Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Η ΑΠΟΘΗΚΗ






ανθρωπάκος κοίταξε μες από το παράθυρό του το γκρίζο δρόμο. Η νύχτα απλωνόταν αργά και ύπουλα και οι σκιές των κτιρίων, των αυτοκινήτων και των ανθρώπων στους δρόμους έπαιρναν να μακραίνουν και να ξεπερνούν σε μέγεθος τα αφεντικά τους. Έμοιαζαν να θέλουν να αυτονομηθούν και να πάρουν δικές τους πρωτοβουλίες έτσι όπως θέριευαν ασυγκράτητα. Σε λίγο όλα θα τυλίγονταν στο σκοτάδι και θα ‘μεναν μονάχα οι ψυχές να φεγγοβολούν μες απ’ τα κορμιά, ακάλυπτες, γυμνές… αυτή η αθώρητη στο μάτι ουσία που ξεχειλίζει και τρέχει από κάθε οπή του σώματος και τρέχει σε αχνιστές σταγόνες που συνενώνονται και χύνονται στο έδαφος και κυλούν στα δωμάτια, περνούν κάτω από τη χαραμάδα της εξώπορτας και βγαίνουν στο δρόμο για να πέσουν στα ρείθρα και στους υπονόμους… αφάνταστο πράγμα αυτή η ανθρώπινη ψυχή. Ο ανθρωπάκος που κοίταζε από το παράθυρο του μικρού του δωματίου είχε κι αυτός ψυχή, μπορεί όχι το ίδιο μεγάλη σε μέγεθος και βάθος όπως οι πανανθρώπινοι κολοφώνες της Ιστορίας, μπορεί όχι το ίδιο σημαντική. Όμως ήταν σίγουρος, με μια βεβαιότητα αδιαπραγμάτευτη, πως κατείχε εντός του μια κάποια ουσία που ήταν η ψυχή, η δική του, ολόδική του ψυχή, το “είναι” του, καθώς λέμε. Και για ένα ακόμη πράγμα ήταν σίγουρος εκείνο το απόβραδο. Πως η ψυχή του αυτή, που ολάκερη τη μέρα οι κάθε λογής έγνοιες της καθημερινότητας την κρατούσαν αλυσοδεμένη μες στα υγρά και άφωτα αμπάρια του “είναι” του, πάλευε να λευτερωθεί, να σπάσει τα δεσμά της και να ξεχυθεί στον “έξω κόσμο”. Μονάχα όταν οι ψυχές απελευθερώνονται από τα καταθλιπτικά όρια του σώματος, αυτής της άθλιας μονάδας, της περιορισμένης ασφυκτικής ύλης, μονάχα τότε λάμπουν κι αστραποβολούν και φωτίζουν τα πάντα γύρω τους. 

Γυρισμένος κατά τ’ ορθάνοιχτο παράθυρο έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια προσδοκώντας να δώσει την ευκαιρία στις υπόλοιπες αισθήσεις να πάρουν μπρος και να λειτουργήσουν. Κι έτσι αισθάνθηκε στο πρόσωπό του το τσουχτερό βοριαδάκι του Χειμώνα που είχε χιμήξει από τα ορεινά και γλιστρούσε μες στα στενά της συνοικίας κουβαλώντας στη ράχη του μια υποψία από μικροσκοπικά κι αόρατα στο μάτι κρυσταλλάκια χιονιού κι ευφράνθηκε από την εκστατική μίξη του κρύου αέρα που αντιπάλευε με τη ζεστασιά του δωματίου για να τη νικήσει τελικά σε μια μάχη από τα πριν καθορισμένη. Για μια στιγμή φαντάστηκε πως ο ίδιος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μονάχα αβαρύς, ασώματος αέρας, κάποια κορδέλα καπνού που βγαίνει από την καύτρα ενός αναμμένου τσιγάρου και λικνίζεται στην ατμόσφαιρα καθώς ξετυλίγεται δίχως βιάση και κάπου, κάπως, κάποτε χάνεται διαχεόμενος ολοτρόγυρα στο δώμα. Κι έτσι όπως κόντευε να τελέψει η διαδικασία της νοερής μεταμόρφωσης του ανθρωπάκου σε Ψυχή, χτύπησε το τηλέφωνο.

«Χρόνια πολλά αγόρι μου, να τα εκατοστήσεις», ακούστηκε μια φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. «Εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος και να έχεις ό,τι επιθυμείς στη ζωή σου». Ο κύριος Π. δεν απάντησε με λόγια, δεν έβγαλε άχνα, μονάχα ανάσαινε και κάπου-κάπου, ανάμεσα στη φυσιολογική αναπνοή έβγαινε και μια πιο βαριά ανάσα σαν αναστεναγμός που προσπαθούσε θα ‘λεγες να εκτονώσει την ένταση των συναισθημάτων που πήραν ν’ αναμοχλεύονται εντός του. «Πώς τα περνάς;» συνέχισε η γυναικεία φωνή. Πέρασε μια αιωνιότητα. «Καλά μάνα… καλά είμαι…» απάντησε τελικά σαν από ελεημοσύνη κι όχι γιατί ήθελε να μιλήσει. «Ελπίζω του χρόνου να είμαστε συγκεντρωμένοι όλοι μαζί και να γιορτάσουμε τα γενέθλιά σου οικογενειακά, όπως πρέπει». Μια διάχυτη υποψία παραπόνου. Η τελευταία φράση γκρέμισε ό,τι είχε χτιστεί λίγο πρωτύτερα. Αντάλλαξαν ακόμη μερικές κουβέντες που μήτε τυπικές ήταν, αλλά μήτε και εγκάρδιες. Μίλησαν για όλα τα τετριμμένα θέματα της καθημερινότητας από λίγη ώρα για το καθένα. Είπαν για το πώς πήγαινε η δουλειά του στο γραφείο πρωτοκόλλου της Δημαρχίας, όπου με χίλια βάσανα και γονυκλισίες είχε καταφέρει η μάνα του να τον τοποθετήσει, μίλησαν για τη φιλενάδα του τη Ναντίν και για τη δική της δουλειά στην εταιρεία ταχυμεταφορών που είχε τα γραφεία της στην άλλη άκρη της πόλης, διαφώνησαν για άλλη μια φορά για την επιλογή που εκείνος είχε κάνει να σχετιστεί μαζί της και έπειτα έπιασαν μια άνοστη κουβεντούλα λίγων λεπτών για το τι νόστιμο θα έτρωγε στη βραδιά των γενεθλίων του.  Όταν τέλεψε πια η “υποχρεωτική” επικοινωνία ο κύριος Π. έκλεισε βαρύθυμα το τηλέφωνο. Πήγε στην κουζίνα και από ένα ντουλάπι πήρε ένα κουτί φάρμακα. Αργά, σχεδόν τελετουργικά, απέσπασε από την αλουμινένια συσκευασία με τα χάπια ένα μικρό λευκό χαπάκι και το πέταξε μες στο στόμα του, όμοια όπως πετά κανείς μια σακούλα απορριμμάτων στον κάδο, και σχεδόν άμεσα αισθάνθηκε ανακουφισμένος. Σε λίγο όλα θα γίνονταν λιγότερο οδυνηρά, τα συναισθήματα εντός του θα έπαυαν να κοχλάζουν και να τον αναστατώνουν, η εσωτερική πίεση θα εκτονωνόταν από την ευεργετική βαλβίδα που θα άνοιγε και θα έδινε διέξοδο στο συσσωρευμένο ατμό.

Ποιος ήταν ο κύριος Π.; «Ποιος είμαι;» αναρωτήθηκε ρητορικά. Καμία απάντηση. Μήπως δεν είχε θέσει σωστά το ερώτημα; «Τι έχω καταφέρει ως τώρα;» ανασκεύασε μήπως και μπορούσε να απαντήσει πιο εύκολα τούτη τη φορά. Η απάντηση ήρθε αβίαστα και ενώ κρεμόταν ήδη από τα χείλη του, όπως η τελευταία σταγόνα νερού από το στόμιο μιας βρύσης που μόλις έκλεισε, την ξαναρούφηξε εντός του σαν κάποιο αδιόρατο κι ανομολόγητο αίσθημα ντροπής που αισθάνθηκε να μην τον είχε αφήσει να την εκστομίσει. Πάντως, σίγουρα η απάντηση στο επίμαχο ερώτημα ήταν μονολεκτική, γι’ αυτό θα έπαιρνε όρκο.

