Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Νυχτερινοί Διάλογοι





-          Τι θα κάνω;!
-          Σχετικά με τι;
-          Τι θα κάνω, τι θα απογίνω ο άμοιρος, μπορείς να μου πεις; Ο χρόνος είναι τόσο λίγος, τόσο απελπιστικά περιορισμένος… δε φτάνει για τίποτε!
-          Μπορείς να μου πεις τι έχεις πάθει;
-          Χριστέ μου…!
-          Έλα, ηρέμησε… ηρέμησε και πες τα μου όλα με το μαλακό… με ακούς; Εμπρός; Με ακούς;
-          Τι … σ… πρ…πω. Άσε με ήσυχο! Είμ… έ… τίπ… Έν… μηδ…
-          Στάσου επιτέλους σε ένα μέρος. Μη μετακινείσαι γιατί χάνεται το σήμα σου και δε μπορώ να σε ακούσω.
-          Ω…
-          Α, μα θα κλείσω το τηλέφωνο αν συνεχίσεις έτσι! Σύνελθε!
-          Καλά. Σταματώ. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει νόημα πια…
-          Τι δεν έχει νόημα πια;
-         
-          Μ’ έχεις κουράσει τώρα τελευταία. Το ξέρεις αυτό; Πόσο πια ν’ αντέξω τη μελαγχολία σου και την απαισιοδοξία σου! Κατάντησα καταθλιπτική εξαιτίας σου.
-          Συγνώμη. Το ξέρω ότι εγώ φταίω για όλα! Για την καταστροφή και τη δική σου και τη δική μου, εγώ είμαι ο μόνος που φταίει!
-          Ε, βέβαια… οι αυτό-οικτιρμοί είναι ένα από τα συμπτώματα της πάθησης που σε δέρνει τελευταία. Δε θα μπορούσα να μην περιμένω κάποια δόση ενοχικής συμπεριφοράς μαζί μ’ όλα τα άλλα συμπτώματα του συνδρόμου που σε δέρνει.
-          Έχεις δίκιο, συγνώμη…
-          Τι συγνώμη και συγνώμη όλη την ώρα! Αμάν πια! Μου μαύρισες την ψυχή!
-          Έχεις δίκιο…
-          Όχι! Δεν έχω δίκιο! Πάψε πια! Σύνελθε!
-          Πώς να συνέλθω Σόνυα; Αφού είμαι ένα τίποτα. Ένα τίποτα απολύτως! Ξέρεις πόσο χρονών είμαι; Ξέρεις;
-          Όσο είμαι κι εγώ… και δεν χρειάζεται να το επαναλαμβάνεις συνέχεια αυτό! Να, λοιπόν, που τα κατάφερες πάλι να μου χαλάσεις τη διάθεση. Είμαστε τριάντα δύο χρονών. Είσαι ευχαριστημένος τώρα;
-          Δεν το εννοούσα έτσι όπως φαντάζεσαι. Άλλο εννοούσα…
-          Ξέρω τι εννοείς, δεν είμαι καμιά χαζή. Η ώρα είναι περασμένη και πρέπει να κοιμηθώ. Δε θα αντέξω την ίδια μονότονη συζήτηση και πάλι. Πάω να κοιμηθώ… καληνύχτα!
-          Στάσου! Μην κλείσεις!
-          Ωραία… πες ό,τι έχεις να πεις. Τελικά είμαι καταδικασμένη να ακούσω για άλλη μια φορά όλο το δραματικό μονόλογο από την αρχή.
-          Αν είναι έτσι… τότε καληνύχτα! Άντε να κοιμηθείς τον ύπνο του δικαίου! Δε θα σου ξαναμιλήσω ποτέ για ό,τι με απασχολεί και με βασανίζει. Ναι, λοιπόν, δε θα ξανακούσεις άλλη φορά τον αφόρητο αυτό μονόλογο.
-          Έλα τώρα… μην αντιδράς έτσι… πες μου, ακούω. Αφού ξέρεις ότι σ’ αγαπώ Πωλ και φοβάμαι για σένα έτσι όπως έχεις βουτηχτεί μες στην κατάθλιψη. Ας μιλήσουμε για κάτι χαρούμενο. Πες μου τι έκανες σήμερα;
-          Τι έκανα σήμερα; Τι έκανα σήμερα; Τι περιμένεις ρε Σόνυα να έχω κάνει σήμερα; Τι διαφορετικό από τα συνηθισμένα θα μπορούσα να έχω κάνει;
-          Καλά, τότε. Ας πούμε για το ταξίδι που θα ήθελα να κάνουμε…
-          Καμιά φορά θαρρώ πως δεν είσαι στα καλά σου!
