγκας γιατί πήδηξε πολλές, ο Miller γνώρισε την περιπέτεια και τις γυναίκες... Ειδικά όταν ήσουν ακόμη στον πρώτο τόμο άλλο δεν άκουγα η άμοιρη από τις σεξουαλικές επιτυχίες του Miller σου. Ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα. Κι εσύ είσαι ελεύθερος να γνωρίσεις όσες γυναίκες τραβάει η ψυχή σου. Στο τέλος θα δεις ότι όλα είναι μάταια. Ως προς την επιτυχία δε στη συγγραφή σου έχω πει χίλιες φορές ότι εγώ δε θέλω να γίνω κάποια. Δε γράφω με σκοπό να γίνω διάσημη. Γράφω γιατί μ' αυτό τον τρόπο αποξεχνιέμαι και ταξιδεύω σε άλλους τόπους φανταστικούς και παραμυθένιους. Θα μπορούσα να γράψω χίλια μυθιστορήματα κι άλλα τόσα διηγήματα και να τα κλειδώσω σ' ένα συρτάρι για να μην τα δει ποτέ κανείς.
-          Σταμάτα πια να αυταπατάσαι! Δεν μπορεί κανείς να γράφει χωρίς να έχει ούτε καν στο πίσω μέρος του μυαλού του την έκδοση του κειμένου του και την επακόλουθη επιτυχία. Μη με παραμυθιάζεις εμένα που σε γνωρίζω τόσα πολλά χρόνια! Στον Πωλ μιλάς Σόνυα…
-          Αυτό που σου λέω είναι η πλέρια και μοναδική αλήθεια… και πίστευε εσύ ό,τι θέλεις. Δε με νοιάζει καθόλου!
-          Ώστε δε σε νοιάζει…
-          Όχι δε με νοιάζει.
-          Καιρός να πούμε καληνύχτα…
-          Ναι… Καληνύχτα, λοιπόν, Πωλ.
-          Καληνύχτα Σόνυα.
-          Μα… γιατί με λες Σόνυα απόψε;
-          Εσύ γιατί με λες Πωλ;
-          Έτσι για να μη μας καταλάβουν… (χαμόγελο)
-          Καληνύχτα Σ…
-          Σουτ!
-          Καληνύχτα κουκλίτσα και όνειρα γλυκά. Θα σου τηλεφωνήσω αύριο…


Παναγιώτης Σιμιτσής

 

Κυριακή 3 Αυγούστου 2008

Ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Touristus Cornelius Observus



Περί των ερειπίων, της αδειοσύνης, της ασημαντότητας και της ελαφρότητας των κατοίκων της πολίχνης Trikalum.

Τα παρακάτω γράφτηκαν από την ταπεινότητά μου, τον περιηγητή Touristus Cornelius Observus, το Σωτήριο έτος 2008 AD, κατά την περιήγησή μου στις ξεχασμένες πολίχνες μιας χώρας που αρχαιόθεν ονομάζεται Ελλάδα και που αποτελεί στον παγκόσμιο χάρτη μια μικρή, ασήμαντη χερσόνησο τοποθετημένη από τον Κύριό μας κατά τη Δημιουργία στα όρια μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.



Η πολίχνη Trikalum βρίσκεται στο κέντρο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Γεωτοπογραφικά είναι χτισμένη σε κάμπο και περιβάλλεται από μικρά χωριά χαρακτηριζόμενα από ένα κεντρικό δρόμο, χωράφια, χοιροστάσια και μερικά σπίτια εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου. Από αρχαιοτάτων χρόνων είναι συνδεδεμένη με τη μορφή του Ασκληπιού, του πατέρα της Ιατρικής επιστήμης και αυτό αποτελεί την αιτία που η πλειονότητα του νεανικού της πληθυσμού ονειρεύεται να σπουδάσει την Ιατρική και να διαπρέψει σ’ αυτή στην ευρύτερη περιοχή των Σλαβικών χωρών.