Με δυο δρασκελιές μετέφερε το κορμί του από την κουζίνα στο κεντρικό δωμάτιο, εκεί όπου ήταν όλη του η ζωή συγκεντρωμένη. Άφησε τη βαρύτητα να τον ρίξει πάνω στον καναπέ. Αντίκρυ του στον τοίχο μια τηλεόραση και δίπλα της μια μικρή βιβλιοθήκη με μερικά βιβλία. Λίγα τα έπιπλα, λίγο περισσότερα κάποια μπιμπελό και αναμνηστικά μικροαντικείμενα, μικρό το διαμέρισμα· ωστόσο, ήταν αρκετό για ‘κείνον μιας και δεν είχε ούτε πολλές ανάγκες έτσι μονάχος όπως ζούσε τον περισσότερο καιρό, αλλά ούτε και κάποια ιδιαίτερη απασχόληση, ή ενδιαφέρον, ή κάποιο χόμπυ που θα τον υποχρέωναν να συγκεντρώσει πολλά αντικείμενα γύρω του. Με άλλα λόγια ήταν αυτό που θα έλεγε ο Σαρτρ: “ελεύθερος”, ένα ον απόλυτα ελεύθερο κι αδέσμευτο από κάθε κοινωνική νόρμα κι επιταγή. Ήταν ελεύθερος να πηδήξει από το μπαλκόνι και να σκάσει σαν σακί στο δρόμο κάτω από την πολυκατοικία, δίχως να προκαλέσει καμία κοινωνική αναστάτωση. Ή θα μπορούσε να βγει στο σεργιάνι μες στα μαύρα μεσάνυχτα και να αρχίσει να δολοφονεί τη μία πόρνη μετά την άλλη, σαν άλλος Τζακ Αντεροβγάλτης. Ωστόσο, ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, όταν θα ερχόταν νομοτελειακά η ώρα που θα τον συλλαμβάνανε και θα τον μπαγλαρώνανε σε κανένα κελί υψίστης ασφαλείας, ακόμη και τότε η ανθρωπότητα θα ασχολιόταν μαζί του μονάχα πρόσκαιρα, ξοδεύοντας για χάρη του μερικά φρικτά μονόστυλα αστυνομικού ρεπορτάζ στον τύπο. Είναι τραγικό να είναι κανείς απόλυτα ελεύθερος… σκέφτηκε και ευθύς αμέσως προσπάθησε να αποτινάξει από το νου του τέτοιες δηλητηριώδεις σκέψεις.

Έξω είχε νυχτώσει για τα καλά. Οι ήχοι της πόλης είχαν κοπάσει πια και στην ήσυχη συνοικία όπου ζούσε, όταν δεν περνούσε κανένα αυτοκίνητο για να ταράξει τη νυχτερινή σιγαλιά με το θόρυβο της μηχανής του, το ρόλο αναλάμβαναν τα αδέσποτα σκυλιά που αλυχτούσαν έχοντας βγει στο σεργιάνι να ψάξουν για αποφάγια στους κάδους των σκουπιδιών και, άμα λάχαινε, να πάρουν στο κυνήγι καμία ξέμπαρκη γάτα, έτσι για να σπάσει η μονοτονία της ανούσιας ύπαρξής τους.

Σε μία ώρα ακριβώς θα έκλεινε τα τριάντα πέντε χρόνια ζωής. Τριάντα πέντε Καλοκαίρια και άλλοι τόσοι Χειμώνες, τριάντα πέντε Χριστούγεννα, τριάντα πέντε Σταυρώσεις και Αναστάσεις, εβδομήντα ισημερίες και ηλιοστάσια, εβδομήντα εθνικές εορτές... κάνοντας την αναγωγή του φάνηκαν πολύ λίγα. Εξάλλου, όσο πολλές κι αν φαίνονται οι ημέρες της ζωής ενός ανθρώπου, όσο βασανιστικά αμέτρητα κι αν ηχούν οι ώρες, τα λεπτά και, ακόμη περισσότερο, τα δευτερόλεπτα, αν μετρήσει κανείς τη ζωή σε χρόνια θα τα βρει, αλίμονο, πολύ λίγα... υπερβολικά λίγα για να αξίζει κανείς να δει τη ζωή στα σοβαρά. Βέβαια, υπήρξαν άνθρωποι στην ιστορία που μεγαλούργησαν έχοντας ζήσει λιγότερο από τον κύριο Π. Ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός που ενσαρκώθηκε σε άνθρωπο το ‘χε έτσι σχεδιασμένο ώστε να μην ξοδέψει πάνω από τριάντα τρία χρόνια πάνω σε τούτο εδώ τον Κόσμο. «Είμαι μεγαλύτερος από το Χριστό κατά δύο ολόκληρα χρόνια!» αποθαύμασε τον αντίκτυπο που είχε στην ψυχοσύνθεσή του τούτος ο συνειρμικός συλλογισμός κι έμεινε για λίγο έτσι ακίνητος να ρίχνει ένα άτονο βλέμμα στην κλειστή τηλεόραση και στον τοίχο απέναντί του που έστεκε πάντα του το ίδιο αμίλητος και απρόσβλητος από χαρά ή λύπη, ή οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα. Βάλθηκε να σκαλίζει εντός του και να ξεθάβει ολάκερα κομποσκοίνια από σκέψεις, ατέρμονες συστοιχίες συλλογισμών, μια βαβέλ από συνειρμικές οπτικές, ακουστικές και οσφρητικές μνήμες φαινομενικά άσχετες αναμεταξύ τους, ώσπου η Ναντίν έδωσε ένα τέρμα σ’ όλο αυτό το φαύλο κύκλο της ψυχικής καταβαράθρωσής του έτσι καθώς μπήκε ορμητικά στο διαμέρισμα με μια έκρηξη από γέλια και λουλούδια και ευχές… και φιλιά…



Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ο κύριος Π. καταλήφθηκε από μια μανία για συλλογές κινηματογραφικών ταινιών, αλλά πιστεύουμε ότι εκείνη η μέρα των τριακοστών πέμπτων γενεθλίων του έπαιξε με απόλυτη βεβαιότητα κάποιο καταλυτικό ρόλο στην αλλαγή της τροχιάς της ζωής του. Όλος εκείνος ο ορυμαγδός των σκέψεων, το γαϊτανάκι των συλλογισμών και οι έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις –πριν την έναρξη, βέβαια, της ευεργετικής δράσης του χαπιού– σίγουρα κάποιο λόγο είχαν στη γένεση της μανίας του. Όπως και να ‘χει, η ζωή του είχε αποκτήσει πλέον ένα νόημα.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της άγονης εργασίας του στο πρωτόκολλο, έγραφε μηχανικά τους αύξοντες αριθμούς των κάθε λογής αιτήσεων και τις σφράγιζε με τη στρογγυλή σφραγίδα του, το μοναδικό αξεσουάρ που διέθετε το άχαρο, σιδερένιο υπηρεσιακό γραφείο του, ενώ ταυτόχρονα μηρύκαζε με το νου του διάφορες σκηνές από τις ταινίες που είχε δει την προηγούμενη ημέρα. Γιατί δεν έβλεπε μονάχα μία ταινία κάθε μέρα, αλλά τουλάχιστον τρεις. Τρεις ταινίες μέσης διάρκειας δύο ωρών έκαστη, ίσον έξη γεμάτες ώρες τηλεθέασης. Το DVD player και η οθόνη της τηλεόρασης του σπιτιού του είχαν πάρει να καπνίζουν από την υπερλειτουργία. Με το που επέστρεφε στο σπίτι του, πετούσε το πανωφόρι του και έπαιρνε με μανιώδη ανυπομονησία να παρακολουθήσει την πρώτη ταινία που είχε αγοράσει. Τέτοια ήταν η φούρια του να δει όσες περισσότερες ταινίες του ήταν μπορετό, που δεν είχε χρόνο να φτιάξει ούτε φαγητό για να φάει. Κόντευε να ρέψει στην κυριολεξία. Αν γινόταν να βάλει στον εαυτό του ένα φλεβοκαθετήρα και να τρέφεται μονάχα με ενδοφλέβιους ορούς θα το έκανε με μεγάλη του χαρά. Στα μεσοδιαστήματα της τηλεθέασης καθόταν ξαπλωμένος στον καναπέ, ή στο κρεβάτι και αναπολούσε αυτά που είχε μόλις δει. Ξανάπλεκε νοερά το σενάριο, συμφωνούσε ή διαφωνούσε με την υπόθεση, με τη σκηνοθεσία, με την υποκριτική απόδοση των ηθοποιών, ακόμη και με το κάστινγκ της ταινίας, έτσι που το είχε μετατρέψει σε άσκηση εσωτερικισμού και διαλογισμού να καταστρώνει με το μυαλό του ένα δικό του κάστινγκ, όπου επέλεγε ο ίδιος τους ηθοποιούς που θα ήταν οι καταλληλότεροι για τους ρόλους. Του άρεσε να κάθεται στο φανταστικό του γραφείο καταμεσής στο φανταχτερό, εξωπραγματικό Χόλυγουντ και να υποδέχεται τη Μόνικα Μπελούτσι, ή τον Μπραντ Πιτ για να συζητήσουν για τον πιθανό ρόλο που θα τους ανέθετε. Αλλά η ευχαρίστησή του ήταν ακόμη μεγαλύτερη, σχεδόν άγρια, όταν τους απέρριπτε και τους το ανακοίνωνε κατάμουτρα. «Αγαπητή μου Μόνικα, σκέφτηκα πολύ σοβαρά την υπόθεση τη σχετική με το ρόλο. Λυπούμαι, αλλά πιστεύω πως δεν κάνεις γι αυτόν», κι έπειτα κλάματα και οδυρμοί απέναντί του –ή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου… γιατί όχι, κάλλιστα θα μπορούσε να της το είχε ανακοινώσει τηλεφωνικώς– κι έπειτα: «Έλα, μην κάνεις έτσι, αγαπητή μου, θα υπάρξουν και άλλες ευκαιρίες, θα βρεθούν άλλοι ρόλοι περισσότερο ταιριαστοί σ’ εσένα…» «Το πιστεύετε κύριε Π.;» η απόκοσμη απάντηση από το όμοια απόκοσμο στόμα. «Ω, μα φυσικά! Έλα καλή μου, μην κλαις… στάσου να σου σκουπίσω τα μάτια…» Τι απέραντη ευτυχία! Τι σαδιστική ευχαρίστηση! Όταν, πάλι, δεν απασχολούνταν με τις φανταστικές διανομές ρόλων –που, ομολογουμένως, είχαν μεγάλη πλάκα–  αφιέρωνε ολόκληρες ώρες στο να ανασκευάζει τις τελευταίες σκηνές κάποιας ταινίας κατά πώς ήθελε ο ίδιος. Ήταν φορές που, ακόμη κι αν το φινάλε ήταν της αρεσκείας του και τον εντυπωσίαζε, προσπαθούσε παραταύτα να σκεφτεί κάποιο άλλο ως εναλλακτική λύση.

Ο κύριος Π. είχε αποκτήσει και μία ακόμη παραξενιά: δεν του έφτανε μονάχα να παρακολουθεί τις ταινίες, αλλά έπρεπε και να τις κατέχει, να είναι ο ιδιοκτήτης τους. Τις συνέλλεγε, τις αγόραζε για να είναι σίγουρος ότι του ανήκουν, τις αποθήκευε μες στο σπίτι του, τον προσωπικό του ναό, παρότι δεν ήταν ο χαρακτήρας εκείνος που θα μπορούσε να δει μία ταινία ξανά και ξανά, ακόμη κι αν του άρεσε πολύ. Έτσι, συσσώρευε τα DVD μονάχα για να αποδείξει σε κάποιον κάποτε –δεν ήξερε σε ποιον ακριβώς και πότε– ότι τα είχε δει όλα αυτά, ότι τα κατείχε. Αγόρασε ένα ολόκληρο έπιπλο με ράφια σα βιβλιοθήκης για να τα τοποθετήσει όρθια το ένα δίπλα στ’ άλλο. Με τον καιρό συσσωρεύτηκαν τόσα πολλά DVD που αναγκάστηκε να πάρει κι άλλο ένα έπιπλο γι’ αυτά. Κι όταν η συλλογή του πήρε να διογκώνεται και να αποκτά ένα πολύ σεβαστό αριθμό από ταινίες, μπήκε στο δίλημμα της ταξινόμησής τους. Μέρες ολάκερες αναλογιζόταν πάνω στο θέμα αυτό. Πώς θα έπρεπε να τις ταξινομήσει; Μήπως αλφαβητικά, ή μήπως χρονολογικά; Αφού παιδεύτηκε αρκετά κάνοντας δοκιμές και με τις δύο αυτές ταξινομήσεις, κατέληξε στο τέλος ότι ήταν αμφότερες παιδαριώδεις κι ακατάλληλες. Για μια μακρά περίοδο έκλινε περισσότερο υπέρ της άποψης της θεματικής ταξινόμησης, πράγμα που αναθεώρησε αργότερα και αποφάσισε τελικά να ταξινομήσει την τεράστια συλλογή του με βάση το όνομα του σκηνοθέτη. Άλλο ο Κουροσάβα και άλλο ο Μπέργκμαν, άλλο ο Τρυφώ και άλλο ο Σπίλμπεργκ. Θα ήταν ιερόσυλο να τοποθετήσεις ανάκατους τους σκηνοθέτες. Ο καθένας είχε το ρεύμα του, τη μανιέρα του, τα στυλιστικά του μοτίβα, την τεχνοτροπία του. Με άλλα λόγια ήταν σαν να θάβεις στο ίδιο νεκροταφείο Χριστιανούς με Μουσουλμάνους, Βουδιστές με Δωδεκαθεϊστές.

Περιττό να περιγράψουμε την αγανάκτηση της Ναντίν με αυτά του τα καμώματα. Εξαιτίας της μανίας του με τις ταινίες, οι συναντήσεις τους είχαν λιγοστέψει τόσο πολύ που καμιά φορά περνούσε ολόκληρη εβδομάδα που δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο. Στην αρχή η δύστυχη κοπέλα θέλησε να τον καταλάβει, έδειξε όλη την καλή διάθεση να προσπαθήσει να κατανοήσει τη μανία που αναδύθηκε στο προσκήνιο σαν αγκάθι μες στη σχέση τους. Έτσι, αρχικά αποδέχτηκε καρτερικά τη μείωση των συναντήσεών τους, πιστεύοντας πως όλη αυτή η ανωμαλία δε θα διαρκούσε πολύ. «Πού θα πάει, θα του περάσει» σκεφτόταν και βίαζε τον εαυτό της να περιοριστεί κυρίως στην τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του. Έπειτα, αποφάσισε να αλλάξει τακτική κάνοντας μια απόπειρα να πηγαίνει στο διαμέρισμά του και να παρακολουθούν μαζί ταινίες. «Μπορείς να νικήσεις τον εχθρό αν εισδύσεις κρυφά στις γραμμές του», σκέφτηκε. Θέλεις, όμως, επειδή συνεχώς σχολίαζε στη διάρκεια της ταινίας, θέλεις επειδή τις περισσότερες φορές δεν την ενδιέφεραν καθόλου αρκετές από αυτές, ήρθε αναπόφευκτα η ώρα που λογομάχησαν τόσο έντονα στη διάρκεια μιας ταινίας που της είχε φανεί τόσο παράλογη και αποκρουστική –αν δεν απατώμαι, πρέπει να ήταν το “Salo” του Παζολίνι– που τους άκουσε όχι μόνο όλη η πολυκατοικία, αλλά και οι δύο διπλανές και εκείνες απέναντι στο δρόμο. Μάλιστα, κάποιος γεράκος του πέμπτου ορόφου κάλεσε την αστυνομία από το φόβο του ότι θα σκοτώνονταν αναμεταξύ τους.

