Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ




Παραμύθι του Παναγιώτη Σιμιτσή



Υπάρχει μια πόλη δίχως όνομα, μια πόλη που κανείς δε μπήκε στον κόπο να τη βαπτίσει. Αυτή η πόλη δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα από το ύψος των αστεριών που δεν την ξεχωρίζουν και για τούτο δεν της έδωσαν ποτέ σημασία. Έχει δρόμους, λεωφόρους και πλατείες, έχει μνημεία, ουρανοξύστες και πολυκατοικίες, χαμόσπιτα και χαμοκέλες. Έχει και ένα πολύβουο πλήθος που ξεχύνεται στις αρτηρίες της κάθε πρωί και ξαναλουφάζει στα σπλάγχνα της με το που απλώνεται η νύχτα. Είναι μια πόλη που δεν της λείπει τίποτα, ούτε ανυπομονεί για τίποτα. Τα έχει όλα. Γι’ αυτό και κανείς δε γνοιάστηκε να της δώσει ένα όνομα. Τα ονόματα ταιριάζουν σε πλάσματα και αντικείμενα που έχουν κάτι να πουν, ή να δείξουν, ή που αποζητούν κάτι που τους λείπει. Είμαι ο Γιώργος και θέλω να γίνω δικηγόρος. Είμαι η Νέα Υόρκη και είμαι η μητρόπολη του κόσμου όλου. Είμαι ο Παρθενώνας και ήμουν κάποτε ο λαμπρότερος ναός, τώρα ένα πτώμα με τα σωθικά μου να χάσκουν ορθάνοιχτα. Αν δεν έχεις τι να πεις, αν δεν έχεις τι να ζητήσεις, αν δεν ενδιαφέρεσαι να καυχηθείς για κατιτίς γιατί να έχεις όνομα; Πού θα σου χρειαστεί, ποιος θα σου το ζητήσει; Μονάχα υπάρχεις. Υπάρχεις με μια μονότονη βεβαιότητα, υπάρχεις γιατί αναπνέεις. Ζεις για όσο υπάρχει αέρας γύρω σου. Αδιαμαρτύρητα. Η πόλη δίχως όνομα θα μπορούσε να έχει, εντούτοις, αριθμό. Οι αριθμοί δεν έχουν προσωπικότητα, δε λένε κάτι όταν στέκουν μοναχικά ψηφία. Οι αριθμοί είναι άπειροι και ο καθένας τους μονάχος δε σημαίνει τίποτα, εξόν από κάποιους που κατάφεραν να επαναστατήσουν εδώ και πολλά χρόνια και να αποκτήσουν κάποιο νόημα μεταφυσικό, ή αποκρυφιστικό. Ούτως, ή άλλως δε θα ονοματίζαμε την πόλη αυτή με τον αριθμό δεκατρία, ή το επτά, ή το εξακόσια εξήντα…

Στην πόλη κατοικούν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Οι περισσότεροι ζουν σαν τις μέλισσες κρυμμένοι μες σε τσιμεντένιες κυψέλες. Εκεί συσσωρεύουν τα αγαθά τους, εκεί αναπαύονται κι εκεί κάνουν τα αυγά τους. Κάθε τόσο ξεμυτίζουν από τα μικρά τους κελιά και πετούν ολόγυρα κατά ομάδες ή μονάχοι ανάμεσα στα κτίρια της πόλης, άλλοι για να βρουν τροφή, άλλοι για να συλλέξουν διάφορα αντικείμενα και να τα σύρουν ως την κυψέλη τους όπου θα τα αποθηκεύσουν. Άλλοι πάλι βγαίνουν έτοιμοι για καυγά, ή γι’ αναμέτρηση και συγκρούονται μεταξύ τους. Κάποιοι άλλοι τσαλαπατιούνται από τα φρενιασμένα αμάξια που διασχίζουν ολημερίς τους δρόμους. Άλλοι, πάλι, βγαίνουν για να αγαπήσουν, ή για ν’ αγαπηθούν κι οι περισσότεροι γυρνούν στη φωλιά τους μονάχοι.

