Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Παραμύθι: Ο σκαντζόχοιρος και η αχινούλα (Γ' μέρος)


"Λοιπόν, κι αν είπαμε και καμιά κουβέντα, νερό κι αλάτι!" πρόσθεσε ο Ζακ δίνοντας μια και βουτώντας σε μια αλμυρή λακκουβίτσα, τινάζοντας στάλες ολόγυρα. "Ελπίζω να γίνουμε φίλοι!"



"Χαίρομαι που το λες αυτό", είπε ο Ζήσης. "Κι εγώ το ελπίζω."
"Ωραία, και μια που ήρθες, κάτσε να σου φωνάξω την Άλι να τα πείτε!"
"Την. . . την Άλι;"
"Ναι, κάτσε, κάπου εδώ ήτανε. . . Πού πήγε, ρε παιδιά;"
"Να΄τη, εκεί κάτω!" έδειξε ένας απ΄ τους φίλους του. "Στο βράχο!"
"Α, ναι! Να, Ζήση, τη βλέπεις; Άλι! Άααλι! Μ΄ ακούς; Κοίτα ποιος ήρθεεε!"






"Γεια σε όλους!" ακούστηκε η φωνή του Αλφόνσου καθώς ξεπρόβαλλε από το διπλανό βραχάκι. "Τί γίνεται; Α, γεια σου Ζήση, πώς από ΄δω;"









Ο Ζήσης ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Είχε μείνει με το βλέμμα κολλημένο στο μακρινό εκείνο σκόπελο, κι από το καρδιοχτύπι του έσφυζε ολόκληρος. Η Αλεξάνδρα ήταν εκεί μαζί με τέσσερις φίλες της, και μόλις άκουσε τα φωνάγματα του Ζακ, γύρισε προς το μέρος τους και τους κοίταξε.
"Κοίτα ποιος ήρθε!" φώναξε ο Ζακ δείχνοντας προς τα πάνω με τ΄ αγκάθια του. "Κοίτα! Ο Ζήσης!"




Ο Ζήσης κόντευε να λιώσει από τον έρωτα καθώς την κοίταζε. Στ΄ αυτιά του κελαηδούσαν ρομαντικές μελωδίες. Η Αλεξάνδρα του ήταν ακόμα πιο όμορφη εκείνη τη μέρα. Είχε βάψει τα χείλη της με κραγιόν και φορούσε ένα μαντίλι από ένα χλωρό κόκκινο φύκι. Έμοιαζε με θεά της θάλασσας, και ο Ζήσης μαγεύτηκε μονομιάς στο αντίκρισμά της.



Στο μεταξύ οι φίλοι του στο πευκοδάσος είχαν αποφασίσει ότι δε γινόταν να συνεχιστεί η πρόβα χωρίς εκείνον. Η φωνή του ήταν πολύ σημαντική. Αγανακτισμένοι ξεκίνησαν να πάνε να τον βρουν. Όλοι μαζί πήραν το δρόμο για την παραλία, και η Παυλίνα ήταν η πιο αγχωμένη απ΄ όλους τους, σα να είχε ένα άσχημο προαίσθημα.






Ο Ζακ είχε συνεννοηθεί από πριν με την Αλεξάνδρα λέγοντάς της ότι ήθελε να κάνει μια πλάκα στο Ζήση, κι εκείνη με τις φίλες της είχανε συμφωνήσει με χαζογελάκια. Άλλωστε στην Αλεξάνδρα άρεσε να δείχνει στις άλλες αχινούλες τί ήταν διατεθειμένα να κάνουν για το χατίρι της τ΄ αγόρια. Φόρεσε μονομιάς το πιο αθώο χαμόγελό της και πετάρισε πάλι με γλύκα τα αχινοβλέφαρά της.



"Ζήση!" φώναξε τρυφερά. "Ζήση μου, τί κάνεις; Πού ήσουνα, μου έλειψες!"
"Γεια. . . γεια σου. . . Αλεξάνδρα. . .", έκανε εκείνος ξεροκαταπίνοντας.
"Σε σκεφτόμουνα συνέχεια χθες!" φώναξε η Αλεξάνδρα παθιάρικα, σκουντώντας τις φιλενάδες της που είχαν αρχίσει να χαχανίζουν κοροϊδευτικά. "Το βράδυ σε είδα στον ύπνο μου!"
"Αλή. . . αλήθεια;" έκανε ο Ζήσης κατακόκκινος. "Κι εγώ σε σκεφτόμουνα. . ."
"Τί είπες;" φώναξε η Αλεξάνδρα. "Είσαι πολύ μακριά, δε σ΄ ακούω!"
"Λέω. . . κι εγώ σε σκεφτόμουνα. . ."
"Δε σ΄ ακούω, δε σ΄ ακούω! Έλα λίγο πιο κοντά!"



"Γιατί δεν πας εκεί να της μιλήσεις;" πρότεινε ο Ζακ κοιτάζοντάς τον. "Πέσε και κολύμπα, δεν είναι κρύο το νερό!"
"Ναι, ναι, πήγαινε να της μιλήσεις!" άρχισαν να φωνάζουν κι οι άλλοι αχινοί, παροτρύνοντάς τον. "Πήγαινε εκεί, αφού βλέπεις ότι σε θέλει!"
"Πήγαινε, πήγαινε! Μη χάνεις την ευκαιρία!"
"Ζήση μου, έλα κοντά μου!" φώναξε πάλι η Αλεξάνδρα. "Έλα, σε περιμένω!"
"Τί του λέτε τώρα του παιδιού;" μπήκε ξαφνικά στη μέση ο Αλφόνσος. "Ζήση, μην τους ακούς, είναι επικίνδυνο!"
"Δεν είναι επικίνδυνο, τί λες τώρα;" φώναξε ο Ζακ. "Είναι πανεύκολο!"
"Δυο μέτρα είναι μόνο!" πρόσθεσε ένας φίλος του.
"Ζήση, έλα!" φώναξε η Αλεξάνδρα.
"Έλα εσύ εδώ, μωρή κότα!" της φώναξε θυμωμένος ο Αλφόνσος. "Ζήση, μην το σκέφτεσαι, είναι πολύ επικίνδυνο!"
"Μην ανακατεύεσαι, Αλφόνσε!" έκανε απειλητικά ο Ζακ.






"Τί προσπαθείς να κάνεις, Ζακ;" φώναξε ο Αλφόνσος αγανακτισμένος. "Το ξέρουμε όλοι ότι έχει ρεύματα εδώ πέρα! Ζήση, μην τους ακούς, μην το κάνεις! Δε γίνεται, θα σε πάρει το ρεύμα!"






Ο Ζήσης όμως δεν τον άκουγε. Τυφλωμένος από τον έρωτά του, μετρούσε την απόσταση και την έβλεπε τιποτένια. Η Αλεξάνδρα του απέναντι του φώναζε να πάει κοντά της με μια φωνή γλυκιά σα ζάχαρη, κι ένιωθε ότι τίποτα στον κόσμο δε θα μπορούσε να τον κρατήσει μακριά της.