Κάποτε συνέβη κάτι το εντελώς απροσδόκητο και ακατανόητο. Ο κύριος Π., τοποθετώντας την τελευταία ταινία που μόλις είχε αγοράσει και παρακολουθήσει στην τελευταία κενή θέση, πάνω στο τελευταίο διαθέσιμο ράφι της ραφιέρας, που είχε στο μεταξύ καταλάβει ένα ολόκληρο τοίχο, έξαφνα αισθάνθηκε αδιαθεσία. Δεν ήξερε να πει τι ακριβώς ήταν αυτό, αλλά, σίγουρα εκδηλωνόταν με ένα ακαθόριστο ίλιγγο και έντονη τάση για εμετό. Αφού όρμησε στην τουαλέτα, έπεσε με το κεφάλι πάνω στη λεκάνη και έμεινε εκεί για κάμποση ώρα περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να ξεράσει μια ολάκερη θάλασσα από στομαχικά υγρά. Το πρόσωπό του είχε κατακιτρινίσει και κάτω από τα μάτια του διαγράφονταν έντονα δυο μαύροι κύκλοι. Αφού είδε κι απόειδε ότι τελικά δεν θα έκανε εμετό, σηκώθηκε, έσυρε τα πόδια του ως το υπνοδωμάτιο και έπεσε στο κρεβάτι ημιλιπόθυμος κι αποκοιμήθηκε… κοιμήθηκε για δυο ολόκληρα εικοσιτετράωρα. Ήταν τέτοια η νύστα του και τόσο βαθύς ο ύπνος του που δεν άκουσε ούτε μία φορά τις αλλεπάλληλες τηλεφωνικές κλήσεις από τη μητέρα του, τη Ναντίν και το διευθυντή της υπηρεσίας του που τον έψαχναν επίμονα.

Όταν τελικά ξύπνησε από το κώμα όπου είχε πέσει, ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Χειμώνα, με τις ακτίνες του χαμηλοστεκούμενου ήλιου να τρυπούν τα τζάμια και να χρυσίζουν την καθαρή, παγερή ατμόσφαιρα. Χασμουρήθηκε παρατεταμένα και τεντώθηκε σύγκορμος εκτείνοντας όλες τις κλειδώσεις του κορμού και των άκρων του. Αισθάνθηκε ευδιάθετος και με μεγάλη όρεξη για ένα περίπατο στον καθαρό κρύο αέρα. Σεργιάνισε κάμποσο στους δρόμους της συνοικίας του, στάθηκε ευδιάθετος σε βιτρίνες εμπορικών καταστημάτων και θαύμασε τα ρούχα της χειμερινής σεζόν σε καταστήματα ρούχων, τα νέα μοντέλα κινητών τηλεφώνων και τους φορητούς και επιτραπέζιους υπολογιστές σε καταστήματα ηλεκτρονικών και τα καλογυαλισμένα και άψογα φινιρισμένα έπιπλα σε καταστήματα επίπλων. Μπήκε, μάλιστα, και σε ένα πολύ όμορφο μπιστρό που μόλις είχε ανοίξει στην περιοχή και απόλαυσε ένα ζεστό καπουτσίνο πότε κοιτάζοντας ράθυμα την κίνηση στους εμπορικούς δρόμους από τη τζαμαρία και πότε διαβάζοντας τους τίτλους των άρθρων μιας εφημερίδας. Έπειτα ξαναβγήκε στους δρόμους. Λίγο πριν αποσώσει τον πρωινό του ανέμελο περίπατο, στάθηκε και χάζεψε την προθήκη ενός γνωστού βιβλιοπωλείου της πόλης. Με το βλέμμα του διέτρεξε προσεκτικά τα πολύχρωμα εξώφυλλα των νέων κυκλοφοριών και των μπεστ-σέλλερς. Η ιδέα να αγοράσει ένα βιβλίο του φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα και αναζωογονητική. Μπήκε μες στο κατάστημα, απ’ όπου βγήκε… μετά από μία ολόκληρη ώρα. Κρατώντας σε κάθε χέρι του μια τσάντα γεμάτη με βιβλία γύρισε στο διαμέρισμά του.



Δεν άργησε να γίνει ένθερμος βιβλιόφιλος. Για κινηματογραφικές ταινίες, ούτε λόγος να γίνεται πια μετά από εκείνο το επεισόδιο ναυτίας που είχε βιώσει. Όχι μόνο δεν ήθελε να ξαναδεί ταινία, αλλά δεν άνοιγε πλέον την τηλεόραση ούτε καν για την ειδησεογραφική ενημέρωση. Ωστόσο, τη συλλογή του με τα DVD που εκτεινόταν σ’ όλο τον τοίχο του σαλονιού του την κράτησε ακέραια γιατί αποτελούσε πλέον ένα μέρος της ταυτότητάς του. Ποιος θα ήταν ο κύριος Π. δίχως τη συλλογή του από ταινίες; Ο κύριος Π. ήταν ο ειδικός στον κινηματογράφο, τουλάχιστον ο ειδικότερος από όλους όσους ανήκαν στο συγγενικό και φιλικό του κύκλο… και αυτό το αποδείκνυε περίτρανα η διόλου ευκαταφρόνητη συλλογή του.

Μα τι λέγαμε… α, ναι! Περί της βιβλιοφιλίας του κυρίου Π. Επρόκειτο για μια νέα τάση, ένα ολοκαίνουργιο κεφάλαιο στη ζωή του, μια πραγματική αποκάλυψη… που δεν άργησε να γίνει μανία χειρότερη της προηγούμενης. «Τι είναι, άραγε, ο άνθρωπος που δεν έχει διαβάσει ούτε ένα βιβλίο στη ζωή του; Μια σκιά, ένας υπάνθρωπος, ένα homunculus. Ο λογισμός του υποτυπώδης, η καλλιέργειά του ανύπαρκτη, τα ένστικτα ζωώδη…» Αυτό έγινε το μότο του κυρίου Π. που δεν παρέλειπε να το διατυπώνει σε κάθε του συζήτηση με γνωστούς κι αγνώστους, με φίλους και συναδέλφους, μηδενός εξαιρουμένου. Ούτε η Ναντίν δε γλίτωσε από την πλύση εγκεφάλου που ο φίλος της είχε αναλάβει να κάνει σ’ όποιον τον συναναστρεφόταν, αναθέτοντας στον εαυτό του το ρόλο του προφήτη που ευαγγελίζεται τη μόνη Αλήθεια ετούτης της ζωής. Αρκετές ήταν οι φορές που προσέβαλε τη νεαρή γυναίκα με δηκτικά σχόλια όπως: «Διάβασε κανένα βιβλίο να ξεστραβωθείς», ή «δεν έχουμε, πλέον, να πούμε τίποτα εμείς οι δυο, αφού δεν μπορούμε να συζητήσουμε για τίποτε άλλο εξόν από τα τετριμμένα θέματα της καθημερινότητας», και άλλοτε με φράσεις όπως: «θα ‘ταν φρονιμότερο να βγαίνω με κάποια που ξέρει για τον Σαρτρ κάτι παραπάνω από το ότι ήταν απλά ο φίλος της Ντε Μποβουάρ», ή πάλι «τουλάχιστον εγώ έχω διαβάσει έστω ένα βιβλίο επιπλέον εκείνων που μας μοίραζαν στο σχολείο». Η Ναντίν είχε τόσο πολύ αγανακτήσει με τη συμπεριφορά του που για ένα ολόκληρο μήνα δεν του ξαναμίλησε και δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής. Όταν έκανε την επανεμφάνισή της στη ζωή του, ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Είχε γίνει πιο μελαγχολική και, μάλιστα, παραδεχόταν ανοιχτά ότι εκείνη δεν είχε ούτε το ένα χιλιοστό από τις γνώσεις του φίλου της. Είχε, μάλιστα, τόσο πολύ αναθεωρήσει σχετικά μ’ εκείνον, που έφτασε ακόμη και σε σημείο να τον θαυμάζει. Κάποτε του είπε: «Ξέρεις γιατί σε θέλω πιο πολύ από πριν; Γιατί με ανάβεις όταν μου μιλάς για λογοτεχνία». Και μετά από αυτά τα λόγια ρίχνονταν οι δυο τους σ’ ένα βίαιο έρωτα που διαρκούσε όσο και η νύχτα.