Μέσα σε μια τέτοια κυψέλη από μουντό τσιμέντο ζούσε ένα ευτυχισμένο ζευγάρι μέλισσες, ένας νεαρός άντρας και μια όμορφη κοπέλα, που είχαν στοιβάξει τις πολύχρωμες ζωές τους ανάμεσα στα γκρίζα, μουντά ντουβάρια της κηρήθρας τους. Είχαν ελάχιστα πράγματα κι έτσι τα κατάφερναν να χωρέσουν εκεί μέσα. Η περιουσία τους ήταν όλη κι όλη ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, ένας υφασμάτινος καναπές, ένα ξύλινο τραπέζι και ένα γλαστράκι που μόλις και ισορροπούσε στο στενό περβάζι του παραθύρου. Η κοπέλα κάθε πρωί πότιζε το γλαστράκι κι έριχνε το ανέμελο βλέμμα της στη συστοιχία των μουντζουρωμένων από την αιθάλη κτιρίων του αντικρινού δρόμου. Έπειτα αφηνόταν να περιπλανηθεί νοερά στους δρόμους και τις λεωφόρους της πόλης δίχως όνομα, έχοντας τα ρουθούνια της κολλημένα πάνω στο λουλούδι της γλάστρας της. Παρακολουθούσε τους περαστικούς κάτωθέ της και έπλαθε χίλιες δυο ιστορίες για δαύτους τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας που έλειπε στη δουλειά ο πρίγκιπάς της.

Με το που έπεφτε το δείλι κι ο αγαπημένος της γυρνούσε κατάκοπος στο σπίτι παρατούσε και το λουλούδι της και την ονειροπόληση από το παραθύρι κι έπεφτε στην αγκαλιά του. Τον περιποιόταν, τον κατεύναζε, τον ηρεμούσε. Κάθονταν οι δυο τους με τις ώρες στον καναπέ συζητώντας για κάθετι που τους περνούσε από το νου και που τους έκανε εντύπωση. Αφού απόσωναν την κουβέντα, αγκαλιάζονταν και κολλούσαν ο ένας στον άλλο τόσο σφιχτά, όπως τα στρείδια στο βράχο. “Είσαι η πριγκίπισσά μου” της έλεγε ψιθυριστά ο νέος ανασαίνοντας ζεστά στο μάγουλό της κοπέλας. “Κι εσύ είσαι ο αγαπημένος μου πρίγκιπας του παραμυθιού” του απαντούσε εκείνη με μια χαδιάρικη έκφραση στο πρόσωπο.




Τα χρόνια περνούσαν αφήνοντας λεκέδες στις όψεις των κτιρίων, χαραγματιές και μεγάλες τρύπες στην άσφαλτο των δρόμων, αρπάζοντας στο διάβα τους ζωές και αντικαθιστώντας τες με άλλες φρέσκιες. Τα χρόνια που πέρασαν από τη στενή κυψέλη του ευτυχισμένου ζευγαριού, έσκισαν σε διάφορα σημεία τον καναπέ, μάραναν για πάντα το λουλούδι της γλάστρας και ράγισαν τη γλάστρα. Και μια κακή και δίσεκτη χρονιά, που όμοιά της ο πρίγκιπας δεν είχε δει ποτέ στη ζήση του, χάθηκε η πριγκίπισσά του παίρνοντας μαζί της το γλαστράκι της και αφήνοντας την ερημιά μες στην κυψέλη. Την έψαξε παντού. Γύρισε όλους τους δρόμους που γνώριζε και άλλους τόσους στους οποίους ποτέ δεν είχε πατήσει το πόδι του. Τη γύρεψε σε χιλιάδες μαγαζιά και κτίρια. Μάταια. Η πόλη ήταν ένας αληθινός λαβύρινθος που ο κάθε δρόμος οδηγούσε σε ένα ολόιδιο χωρίς τελειωμό και κάθε σπίτι γειτόνευε με ένα άλλο πανομοιότυπο. Η πόλη ήταν ένα βιβλικό θηρίο που κατάπινε και ξερνούσε αμέτρητα πρόσωπα μες σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Αλίμονο, δε θα την έβρισκε ποτέ. 

