Τετάρτη 30 Ιουλίου 2008

Χίμαιρας Εγκώμιον, Μυθιστόρημα



Πολλές φορές χρειάζεται λίγων ημερών σιγή προκειμένου να μπορέσει το στόμα να ξαναμιλήσει και να πει δυο κουβέντες της προκοπής.
Τα καλοκαίρια στην Ελλάδα τα στόματα σωπαίνουν για να αφήσουν όλη την ενέργεια στις αισθήσεις να αντλήσουν εικόνες κι ευχαρίστηση από τους καρπούς της θάλασσας. Η φαντασία μικραίνει και ζαρώνει στο μέγεθος μιας μπάλας του τένις, αφού οι άνθρωποι δεν την χρειάζονται προσωρινά. Τώρα έφτασε ο καιρός να βάλουν όλες τους τις δυνάμεις για να ζήσουν αυτό που φαντασιόνονταν στη διάρκεια του χειμώνα. Είναι μια εποχή που δε θέλεις να σκεφτείς, τρέμεις στην ιδέα του συλλογισμού, απεχθάνεσαι τον κάματο της έγνοιας, ακόμη κι αν αυτή ανήκει στη σφαίρα της φιλοσοφίας… ή της αμπελοφιλοσοφίας. Είναι μια εποχή όπου όλοι ορχούνται σ’ ένα βακχικό ντελίριο ανάλαφρης ανυπαρξίας κι αισθητηριακής αποκάρωσης.

Οι άνθρωποι βγάζουν τα ρούχα για ν’ αποκαλύψουν τους κόπους και τις στερητικές θυσίες ολάκερου του χειμώνα και να εκτεθούν σ’ όσους θαρρούν πως τους παρακολουθούν με δέος ανάμικτο με ηδονή από τις διπλανές ξαπλώστρες. Αλείφονται φιλήδονα με λάδι και πομάδες κι απλώνουν τα μέλη τους τεντωμένα κάτω από μια πολυκαιρισμένη ομπρέλα που άρχισε να χάνει τα χρώματά της νικημένη από το αδιάλειπτο κι ανελέητο σφυροκόπημα του ήλιου. Όλοι κοιτούν όλους πίσω από τα μαύρα τους γυαλιά με τα πελώρια γράμματα και τα σήματα εστέτ εταιριών μόδας. Οι λουόμενοι έχουν μπει για τα καλά στο πετσί του καθιερωμένου ρόλου που πρέπει να παίξουν.

Η διανομή των ρόλων έχει γίνει προ πολλού, οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι πολλοί (μια ολάκερη χολιγουντιανή υπερπαραγωγή):

Κάποιοι θα επιδεικνύουν το σώμα τους περπατώντας πάνω – κάτω την παραλία, εκεί όπου το κύμα αφήνει την τελευταία του πνοή σε μια λευκή κορδέλα από αφρό, ή παίζοντας μανιωδώς ρακέτες κάτω από τον πυρωμένο ήλιο που τους κατακαίει το δέρμα. Κάποιες σνομπ δεσποινίδες θα μένουν ξαπλωμένες μπρούμυτα, σε πείσμα των κηφήνων που τις περιτριγυρίζουν με τις πετσέτες τους ανά χείρας, λαγοκοιμώμενες από το πρωί ως το βράδυ πάνω στην ξαπλώστρα τους, θυσιάζοντας μονάχα λίγες στιγμές της ναρκισσικής ραστώνης τους για να αλείψουν το καλλίγραμμο σοκολατένιο κορμί τους με λάδι. Κάμποσος λαός θα χοροπηδά μες σε μια υποχρεωτική επίφαση μαζικής ευθυμίας πάνω στα σανίδια του εξώστη κάποιου περιώνυμου beach bar, ρουφώντας κατά διαστήματα μικρές γουλιές από τα mohito τους και ιχνηλατώντας με το βλέμμα το ποιόν των άλλων γύρω τους. Κάποιοι αθλητικοί τύποι θα πρέπει απαραιτήτως να επιδίδονται σε θαλάσσιες δραστηριότητες, ξεπατώνοντας από την πολυχρησία τα jet ski, τα canoes, τα wind surfs και τα κάθε λογής ταχύπλοα. Τέλος, κάποιοι ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος θα ανοίξουν για πρώτη και τελευταία φορά γι’ αυτή τη χρονιά τα βιβλία τους για να αράξουν το βλέμμα τους νωχελικά πάνω στις γραμμές τους. Δεν είναι σίγουρο ότι αυτοί οι αναγνώστες διαβάζουν πραγματικά. Δεν είναι μήτε βέβαιο και διακριβωμένο ότι ενδιαφέρονται στ’ αλήθεια για το βιβλίο που έχουν στα χέρια τους. Είναι κι αυτός ένας ρόλος σαν όλους τους άλλους στα πλαίσια αυτής της δαπανηρής υπερπαραγωγής.

Εν μέσω καλοκαιριού, λοιπόν, αποφάσισα κι εγώ να εκδώσω το μυθιστόρημα που έγραψα πριν κάποια χρόνια. Όμως, δεν προορίζεται για τους αναγνώστες της παραλίας, γι’ αυτό και δεν είναι σε μορφή έντυπου βιβλίου. Προορίζεται για όσους θέλουν πραγματικά να το διαβάσουν και θα κάνουν τον κόπο να ταλαιπωρήσουν για χάρη του τα μάτια τους στην οθόνη του υπολογιστή.

Τιτλοφορείται:

«Χίμαιρας Εγκώμιον»

και θα το βρείτε στο blog μου στη διεύθυνση:

http://eulogyofchimera.blogspot.com/


Σας στέλνω την αγάπη μου από την αιώρα όπου λαγοκοιμάμαι…