Όντας από πάντα του συστηματικός και μεθοδικός με ό,τι κι αν καταπιανόταν στη ζωή του, ο κύριος Π. βάλθηκε να συλλέγει εξίσου μεθοδικά και τα βιβλία. «Από πού να ξεκινήσω;» ταλανιζόταν συχνά. Γρήγορα κατέληξε πως το καλύτερο στην περίπτωσή του θα ήταν να θεωρήσει τον εαυτό του ως μια tabula rasa και να κάνει την απαρχή της νέας του ενασχόλησης με την Κλασική Λογοτεχνία. Έτσι, αγόρασε τα άπαντα του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Ζολά, του Μπαλζάκ, του Ουγκώ, του Ντίκενς, του Κάφκα και αρχίνισε την ανάγνωση… μια διαρκή, αέναη ανάγνωση που απαιτούσε την πλήρη αφοσίωσή του και την απαξίωση των βασικών βιολογικών του αναγκών. Όπως είχε κάνει παλιότερα, στην κορύφωση της μανίας του για τον κινηματογράφο, έτσι και τώρα παρέβλεπε τις εξόδους, παρέλειπε να φάει, ακόμη και να ασχοληθεί με την προσωπική του υγιεινή. Κι αν πήγαινε στην τουαλέτα για να ανακουφίσει τα έντερά του, δεν πήγαινε μονάχος, παρά μαζί με ένα βιβλίο. Ολάκερα μακροσκελή κεφάλαια είχαν διαβαστεί πάνω από τη λεκάνη. Αναπόφευκτο ήταν να βγάλει το λοιπόν αιμορροΐδες από τις ατελείωτες ώρες του μετεωρισμού επάνω από την καταβόθρα, κάτι που τον ανάγκασε να περιορίσει τις λογοτεχνικές του αναζητήσεις στα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού και να μειώσει τη διάρκεια των αφοδεύσεών του.

Ο κύριος Π. αποθαύμασε το μεγαλείο της σαφήνειας των κλασικών αφηγήσεων, την αχανή έκταση των κλασικών μυθιστορημάτων, εκστασιαζόταν με τις αιώνιες αλήθειες που αναδύονται μέσα από αυτά, λάτρεψε τους κλασικούς ήρωες, είτε καλούς, είτε κακούς, αυτούς τους τόσο αυθεντικούς νατουραλιστικούς ήρωες που έχουν πια ξεφύγει από τους δημιουργούς τους και ενυπάρχουν στη συλλογική πανανθρώπινη συνείδηση σε πλήρη αυθυπαρξία, σα να πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα, για χαρακτήρες που έζησαν στ’ αλήθεια. Στην Ιστορία κυριαρχούν οι σημαντικοί άνθρωποι, στη Μυθολογία οι θεοί και κάπου ανάμεσα σ’ όλους αυτούς συγχρωτίζονται και περιδιαβαίνουν με την ίδια άνεση και φυσικότητα οι κλασικοί μυθιστορηματικοί ήρωες, όπως ο Πιπ και η Εστέλλα, ο δόκτωρ Φάουστ, η Ευγενία Γκραντέ, η Άννα Καρένινα, ο Ρασκόλνικοβ και τόσοι και τόσοι άλλοι γνώριμοι σε κάθε άνθρωπο που πήγε στο σχολείο, ανεξαρτήτως φυλής και εθνικότητας.

Ο κύριος Π. είχε μαγευτεί. Η μικρή μονόστηλη βιβλιοθήκη με τα λιγοστά βιβλία που υπήρχε στο σαλόνι του εδώ και χρόνια, ξηλώθηκε και γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια μεγαλύτερη που καταλάμβανε μια έκταση δύο συνεχόμενων τοίχων. Αν προσθέσουμε και τον τοίχο που είχε καταληφθεί από τη συλλογή των κινηματογραφικών ταινιών, δεν υπήρχε ακάλυπτος τοίχος πλέον στο σαλόνι. Η τηλεόραση είχε φύγει από τη μέση και είχε παραπεταχτεί κάπου σε μια γωνιά σκεπασμένη μόνιμα πια μ’ ένα λευκό σεντόνι για να μην αραχνιάσει. Τα σχέδια μεγαλεπήβολα, η φιλοδοξία άκρατη. Θα γέμιζε όλα τα ράφια της βιβλιοθήκης με βιβλία. Η αρχή είχε γίνει με την Κλασική Λογοτεχνία, η οποία κατέλαβε επτά ράφια.  Απέμεναν και τα υπόλοιπα είδη Λογοτεχνίας που έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Μη φανταστείτε, φυσικά, ότι ο κύριος Π. προλάβαινε να διαβάσει όλους αυτούς τους τόμους που συγκέντρωνε. Όχι, θα ήμασταν ψεύτες αν υποστηρίζαμε κάτι τέτοιο. Η νέα του μανία, όμως, είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο αναβρασμού που τον έκανε να αγοράζει κάθε τρεις και λίγο καινούργια βιβλία με τον ευσεβή πόθο να τα διαβάσει στο προσεχές μέλλον. Και η αλήθεια είναι ότι συνεχώς διάβαζε, αλλά ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να φτάσει τους ρυθμούς με τους οποίους συσσώρευε νέους τίτλους.

Κάποτε μπούχτισε με την Κλασική Λογοτεχνία και αποφάσισε πως έπρεπε να κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και να ασχοληθεί με τη σύγχρονη λογοτεχνία. Όχι, δεν θα έμοιαζε στον Μπόρχες που διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα ίδια κλασικά έργα του Θερβάντες και του Ντίκενς στην κατά τα άλλα πλούσια βιβλιοθήκη του πατρικού του σπιτιού στο Μπουένος Άιρες. Είχε στοιχηματίσει με τον εαυτό του ότι θα γινόταν ένας από τους πιο πολυμαθείς και μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του. Τόσο άμετρη ήταν η φιλοδοξία του που ανατροφοδοτούσε αλλεπάλληλα τη μανία του για τα βιβλία. Όμως, από τη στιγμή που αποφάσισε να διευρύνει τους ορίζοντες της εσωτερικής του καλλιέργειας διατρέχοντας τις αχανείς εκτάσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας, τότε ήταν που τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται και να του προκαλούν άγχος και ανασφάλεια που διαδέχτηκαν τον αρχικό γνήσιο και ειλικρινή ενθουσιασμό του. Τι να πρωτοδιαβάσει; Πώς να ταξινομήσει τους σύγχρονους συγγραφείς; Τα βιβλία στην εποχή μας είναι τόσο πολλά, σχεδόν αναρίθμητα. Με ποια έπρεπε να καταπιαστεί, πού να ρίξει μεγαλύτερο βάρος; Ένιωθε χαμένος. «Δε μου φτάνουν εκατό ζωές για να διαβάσω όλα αυτά τα έργα. Ο κόσμος γεννοβολά μυθιστορήματα ασυγκράτητα! Θα έλεγες ότι ο λογοτεχνικός κόσμος έχει κολλήσει κάποια γαστρεντερίτιδα και κάθε τρεις και λίγο τρέχει στην τουαλέτα με διάρροια! Απορώ πώς δεν έχει αφυδατωθεί ακόμη!» Αστεϊσμοί μεν, αλλά με κάποια βάση… Διάβασε αρκετά μπεστ-σέλλερς, μερικά εκ των οποίων θα μπορούσε κάλλιστα να μην τα είχε διαβάσει ποτέ και παρόλα αυτά να μην έχει χάσει κάτι ιδιαίτερο. Άλλοτε, ένα μικρό αριστούργημα διαδεχόταν μιαν ασημαντότητα. Άλλοτε, πάλι, επέλεγε στη σειρά άνοστα και ανούσια μυθιστορήματα και απογοητευόταν για το όλο εγχείρημά του.