Έπειτα κλείστηκε μες στο μικρό του διαμέρισμα και περίμενε κοιτάζοντας άγρυπνος την πόρτα ώρες ολάκερες, μέρες ολάκερες δίχως να κλείνει μάτι και δίχως να τρώει, έτσι που στο τέλος άρχισε να νομίζει ότι το πόμολό της εξώπορτας γυρνούσε κάθε τόσο από κάποιο χέρι και η πόρτα θα άνοιγε και θα έμπαινε η αγαπημένη του. Τελικά απολιθώθηκε στο μοναδικό παράθυρο κοιτάζοντας το πλήθος που περπατούσε βιαστικό κάτω στο δρόμο.
 

Ήταν τόσο το μαράζι του άτυχου πρίγκιπα που μια μέρα, έτσι καθώς κοίταζε με βλέμμα απλανές από το παραθύρι, ξεψύχησε.



Και τότε η καρδιά του, ζεστή και άλικη βγήκε από το στήθος που είχε πάψει από ώρα ν’ ανασαίνει. Αιωρήθηκε στο ασφυκτικά μικρό δωμάτιο και αφού στάθηκε για λίγο πάνω στον ξεφτισμένο καναπέ, βγήκε από το παράθυρο έξω στο χειμωνιάτικο αέρα.

Περιπλανήθηκε στη γειτονιά όπως ένα φτερό που το φυσά ο άνεμος προς κάθε κατεύθυνση. Κάτι χαμίνια που χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους έτυχε να τη δουν και την πήραν στο κυνήγι. Για καλή της τύχη, εκείνη έπεσε στον προφυλακτήρα ενός διερχόμενου αυτοκινήτου κι έτσι παρασύρθηκε μακριά γλιτώνοντας από τα αλητάκια του δρόμου που είχαν βάλει στόχο να την ποδοπατήσουν. Η τρελή πορεία της έτσι όπως ήταν σκαλωμένη στον προφυλακτήρα διακόπηκε στα επόμενα φανάρια κάποιες εκατοντάδες μέτρα μακριά. Έπεσε στο λερό ρείθρο του πεζοδρομίου, δίπλα σε μια σχάρα του υπονόμου. Εκεί έμεινε για αρκετές ημέρες τρέμοντας από το κρύο, βρεγμένη και κατάκοπη.