"Πέ-σε! Πέ-σε! Πέ-σε!" άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά οι αχινοί.
"Ζήση, όχι!" φώναξε ο Αλφόνσος αγχωμένος. "Σταματήστε! Ζήση, έχει πολύ δυνατό ρεύμα, θα πνιγείς!"
"Πέ-σε! Πέ-σε! Πέ-σε!"
"Δεν το πιστεύω! Ζήση, άκουσέ με, ξέρω τί σου λέω!"
"Ζήση μου, θα έρθεις ή όχι;" φώναξε λάγνα η Αλεξάνδρα.









Χωρίς να το σκεφτεί άλλο πια, ο Ζήσης έδωσε μια και πήδηξε στο νερό. Άρχισε να κολυμπάει προς το σκόπελο με όλη του τη δύναμη, ενώ όλοι οι αχινοί και οι αχινούλες ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε αυτάρεσκα, γεμάτη περηφάνια.






Αλλά τότε ξαφνικά, στο μισό της απόστασης, ο Ζήσης συνειδητοποίησε ότι ο Αλφόνσος είχε δίκιο. Το ρεύμα ήταν πολύ δυνατό, του πήγαινε κόντρα και τον έσπρωχνε προς τα πλάγια. Προσπάθησε να το υπερνικήσει, αλλά ήταν αδύνατο. Ήταν πολύ μικρόσωμος, κι όσο κι αν πάλευε με το νερό δε μπορούσε να πλησιάσει περισσότερο το βράχο. Και τότε σιγά σιγά άρχισε να κουράζεται. Το ρεύμα άρχισε να τον παρασύρει.
"Βοήθεια!" φώναξε τρομαγμένος. "Δε μπορώ!"


"Κολύμπα, κολύμπα, χα, χα!" φώναξαν οι αχινούλες ξεκαρδισμένες στο γέλιο. "Χτύπα τα πόδια σου, χτύπα τα!"
"Δε μπορώ, με παρασέρνει! Βοηθήστε με!"





"Ζήση!" φώναξε πανικόβλητος ο Αλφόνσος. "Θεέ μου, όχι! Τί γελάτε, ρε ηλίθιοι; Πρέπει να τον βοηθήσουμε!"
"Αστειεύεσαι; Καλά να πάθει ο βλάκας!" έκανε ο Ζακ περιφρονητικά. "Για να σε δούμε τώρα, χαζοστεριανέ!"
"Κολύμπα! Κολύμπα!"





"Έλα τώρα, Ζήση μου, μη μ΄ απογοητεύεις!" φώναξε ειρωνικά η Αλεξάνδρα. "Κάνε μια προσπάθεια!"
"Δε μπορώ!" φώναξε ο Ζήσης νιώθοντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. "Βοήθεια!"




"Τί φωνές είν΄ αυτές;" έκανε παραξενεμένη η Μήτση στο μονοπάτι. "Ακούστε!"
"Ο Ζήσης!" φώναξε ο Ολύμπιος. "Τρέξτε!"
Όρμησαν στην κατηφόρα κι έφτασαν τρέχοντας στην παραλία. Βλέποντας το φίλο τους μέσα στη θάλασσα να παλεύει λαχανιασμένος με το κύμα, τους έπιασε πανικός.
"Ζήση! Ζήση!"
"Κρατήσου! Ερχόμαστε!"
"Βοήθεια!" φώναξε ο Ζήσης πίνοντας νερό από την κούρασή του. "Βοήθεια, βοηθήστε με!"
"Γρήγορα, παιδιά!" φώναξε ο Άρης. "Πιάστε εκείνο εκεί το κλαδί!"




Όλοι μαζί άρπαξαν ένα μεγάλο κλαδί κι ανέβηκαν πάνω σ΄ έναν βράχο που έφτανε ως μέσα βαθιά στο νερό. Το τέντωσαν όσο πιο πολύ μπορούσαν προσπαθώντας να τον φτάσουν.
"Πιάσ΄ το!" του φώναξε ο Άρης.
"Δε μπορώ!"
"Μπορείς, πιάσ΄ το!"
"Έλα, Ζήση!"
"Δε μπορώ, δε φτάνω!"
"Λίγο ακόμα! Λίγο ακόμα και τα κατάφερες!"
"Ζήση, πρόσεχε!" φώναξε ξαφνικά έντρομος ο Αλφόνσος. "Πίσω σου!"



Την ίδια στιγμή ξεπετάχτηκε από το βυθό της θάλασσας ο Ζαφείρης το χέλι. Σκίζοντας αστραπιαία το νερό όρμησε καταπάνω στο Ζήση με ανοιχτά τα σαγόνια του, έτοιμος να τον αρπάξει. Ο Ζήσης άφησε μια κραυγή τρόμου και με μια γενναία προσπάθεια κολύμπησε πλάγια, καταφέρνοντας να γλιτώσει στο τσακ.
"Πιάσ΄ το, Ζήση!" φώναξε ο Σπύρος τεντώνοντας ακόμα παραμέσα το κλαδί, κινδυνεύοντας τώρα να πέσει κι ο ίδιος στο νερό. "Έλα!"
"Πιάσ΄ το!" φώναξε κι ο Άρης καταϊδρωμένος από την αγωνία του.
"Έλα, Ζήση!" φώναξε με δάκρυα η Παυλίνα. "Σε παρακαλώ, πιάσ΄ το!"







"Άφησέ τον, Ζαφείρη!" φώναξε ο Αλφόνσος εξαγριωμένος. "Φύγε από ΄κει, άσ΄ τον ήσυχο!"






Οι αχινοί και οι αχινούλες είχαν πάψει να φωνάζουν. Παρακολουθούσαν απλώς τα γεγονότα αμίλητοι.


Ο Ζαφείρης έκανε ακόμα μια βουτιά και ρίχτηκε ξανά μπροστά, σίγουρος ότι αυτή τη φορά θα έπιανε στα δόντια του το μικρό σκαντζόχοιρο. Όμως, με όλη του την ανάσα και τη δύναμη, ο Ζήσης κατάφερε να πιάσει την άκρη του κλαδιού. Όλοι μαζί οι φίλοι του το τράβηξαν πίσω βγάζοντάς τον την τελευταία στιγμή από το νερό, και σώζοντάς τον από την ανοιχτή μασέλα που ήταν έτοιμη να τον αρπάξει. Από τη φόρα του ο Ζαφείρης έπεσε πάνω στο βράχο κι έφαγε τα μούτρα του. Άφησε μια κραυγή πόνου και θυμού κι εξαφανίστηκε βρίζοντας στο βυθό.



