Κυριακή 3 Αυγούστου 2008

Ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Touristus Cornelius Observus



Περί των ερειπίων, της αδειοσύνης, της ασημαντότητας και της ελαφρότητας των κατοίκων της πολίχνης Trikalum.

Τα παρακάτω γράφτηκαν από την ταπεινότητά μου, τον περιηγητή Touristus Cornelius Observus, το Σωτήριο έτος 2008 AD, κατά την περιήγησή μου στις ξεχασμένες πολίχνες μιας χώρας που αρχαιόθεν ονομάζεται Ελλάδα και που αποτελεί στον παγκόσμιο χάρτη μια μικρή, ασήμαντη χερσόνησο τοποθετημένη από τον Κύριό μας κατά τη Δημιουργία στα όρια μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.



Η πολίχνη Trikalum βρίσκεται στο κέντρο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Γεωτοπογραφικά είναι χτισμένη σε κάμπο και περιβάλλεται από μικρά χωριά χαρακτηριζόμενα από ένα κεντρικό δρόμο, χωράφια, χοιροστάσια και μερικά σπίτια εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου. Από αρχαιοτάτων χρόνων είναι συνδεδεμένη με τη μορφή του Ασκληπιού, του πατέρα της Ιατρικής επιστήμης και αυτό αποτελεί την αιτία που η πλειονότητα του νεανικού της πληθυσμού ονειρεύεται να σπουδάσει την Ιατρική και να διαπρέψει σ’ αυτή στην ευρύτερη περιοχή των Σλαβικών χωρών.

Κατά την είσοδό μου στην Trikalum δεν συνάντησα φρούριο, ούτε πύργους, ούτε τείχος, ούτε καν ερείπια αυτών των γνώριμων κατασκευασμάτων. Μάρτυς μου ο Κύριος ημών, έμεινα κατάπληκτος και στάθηκα άπραγος, ξύνοντας ερωτηματικά με τα δάκτυλά μου το τριχωτό της κεφαλής μου, να κοιτάζω ένα γύρω την απεραντοσύνη του κάμπου, όπου τίποτα δε μαρτυρούσε την ύπαρξη πόλης. Άραγε, πώς προστατεύονται οι κάτοικοί της; Μήπως βρίσκονται σε καιρό ειρήνης, ή μήπως η πόλη όπου πηγαίνω έχει αλωθεί κι ερημωθεί; Αυτά και άλλα σκεπτόμενος, έριξα το δισάκι μου ξανά στον ώμο, έσφιξα στο δεξί μου χέρι το μπαστούνι μου και προχώρησα προς τα εκεί όπου με πήγαινε ο δρόμος. Καθώς προχωρούσα ο ήλιος έκαιγε το άμοιρο κεφάλι μου έτσι που να κινδυνεύω να λιποθυμήσω, αφού ούτε αέρας φυσούσε από πουθενά, ούτε θάλασσα υπήρχε κοντά κι ο αδυσώπητος ήλιος που είχε ανέβει ήδη ψηλά στον ουράνιο θόλο έκαιγε τις πυρωμένες πέτρες και τη χαμηλή βλάστηση τριγύρω.

Και τότε συνάντησα τα πρώτα δείγματα ανθρώπινης δραστηριότητας. Δεν ήταν τίποτε άλλο από μάντρες περιφραγμένες με μεταλλικά πλέγματα, όπου εντός τους είχαν σωρούς από σιδερένια αντικείμενα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, σε μια τραγικά παραμελημένη κατάσταση διάβρωσης και σκουριάς. Μες σε κάποιες άλλες μάντρες πιο πέρα υπήρχαν παραταγμένες στη σειρά τερατώδεις μηχανές και τροχοφόρα. Ήμουν όλος απορία και μιας και ήμουν ολομόναχος στο δρόμο, δίχως να συναντήσω κανένα άλλο περιηγητή, ή απλό περαστικό, πλησίασα το φράχτη μιας τέτοιας μάντρας για να διαβάσω την πινακίδα: «Μεταχειρισμένα φορτηγά και αγροτικά μηχανήματα». Μα πού πήγαινα, τέλος πάντων; Πού ήταν η μεγαλόπρεπη είσοδος της πόλης; Αγία Μαρία, αναφώνησα, συγχώρησέ με για τα κρίματα που έκανα στη ζωή μου, για ό,τι κακό σκέφτηκα, ή έπραξα και για όλες τις φορές που με τη στάση μου προσέβαλα τον Κύριό μας, Ιησού Χριστό. Μη με αφήνεις ανερμάτιστο να χαθώ σε τούτο τον άθλιο τόπο, προστάτεψέ με από κάθε βάρβαρο, κάθε θεριό και κάθε δαίμονα που τυχόν βρεθεί στη στράτα μου! Και σκεπτόμενος αυτά και σταυροκοπούμενος από μια απροσδιόριστη φοβία, συνέχισα την πορεία μου.