Κάποτε ένας σκύλος μαλλιαρός, με τρίχωμα καταλασπωμένο και βρωμερό, την πλησίασε ακουμπώντας την με την υγρή μουσούδα του. “Είσαι μια καρδιά μονάχη”, γρύλλισε. “Πώς βρέθηκες εδώ;” Η καταπονημένη καρδιά αποκρίθηκε: “Ψάχνω την πριγκίπισσά μου, μπορείς να με βοηθήσεις να τη βρω;” “Δεν υπάρχουν πριγκίπισσες” τη μάλωσε ο σκύλος γαβγίζοντάς της. “Όλες οι γυναίκες που γνώρισα ως τώρα ήταν σκύλες”. Η καρδιά λούφαξε στη γωνιά της μόλις αντίκρισε τα κοφτερά κιτρινισμένα δόντια του σκύλου. “Η δική μου γυναίκα είναι μια πανώρια πριγκίπισσα” τόλμησε να αντιμιλήσει μετά από λίγη ώρα η καρδιά. Ο σκύλος σάστισε για λίγο κι έμεινε να κοιτάζει προς το μέρος της καρδιάς με απορία πότε γέρνοντας το κεφάλι του δεξιά και πότε αριστερά σαν να επρόκειτο μ’ αυτές τις κινήσεις να εμποδίσει τις σκέψεις του να λιμνάσουν. Και αφού σκέφτηκε για αρκετά λεπτά κατέληξε στο συμπέρασμα πως αν οι ισχυρισμοί εκείνη της καρδιάς ήταν αληθινοί, τότε επρόκειτο για την καρδιά ενός αληθινού πρίγκιπα. “Δεν έχει ξανασυμβεί σε σκύλο να φάει την καρδιά ενός πρίγκιπα. Δεν μπορώ να πιστέψω στην τύχη μου. Το γεύμα μου σήμερα θα είναι βασιλικό”. Κι αναλογιζόμενος αυτά, άνοιξε το στόμα του και την άρπαξε στα δόντια του. Για να μην του κλέψουν το γεύμα την πήρε στο στόμα και άρχισε να τρέχει προς μια ήσυχη γωνιά ενός παράδρομου, όπου προφανώς ήταν το στέκι του. Δεν πρόλαβε, όμως, να φτάσει ούτε στα μισά του προορισμού του και ακούμπησε κατά λάθος με το λιγδιασμένο του τρίχωμα το πόδι μιας διερχόμενης κυρίας. Εκείνη τινάχτηκε από το φόβο και την αηδία και άρχισε να τσιρίζει. Ένας άντρας με καμπαρντίνα έτρεξε ευθύς προς βοήθειά της και έριξε μια δυνατή κλωτσιά στα πλευρά του κοπρίτη που έβγαλε ένα βογγητό πόνου και άφησε κατάχαμα την καρδιά. Χάθηκε κουτσαίνοντας και γρυλίζοντας αλγεινά σ’ ένα ερημικό στενό.

Η καρδιά, παρότι πληγωμένη, είχε σωθεί. Μόνο που πια ήταν τόσο κουρασμένη και ταλαιπωρημένη που δε μπορούσε να πετάξει μες στην πόλη. Τα θεόρατα κτίρια έριχναν τον στέρεο ίσκιο τους πάνωθέ της και της έκρυβαν το φως. Η βροχή τη ράπιζε και τη μούσκευε. Η καρδιά είχε γίνει ένα με τα πλακάκια του πεζοδρομίου. Οι διαβάτες περνούσαν επί ημέρες από το σημείο όπου είχε πέσει και κανένας δεν της έδινε σημασία. “Πάει, χάθηκε κάθε ελπίδα” μοιρολογούσε εκείνη και στέναζε σε κάθε αδύναμο χτύπο της. Ακόμη και το χρώμα της από ζωηρό κόκκινο είχε αρχίσει να γίνεται γκριζωπό. Το ήξερε, θα χανόταν χωρίς να καταφέρει να βρει την πριγκίπισσά της. Θα πέθαινε καταμεσίς σ’ ένα βρώμικο δρόμο, μιας άχαρης περιοχής της πόλης δίχως όνομα. Μονάχα ένα θαύμα θα την έσωζε…

Και το θαύμα αυτό δεν άργησε να έρθει. Εμφανίστηκε με τη μορφή ενός σπουργιτιού που προσγειώθηκε επάνω της ανάλαφρα. “Τι γυρεύει μια καρδιά ριγμένη μες στο δρόμο;” τη ρώτησε. “Ψάχνω να βρω την πριγκίπισσά μου που χάθηκε” του αποκρίθηκε η καρδιά. “Μπορείς να με βοηθήσεις; Είσαι η μοναδική μου ελπίδα”. Το σπουργίτι τη λυπήθηκε και θέλησε να την παρηγορήσει. “Θα το ήθελα πολύ καρδιά μου να σε βοηθήσω, αλλά πώς μπορώ εγώ, ένα μικρό κι ασήμαντο σπουργίτι να κάνω κάτι τέτοιο; Πώς να βρω την πριγκίπισσά σου που δεν την έχω δει ποτέ μου;” “Θα σου την περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια” είπε η πονεμένη καρδιά.