Τα ζωάκια του δάσους παράτησαν το κλαδί κι έτρεξαν δίπλα στο Ζήση που ήταν πεσμένος πάνω στο βράχο. Λαχανιασμένος και τρέμοντας από το φόβο του εκείνος προσπαθούσε να ξαναβρεί την ανάσα του.
"Ζήση μου, είσαι καλά;" φώναξε η Παυλίνα αγκαλιάζοντάς τον.
"Τα καταφέραμε!" φώναξε καταχαρούμενος ο Σπύρος. "Μπράβο, Ζήση!"
"Τα κατάφερες!" χοροπηδούσε ο Άρης. "Μπράβο, φίλε!"
"Είσαι ασφαλής τώρα! Ηρέμησε, όλα είναι εντάξει!"
"Σας ευχαριστώ. . . ", ψέλλισε εκείνος βήχοντας. "Μου σώσαστε. . . τη ζωή. . ."
"Αχ, Ζήση μου, τί έγινε; Πώς έπεσες μέσα στο νερό;"

Ο Ζήσης, μόλις συνήλθε λίγο, τους εξήγησε τί είχε συμβεί. Τους τα είπε όλα. Εξοργισμένοι οι φίλοι του έτρεξαν στην άκρη του βράχου κι άρχισαν να πετάνε πέτρες στους αχινούς για να τους εκδικηθούν.




Ένα από τα βότσαλα βρήκε τον Ζακ και του έσπασε τα μισά του αγκάθια, κι ένα άλλο βρήκε την Αλεξάνδρα κατακούτελα και της έκανε ένα τεράστιο καρούμπαλο. Όλοι μαζί έβαλαν τις φωνές και ο ένας μετά τον άλλο βούτηξαν στο νερό για να γλιτώσουν. Ο μόνος που έμεινε πίσω ήταν ο Αλφόνσος.




"Χαίρομαι που είσαι καλά", είπε στο Ζήση μ΄ ένα μεγάλο χαμόγελο ανακούφισης.
"Σ΄ ευχαριστώ που προσπάθησες να με προειδοποιήσεις", του είπε ο Ζήσης μουσκεμένος και στάζοντας. "Ήμουν ανόητος που δε σε άκουσα."
"Τέλος καλό, όλα καλά!" κούνησε τα πλοκαμάκια του ο Αλφόνσος.











Ο Ζήσης γύρισε μαζί με τους φίλους του στο πευκοδάσος. Η Παυλίνα τον σκούπισε καλά μ΄ ένα μεγάλο φύλλο και του φίλησε τη μουσούδα. Κι ύστερα πήγαν όλοι μαζί στην πρόβα της χορωδίας.







Έχοντας πια δει το αληθινό πρόσωπο της Αλεξάνδρας, ο Ζήσης την ξέχασε ολότελα. Έγινε όμως πολύ καλός φίλος με τον Αλφόνσο κι από τότε πήγαινε συχνά στην παραλία να τον δει. Τους αχινούς δεν τους ξαναείδε γιατί δεν τόλμησαν ξανά να βγουν στο βράχο. Φοβούνταν μη φάνε καμιά πέτρα κατακέφαλα. Έμαθε από τον αστερία ότι ο Ζακ κι η Αλεξάνδρα παντρεύτηκαν και χώρισαν γιατί εκείνη κοιμήθηκε με τον καλύτερό του φίλο.





Την αληθινή αγάπη ο Ζήσης την είχε βρει στο πρόσωπο της Παυλίνας. Ήταν πια μαζί, πολύ πολύ χαρούμενοι, και τραγουδούσαν κάθε βράδυ κάτω από τη φεγγαράδα.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.














( Τ Ε Λ Ο Σ )



___________________________________

κείμενο και σκίτσα: Σ. Χατζηνικολάου

Παραμύθι: Ο σκαντζόχοιρος και η αχινούλα (Β΄ μέρος)

Ο Ζήσης κούνησε το κεφάλι του αρνητικά κρατώντας ακόμα τη μισομαραμένη μαργαρίτα του.
"Δεν ξέρω τί άκουσες εσύ, αλλά με την Αλεξάνδρα έχουμε μόνο μια απλή γνωριμία", είπε με μετριοφροσύνη. "Είναι αλήθεια ότι τη βρίσκω πολύ όμορφη, αλλά δεν έχει συμβεί τίποτα μεταξύ μας. . . ακόμα. . ."
"Σοβαρολογείς;" γούρλωσε τα μάτια του ο Αλφόνσος. "Δηλαδή είναι όλα φήμες;"
"Ε, ναι, προς το παρόν. . .", έκανε ο Ζήσης ντροπαλά. "Όμως αν γνωριστούμε καλύτερα. . . μπορεί, δεν ξέρω. . . Είναι πολύ γλυκιά και καλοσυνάτη, και σίγουρα εκτός από την ομορφιά της θα έχει κι άλλα χαρίσματα. . ."
Ο Αλφόνσος τέντωσε τα πόδια του πέρα ως πέρα πάνω στο βράχο.
"Ποια, ρε μεγάλε, η Άλι;" έκανε ειρωνικά. "Πας καλά; Όχι και καλοσυνάτη η Άλι! Δεν είναι παρά μια σκύλα και μισή!"
"Ορίστε;" έκανε κατάπληκτος ο Ζήσης.
"Λέω, όχι να μας βγάλεις κι αγγελούδι την Άλι!" χαμογέλασε σαρκαστικά ο Αλφόνσος. "Ρώτα κι εμάς που την ξέρουμε απ΄ το σχολείο! Συμμαθήτριά μου ήτανε! Δεν υπάρχει χειρότερη απ΄ αυτή σ΄ όλο το βυθό!"
"Τί εννοείς δηλαδή;" ρώτησε συνοφρυωμένος ο Άρης.
"Εννοώ ότι μπορεί να είναι όμορφη, αλλά είναι μια μέγαιρα!" είπε ο Αλφόνσος αφήνοντας το χλιαρό νερό να του χαϊδέψει το κορμί. "Λοιπόν, θα σου το πω για να το ξέρεις: δεν είναι κορίτσι για σοβαρή σχέση. Το ΄χει πάρει απάνω της και τους έχει όλους για μηδενικά. Δε μπορεί ν΄ αγαπήσει κανέναν, παίζει με τ΄ αγόρια σα να ΄ναι παιχνιδάκια, κι έχει ραγίσει δεκάδες καρδιές εκεί κάτω" – έδειξε με το πάνω αριστερό πλοκάμι του το βυθό. "Έχει άπειρους θαυμαστές, όλοι την κυνηγάνε, και βγαίνει μια με τον έναν και μια με τον άλλο, και τους γεμίζει όλους ψέματα. Αν θες ν΄ ακούσεις τη συμβουλή μου, δες το κι εσύ χαλαρά και κοίτα να περάσεις καλά, και ξέχνα τα υπόλοιπα για σοβαρές σχέσεις και τα ρέστα. Για να μην πληγωθείς σ΄το λέω."
Ο Ζήσης, ο Άρης κι ο Σπύρος είχαν μείνει να τον κοιτάνε σα χαμένοι. Ο Ζήσης μάλιστα κόντευε να βάλει τα κλάμματα.
"Δε σε πιστεύω!" είπε πεισμωμένα.
"Πρόβλημά σου", είπε ο Αλφόνσος χασκογελώντας. "Εγώ σε προειδοποιώ."
"Δεν είναι αλήθεια, εγώ τη γνώρισα και είναι μια πολύ γλυκιά κοπέλα! Είναι μια οπτασία!"
"Καλά", είπε ο Αλφόνσος μ΄ ένα νόημα του πλοκαμιού του. "Χαιρετίσματα."
"Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις πού είναι; Θέλω να της μιλήσω!"
"Έχει πάει με τις φίλες της για τέννις στη βραχοσπηλιά. Άμα τη δω θα της πω ότι την έψαχνες. Στη θέση σου όμως δε θα περίμενα και πολλά. Το πιθανότερο είναι ότι θα γελάσει κοροϊδευτικά και θα σε αγνοήσει."