Αφού περπάτησα αρκετές εκατοντάδες μέτρα ακολουθώντας την άκρη του δρόμου άρχισα να βλέπω τα πρώτα σπίτια. Επρόκειτο για κτίρια ακαλαίσθητα, ανομοιόμορφα, μουντά. Δίπλα σε μια παράγκα έβλεπες να υψώνεται ένα τριώροφο, ή τετραόροφο βλοσυρό κτίριο, με έκδηλα τα σημάδια της φθοράς του χρόνου στις βεράντες και τα μπαλκόνια του, και με ταράτσα κατάφορτη από ένα πραγματικό δάσος από σιδερένιες κεραίες, έτσι που έμοιαζαν με πελώρια βέλη που είχαν καρφωθεί εκεί πάνω μετά από τον τοξοβολισμό των μυριάδων Περσών στη μάχη των Θερμοπυλών. Οι παράγκες ήταν από τσίγκο και τσιμέντο και είχαν μια μεγάλη είσοδο από το ερεβώδες βάθος της οποίας έχασκαν χαλασμένα τροχοφόρα μηχανήματα, όμοια όπως από το στόμα συφιλιδικών χάσκουν τα απαίσια δόντια τους. Διάβασα μια πινακίδα κρεμασμένη πάνω από την είσοδο μιας από αυτές τις παράγκες: «Βουλκανιζατέρ ο Κώτσιος» και μια άλλη: «Ελαστικά ο Μήτσιος» και λίγο πιο πέρα ακόμη μία: «Μάρμαρα – Γρανίτες, Faltacius Athanasius». Σκέφτηκα να κάνω μεταβολή και να γυρίσω εκεί απ’ όπου είχα έρθει και, μάρτυς μου ο Κύριος, θα το έκανα αν δεν συναντούσα για καλή μου τύχη ένα περαστικό που είχε σταθεί και με κοίταζε με προσβλητική περιέργεια από την κορυφή ως τα νύχια. «Καλέ μου κύριε», τον ρώτησα, «μπορείτε να μου πείτε που βρίσκομαι; Είναι η πόλη Trikalum, ή κάποιος άλλος τόπος που δεν αναφέρεται στους γνωστούς μας χάρτες;» Εκείνος έσκασε στα γέλια και μου απάντησε δίχως περιστροφές και τύπους σε μια ιδιότυπη διάλεκτο: «Τι σι σι ρε φίλε; Από πού ξιφύτρωσις; Στα Τρίκαλ’ είσι. Άι, άι…» Και αφού έκανε δυο στροφές γύρω μου και με περιέπαιξε για μερικά λεπτά όπως έκαναν οι Φιλισταίοι στον τυφλωμένο Σαμψών, με άφησε και συνέχισε το δρόμο του.

Μ’ αυτά και με άλλα προχώρησα, αφήνοντας πίσω μου την εξοχή και εισχωρώντας όλο και περισσότερο στην Trikalum. Όσο, όμως, κι αν έψαχνα με το βλέμμα μου, δεν έβλεπα πουθενά κάποιο μεγαλόπρεπο κτίριο, μια αψίδα, ένα οβελίσκο, ένα ναό… τίποτα παρά μονάχα κτίρια της μορφής που προανέφερα. «Δε μπορεί, θα υπάρχει κάποιο μουσείο, κάποιο μέγαρο που θα υμνεί τη μεγαλόπρεπη ιστορία αυτού του τόπου», σκέφτηκα και με τη σκέψη αυτή αναπτερώθηκαν προς στιγμή οι ελπίδες μου και συνέχισα την πεζοπορία ανάμεσα σε σπίτια που δεν είχαν τίποτε να πουν και τίποτε για να καυχηθούν. Κάποτε έφτασα σ’ ένα παραμελημένο χώρο, σκαμμένο και περιφραγμένο με σιδερένιο φράχτη, όπου εντός του υπήρχαν διάσπαρτες πέτρες και πύλοι, μα πουθενά αγάλματα, κτερίσματα, μαρμάρινοι κίονες, αναθήματα, ή κάτι που να θυμίζει αρχαίο πολιτισμό. Στήθηκα εκεί και βάλθηκα να ρωτώ τους περαστικούς αν γνώριζε κανείς τους να μου πει ποιος ήταν αυτός ο χώρος. Πέρασαν πολλοί μα κανείς τους δεν ήξερε. Ήταν όλοι τους νέοι, κάτω από τα σαράντα, και όλοι τους με κοίταζαν ερωτηματικά και με κάποια αποστροφή, οφείλω να πω. Έμοιαζαν βιαστικοί να πάνε κάπου συγκεκριμένα και ήταν όλοι τους ντυμένοι με επίσημα ρούχα. Στο τέλος στάθηκα τυχερός κι έμαθα. Ήταν το αρχαίο Ασκληπιείο. Ένα δέος με κατέλαβε ευθύς. Μα πώς είναι δυνατό να είναι ένας τέτοιος χώρος τόσο παραμελημένος και ξεχασμένος; Τι λογής άνθρωποι είναι ετούτοι που δεν γνωρίζουν καν την ιστορία αυτού του ιερού χώρου; Ίσως, πάλι, ετούτη η πόλη να έχει κάτι ακόμη πιο σημαντικό να επιδείξει, που το Ασκληπιείο να μοιάζει με ασήμαντο λάκκο… είμαι περίεργος να μάθω…