Κατά την είσοδό μου στην Trikalum δεν συνάντησα φρούριο, ούτε πύργους, ούτε τείχος, ούτε καν ερείπια αυτών των γνώριμων κατασκευασμάτων. Μάρτυς μου ο Κύριος ημών, έμεινα κατάπληκτος και στάθηκα άπραγος, ξύνοντας ερωτηματικά με τα δάκτυλά μου το τριχωτό της κεφαλής μου, να κοιτάζω ένα γύρω την απεραντοσύνη του κάμπου, όπου τίποτα δε μαρτυρούσε την ύπαρξη πόλης. Άραγε, πώς προστατεύονται οι κάτοικοί της; Μήπως βρίσκονται σε καιρό ειρήνης, ή μήπως η πόλη όπου πηγαίνω έχει αλωθεί κι ερημωθεί; Αυτά και άλλα σκεπτόμενος, έριξα το δισάκι μου ξανά στον ώμο, έσφιξα στο δεξί μου χέρι το μπαστούνι μου και προχώρησα προς τα εκεί όπου με πήγαινε ο δρόμος. Καθώς προχωρούσα ο ήλιος έκαιγε το άμοιρο κεφάλι μου έτσι που να κινδυνεύω να λιποθυμήσω, αφού ούτε αέρας φυσούσε από πουθενά, ούτε θάλασσα υπήρχε κοντά κι ο αδυσώπητος ήλιος που είχε ανέβει ήδη ψηλά στον ουράνιο θόλο έκαιγε τις πυρωμένες πέτρες και τη χαμηλή βλάστηση τριγύρω.

Και τότε συνάντησα τα πρώτα δείγματα ανθρώπινης δραστηριότητας. Δεν ήταν τίποτε άλλο από μάντρες περιφραγμένες με μεταλλικά πλέγματα, όπου εντός τους είχαν σωρούς από σιδερένια αντικείμενα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, σε μια τραγικά παραμελημένη κατάσταση διάβρωσης και σκουριάς. Μες σε κάποιες άλλες μάντρες πιο πέρα υπήρχαν παραταγμένες στη σειρά τερατώδεις μηχανές και τροχοφόρα. Ήμουν όλος απορία και μιας και ήμουν ολομόναχος στο δρόμο, δίχως να συναντήσω κανένα άλλο περιηγητή, ή απλό περαστικό, πλησίασα το φράχτη μιας τέτοιας μάντρας για να διαβάσω την πινακίδα: «Μεταχειρισμένα φορτηγά και αγροτικά μηχανήματα». Μα πού πήγαινα, τέλος πάντων; Πού ήταν η μεγαλόπρεπη είσοδος της πόλης; Αγία Μαρία, αναφώνησα, συγχώρησέ με για τα κρίματα που έκανα στη ζωή μου, για ό,τι κακό σκέφτηκα, ή έπραξα και για όλες τις φορές που με τη στάση μου προσέβαλα τον Κύριό μας, Ιησού Χριστό. Μη με αφήνεις ανερμάτιστο να χαθώ σε τούτο τον άθλιο τόπο, προστάτεψέ με από κάθε βάρβαρο, κάθε θεριό και κάθε δαίμονα που τυχόν βρεθεί στη στράτα μου! Και σκεπτόμενος αυτά και σταυροκοπούμενος από μια απροσδιόριστη φοβία, συνέχισα την πορεία μου.