"Εντάξει, καταλάβαμε", είπε ο Σπύρος κοιτάζοντας τον ερωτευμένο φίλο του με νόημα. "Έλα, καλύτερα να πηγαίνουμε."
"Όχι", είπε εκείνος. "Θα κάτσω να την περιμένω."
"Ζήση, πάμε να φύγουμε", είπε ο Σπύρος συμβουλευτικά. "Δεν υπάρχει λόγος να την περιμένεις. Άκουσες τί σου είπε το παιδί από ΄δω, που την ξέρει. Είναι μέγαιρα."
"Δεν είναι! Δεν το πιστεύω!"


"Ωραία, εσύ κάτσε να την περιμένεις αν θέλεις", είπε ο Άρης κάνοντας μεταβολή. "Εγώ δε θα χάσω εδώ όλη μου τη μέρα για μια ψωνάρα. Φεύγω."
"Κι εγώ φεύγω", συμφώνησε ο Σπύρος. "Και το καλό που σου θέλω, φύγε κι εσύ, Ζήση. Θα πληγωθείς άδικα."
"Όχι, θα την περιμένω. Φύγετε εσείς αν θέλετε. Θα σας αποδείξω όλους σας ότι έχετε άδικο. Την έχετε παρεξηγήσει."
"Καλά, καλά", του είπαν κι έφυγαν.

Ο Ζήσης έμεινε μόνος του μαζί με τον Αλφόνσο. Πέταξε και τη μαργαρίτα του γιατί τώρα πια είχε ζαρώσει. Κάθησε και περίμενε για αρκετή ώρα, αλλά η Αλεξάνδρα δε φαινόταν πουθενά.



"Κοίτα", είπε ο Αλφόνσος από κάτω με κατανόηση. "Επειδή μου φαίνεσαι καλό παιδί και σε συμπάθησα, καλύτερα να την ξεχάσεις. Δεν είναι για ΄σένα."
"Να κοιτάς τη δουλειά σου. Μην ανακατεύεσαι."
"Καλά, βρε στόκε, δεν έχει κορίτσια στη γειτονιά σου; Βρες κάποια από ΄κει που να σου ταιριάζει περισσότερο!"
"Μπορείς να μη μου μιλάς;" έκανε ο Ζήσης θυμωμένα. "Ό,τι λες είναι προσβλητικό για την Αλεξάνδρα και δε θέλω να τ΄ ακούω."
"Οκέι, κάνε ό,τι θες", είπε ο Αλφόνσος βαριεστημένα, αρχίζοντας να γλιστράει πάνω στο βράχο. "Εγώ φεύγω, πάω για φαγητό. Τα λέμε."
Ο Ζήσης δεν αποκρίθηκε. Κάθησε εκεί μόνος του με τα χείλη του σφιγμένα, περιμένοντας την Αλεξάνδρα. Όμως εκείνη ήταν άφαντη.



Ξαφνικά ακούστηκε ένας παφλασμός μέσα στο νερό. Ο Ζήσης στράφηκε παραξενεμένος και είδε στην επιφάνεια της θάλασσας ένα μεγάλο μαύρο χέλι. Ήταν πολύ μακρύ και γυαλιστερό και κολυμπούσε με ζιγκ-ζαγκ καθώς πλησίαζε. Ήταν πολύ φοβιστικό και ο Ζήσης τρόμαξε. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοιο πλάσμα. Το χέλι, μόλις τον αντιλήφθηκε, έβγαλε το κεφάλι του από το νερό και τον κοίταξε.
"Βρε, βρε, τί έχουμε εδώ;" έκανε με μια παράξενη φωνή, που ήταν συγχρόνως βραχνή και τσιριχτή. "Γεια σου, ομορφονιέ!"
Ο Ζήσης μαζεύτηκε λίγο προς τα πίσω, κάπως αμυντικά. Τα αγκάθια του ανορθώθηκαν.
"Γεια", έκανε καχύποπτα. "Τί είσαι εσύ;"
"Είμαι ο Ζαφείρης το χέλι", είπε εκείνο χαμογελώντας, και δείχνοντας με το χαμόγελο τα μυτερά του δόντια. "Εσύ ποιος είσαι;"
"Ο Ζήσης", είπε ο Ζήσης με κάποιο δισταγμό.



"Χάρηκα. Σκαντζόχοιρος δεν είσαι;"
"Ναι."
"Μάλιστα, μάλιστα. . . Μάλιστα. . .", είπε το χέλι στραβοχαμογελώντας ακόμα και κάνοντας πολλές συνεχόμενες καμπύλες με το κορμί του. "Και τί κάνεις εδώ, αν επιτρέπεται;"
"Τίποτα. Γιατί ρωτάς;"
"Α, έτσι, έτσι, από περιέργεια. . .", είπε μελιστάλαχτα ο Ζαφείρης. "Άκουσα ότι ένας σκαντζόχοιρος είναι το καινούριο αμόρε της κουκλάρας Άλι. . . Μη μου πεις ότι έχω την τιμή να μιλάω μαζί του;"












Η θύμηση της Αλεξάνδρας έκανε το Ζήση να ξεχάσει μονομιάς οτιδήποτε άλλο. Η ερωτευμένη του καρδιά χτύπησε δυνατά. Ξέχασε το φόβο του εντελώς και πλησίασε λίγο περισσότερο στην άκρη του βράχου.
"Να σε ρωτήσω κάτι. . . Ζαφείρη, είπαμε, έτσι;"
"Μμμ. . .", έκανε το χέλι χτυπώντας την ουρά του στο νερό. "Εσύ είσαι αυτός, έτσι δεν είναι;"
"Σε παρακαλώ, πες μου κάτι. . . Εσύ την ξέρεις την Αλεξάνδρα;"
"Φυσικά, και ποιος δεν την ξέρει;"
"Πες μου λοιπόν, τί είδους κοπέλα είναι; Άκουσα διάφορα γι΄ αυτήν και δεν ξέρω τί να πιστέψω. Εμένα μου φαίνεται γλυκιά και καλή, αλλά όλοι οι άλλοι λένε το αντίθετο. Εσύ τί γνώμη έχεις;"