Εν τω μεταξύ, τα βιβλία είχαν γεμίσει όλα τα ράφια της βιβλιοθήκης του και πολλά περίσσευαν εκτός ραφιών. Όλο σχεδόν το μηνιάτικο από την εργασία του στο Γραφείο Πρωτοκόλλου εξανεμιζόταν στην αγορά βιβλίων. Η Ναντίν άρχισε και πάλι να κάνει μούτρα και να διαμαρτύρεται με την όλη κατάσταση. Εκεί που άλλοτε τα έβαζε με τις κινηματογραφικές ταινίες, τώρα πια τα βιβλία είχαν μετατραπεί στον κύριο αντίπαλό της. Έπρεπε να τα αντιμετωπίσει, όφειλε να μαχηθεί και να τα νικήσει. Έτσι όπως συσσωρεύονταν παντού, πάνω στα τραπέζια, στα περβάζια των παραθύρων, στα κομοδίνα, στα πατώματα, της άφηναν όλο και λιγότερο ζωτικό χώρο για να αναπνεύσει. Όλα αυτά τα βιβλία την έπνιγαν… ασφυκτιούσε. Άσε που άρχισε να πιστεύει πως όλα εκείνα τ’ αναρίθμητα χάρτινα αντικείμενα συγκέντρωναν τέτοιες ποσότητες σκόνης που ήταν αδύνατο να μην πάθει κανείς άσθμα εκεί μέσα. Συχνά, έπρεπε να ανοίγει δρόμο ανάμεσα από τους σωρούς με τα βιβλία για να φτάσει στο σημείο εκείνο που ήθελε μες στο σπίτι. Αναπολούσε τις στιγμές που έκαναν έρωτα με τον κύριο Π. στον  καναπέ, ή πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Τώρα πια αυτά τα έπιπλα χρησίμευαν σαν στηρίγματα για τους στοιβαγμένους τόμους. Η κατάσταση είχε πια ξεφύγει από τον έλεγχο.

«Ως εδώ και μη παρέκει» αποφάσισε μια μέρα. Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο του Καλοκαιριού και η ατμόσφαιρα ασφυκτική από μια ακύμαντη ζέστη. Όλα έπλεαν θαρρείς μες σε μια θολή αχλή, σα να σιγόβραζαν μες σ’ ένα τσουκάλι με πηχτό ζωμό. Ένιωθες το στήθος σου βαρύ σα να το πλάκωναν τόνοι μολυβιού και η ανάσα έβγαινε δύσκολα και μ’ αναστεναγμούς. Η Ναντίν κοίταξε από την ανοιχτή εξώπορτα το σαλόνι. Έριξε ένα βλέμμα όλο μίσος στους σωρούς από βιβλία κι ένιωσε νικημένη, ξέπνοη, υποταγμένη. Είχε ηττηθεί πανηγυρικά. Αντίκρυ της το πεδίο της μάχης. Ο εχθρός απτόητος, αύτανδρος, ρωμαλέος. Εκείνη ζαρωμένη, ανήμπορη, ματωμένη. Έριξε τα μάτια της στο πάτωμα κάτωθέ της. Κοίταξε τα πόδια της. Παρακαλούσε να φανεί δυνατή για μια φορά στη ζωή της. Έκανε έκκληση στα πόδια της να κάνουν το αποφασιστικό βήμα. Και το έκανε. Με την πόρτα ορθάνοιχτη έκανε ένα βήμα πίσω συνεχίζοντας να κοιτά το πάτωμα. Έπειτα άλλο ένα και τέλος ένα τρίτο. Έκλεισε την πόρτα. Ήταν η τελευταία φορά που αντίκρισε τους άναρχους, αλλοπρόσαλλους σωρούς των βιβλίων. Ήταν η τελευταία φορά που τα βιβλία παραμερίστηκαν από τα λεπτά της μακριά χέρια προκειμένου να περάσει, ή να καθίσει κάπου. Τώρα πια εκείνοι οι εχθροί με τη χάρτινη ψυχή μπορούσαν να κυριαρχήσουν παντού, ακόμη και στα πιο αφάνταστα σημεία του σπιτιού, να φτάσουν ως το ταβάνι, να ξεχειλίσουν από τα παράθυρα. Ήταν μια αναίμακτη μάχη που είχε δοθεί και είχε κερδηθεί και σύνωρα χαθεί…

Ο κύριος Π., μετά το χωρισμό με τη Ναντίν το έριξε ακόμη περισσότερο στο διάβασμα και τη συλλογή βιβλίων. Φοβίες τον κατάτρυχαν και τον βασάνιζαν, σκέψεις καταστροφολογικές, ιδέες συντέλειας. «Κι αν πάρει φωτιά το σπίτι; Κι αν η πολυκατοικία γκρεμιστεί στον πρώτο σεισμό που θα συμβεί; Τι θα απογίνω; Τι θα απογίνουν όλα τούτα τα βιβλία; Κι αν το σαράκι σιγά-σιγά τα καταστρέψει καταβροχθίζοντας τις σελίδες τους άδηλα και ύπουλα; Ποιος θα είμαι χωρίς τα βιβλία μου; Θα είμαι ένα τίποτα, ένα μεγάλο ολοστρόγγυλο μηδενικό δίχως ταυτότητα, δίχως ψυχή!» Καμιά φορά έτρεμε στ’ αλήθεια σ’ αυτές τις σκέψεις σαν να τον έκαιγε ο πυρετός μιας άγνωστης κι ανίατης ασθένειας. Στριφογυρνούσε στο κρεβάτι τα βράδια και δεν τον έπαιρνε ο ύπνος έτσι όπως τον κατέκλυζαν όλες αυτές οι έγνοιες. Ακόμη κι όταν κατάφερνε να κοιμηθεί, ακόμη και στον  ύπνο του έβλεπε εφιάλτες σχετικούς με την καταστροφή των αποκτημάτων του. Ήταν, λέει, ξυπόλυτος καταμεσής στο δρόμο και όλη του η περιουσία ήταν μονάχα η φανέλα και το εσώρουχό του με τα οποία κοιμόταν. Πίσω του η πολυκατοικία ολοσχερώς κατεστραμμένη, ένας άμορφος σωρός από ερείπια. Ο κόσμος τον προσπερνούσε και τον κοιτούσε επιτιμητικά, γιατί ήταν ένα τίποτα, ένα απόλυτο Τίποτα. Κι εκείνος, σε κάθε βλέμμα όλο και καμπούριαζε περισσότερο, όλο και συρρικνωνόταν, μέχρι που έγινε ένας νάνος κι αρχίνισε να τρέχει ανερμάτιστος και κατατρομαγμένος ως το μεδούλι του πάνω στην άσφαλτο περνώντας κάτω απ’ τους διαβάτες, ανάμεσα από τα ανοιχτά τους σκέλη, μέχρι να βρει την τρύπα όπου θα πηδούσε μέσα και θα κρυβόταν για να αποφύγει την ντροπή, τα ανθρώπινα βλέμματα, αυτά τα αδιάκριτα βλέμματα που το μόνο που κάνουν είναι να διερευνούν την ταυτότητα του άλλου, αυτή η αδιακρισία των συνανθρώπων που περιορίζει την υπαρξιακή ελευθερία…