Το σπουργίτι, όμως, προέβαλε μια ακόμη αντίρρηση: “Ακόμη κι αν έβρισκα την πριγκίπισσά σου, πώς θα μπορούσα να σε πάω σε αυτή; Βλέπεις είμαι ένα μικροσκοπικό σπουργίτι κι εσύ μια βαριά θλιμμένη καρδιά. Πώς θα μπορούσα να σε σηκώσω;” Και λέγοντας αυτά τη γράπωσε σε ένα σημείο της με τα γαμψά του νυχάκια και άπλωσε τις φτερούγες του για να πετάξει. Αλήθεια έλεγε, ήταν αδύνατο να τη σηκώσει από το έδαφος.

Η καρδιά απελπίστηκε. “Αλίμονο, είμαι όντως πολύ βαριά για σένα”. Το πουλί τιτίβισε κι έκανε ένα γύρω στο πεζοδρόμιο με μικρά πηδηματάκια και τσίμπησε μερικά ψίχουλα. Σκέφτηκε να φύγει να βρει το ταίρι του, αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Δε μπορούσε να αφήσει εκεί μόνη κι αβοήθητη την καρδιά του πρίγκιπα. Έτσι, γύρισε πάλι σ’ αυτή και της είπε: “Περίγραψέ μου την κοπέλα σου και θα τη βρω”. Οι ελπίδες της καρδιάς του πρίγκιπα ευθύς αναπτερώθηκαν κι αρχίνισε να μιλά για την όμορφη κοπέλα. Μίλησε στο πουλί γι’ αυτή ώρες πολλές συνεπαρμένη από το θαυμασμό που ξύπνησε ξανά εντός της αναθυμούμενη την απαράμιλλη ομορφιά της. Του περιέγραψε τα λαμπερά της αμυγδαλωτά μάτια, τα χρυσαφένια μακριά της μαλλιά, τα ολόλευκα λεπτά της χέρια. Του μιλούσε… όλο του μιλούσε και αφού απόσωσε την περιγραφή του, του παρήγγειλε να πετάξει ψηλά στον ουρανό για να τη βρει. “Πήγαινε τώρα να τη βρεις και μην αργείς γιατί οι ώρες μου είναι λίγες”. Και το πουλί υπάκουσε και πέταξε μακριά.

Την άλλη μέρα επέστρεψε στο ίδιο εκείνο σημείο του δρόμου. “Τι έγινε; Τη βρήκες;” ρώτησε ανυπόμονα η καρδιά και άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Ο σπουργίτης άρχισε τότε να τη μαλώνει. “Ωραία είναι όλα αυτά που μου είπες για την ομορφιά της, αλλά δεν ήταν αρκετά για να μπορέσω να τη βρω. Μπορεί εσύ να νομίζεις ότι μόνο η πριγκίπισσά σου έχει την εμφάνιση που περιγράφεις, αλλά σε διαβεβαιώνω ότι βρήκα ένα σωρό κοπέλες με αυτά τα χαρακτηριστικά”. “Αλίμονο, δε θα τη βρω ποτέ!” θρήνησε η πληγωμένη καρδιά. “Ησύχασε και μη βαρυγκωμείς”, την καθησύχασε το τετραπέρατο σπουργιτάκι. “Πρέπει να μου μιλήσεις για την καρδιά της, για το χαρακτήρα της, για τις αναμνήσεις της ευτυχισμένης σας ζωής. Μονάχα έτσι θα μπορέσω να την εντοπίσω σε τούτη τη δαιδαλώδη πολιτεία”. Και τότε η καρδιά αναθάρρησε και βάλθηκε να μιλά για την περασμένη τους ευτυχία, για τις χαρές και τις λύπες τους, για την αγάπη τους. Μίλησε ώρες, μίλησε ολάκερες ημέρες και όταν τέλεψε, ο σπουργίτης έδωσε ένα σάλτο και εξαφανίστηκε στον ουρανό.