Ο Ζαφείρης χαμογέλασε πολύ πλατιά. Τα μάτια του γυάλισαν. Τα λέπια του μέσα στο νερό τρεμούλιασαν κι έλαμψαν σα χρυσά.
"Η Αλεξάνδρα, ε;" έκανε μ΄ ένα πονηρό σφύριγμα. "Η Αλεξάνδρα, Ζήση μου, είναι το πιο γλυκό κορίτσι του κόσμου!"
"Αλήθεια;"
"Ω, μα βέβαια! Είναι ένα διαμάντι, είναι η πιο αγνή και τρυφερή ψυχή που κατέβηκε ποτέ σ΄ αυτή τη γη! Δεν υπάρχει άλλη σαν κι εκείνη! Είναι τόσο καλοσυνάτη, τόσο ευαίσθητη, είναι μια λεπτεπίλεπτη καρδιά, ένα αστέρι μέσα στη μαυρίλα, είναι ένας άγγελος!"
"Το ήξερα!" αναφώνησε ο Ζήσης κατασυγκινημένος. "Το είχα καταλάβει!"
"Βέβαια, βέβαια, είσαι πολύ τυχερός που σε διάλεξε για σύντροφό της", συνέχισε ο Ζαφείρης μελιστάλαχτα. "Είναι πολύ εκλεκτική, ξέρεις."
"Σ΄ ευχαριστώ, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που το ακούω!" αναφώνησε ο Ζήσης ενθουσιασμένος. "Είσαι πολύ καλός, Ζαφείρη! Μήπως ξέρεις πού είναι τώρα; Θέλω να της μιλήσω."
Το χέλι έκανε μια γρήγορη βουτιά στα βαθιά, ύστερα ξαναγύρισε στην επιφάνεια.
"Είναι με τις φίλες της και πίνουνε φυκοχυμό εκεί κάτω, πίσω από ΄κείνο τον βράχο", είπε ξερογλείφοντας ταυτόχρονα τα δόντια του. "Έχω μια ιδέα. Γιατί δεν κολυμπάς ως εκεί να της κάνεις έκπληξη;"
"Πού είναι, πού; Σ΄ εκείνο το βράχο;"
"Ναι, εκεί κάτω, δεν είναι πολύ μακριά. Έλα, βούτα και κολύμπα! Θα χαρεί πάρα πολύ που θα σε δει, είναι τόσο ρομαντικό!"



Ο Ζήσης κοίταξε το βράχο που του έλεγε ο Ζαφείρης. Ήταν αρκετά μέσα στη θάλασσα και έλαμπε από τον ήλιο. Το σκέφτηκε λίγο κι αποφάσισε ότι θα τα κατάφερνε να κολυμπήσει μέχρι εκεί. Πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν άλλωστε; Και σίγουρα στην αγαπημένη του αυτό θα φαινόταν τρομερά ρομαντικό.





"Πήδα λοιπόν, μη φοβάσαι!" τον ενθάρρυνε πεινασμένα ο Ζαφείρης. "Μια απόφαση είναι, εμπρός!"
Ο Ζήσης το σκέφτηκε λίγο ακόμα. Πραγματικά, ο βράχος δεν ήταν πολύ μακριά.
"Μπορεί να σε φιλήσει κιόλας", έκανε ο Ζαφείρης καθώς του τρέχανε τα σάλια.
"Ζήση! Ζήση!" ακούστηκε ξαφνικά μια κοριτσίστικη φωνή πίσω τους. "Πού είσαι;"
Ο Ζήσης στράφηκε και είδε την Παυλίνα. Ερχόταν προς το μέρος του από το πευκοδάσος. Τα μάτια της ήταν γεμάτα ανησυχία.



"Τί κάνεις ακόμα εδώ;" τον ρώτησε. "Είδα τον Σπύρο και τον Άρη και μου είπαν τί έγινε. Δε βαρέθηκες να περιμένεις μέσα στον ήλιο; Θα πάθεις αφυδάτωση!"
"Γεια σου, Παυλίνα! Μιλάω με το φίλο μου το Ζαφείρη! Έλα να τον γνωρίσεις!"
"Ποιο Ζαφείρη;" έκανε εκείνη κοιτάζοντας κάτω το νερό. "Πού είναι;"
Ο Ζαφείρης είχε εξαφανιστεί. Δεν ήταν πουθενά. Με το που είχε ακούσει τη φωνή της, είχε γίνει καπνός. Ο Ζήσης έψαξε λίγο το βυθό παραξενεμένος.
"Περίεργο", μονολόγησε. "Πού πήγε; Τώρα μόλις ήταν εδώ!"




"Έλα, πάμε να φύγουμε", είπε η Παυλίνα τραβώντας τον τρυφερά από τη μουσούδα. "Δε θα ΄ρθει σήμερα η πριγκιπέσσα σου. Πάμε τώρα να παίξουμε ποδόσφαιρο, και ξαναέλα αύριο. Μπορεί να είσαι πιο τυχερός."
Ο Ζήσης την ακολούθησε απρόθυμα προς το πευκοδάσος. Κάποια στιγμή γύρισε και κοίταξε το μακρινό βράχο που άστραφτε ακόμα από το αλάτι μέσα στο μεσημέρι.





Ο Ζαφείρης, που δε μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε χάσει εκείνη την υπέροχη σκαντζοχοιρένια λιχουδιά την τελευταία στιγμή κι εξαιτίας της Παυλίνας, πήγε και βρήκε το Ζακ. Ο Ζακ μισούσε το Ζήση πιο πολύ απ΄ όσο μισούσε ακόμα και τους αχινοψαράδες. Του εξήγησε το σχέδιό του.
"Το και το", του λέει. "Αυτό θα κάνουμε, και θα βγούμε κι οι δυο κερδισμένοι. Είσαι μέσα;"
"Είμαι", είπε ο Ζακ εκδικητικά. "Σύμφωνοι."
"Λοιπόν, κανόνισε να της το πεις, και να φέρεις και τους φίλους σου εκεί αύριο. Σίγουρα ο βλάκας θα ξανάρθει."
"Έγινε", είπε ο Ζακ χαμογελώντας με κακία.







Πράγματι, το επόμενο πρωί ο Ζήσης χτένισε τ΄ αγκάθια του όσο πιο όμορφα μπορούσε και ξεκίνησε για την παραλία. Εκείνη την ώρα οι υπόλοιποι είχαν πρόβα στη χορωδία, αλλά είχε αποφασίσει ότι η αγαπημένη του ήταν πιο σημαντική από το τραγούδι.











Έφτασε στην άκρη του βράχου, κι εκεί άκουσε φωνές. Ήταν πολλές φωνές που συνομιλούσαν, κι ακούγονταν και γέλια, και του φάνηκε περίεργο ν΄ ακούγονται τόσες φωνές σ΄ εκείνο το μέρος, που συνήθως ήταν ερημικό. Έσκυψε κάτω και κοίταξε με απορία. Στον βράχο ήταν μαζεμένοι έξι-εφτά νεαροί αχινοί. Μιλούσαν μεταξύ τους κι έκαναν πλάκα και γελούσαν, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο στις λακκουβίτσες που ήταν γεμάτες ζεστό θαλασσινό νερό. Αμέσως αναγνώρισε ανάμεσά τους τον Ζακ.