Και, ενώ όλα έδειχναν να κυλούν με τον ίδιο κι απαράλλαχτο ρυθμό, κάποια μέρα ήρθε η Μεγάλη Κρίση, μεγαλύτερη της πρώτης, και η κρίση αυτή είχε όνομα και λεγόταν: Ουμπέρτο Έκο… Όταν στα χέρια του έπεσαν τα βιβλία του: “Αναμνήσεις επί χάρτου, κείμενα για τη βιβλιοφιλία”, “The Infinity of Lists” και τα παρόμοια περί βιβλιοφιλίας και βιβλιοθηκών, ο κύριος Π. τα έχασε. Η γη κάτω από τα πόδια του κλυδωνίστηκε κι εκείνος κόντευε να γκρεμοτσακιστεί στη χαίνουσα άβυσσο που είχε έξαφνα ανοιχτεί. Όλο το φιλόδοξο οικοδόμημα που είχε πασχίσει να χτίσει επί τόσα χρόνια με ενδελεχή επιμέλεια και ιώβια καρτερία, γκρεμίστηκε συθέμελα σε μερικές ημέρες. «Τι κι αν έχω συγκεντρώσει όλους αυτούς τους τόμους γύρω μου… τι κι αν έχω διαβάσει περισσότερο από το ένα τέταρτο αυτών… αλίμονο, ποτέ δε θα καταφέρω να γίνω κάποιος αξιόλογος συλλέκτης! Θα είμαι πάντα μια μετριότητα, ένας συλλεκτίσκος, μια σκιά του Έκο και του σιναφιού του! Πόσο αδύνατο φαντάζει για ένα κοινό θνητό σαν εμένα, με ένα μίζερο μισθό ως υπαλλήλου του Δήμου όπως ο δικός μου, να κατέχει όλα αυτά τα απόκρυφα έργα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, όλα αυτά τα σπάνια, πολύτιμα χειρόγραφα του Μεσαίωνα! Αλίμονο, όσα βιβλία κι αν συγκεντρώσω στη συλλογή μου, ποτέ δε θα γίνω Κάποιος!» Μετά τον Eco, ο Jacques Bonnet με το βιβλίο του “Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα” ήρθε και τον αποτελείωσε. Διαβάζοντας για όλους αυτούς τους βαθύπλουτους συλλέκτες με τις σπάνιες συλλογές βιβλίων ανυπολόγιστης αξίας έχασε στην κυριολεξία το νου του –όχι, βέβαια, ότι είχε απόλυτα τα λογικά του πρωτύτερα…

Έτσι, λοιπόν, μια μέρα, δίχως πυροτεχνήματα και παιάνες, δίχως γιορτές και πανηγύρια, θεραπεύτηκε η μανία του για τα βιβλία, έτσι όπως είχε έρθει στο προσκήνιο, άδηλα και ύπουλα. Το σπίτι του, παρ’ όλα αυτά, παρέμενε υπερφορτωμένο με εκατοντάδες τόμους από δαύτα που γέμιζαν με  σκόνη και που του ήταν αδύνατο να τους βολέψει κάπου. Ποια θα ήταν η ταυτότητά του εφεξής; Ποιος θα ήταν ο κύριος Π. αν δεν ήταν συλλέκτης βιβλίων; Θα μπορούσε να συλλέξει κάτι άλλο; Κάτι που να αφορά εξίσου στην τέχνη; Κάτι σπουδαίο;



Και ναι, πάντα υπάρχει κάτι νέο ν’ αφιονίσει την Ψυχή που ψάχνει ν’ αφιονιστεί, την Ψυχή που, από μια αταβιστική, ενστικτώδη ανάγκη, θαρρεί πως είναι αθώρητη κι αόρατη αν δεν καταφέρει ν’ αποδείξει με χειροπιαστά ντοκουμέντα την ύπαρξή της. Η νέα μανία για συλλογή ξεπήδησε έξαφνα από το σκοτεινό της λίκνο, από το “ψυχικό αυγό”: θα συνέλλεγε πίνακες ζωγραφικής! Ωστόσο, δε θα παρέμενε ένας απλός συλλέκτης, αλλά θα γινόταν ένας πραγματικός ειδήμων, ένας εξπέρ, καθώς λέμε λαϊκά, στη ζωγραφική, σ’ αυτή την ανώτερη καλλιτεχνική έκφραση της προαιώνιας ανθρώπινης αναζήτησης. Ο κύριος Π. θα γινόταν ένας ασπούδαστος μεν, αλλά αυτοδημιούργητος Ιστορικός Τέχνης. Πήρε, λοιπόν, και αγόρασε όλους τους τόμους των ειδικών σ’ αυτό τον τομέα εκδόσεων Taschen για να ενημερωθεί. Κι αφού διάβασε για κυβισμούς, φοβισμούς, ιμπρεσσιονισμούς και τα παρόμοια σε “-ισμός” που οι ανθρώπινες Τέχνες τα έχουν άφθονα, και θεώρησε ότι προσανατολίστηκε κάπως στο νέο κι εν πολλοίς άγνωστο αυτό πεδίο, πήρε τους δρόμους…

Το ‘ξερε, φυσικά, ότι οι οικονομικές του δυνατότητες για μια τέτοια συλλογή, που εκ φύσεως είναι από τις πιο δαπανηρές και ελιτίστικες, ήταν μηδαμινές, σχεδόν ανύπαρκτες. Πώς θα μπορούσε ένας υπαλληλάκος του Δήμου να πληρώσει για ζωγραφικούς πίνακες; Όσο κι αν έπλαθε με το νου του ολάκερες φανταστικές σκηνές πλειστηριασμών όπου συμμετείχε ο ίδιος –ή, αν ήθελε να είναι πιο σικ, δι’ αντιπροσώπου– και πλειοδοτούσε προκειμένου να αποκτήσει έναν διεθνώς περιζήτητο πίνακα, τόσο κάθε φορά ανακάλυπτε με απελπισία καθώς άνοιγε τα μάτια πως βρισκόταν στο ίδιο πάντα ταπεινό και φτωχικό διαμέρισμα… φαντασιοκοπίες, αχαλίνωτες ονειροφαντασίες… έπρεπε, αλίμονο, να προσγειωθεί στην οικτρή του πραγματικότητα. Ανήμπορος καθώς ήταν, αλλά, παρόλα αυτά, αναγκεμένος από το νέο του ψυχαναγκασμό, βρήκε κάποτε τη λύση: θα αγόραζε πίνακες φοιτητών της Σχολής Καλών Τεχνών, έργα καλλιτεχνών του δρόμου. Θα εισέφρυε σε μποέμ στέκια και χαμοκέλες κι όπου αλλού χρειαζόταν για να αναζητήσει τη λεία του. Θα γινόταν ο υποστηρικτής των νέων κι άγνωστων καλλιτεχνών που είτε είναι ακόμη εκκολαπτόμενοι, είτε ζουν στο περιθώριο του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι, του mainstream, όπως λέμε στην ελληνική, αλλά που έχουν όλα τα εχέγγυα για να γίνουν στο μέλλον διασημότητες. «Μήπως οι Ιμπρεσσιονιστές δεν ήταν οι απόβλητοι των Παρισινών εκθέσεων; Μήπως δεν τους λοιδορούσαν για την “εντύπωση” που ήθελαν να προκαλέσουν με τα έργα τους;» αναρωτιόταν ο κύριος Π. κι έπαιρνε θάρρος και γέμιζε από πηγαία ενέργεια. «Αν αγοράζω πίνακες από φοιτητές και άγνωστους ζωγράφους, θα ξοδεύω ελάχιστα. Ναι, φαντάζομαι πως είναι μια δαπάνη που μπορώ να την αντέξω». Σκέψεις αταίριαστα λογικές για κάποιον που καταλαμβάνεται από τη μανία ν’ αποδείξει την ύπαρξή του…

Η επιχείρηση συσσώρευσης πινάκων ξεκίνησε με τυμπανοκρουσίες και σαλπίσματα. Στην αρχή, βέβαια, ο κύριος Π. παραδέχτηκε πως η μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη στάθηκε για κείνον αρκετά δύσκολη κι επίπονη. Κι αυτό γιατί δεν είχε ιδέα για τα κατατόπια και τις συνήθειες όλου αυτού του “υπόγειου” καλλιτεχνικού κόσμου της μεγαλούπολης, ενός κόσμου που κοχλάζει και κοντεύει να σκάσει απ’ τις αναθυμιάσεις της συσσωρευμένης φιλοδοξίας του, από τα αέναα κεντρίσματα του άκρατου εγωτισμού και απ’ τη ζεματιστή λάβα της φιλαυτίας του. Είχε να αντιμετωπίσει ένα σκοτεινό πλήθος που έχει οικειοποιηθεί συνειδητά τις συνήθειες του αρουραίου για να μπορεί να σουλατσάρει με άνεση στα λαγούμια, έχοντας την ανομολόγητη, κρυφή ελπίδα ότι κάποια από αυτά τα λαγούμια κάποτε οδηγούν από τους δημόσιους υπονόμους στα υπόγεια των πιο λαμπρών ανακτόρων κι από εκεί στα δώματα και στις σάλες δεξιώσεων. Έπρεπε, λοιπόν, ο κύριος Π. να επιστρατεύσει και την κολακεία, αντλώντας υπομονετικά από το λεξιλόγιό του όσες λέξεις θαυμασμού και φιλοφρονήσεων υπήρχαν εκεί μέσα αποξεχασμένες κι αραχνιασμένες, χρόνια πολλά σε αχρηστία. Γιατί ήταν αλήθεια ότι με λίγη ως πολλή κολακεία –αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων της κάθε περίπτωσης– μπορούσε να πετύχει μια καλή τιμή για τον πίνακα που φιλοδοξούσε να αποκτήσει.