 



Όταν επέστρεψε, επιτέλους, βρήκε την καρδιά ετοιμοθάνατη. “Πες μου ότι τη βρήκες” σιγομουρμούρισε ξέπνοη η καρδιά. “Σε λίγο θα φύγω μια και καλή με προορισμό τον ουρανό και δε θα την ξαναδώ ποτέ”. Το σπουργίτι της φώναξε με ενθουσιασμό: “Ε, λοιπόν, τη βρήκα την αγαπημένη σου. Τη βρήκα να κάθεται σε ένα μεγάλο όμορφο σπίτι πλάι στο παραθύρι και να χαζεύει πίσω από μια γλάστρα χωρίς λουλούδι”. “Περίεργο”, σκέφτηκε η καρδιά του πρίγκιπα, “δεν είναι δυνατό να γύρισε στο σπίτι μας… μα το σπίτι μας ήταν ένα τόσο δα διαμερισματάκι. Φαίνεται πως είναι ευτυχισμένη τώρα πια και έχει πλούτη. Ωστόσο, φεύγοντας είχε πάρει μαζί της και τη γλάστρα έστω κι αν το λουλούδι της είχε από καιρό μαραθεί...”

“Μεγάλο και όμορφο σπίτι είπες;” Ρώτησε. “Ναι, είναι ένα αρχοντικό στα περίχωρα της πολιτείας, με στέγη από καφεκόκκινα κεραμίδια, με όμορφες αυλακωτές λευκές κολόνες και μεγάλα μπαλκόνια που βγάζουν σε ανθοστόλιστες βεράντες. Και έχει ένα κήπο γεμάτο παρτέρια με λουλούδια. Ωστόσο, εκείνη κάθεται μόνη και συλλογισμένη κοιτάζοντας από το παράθυρο, έχοντας στο περβάζι μια γλαστρούλα με χώμα στέρφο χωρίς λουλούδι”. “Μια γλάστρα χωρίς λουλούδι;!” Η καρδιά κόντεψε να σπάσει από τον ενθουσιασμό. “Αυτή είναι καλό μου σπουργίτι. Αλήθεια τη βρήκες!”





Το σπουργίτι, όμως παρέμενε σκεπτικό, βυθισμένο θαρρείς σε μαύρες σκέψεις. “Ναι, αλλά πώς θα σε πάω μέχρι εκεί; Είσαι πολύ βαριά για τα φτερά μου”. “Όσο γι’ αυτό, μην ανησυχείς καθόλου. Θυμάσαι πόσα σου είπα για την αγαπημένη μου, για την κοινή ζωή μας και τις αναμνήσεις μας; Λέγοντάς σου όλα αυτά ξαλάφρωσα και τώρα αισθάνομαι ελαφριά σαν το φτερό. Δες. Δοκίμασε να με σηκώσεις”. Το σπουργίτι τη γράπωσε με τα νυχάκια του και άπλωσε τα φτερά του. Και, ώ του θαύματος, τη σήκωσε μεμιάς στον αέρα πριν καλά – καλά το καταλάβει.