Αφού περπάτησα αρκετές εκατοντάδες μέτρα ακολουθώντας την άκρη του δρόμου άρχισα να βλέπω τα πρώτα σπίτια. Επρόκειτο για κτίρια ακαλαίσθητα, ανομοιόμορφα, μουντά. Δίπλα σε μια παράγκα έβλεπες να υψώνεται ένα τριώροφο, ή τετραόροφο βλοσυρό κτίριο, με έκδηλα τα σημάδια της φθοράς του χρόνου στις βεράντες και τα μπαλκόνια του, και με ταράτσα κατάφορτη από ένα πραγματικό δάσος από σιδερένιες κεραίες, έτσι που έμοιαζαν με πελώρια βέλη που είχαν καρφωθεί εκεί πάνω μετά από τον τοξοβολισμό των μυριάδων Περσών στη μάχη των Θερμοπυλών. Οι παράγκες ήταν από τσίγκο και τσιμέντο και είχαν μια μεγάλη είσοδο από το ερεβώδες βάθος της οποίας έχασκαν χαλασμένα τροχοφόρα μηχανήματα, όμοια όπως από το στόμα συφιλιδικών χάσκουν τα απαίσια δόντια τους. Διάβασα μια πινακίδα κρεμασμένη πάνω από την είσοδο μιας από αυτές τις παράγκες: «Βουλκανιζατέρ ο Κώτσιος» και μια άλλη: «Ελαστικά ο Μήτσιος» και λίγο πιο πέρα ακόμη μία: «Μάρμαρα – Γρανίτες, Faltacius Athanasius». Σκέφτηκα να κάνω μεταβολή και να γυρίσω εκεί απ’ όπου είχα έρθει και, μάρτυς μου ο Κύριος, θα το έκανα αν δεν συναντούσα για καλή μου τύχη ένα περαστικό που είχε σταθεί και με κοίταζε με προσβλητική περιέργεια από την κορυφή ως τα νύχια. «Καλέ μου κύριε», τον ρώτησα, «μπορείτε να μου πείτε που βρίσκομαι; Είναι η πόλη Trikalum, ή κάποιος άλλος τόπος που δεν αναφέρεται στους γνωστούς μας χάρτες;» Εκείνος έσκασε στα γέλια και μου απάντησε δίχως περιστροφές και τύπους σε μια ιδιότυπη διάλεκτο: «Τι σι σι ρε φίλε; Από πού ξιφύτρωσις; Στα Τρίκαλ’ είσι. Άι, άι…» Και αφού έκανε δυο στροφές γύρω μου και με περιέπαιξε για μερικά λεπτά όπως έκαναν οι Φιλισταίοι στον τυφλωμένο Σαμψών, με άφησε και συνέχισε το δρόμο του.

Μ’ αυτά και με άλλα προχώρησα, αφήνοντας πίσω μου την εξοχή και εισχωρώντας όλο και περισσότερο στην Trikalum. Όσο, όμως, κι αν έψαχνα με το βλέμμα μου, δεν έβλεπα πουθενά κάποιο μεγαλόπρεπο κτίριο, μια αψίδα, ένα οβελίσκο, ένα ναό… τίποτα παρά μονάχα κτίρια της μορφής που προανέφερα. «Δε μπορεί, θα υπάρχει κάποιο μουσείο, κάποιο μέγαρο που θα υμνεί τη μεγαλόπρεπη ιστορία αυτού του τόπου», σκέφτηκα και με τη σκέψη αυτή αναπτερώθηκαν προς στιγμή οι ελπίδες μου και συνέχισα την πεζοπορία ανάμεσα σε σπίτια που δεν είχαν τίποτε να πουν και τίποτε για να καυχηθούν. Κάποτε έφτασα σ’ ένα παραμελημένο χώρο, σκαμμένο και περιφραγμένο με σιδερένιο φράχτη, όπου εντός του υπήρχαν διάσπαρτες πέτρες και πύλοι, μα πουθενά αγάλματα, κτερίσματα, μαρμάρινοι κίονες, αναθήματα, ή κάτι που να θυμίζει αρχαίο πολιτισμό. Στήθηκα εκεί και βάλθηκα να ρωτώ τους περαστικούς αν γνώριζε κανείς τους να μου πει ποιος ήταν αυτός ο χώρος. Πέρασαν πολλοί μα κανείς τους δεν ήξερε. Ήταν όλοι τους νέοι, κάτω από τα σαράντα, και όλοι τους με κοίταζαν ερωτηματικά και με κάποια αποστροφή, οφείλω να πω. Έμοιαζαν βιαστικοί να πάνε κάπου συγκεκριμένα και ήταν όλοι τους ντυμένοι με επίσημα ρούχα. Στο τέλος στάθηκα τυχερός κι έμαθα. Ήταν το αρχαίο Ασκληπιείο. Ένα δέος με κατέλαβε ευθύς. Μα πώς είναι δυνατό να είναι ένας τέτοιος χώρος τόσο παραμελημένος και ξεχασμένος; Τι λογής άνθρωποι είναι ετούτοι που δεν γνωρίζουν καν την ιστορία αυτού του ιερού χώρου; Ίσως, πάλι, ετούτη η πόλη να έχει κάτι ακόμη πιο σημαντικό να επιδείξει, που το Ασκληπιείο να μοιάζει με ασήμαντο λάκκο… είμαι περίεργος να μάθω…