Αποφάσισα τότε να ακολουθήσω το πλήθος και να κατευθυνθώ εκεί όπου πήγαιναν όλοι. Έτσι όπως ήμουν ρακένδυτος, με τα τριμμένα ρούχα μου και τα άθλια σανδάλια μου με τις φαγωμένες σόλες, αισθάνθηκα κάπως άσχημα μιας και έβαλα τον εαυτό μου ασυναίσθητα σε σύγκριση με τους νέους που κυκλοφορούσαν αμέριμνοι και χαρούμενοι παντού γύρω μου. Προσπάθησα να αναθαρρήσω ενθυμούμενος τα ιερά λόγια του Ευαγγελίου περί πενίας και Παραδείσου και προχώρησα. Ήταν μόλις δώδεκα το μεσημέρι και, όσο πλησίαζα στο κέντρο της πόλης, τόσο οι δρόμοι έσφυζαν από κόσμο και ζωή. Αναρωτήθηκα πού να βρέθηκαν τόσοι άνθρωποι στους δρόμους και με ποιες εργασίες ασχολούνταν ώστε να μπορούν να περπατούν αμέριμνοι κι ευτυχισμένοι μια τέτοια ώρα.

Διάβηκα ένα γεφύρι και βρέθηκα αίφνις στην αρχή ενός πλακόστρωτου δρόμου που, όπως έμαθα, λεγόταν «Οδός Ασκληπιού», ή σκέτα «Ασκληπιού». Πλήθος ανθρώπων καθόταν σε καρέκλες εκατέρωθεν του δρόμου και έπιναν νωχελικά των καφέ τους μην ξεκολλώντας το διερευνητικό τους βλέμμα από τον κόσμο που περπατούσε. Γέλια και χάχανα, φωνές και μουρμουρητά, τραγούδια και μουσικές από τα διπλανά μαγαζιά ανάκατες σε ένα συνονθύλευμα που σου τρυπούσε το τύμπανο του αυτιού. Μία πραγματική πανήγυρις, μια γιορτή. «Κάποιος Άγιος θα γιορτάζει και γι’ αυτό είναι όλοι έξω» σκέφτηκα. Μα σαν το καλοσκέφτηκα, και μιας και γνωρίζω όλους τους βίους των Αγίων της Μητέρας μας Εκκλησίας, δε μπόρεσα να εντοπίσω στο νου μου κάποια μεγάλη γιορτή. Ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες, μια εργάσιμη ημέρα. Διέσχισα με βιασύνη το δρόμο καθώς ένιωσα τα ξεφτισμένα μου ρούχα να γίνονται όλο και βαρύτερα, σχεδόν αβάσταχτα πάνω στο ταλαιπωρημένο από την πολυήμερη οδοιπορία κορμί μου και τούτο γιατί ντρεπόμουν που ήμουν ο μόνος κακοντυμένος ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος. Τι γύρευα εγώ εκεί; Εξάλλου το συγκεκριμένο μέρος δεν είχε τίποτα να μου προσφέρει: δεν υπήρχε ούτε ένα αρχιτεκτονικό θαύμα, ούτε ένας χώρος άξιος λόγου από αισθητικής, ή ιστορικής άποψης.