Οι δυο φίλοι πέταξαν ψηλά, πάνω από τις μουντές πολυκατοικίες και τους πολύβουους δρόμους, πάνω από τις πλατείες και τις λεωφόρους της πόλης. Κάποτε έφτασαν στο όμορφο αρχοντικό για το οποίο είχε μιλήσει το πουλί. Είδαν τη γνώριμη γλάστρα στο παραθύρι και τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά. “Σ’ ευχαριστώ για όλα, θα σου είμαι ευγνώμων” είπε η καρδιά στο φτερωτό φίλο της. “Πέταξέ με τώρα μες στη γλάστρα και φύγε”. Το σπουργίτι έκανε ότι του παρήγγειλε η καρδιά του νεαρού πρίγκιπα. Αφού την πέταξε μες στη γλάστρα με το χώμα στάθηκε για λιγάκι στο περβάζι του ανοιχτού παραθύρου και τιτίβισε. Θα ήθελε να μπορούσε να κελαηδήσει σαν αηδόνι για να εκφράσει όλα του τα συναισθήματα που το κατέκλυζαν, αλλά δε μπορούσε. Τότε είδε την αδειανή ραγισμένη γλάστρα να ανθίζει κι από μέσα να βγαίνει ένα πανέμορφο ευωδιαστό λουλούδι που σκορπούσε το μεθυστικό του άρωμα ολούθε. Τσίμπησε με το ράμφος του τον ύπερό του και πέταξε μακριά, έγινε μια κουκίδα στον ορίζοντα του ουρανού.




Η γυναίκα μπήκε κάποτε στο δωμάτιό της και αντικρίζοντας το ανθισμένο γλαστράκι στο παραθύρι, έτρεξε και το σήκωσε στα χέρια της. Ακούμπησε με τα ρουθούνια της το άνθος του λουλουδιού και ρούφηξε το μεθυστικό άρωμα ξεσπώντας σε αλμυρά δάκρυα που αυλάκωσαν τα μάγουλά της. Χάιδεψε απαλά με τ’ ακροδάκτυλά της τα φύλλα του και άρχισε να μιλά μαζί του για όλους τους πόνους της καρδιάς της και για την παλιά αγάπη της…

 


Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Του Νεκρού Αδερφού






Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,














την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
















Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.











- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
















Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.













Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».


















Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.















Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.




























Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».







Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.



Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».











Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».

















Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
















Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.

















Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.















«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».













Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο...



Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Ώρα δειλινού,

του φθινοπώρου τα νέφη στίβουν το φουστάνι να στεγνώσει τ΄ ουρανού


























και στου απόβροχου τη σχόλη
βγαίνουν για σεργιάνι οι σαλίγκαροι όλοι
κάτω απ΄ το ξεθωριασμένο παρασόλι
του ήλιου.














Τώρα, η λάμια η γη

λιάζει τα βρεγμένα της τα χράμια
 
με των κάμπων τα πλουμίδια






















κι από τα χορτάρια

κι από τα ψηλά γρασίδια

οι σταλαγματιές γλιστρούνε – χάντρες και μαργαριτάρια

από ουράνια δαχτυλίδια.




















Τις μαζεύουν οι νεράιδες οι ανυφάντρες

μες στα υπόγεια τους σεράγια και στ΄ ανήλια

πολυελαίους και αργυρά καντήλια

σε πλεμάτια κρυσταλλένιες μπάλες,
























μάγισσα γριά κι η αράχνη τις κρεμάει μες στις κουφάλες.

















Και λογής λογής

ένα ένα όλα τα ζούδια

ξεφαντώνουν απ΄τη γης

κι από μέσα από τα φλούδια

















κι ένας μέρμηγκας σκαλώνει σ΄ ένα αγκάθι φουντωτό 

ν΄ αγναντέψει όλο τον κόσμο από τέτοιο λιακωτό.

















Να, το αυλάκι κάνει χάζι

το άχυρο – σχεδία που αράζει

και το δρασκελούν βαθράκοι.




























Κόσμοι ολόκληροι ζωύφια

ταξιδεύουν με πιρόγες τα κελύφια.

















Κρύα ανατριχίλα στα νερά.

























Σαν πεταλουδιώνε σμάρι
τώρα ο σίφουνας θα πάρει

απ΄ τα δέντρα όλα τα φύλλα τα ξερά.

















Στα καλάμια τη φλογέρα του φυσάει


κι όπως πάει, πάει, πάει


























ο άνεμος τσοπάνος σαλαγάει

σ΄ άλλα πια λημέρια

σ΄ άλλο τώρα χειμαδιό τα καλοκαίρια.











ΜΕΛΛΙΣΑΝΘΗ