Αποφάσισα τότε να ακολουθήσω το πλήθος και να κατευθυνθώ εκεί όπου πήγαιναν όλοι. Έτσι όπως ήμουν ρακένδυτος, με τα τριμμένα ρούχα μου και τα άθλια σανδάλια μου με τις φαγωμένες σόλες, αισθάνθηκα κάπως άσχημα μιας και έβαλα τον εαυτό μου ασυναίσθητα σε σύγκριση με τους νέους που κυκλοφορούσαν αμέριμνοι και χαρούμενοι παντού γύρω μου. Προσπάθησα να αναθαρρήσω ενθυμούμενος τα ιερά λόγια του Ευαγγελίου περί πενίας και Παραδείσου και προχώρησα. Ήταν μόλις δώδεκα το μεσημέρι και, όσο πλησίαζα στο κέντρο της πόλης, τόσο οι δρόμοι έσφυζαν από κόσμο και ζωή. Αναρωτήθηκα πού να βρέθηκαν τόσοι άνθρωποι στους δρόμους και με ποιες εργασίες ασχολούνταν ώστε να μπορούν να περπατούν αμέριμνοι κι ευτυχισμένοι μια τέτοια ώρα.

Διάβηκα ένα γεφύρι και βρέθηκα αίφνις στην αρχή ενός πλακόστρωτου δρόμου που, όπως έμαθα, λεγόταν «Οδός Ασκληπιού», ή σκέτα «Ασκληπιού». Πλήθος ανθρώπων καθόταν σε καρέκλες εκατέρωθεν του δρόμου και έπιναν νωχελικά των καφέ τους μην ξεκολλώντας το διερευνητικό τους βλέμμα από τον κόσμο που περπατούσε. Γέλια και χάχανα, φωνές και μουρμουρητά, τραγούδια και μουσικές από τα διπλανά μαγαζιά ανάκατες σε ένα συνονθύλευμα που σου τρυπούσε το τύμπανο του αυτιού. Μία πραγματική πανήγυρις, μια γιορτή. «Κάποιος Άγιος θα γιορτάζει και γι’ αυτό είναι όλοι έξω» σκέφτηκα. Μα σαν το καλοσκέφτηκα, και μιας και γνωρίζω όλους τους βίους των Αγίων της Μητέρας μας Εκκλησίας, δε μπόρεσα να εντοπίσω στο νου μου κάποια μεγάλη γιορτή. Ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες, μια εργάσιμη ημέρα. Διέσχισα με βιασύνη το δρόμο καθώς ένιωσα τα ξεφτισμένα μου ρούχα να γίνονται όλο και βαρύτερα, σχεδόν αβάσταχτα πάνω στο ταλαιπωρημένο από την πολυήμερη οδοιπορία κορμί μου και τούτο γιατί ντρεπόμουν που ήμουν ο μόνος κακοντυμένος ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος. Τι γύρευα εγώ εκεί; Εξάλλου το συγκεκριμένο μέρος δεν είχε τίποτα να μου προσφέρει: δεν υπήρχε ούτε ένα αρχιτεκτονικό θαύμα, ούτε ένας χώρος άξιος λόγου από αισθητικής, ή ιστορικής άποψης.

Αφού βγήκα από τον πολύβουο πεζόδρομο με τις «καφετέριες» συνέχισα πάνω στην κύριο οδό στηριζόμενος στη μαγκούρα μου και νιώθοντας τις πατούσες μου να καίνε από την κούραση. Είδα δυο – τρία μικρά βιβλιοπωλεία αδειανά από κόσμο, που στις προθήκες τους είχαν μια χούφτα βιβλίων, τετράδια και γραφικά είδη. Έπειτα έφτασα έξω από ένα ανατριχιαστικά ακαλαίσθητο δημοτικό κτίριο από άχαρο τσιμέντο και σιδερένια κάγκελα που υποτίθεται πως στέγαζε τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Προς μεγάλη μου έκπληξη, όμως, ήταν παντελώς άδειο και κανείς δεν απάντησε όταν χτύπησα την κεντρική θύρα για να μπω.