"Βρε, καλώς τον παλιόφιλο!" αναφώνησε εκείνος βλέποντάς τον. "Κοιτάξτε ποιος ήρθε, παιδιά!"
"Γεια", έκανε αμήχανα ο Ζήσης. "Ενοχλώ;"
"Όχι βέβαια, τί ενοχλείς, τί λες τώρα;" φώναξε ο Ζακ μ΄ ένα θερμό χαμόγελο. "Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω! Παιδιά, από ΄δω ο Ζήσης που σας έλεγα! Ο φίλος της Άλι!"
"Γεια σου, Ζήση!" άρχισαν να φωνάζουν οι υπόλοιποι.
"Γεια! Τί κάνεις;"
"Πώς πάει;"
"Χαιρόμαστε πολύ!"
Ο Ζήσης τους κοίταξε σαστισμένος. Δεν περίμενε τέτοια φιλικότητα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του αθώα.
"Νόμιζα ότι ήσουν θυμωμένος μαζί μου", είπε στον Ζακ.






"Θυμωμένος, εγώ;" έκανε εκείνος γελώντας αυθόρμητα. "Όχι, ρε φίλε, με παρεξήγησες! Με την Άλι νευρίασα λίγο προχθές, αλλά πάει τώρα αυτό, πέρασε! Αν τα βρίσκετε εσείς μεταξύ σας, εμένα δε μου πέφτει λόγος! Άσε που έχω κι εγώ τα τυχερά μου, καταλαβαίνεις τί εννοώ!"
Του έκλεισε το μάτι και γέλασε, και γέλασαν κι όλοι οι φίλοι του μαζί του.





Ο Ζήσης ανακουφίστηκε. Φοβόταν ότι ο Ζακ θα το είχε πάρει κατάκαρδα, και τώρα είχε χαρεί που έβλεπε ότι κάτι τέτοιο δε συνέβαινε.





( Συνεχίζεται... )



___________________________________

κείμενο και σκίτσα: Σ. Χατζηνικολάου

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Παραμύθι: Ο σκαντζόχοιρος και η αχινούλα (Α' μέρος)

 


Μια φορά κι έναν καιρό, σ΄ ένα πευκοδάσος κοντά στη θάλασσα, ζούσε ένας σκαντζόχοιρος που τον έλεγαν Ζήση. Ο Ζήσης ήταν ένας πολύ φιλικός και χαρούμενος σκαντζόχοιρος. Όλοι στο δάσος τον αγαπούσανε και είχε πολλούς φίλους. Οι δυο πιο καλοί του φίλοι ήταν ο Σπύρος κι η Παυλίνα. Όλοι μαζί έπαιζαν κάθε μέρα και έτρωγαν μανιτάρια και βολβούς και περνούσαν τέλεια. Και κάθε βράδυ τραγουδούσανε όλοι μαζί σα χορωδία, και όλα τα υπόλοιπα ζωάκια μαζεύονταν για να τους ακούσουνε μαγεμένα κάτω από τη φεγγαράδα.




Μια ηλιόλουστη μέρα ο Ζήσης αποφάσισε να πάει μια βόλτα μόνος του μέχρι την παραλία. Πλησίασε άκρη άκρη και κοίταξε το καταγάλανο νερό για να δει την αντανάκλασή του. Του άρεσε να βλέπει την αντανάκλασή του όταν ήταν ήρεμη η θάλασσα. Τότε όμως είδε πάνω στο βράχο σκαρφαλωμένη μια αχινούλα.





Ήταν τόσο όμορφη που έμοιαζε με όνειρο. Τα αγκάθια της γυάλιζαν θαλασσοβρεμένα κάτω από τον ήλιο, τα μάτια της ήταν καταγάλανα, και φορούσε ένα ανθισμένο φύκι στο κεφάλι της, που τόνιζε ακόμα περισσότερο την ομορφιά της. Ο Ζήσης έμεινε να την κοιτάζει θαμπωμένος, χωρίς να μπορεί ούτε να σαλέψει.
"Τί κοιτάς εσύ;" τον ρώτησε εκείνη ενοχλημένη. "Δεν έχεις ξαναδεί γυναίκα στη ζωή σου;"
Ο Ζήσης ντράπηκε πολύ. Έγινε κατακόκκινος.
"Συγνώμη", ψέλλισε έχοντας χάσει ξαφνικά τη συνηθισμένη του ομιλητικότητα. "Σε κοίταζα γιατί. . . είσαι πολύ όμορφη!"
"Είναι αγένεια να κοιτάζεις έτσι!" έκανε εκείνη με τη μύτη της ψηλά. "Παρόλ΄ αυτά ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση."
"Με λένε Ζήση", είπε εκείνος νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει δυνατά από τον κεραυνοβόλο έρωτα. "Εσένα;"
"Αλεξάνδρα", είπε εκείνη αδιάφορα.
"Χαίρω πολύ."
"Μμ, κι εγώ."
"Και τί κάνεις εδώ πέρα; Γιατί είσαι έξω απ΄ το νερό;"
"Ήθελα να κάνω μια βόλτα", είπε εκείνη κοιτάζοντας αλλού σα να μην άξιζε να σπαταλήσει πάνω του το βλέμμα της. "Βαρέθηκα εκεί κάτω μ΄ όλους αυτούς τους ανόητους. Κι επίσης τσακώθηκα με το αγόρι μου."
"Το αγόρι σου;" επανέλαβε απογοητευμένος ο Ζήσης.
"Ναι, το βλάκα το Ζακ!" είπε η Αλεξάνδρα συγχυσμένη. "Τσακωθήκαμε και σηκώθηκα κι έφυγα. Δε θέλω να τον ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου!"
"Μα τί σου έκανε;" ρώτησε ο Ζήσης.
"Τί μου έκανε; Όλη μέρα θέλει να είναι με τους φίλους του! Εμένα δε μου δίνει καμία σημασία! Λοιπόν, τέρμα, ως εδώ ήτανε! Μπορώ να έχω όποιον θέλω, δε θα κάτσω να στεναχωριέμαι γι΄ αυτόν!"
"Μπορεί να τα ξαναβρείτε", προσπάθησε να φανεί ευγενικός ο Ζήσης παρόλο που από μέσα του ευχόταν το αντίθετο. "Δεν ξέρεις, μπορεί ν΄ αλλάξει."
"Όχι, όχι, δε με νοιάζει, τελειώσαμε πια!" είπε η Αλεξάνδρα αγανακτισμένη. "Δεν τον αντέχω άλλο. Είναι ανυπόφορος!"