Οι περισσότεροι πίνακες, ομολογούσε, του φαινόταν μέτριοι, άχαροι κι ανούσιοι. Ωστόσο, τους συνέλλεγε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, μεθοδικά, σχεδόν μηχανικά. «Η ζωγραφική είναι πολύ περίεργο πράγμα», παραδεχόταν συχνά. «Ένας πίνακας που μπορεί να σου φανεί βλακώδης γιατί το μόνο που απεικονίζει είναι μια γραμμή, ή ακόμη και μια μουτζούρα, να, όπως αν γέμιζα τα χέρια μου με διάφορα χρώματα και τα πασάλειβα πάνω στον καμβά, παρόλα αυτά μπορεί με χρόνια με καιρούς να θεωρηθεί σπάνιο αριστούργημα». Προνοητικοί συλλογισμοί…

Θα θυμάται, φυσικά, ο αναγνώστης το συνονθύλευμα των συσσωρευμένων βιβλίων μες στο διαμέρισμα του κυρίου Π, γέννημα της θεραπευθείσας πλέον πρότερης μανίας του, και λογικό κι αναμενόμενο είναι να απορήσει για το πώς και πού μπορεί να χώρεσαν τόσοι πίνακες ζωγραφικής μες σ’ εκείνο το σπιτάκι. Θα είμαστε, το λοιπόν, ειλικρινείς: Δεν χώρεσαν…

Οι πίνακες αρχικά κρεμάστηκαν, κατά πώς θεωρείται πρέπον, σε όσους από τους τοίχους του σπιτιού δεν είχαν καταληφθεί από βαρυφορτωμένα, ξεχειλισμένα από βιβλία ράφια, ήτοι στο υπνοδωμάτιο, στην κουζίνα… ακόμη-ακόμη και στην τουαλέτα, αλίμονο! Κι όταν όλοι οι τοίχοι του σπιτιού καλύφθηκαν με κάτι ήρθε η σειρά και για τα παράθυρα που καλύφθηκαν κι αυτά κι έτσι το φως της μέρας δεν ξαναμπήκε μες στο σπίτι. Το μικρό εκείνο διαμέρισμα στον οδό Σ. είχε γίνει απάνθρωπο, αφιλόξενο, εχθρικό, όπως αφιλόξενη και εχθρική είναι μια αποθήκη. Μπορεί κανείς να ζήσει μες σε μια γεμάτη αποθήκη; Ο κύριος Π., αφού τοποθέτησε τους τελευταίους πίνακες ακόμη και πάνω στο κρεβάτι του υπνοδωματίου –μάλιστα, ο στερνός του πίνακας, μη χωρώντας ούτε εκεί, τοποθετήθηκε όρθιος πάνω στη λεκάνη της τουαλέτας– άφησε για τον εαυτό του ένα μικρό τετραγωνικό μέτρο, ένα πραγματικό ξέφωτο καταμεσής στη ζούγκλα, για να σταθεί. Κατάκεντρα στο μικροσκοπικό αυτό ξέφωτο έστησε μια καρέκλα και κάθισε. Τις πρώτες δύο νύχτες κοιμήθηκε εκεί, έτσι καθώς ήταν καθισμένος και επιθεωρούσε τα αποκτήματά του. Την τρίτη νύχτα άρχισε να υποφέρει από αφόρητους πόνους στη σπονδυλική του στήλη και δεν άντεξε. Βρήκε το δρόμο προς την εξώπορτα και βγήκε από το διαμέρισμα. Διπλοκλείδωσε για να ασφαλίσει τις συλλογές του και κατέβηκε με γοργό βήμα στο δρόμο.

Ήταν μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα. Η ολόγιομη σελήνη αντιφέγγιζε στο κατάλευκο χιόνι που είχε σκεπάσει τους δρόμους, τα πάρκα και τα κτήρια της πόλης, αδιαφορώντας για τους πόνους ανθρώπων και σκυλιών που δεν μπορούσαν να φτάσουν στα απροσπέλαστα ύψη της. Από το στόμα του ανθρωπάκου η κάθε ανάσα που έβγαινε γινόταν αμέσως ατμός και κρουστάλιαζε. Περπάτησε μερικά μέτρα ώσπου βρήκε ένα παγκάκι. Ήταν κι αυτό σκεπασμένο μ’ ένα χοντρό στρώμα μαλακού χιονιού που στραφτάλιζε στο σκοτάδι, έτσι όπως χοροπηδούσαν επάνω του οι παιχνιδιάρικες φεγγαραχτίδες. Έσκαψε με τα χέρια του και καθάρισε το παγκάκι από το χιόνι. Σφιχτοτυλίχτηκε με το παλτό του και τουρτουρίζοντας σύγκορμος κάθισε. Από εκεί κοίταξε στο βάθος της οδού Σ. προς την κατεύθυνση που βρισκόταν το διαμέρισμά του, στο δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας πολυκαιρισμένης και κακοπαθημένης από τους τόνους των καυσαερίων κι από τα αλληλοδιάδοχα ραπίσματα των Εποχών. Ένα χαμόγελο αχνόφεξε στο πρόσωπό του. Μέσα σ’ εκείνο το διαμέρισμα βρισκόταν η Ταυτότητά του, η ίδια του η Ψυχή. Τώρα πια ήξερε ποιος είναι. Τώρα, πλέον, δεν ήταν ένα απλό Τίποτα.

Σε μία ώρα θα έκλεινε τα εξήντα χρόνια ζωής πάνω σε τούτο τον κόσμο. Για μια στιγμή θα ήθελε να ζούσε η μητέρα του για να του τηλεφωνήσει και να του ευχηθεί, έστω κι αν ο διάλογος που θα επακολουθούσε ήταν τετριμμένος και χιλιοειπωμένος. Για μια στιγμή ανυπομονούσε για το θορυβώδες άνοιγμα της εξώπορτας και το χείμαρρο από αγκαλιές και λουλούδια και φιλιά της Ναντίν. Τίποτε από όλα αυτά… Δεν πειράζει, όμως. Αυτά είναι μικροπράγματα άνευ ιδιαίτερης σημασίας. Το σημαντικότερο όλων είχε επιτευχθεί: Ήξερε ποιος είναι, ήξερε τι είναι και, το κυριότερο, μπορούσε να το αποδείξει περίτρανα σε όποιον τυχόν τον αμφισβητούσε με μία και μόνη κίνηση, δείχνοντάς του το διαμέρισμά του, την αποθήκη του.

Πάλεψε για πολλή ώρα με τη νύστα του, αλλά στο τέλος νικήθηκε. Ξάπλωσε στο παγκάκι καταμεσής στην οδό Σ. και έκλεισε τα μάτια του. Δεν κρύωνε πια, ούτε τουρτούριζε. Ονειρεύτηκε ότι δεν ήταν ο κύριος Π. Ονειρεύτηκε ότι ήταν ένα ξέγνοιαστο παιδάκι που έπαιζε με τα παιχνίδια του μες στο ζεστό του δωμάτιο… δίχως να ενδιαφέρεται για το “ποιος είναι”…



Άργος, Μάιος 2011 
Π. Σιμιτσής