Αφού βγήκα από τον πολύβουο πεζόδρομο με τις «καφετέριες» συνέχισα πάνω στην κύριο οδό στηριζόμενος στη μαγκούρα μου και νιώθοντας τις πατούσες μου να καίνε από την κούραση. Είδα δυο – τρία μικρά βιβλιοπωλεία αδειανά από κόσμο, που στις προθήκες τους είχαν μια χούφτα βιβλίων, τετράδια και γραφικά είδη. Έπειτα έφτασα έξω από ένα ανατριχιαστικά ακαλαίσθητο δημοτικό κτίριο από άχαρο τσιμέντο και σιδερένια κάγκελα που υποτίθεται πως στέγαζε τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Προς μεγάλη μου έκπληξη, όμως, ήταν παντελώς άδειο και κανείς δεν απάντησε όταν χτύπησα την κεντρική θύρα για να μπω.

Είχε πέσει το σούρουπο και η ζέστη συνέχιζε να είναι αφόρητη. Είχα ήδη διασχίσει την πόλη Trikalum από άκρου εις άκρο τρεις φορές κι όσο κι αν έψαξα, όσο ευσεβείς κι αν ήταν οι πόθοι μου, όσες επικλήσεις κι αν έκανα στους αρχαίους και στους δικούς μας Αγίους, όσο κι αν πάσχισα να διατηρήσω τις ελπίδες και την καλή μου προαίρεση, δεν βρήκα τίποτα άξιο λόγου, μονάχα κάποια σπαράγματα από αλλοτινούς καιρούς, ελάχιστες ενδείξεις της ιστορίας. Συνάντησα πλήρη αδιαφορία για το πνεύμα και τη φιλοσοφία. Βρήκα μονάχα εξοργιστικά εύθυμους ανθρώπους που πάντα κάτι έπιναν, που πάντα κοιτούσαν διερευνητικά τους περαστικούς από την καρέκλα όπου άραζαν, που μιλούσαν με μια βαριά προφορά και που στις φράσεις τους το μονοπώλιο κατείχαν οι άγνωστες σε μένα λέξεις: «γκόμενες», «σχέσεις», «ευρουλάκια», «δάνειο», «BMW», «Μύκονος».

Οι κάτοικοι της πολίχνης Trikalum εργάζονται σε περίεργα επαγγέλματα όπου δε χρειάζεται να είσαι στο χώρο της δουλειάς εν ώρα υπηρεσίας, αλλά μπορείς αντ’ αυτού να κάθεσαι κάπου που σερβίρουν καφέ σε ψηλό ποτήρι με καλαμάκι. Ζουν δίχως περίσκεψη και οδηγούν σχεδόν όλοι ψηλά οχήματα που κινούνται και στους τέσσερις τροχούς και τα παρκάρουν στην πρόσοψη των μαγαζιών αναψυχής για να τα βλέπουν όλοι όσοι τυχαίνει να περνούν από εκεί. Αν σταθείς να τους μιλήσεις σε ειρωνεύονται με ύφος υπεροπτικό και σε εκλαμβάνουν de facto ως κατώτερό τους. Αν περάσεις από μπροστά τους σε κοιτούν από την κορυφή ως τα νύχια για να βρουν που βρίσκεται ραμμένο το επώνυμο σήμα πάνω στα ρούχα σου.

Ένας άστεγος αλήτης που ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς σε ένα παγκάκι μου είπε πως κι εκείνος ζούσε έτσι πριν από λίγο καιρό, αλλά μια αποφράδα ημέρα οι καταραμένες τράπεζες όπου χρωστούσε του τα πήραν όλα, του έκλεψαν την «porche» (βάζω αυτή τη λέξη σε εισαγωγικά γιατί ακόμη δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει) , την εξοχική έπαυλη, το κατάστημά του. «Οι παλιο-Ομβριοί σου τάζουν τον ουρανό με τ’ άστρα κι έπειτα σου τα παίρνουν όλα» μου είπε με την πρόσκαιρη οργή που προκαλεί στον άνθρωπο η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Ήταν ο τελευταίος κάτοικος της Trikalum που συνάντησα…


____________________________________
Αφορμή για το κείμενο αυτό στάθηκε το κείμενο του Ammianus Marcellinus (c.330-395 CE) με μεταφρασμένο στα αγγλικά τίτλο: "The Luxury of the Rich in Rome", c.400 CE. Το κείμενο φιλοξενείται στο Medieval Sourcebook (http://www.fordham.edu/halsall/sbook.html) στο παρακάτω link:
http://www.fordham.edu/halsall/ancient/ammianus-history14.html