Είχε πέσει το σούρουπο και η ζέστη συνέχιζε να είναι αφόρητη. Είχα ήδη διασχίσει την πόλη Trikalum από άκρου εις άκρο τρεις φορές κι όσο κι αν έψαξα, όσο ευσεβείς κι αν ήταν οι πόθοι μου, όσες επικλήσεις κι αν έκανα στους αρχαίους και στους δικούς μας Αγίους, όσο κι αν πάσχισα να διατηρήσω τις ελπίδες και την καλή μου προαίρεση, δεν βρήκα τίποτα άξιο λόγου, μονάχα κάποια σπαράγματα από αλλοτινούς καιρούς, ελάχιστες ενδείξεις της ιστορίας. Συνάντησα πλήρη αδιαφορία για το πνεύμα και τη φιλοσοφία. Βρήκα μονάχα εξοργιστικά εύθυμους ανθρώπους που πάντα κάτι έπιναν, που πάντα κοιτούσαν διερευνητικά τους περαστικούς από την καρέκλα όπου άραζαν, που μιλούσαν με μια βαριά προφορά και που στις φράσεις τους το μονοπώλιο κατείχαν οι άγνωστες σε μένα λέξεις: «γκόμενες», «σχέσεις», «ευρουλάκια», «δάνειο», «BMW», «Μύκονος».

Οι κάτοικοι της πολίχνης Trikalum εργάζονται σε περίεργα επαγγέλματα όπου δε χρειάζεται να είσαι στο χώρο της δουλειάς εν ώρα υπηρεσίας, αλλά μπορείς αντ’ αυτού να κάθεσαι κάπου που σερβίρουν καφέ σε ψηλό ποτήρι με καλαμάκι. Ζουν δίχως περίσκεψη και οδηγούν σχεδόν όλοι ψηλά οχήματα που κινούνται και στους τέσσερις τροχούς και τα παρκάρουν στην πρόσοψη των μαγαζιών αναψυχής για να τα βλέπουν όλοι όσοι τυχαίνει να περνούν από εκεί. Αν σταθείς να τους μιλήσεις σε ειρωνεύονται με ύφος υπεροπτικό και σε εκλαμβάνουν de facto ως κατώτερό τους. Αν περάσεις από μπροστά τους σε κοιτούν από την κορυφή ως τα νύχια για να βρουν που βρίσκεται ραμμένο το επώνυμο σήμα πάνω στα ρούχα σου.

Ένας άστεγος αλήτης που ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς σε ένα παγκάκι μου είπε πως κι εκείνος ζούσε έτσι πριν από λίγο καιρό, αλλά μια αποφράδα ημέρα οι καταραμένες τράπεζες όπου χρωστούσε του τα πήραν όλα, του έκλεψαν την «porche» (βάζω αυτή τη λέξη σε εισαγωγικά γιατί ακόμη δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει) , την εξοχική έπαυλη, το κατάστημά του. «Οι παλιο-Ομβριοί σου τάζουν τον ουρανό με τ’ άστρα κι έπειτα σου τα παίρνουν όλα» μου είπε με την πρόσκαιρη οργή που προκαλεί στον άνθρωπο η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Ήταν ο τελευταίος κάτοικος της Trikalum που συνάντησα…


____________________________________
Αφορμή για το κείμενο αυτό στάθηκε το κείμενο του Ammianus Marcellinus (c.330-395 CE) με μεταφρασμένο στα αγγλικά τίτλο: "The Luxury of the Rich in Rome", c.400 CE. Το κείμενο φιλοξενείται στο Medieval Sourcebook (http://www.fordham.edu/halsall/sbook.html) στο παρακάτω link:
http://www.fordham.edu/halsall/ancient/ammianus-history14.html