-          Με προσβάλεις Πωλ. Είσαι τόσο δα κοντά στη διαχωριστική γραμμή…
-          Ε, μα τι να σου πω κι εγώ! Μιλάς και φέρεσαι λες και δεν έχεις ιδέα ποιο είναι το πρόβλημα που με βασανίζει!
-          Τόση ώρα το φέρνεις από δω, το φέρνεις από ‘κει… δε μπορείς να μην το ξεφουρνίσεις… ε, άντε, λοιπόν, πες το να ησυχάσεις!
-          Κάτι τέτοιες στιγμές πιστεύω πως δεν έχει νόημα η ζωή. Τι έκανα σήμερα; Τι έκανα χθες; Τι έκανα προχτές; Μια τρύπα στο νερό έκανα! Ένα ολοστρόγγυλο τίποτα!
-          Ωχ, Θεέ μου… υπομονή εαυτέ μου…
-          Ε, ναι, λοιπόν. Να κάνεις υπομονή. Οφείλεις να κάνεις υπομονή και να με ακούσεις.
-          Τι κακό έκανα η δύστυχη και τιμωρούμαι έτσι. Πωλ, νυστάζω. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πολύ ακόμη. Πρέπει να κοιμηθώ γιατί αύριο θα ξυπνήσω πάλι πρωί-πρωί για τη δουλειά. Ξέρεις πόσα παιδιά μου έχουν αναθέσει; Και σαν να μην έφτανε αυτό, το ένα τους υποπτευόμαστε ότι πάσχει από κυστική ίνωση. Καταλαβαίνεις τι θα πει αυτό; Μπορείς να φανταστείς τι διερεύνηση χρειάζεται και πόσες εξετάσεις πρέπει να παραγγείλω; Έχει ένα φάκελο σα βιβλίο μεγάλο και πρέπει να τον μάθω απ’ έξω.
-          Χέστηκα για το προβληματικό σου με την κυστική ίνωση!
-          Μη μιλάς έτσι!
-          Γιατί; Τι κακό είπα; Εδώ πεθαίνουν κάθε μέρα άνθρωποι υγιέστατοι από δυστυχήματα χωρίς να φταίνε σε τίποτα απολύτως κι εσύ ασχολείσαι με τελειωμένες περιπτώσεις!
-          Δεν είναι έτσι όπως τα λες. Εξάλλου, αυτή είναι η δουλειά μου και πρέπει να δείχνεις λίγο περισσότερο σεβασμό σ’ αυτή και να μη με προσβάλλεις έτσι εύκολα κι απερίσκεπτα. Μήπως εσύ δεν είσαι που πρέπει να αντιμετωπίσεις όλα τα πτώματα με τις καρδιακές ανεπάρκειες και να τα αναστήσεις;
-          Το παραδέχομαι, έτσι είναι. Τι θέλεις να πω; Να κάνω δήλωση μετανοίας; Όχι, δε θα σου κάνω τη χάρη. Εγώ τουλάχιστον παραδέχομαι πως έχω σιχαθεί τη δουλειά μου. Το λέω σε κάθε ευκαιρία.
-          Πωλ, πρέπει να κοιμηθούμε. Έλα, ας κλείσουμε τώρα και θα τηλεφωνηθούμε αύριο. Πέσε να κοιμηθείς για να ξεκουραστείς. Εφημερεύεις αύριο και πρέπει να έχεις καθαρό μυαλό.
-          Όχι! Θα μιλήσουμε! Δεν καταλαβαίνεις πόσο δυστυχισμένος είμαι; Αν δεν τα πω σε ‘σένα, σε ποιον θα τα πω να ξεθυμάνω;
-          Αυτός είναι ο σκοπός σου; Να ξεθυμάνεις;
-          …Και αυτός!
-          Λέγε... (Χριστέ μου τι τραβάω βραδιάτικα…)
-          Τι μουρμουρίζεις; Μίλα πιο κοντά στο μικρόφωνο γιατί δε σε ακούω.
-          Τίποτα… λέγε, λοιπόν.
-          Ξέρεις τον Kurt Weill; Έχεις ακούσει τίποτα γι αυτόν;
-          Ποιος είναι πάλι αυτός; Το όνομα αυτό μου ακούγεται κάπως γνωστό, αλλά δεν μου ‘ρχεται τίποτα συγκεκριμένο στο μυαλό αυτή τη στιγμή.