Την ίδια στιγμή εμφανίστηκε ένας νεαρούλης αχινός μέσα απ΄ το νερό. Ήταν κι εκείνος πολύ όμορφος, και είχε τ΄ αγκάθια του χτενισμένα πολύ μοντέρνα. Στο ένα του αυτί φορούσε ένα κοχύλι για σκουλαρίκι.
"Μωρό μου, εδώ είσαι;" έκανε βλέποντας την Αλεξάνδρα σκαρφαλωμένη στην κορυφή του βράχου. "Σ΄ έψαχνα παντού! Δεν πιστεύω να μου θύμωσες;"





Μονομιάς εκείνη, από ΄κει που δεν γύριζε καν να κοιτάξει το Ζήση, στράφηκε προς το μέρος του μ΄ ένα βλέμμα όλο μέλι. Του χαμογέλασε τόσο γλυκά που εκείνος ζαλίστηκε από την εκτυφλωτική ομορφιά της.
"Δεν είμαι το μωρό σου πια, Ζακ", είπε με παθιασμένη φωνή. "Τώρα τα ΄χω με το Ζήση."
"Με ποιον;" έκαναν ο Ζήσης και ο Ζακ μαζί.
"Μάλιστα, ο Ζήσης είναι το καινούριο μου αγόρι, Ζακ. Γι΄ αυτό φύγε κι άφησέ μας ήσυχους!"
"Μα είναι σκαντζόχοιρος!" έκανε ο Ζακ με τα μάτια του γουρλωμένα.
"Και λοιπόν;" ρώτησε η Αλεξάνδρα χαμογελώντας πάλι λάγνα στο Ζήση και πεταρίζοντας τα αχινοβλέφαρά της.
"Δεν μπορείς να τα ΄χεις μ΄ έναν σκαντζόχοιρο!" είπε ο Ζακ αναστατωμένος. "Είναι πλάσμα της στεριάς!"
"Δε με νοιάζει καθόλου", είπε η Αλεξάνδρα αδιάφορα. "Άλλωστε κανείς δεν είναι τέλειος. Κι ο Ζήσης είναι ένα κουκλί, και του αρέσω κι εγώ, έτσι δεν είναι Ζήση;"
"Εε. . . εγώ, δηλαδή. . . ναι, βέβαια!"
"Είδες;" έκανε η Αλεξάνδρα κοιτάζοντας πλάγια τον κατάπληκτο Ζακ. "Γι΄ αυτό άδειασέ μας τώρα τη γωνιά. Θέλουμε να ζήσουμε τον έρωτά μας!"
Έστειλε ένα πεταχτό φιλί στο Ζήση κι εκείνο κάθησε πάνω στη μύτη του κι έσκασε σα σαπουνόφουσκα. Ο Ζακ, πάνω στο βράχο, δεν το βρήκε καθόλου αστείο.



"Δε μπορείς να το κάνεις αυτό, Άλι!" φώναξε θυμωμένος. "Τί θα πουν οι φίλοι μου όταν μάθουν ότι με άφησες για έναν σκαντζόχοιρο; Θα με κοροϊδεύουν!"
"Σκασίλα μου!" είπε η Αλεξάνδρα. "Αυτό να το σκεφτόσουνα νωρίτερα. Τώρα την πήρα την απόφασή μου. Ο Ζήσης είναι ο άντρας της ζωής μου και είμαι πολύ ερωτευμένη μαζί του και καλά θα κάνεις να το δεχτείς!"




"Καλά λοιπόν, αφού είναι έτσι δεν έχουμε τίποτ΄ άλλο να πούμε!" είπε ο Ζακ εξοργισμένος. "Φεύγω! Μη γυρίσεις όμως μετά και μου ζητάς να σε συγχωρήσω! Και θα σβήσω το νούμερό σου από το κινητό μου! Όσο για ΄σένα, Ζήση, εμείς οι δύο δεν τελειώσαμε ακόμα! Θα μου το πληρώσεις αυτό πολύ ακριβά!"
Και πριν προλάβει ο Ζήσης να του απαντήσει, τινάχτηκε από το βράχο και βούτηξε – μπλουμ! – στο νερό και χάθηκε από τα μάτια τους.








"Αχ, ωραία, ζήλεψε!" γέλασε τσιριχτά η Αλεξάνδρα κουνώντας πανηγυρικά τα λαμπερά της αγκάθια. "Τον έκανα να ζηλέψει! Καλά να πάθει, ο παλιοεγωίσταρος! Σ΄ ευχαριστώ, Ζήση για τη βοήθεια! Έπαιξες τέλεια το ρόλο σου! Φεύγω τώρα, πάω να τα πω στις φίλες μου για να γελάσουμε! Χα, χα! Το βλάκα! Πίστεψε ότι θα τα έφτιαχνα στ΄ αλήθεια μ΄ έναν σκαντζόχοιρο!"
Κι έδωσε κι αυτή μια και μπλούμ! βούτηξε στη θάλασσα και χάθηκε στο βυθό.


Aργά αργά ο Ζήσης γύρισε πίσω στο πευκοδάσος. Εκεί τον περίμεναν ο Σπύρος κι η Παυλίνα, που μαζί με τον Ολύμπιο το σκίουρο, τον Άρη το λαγό και τη Μήτση τη χελώνα έπαιζαν "μήλα" μ΄ ένα μεγάλο καρύδι. Του φώναξαν να πάει να παίξει μαζί τους αλλά εκείνος δεν είχε καμία όρεξη. Βλέποντάς τον τόσο κακόκεφο, οι φίλοι του σταμάτησαν το παιχνίδι τους και μαζεύτηκαν γύρω του κι άρχισαν να τον ρωτάνε τί είχε. Στην αρχή ο Ζήσης δεν ήθελε να τους πει, μπροστά στην επιμονή τους όμως αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ήταν ερωτευμένος με την Αλεξάνδρα την αχινούλα.
"Αχινούλα;" φώναξε ο Σπύρος έκπληκτος. "Τί λες τώρα, τρελάθηκες; Δε μπορεί να είσαι ερωτευμένος μ΄ ένα πλάσμα του νερού!"
"Σωστά!" συμφώνησε ο Ολύμπιος μέσα από τα μεγάλα γυαλιά του. "Καλά λέει ο Σπύρος! Τί δουλειά έχεις εσύ μ΄ ένα κορίτσι της θάλασσας; Εσύ ανήκεις στη στεριά!"
"Δε με νοιάζει!" είπε μουτρωμένος ο Ζήσης. "Είναι η πιο όμορφη αχινούλα του κόσμου! Δεν την έχετε δει γι΄ αυτό τα λέτε αυτά!"
"Λογικέψου, βρε χαζέ!" είπε ο Άρης χτυπώντας το καρύδι κάτω σα μπάλα του μπάσκετ. "Τί βλακείες είν΄ αυτές που μας λες τώρα; Δε μπορείς να ταιριάξεις με μια τέτοια κοπέλα! Είστε από τελείως διαφορετικούς κόσμους! Η σχέση αυτή δε θα πετύχει ποτέ!"
"Θα πετύχει!" είπε ο Ζήσης με πείσμα. "Η αγάπη πάντα ξεπερνά τις δυσκολίες και στο τέλος πάντα νικά! Μόνο με την Αλεξάνδρα θα είμαι ευτυχισμένος! Είναι το κορίτσι των ονείρων μου!"
"Έκατσες πολύ στον ήλιο κι έπαθες ηλίαση!" είπε η Μήτση βγάζοντας τα πατίνια της. "Ζαλίστηκες και λες μπούρδες! Άντε να ρίξεις λίγο νερό στο κεφάλι σου να συνέλθεις!"