-          Βλέπεις, λοιπόν, που έχω δίκιο;
-          Σε τι έχεις δίκιο; Α, μα θα με σκάσεις απόψε!
-          Έχω δίκιο που σου λέω πως είμαστε και οι δυο ένα τίποτα, ένα μηδενικό, δυο απόλυτες ασημαντότητες!
-          Θα σε παρακαλέσω να μιλάς για τον εαυτό σου και μόνο. Εμένα μη με ανακατεύεις στις νυχτερινές υπαρξιακές σου αγωνίες.
-          Καλά, λοιπόν. Θα μιλήσω για μένα. Εσύ είσαι ευτυχισμένη μες στην άγνοιά σου! Αλλά, δε φταις εσύ! Κάνεις το καλύτερο για σένα. Αυτοπροστατεύεσαι. Έχεις εφεύρει ένα ολόκληρο μηχανισμό αυτοάμυνας απέναντι σε κάθε τι που θα μπορούσε να σε μειώσει. Μακάρι να ήμουν κι εγώ σαν κι εσένα, αλλά, βλέπεις, εγώ ξέρω πολύ καλά τον εαυτό μου, ξέρω τα πάντα για μένα. Δεν χρειάζομαι κανένα Ψυχολόγο ή Ψυχίατρο για να με αναλύσει και να μου αποκαλύψει το ποιος στ’ αλήθεια είμαι. Δε θα μπορούσα, όμως, να πω το ίδιο και για σένα…
-          Ώστε, χρειάζομαι και Ψυχίατρο τώρα. Δε φταις εσύ. Φταίω εγώ που υποβάλλομαι με τη θέλησή μου στο μεταμεσονύχτιο παραλήρημά σου.
-          Ώστε δεν ξέρεις τον Kurt Weill!
-          Όχι, δεν τον ξέρω! Ικανοποιήθηκες τώρα; Πες μου εσύ ποιος είναι για να μορφωθώ!
-          Αγάπη μου, ούτε εγώ τον ήξερα ως τώρα! Είναι, όμως, δυνατό να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο; Με ποιο δικαίωμα, άραγε, μιλώ για τέχνη; Πόσο θράσος έχω για να αυτοαποκαλούμαι συγγραφέας, όταν είμαι τόσο άσχετος για τα πάντα! Τι ξέρω, επομένως; Για ποιο πράγμα να γράψω; Τι συνδυαστικές σκέψεις να αποτυπώσω στο χαρτί; Δεν μπορεί όλα όσα γράφει κανείς να είναι μονάχα το αποκύημα της φαντασίας του γράφοντος, εικόνες, ιδέες και καταστάσεις πλήρως ασύνδετες με το υπαρκτό, κατακερματισμένες, αστήριχτες στο παγκόσμιο πολιτισμικό υπόβαθρο.
-          Μα ξέρεις τόσα πολλά! Έχεις διαβάσει τόσα και τόσα βιβλία…
-          Και τι μ’ αυτό καλή μου; Δεν έχω ιδέα από Τέχνη! Είμαι σχεδόν ολοκληρωτικά άξεστος!
-          Η κατάθλιψη σε κάνει να βυθίζεσαι στον αυτό-οικτιρμό και την αμφιβολία για τις δυνατότητές σου. Έχεις μελαγχολία, αυτό είναι όλο. Αν εσύ είσαι τόσο άσχετος, όπως λες, τότε τι είναι οι υπόλοιποι που αποτελούν τον περίγυρό μας; Οι περισσότεροι δεν έχουν διαβάσει βιβλία περισσότερα από τα δάχτυλα των δύο χεριών τους και, παρ’ όλα αυτά, τους βλέπεις τόσο ικανοποιημένους με τον εαυτό τους. Γιατί ταλαιπωρείς έτσι τον εαυτό σου!
-          Τώρα καταλαβαίνω γιατί εσύ είσαι ικανοποιημένη με τον εαυτό σου: χρησιμοποιείς ως βάση σύγκρισης τη μερίδα του κόσμου που σε βολεύει.
-          Μα, γιατί; Είσαι πάνω από το μέτριο. Αυτό δε σου φτάνει;
-          Όχι! Όχι! Δε μου φτάνει!
-          Σε παρακαλώ, μη φωνάζεις. Είναι περασμένη η ώρα και θα ξεσηκώσεις τους γείτονές  σου!
-          Δε με νοιάζει! Αφού είμαι ένα τίποτα, ένα ανθρωπάριο, ένα αλχημιστικό homunculus με παραφουσκωμένο εγωισμό και μονάχα περιαυτολογία. Μου αξίζει να πάω ακόμη και αυτόφωρο.