"Δε με νοιάζει η γνώμη σας!" δήλωσε ο Ζήσης με πίστη. "Η Αλεξάνδρα μου είναι το πιο γλυκό και τρυφερό κορίτσι κι ας λέτε εσείς ό,τι θέλετε! Θα είμαστε το πιο ευτυχισμένο ζευγάρι! Θα το δείτε και θα τρίβετε τα μάτια σας!"










Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, έπεσαν οι φίλοι του πάνω του προσπαθώντας να τον πείσουν, τίποτα ο Ζήσης. Είχε κολλήσει με την Αλεξάνδρα και δεν άκουγε κανέναν τους. Στο τέλος βαρέθηκαν και τον παράτησαν λέγοντάς του "κάνε ό,τι θέλεις, αλλά μετά μην έρθεις κλαίγοντας σε ΄μας όταν θα ΄χεις φάει τα μούτρα σου!" Και πήγαν όλοι μαζί στη βατομουριά για φαγητό.


Την επόμενη μέρα ο Ζήσης αποφάσισε να κατέβει πάλι στην παραλία. Μαζί του πήγαν κι ο Σπύρος με τον Άρη, γιατί τους είχε κεντριστεί η περιέργεια και ήθελαν να δουν την κοπελιά που είχε ξετρελάνει το φίλο τους. Ξεκίνησαν λοιπόν για την ακτή. Ο Ζήσης είχε κόψει και μια μαργαρίτα και την κουβαλούσε μαζί του για να της την προσφέρει. Έφτασαν στην άκρη του βράχου και κοίταξαν κάτω, δεν είδαν όμως τίποτα.


"Πού είναι;" ρώτησε ο Σπύρος. "Δε βλέπω κανέναν!"
"Εδώ ήταν χτες", είπε ο Ζήσης λίγο απογοητευμένος, κρατώντας ακόμα τη μαργαρίτα του που είχε αρχίσει να μαραίνεται από τη ζέστη. "Ίσως πρέπει να περιμένουμε λίγο."
"Γιατί δεν τη φωνάζεις;" ρώτησε ο Άρης. "Για βάλε μια φωνή να δούμε, μπορεί να σ΄ ακούσει!"
"Δε μπορώ", είπε ο Ζήσης κοκκινίζοντας. "Ντρέπομαι."
"Έλα μωρέ που ντρέπεσαι!" είπε ο Άρης. "Βάλε μια φωνή σου λέω, μπορεί να είναι από κάτω και να μη μας βλέπει!"
"Μπορεί να κάνει μπάνιο", κορόιδεψε ο Σπύρος.
"Σταμάτα!" τον λοξοκοίταξε ο Ζήσης.
"Μμ, μπορεί να κάνει μπάνιο στη μπανιέρα της, ολόγυμνη, με το αφρόλουτρό της", συνέχισε την κοροϊδία ο Σπύρος. "Θα μοσχοβολάει!"
"Σταμάτα, λέμε!" θύμωσε ο Ζήσης σπρώχνοντάς τον. "Κόφ΄το!"
"Καλά ντε! Δε μπορούμε να κάνουμε μια πλάκα;"
"Μπορεί να είναι εδώ γύρω και να σ΄ ακούει, ηλίθιε!" είπε ο Ζήσης. "Αν είναι να μου κάνεις χαλάστρα, καλύτερα να φύγεις!"
"Καλά, καλά, συγνώμη! Λοιπόν, θα τη φωνάξεις ή όχι;"
"Ποια ψάχνετε;" άκουσαν ξαφνικά μια φωνή ακριβώς από κάτω τους. "Για ποια μιλάτε;"


Έσκυψαν κι οι τρεις κι έβγαλαν τα κεφάλια τους έξω από το βράχο. Ακριβώς στο σημείο που άρχιζε το νερό να γλείφει την πέτρα, είδαν έναν μεγάλο αστερία που λιαζόταν ανάσκελα με όλα του τα πλοκάμια απλωμένα. Εκείνος τους χαμογέλασε πλατιά και τους χαιρέτησε με την άκρη του ενός του ποδιού.
"Γεια!" έκανε σα να μην έτρεχε τίποτα. "Τί χαμπάρια;"
"Ποιος είσαι ΄συ;" ρώτησε ο Σπύρος.
"Ο Αλφόνσος", έκανε εκείνος με το πιο άνετο και χαλαρό ύφος. "Εσείς ποιοι είστε;"
"Εγώ είμαι ο Ζήσης."
"Κι εγώ ο Σπύρος."
"Κι εγώ ο Άρης."
"Χαίρω πολύ", είπε ο Αλφόνσος κυματίζοντας τα πλοκάμια του. "Στεριανοί, ε; Σπάνια έρχονται τέτοιοι ως εδώ κάτω. Είστε πολύ μακριά από τα μέρη σας, μάγκες!"
"Ψάχνουμε την Αλεξάνδρα την αχινούλα", είπε ο Ζήσης. "Μήπως ξέρεις πού είναι;"

"Την Αλεξάνδρα;" έκανε ο Αλφόνσος χαμογελώντας πονηρά. "Εννοείς την κουκλάρα Άλι;"
"Εε. . .", σάστισε ο Ζήσης. "Δεν ξέρω. . ."
"Αυτήν με τα λυγερά αγκάθια και τις μπλε ματάρες και τη σέξι φωνή, αυτή δε λες;" είπε ο Αλφόνσος κλείνοντάς του το μάτι. "Αυτή με το καυτό κορμί και τα παθιάρικα χείλη;"
"Εε. . . ναι. . .", έκανε ο Ζήσης κοκκινίζοντας από αμηχανία μπροστά στην αναλυτική αυτή περιγραφή, την ώρα που ο Σπύρος κι ο Άρης αλληλοκοιτάζονταν με νόημα. "Μάλλον. . ."
"Μη μου πεις!" αναφώνησε ο Αλφόνσος σα να θυμόταν ξαφνικά κάτι που βρισκόταν στην πίσω μεριά του μυαλού του. "Μη μου πεις ότι είσαι ο σκαντζόχοιρος που την έκλεψε από τον Ζακ! Εσύ είσαι, έτσι δεν είναι;"
"Όχι, όχι. . . εγώ δεν. . ."
"Εσύ είσαι, εσύ, τώρα κατάλαβα! Καλά, είναι απίστευτο! Χαίρομαι πάρα πολύ που σε γνωρίζω, φίλε! Έχει βουΐξει ο βυθός για πάρτη σου! Για πες, για πες λεπτομέρειες! Πώς τα κατάφερες και την έριξες;"






( Συνεχίζεται... )



___________________________________

κείμενο και σκίτσα: Σ. Χατζηνικολάου