-          Θέλεις να ανοίξουμε το Skype για να μπορούμε να βλεπόμαστε και να μιλάμε ταυτόχρονα; Έλα, άνοιξε το πρόγραμμα, μπορεί να σου κάνει καλό…
-          Βαριέμαι ν’ ανοίξω τον υπολογιστή αυτή τη στιγμή. Καλά μιλάμε κι έτσι. Εξάλλου, δε μπορείς να με παρηγορήσεις γι αυτό που νιώθω ακόμη κι αν βλέπω την εικόνα σου.
-          Μην είσαι τόσο ταπεινόφρων, Πωλ. Αφού ξέρεις τόσα πολλά. Τι έχεις πάθει πάλι; Πιστεύω ότι απλά σε κούρασε η δουλειά και δεν είσαι ο εαυτός σου. Πέσε να κοιμηθείς για να ξυπνήσεις αύριο ξεκούραστος.
-          Είναι φορές που θαρρώ ότι καλύτερα θα ήταν να μιλούσα στον τοίχο, ή στον καθρέφτη γυρνώντας την πλάτη και απευθυνόμενος στον κώλο μου!
-          Γίνεσαι χυδαίος και δε μου αξίζει αυτή η συμπεριφορά. Πώς μιλάς έτσι στο κοριτσάκι σου. Γίνε λιγάκι γλυκός. Πες μου ένα τρυφερό λόγο. Έλα, σώπασε, θα πάμε ένα όμορφο ταξιδάκι στη Ρώμη και θα τα ξεχάσεις όλα.
-          Τι ταξίδια και διακοπές μου τσαμπουνάς; Τι να το κάνω το ταξίδι; Με ένα ταξιδάκι των πέντε ή επτά ημερών θαρρείς πως θα καλύψω τα τεράστια κενά που με ταλανίζουν, τα αγεφύρωτα εσωτερικά χάσματα που έχουν πλατύνει τόσο πολύ ώστε μοιάζουν πλέον με βάραθρα που θα με καταπιούν από στιγμή σε στιγμή; Αλίμονο, πιστεύεις ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα λύσει τα προβλήματά μας; Σύνελθε και βάλε το νου σου να δουλέψει λιγάκι. Μα τι θαρρείς; Ότι δεν θα επιστρέψουμε κάποτε από τη Ρώμη; Ε, λοιπόν, πού νομίζεις ότι θα βρεθούμε; Θα σου πω εγώ: θα ξαναπέσουμε στα ίδια βρωμερά σκατά, στην ίδια σκατοδουλειά και στην ίδια κι απαράλλαχτη σκατορουτίνα. Και τότε θα είναι ακόμη πιο σκληρή η πτώση, θα είναι μια τραγική πρόσκρουση. Ξέρεις πώς θα σου φανεί η πρώτη μέρα της επιστροφής σ’ αυτή την παλιοχώρα, σ’ αυτή τη σκουπιδόπολη που λέγεται Αθήνα με την άναρχη δόμηση και τις τσιμεντένιες πολυκατοικίες; Φαντάσου μονάχα την πρώτη ημέρα της επιστροφής σου στην Κλινική και… στην κυστική ίνωση. Τώρα δα μου 'ρθε στο νου μια εικόνα: πρόκειται για τους πρώτους στίχους του “Paradise Lost” του Milton.
-          Για πες μου…
-          Το έργο αυτό ξεκινά με την πτώση του Εωσφόρου και των δαιμόνων του και την καταβαράθρωσή τους στην Κόλαση μετά την πρώτη και συνάμα στερνή ουράνια μάχη που δόθηκε με τις λεγεώνες των Αρχαγγέλων. Ωραία παρομοίωση, θαρρώ, έκανα μόλις τώρα… συμφωνείς;
-          Βλέπεις, λοιπόν; Δεν είναι τα πράγματα τόσο τραγικά κι απέλπιδα όσο τα παρουσιάζεις. Διαπιστώνεις, επομένως, και μόνος σου ότι έχεις αρκετές γνώσεις και ένα στέρεο μορφωτικό υπόβαθρο όπου μπορείς να βασιστείς.
-          Αλήθεια, πιστεύεις ότι αυτή η αναφορά που μόλις έκανα σε ένα τόσο πασίγνωστο κλασικό έργο είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να επαίρομαι; Μα πρόκειται για κάτι τόσο γνωστό, ένα κοινό τόπο, κάτι αυτονόητο!
-          Μην το λες. Εγώ δεν ξέρω πολλούς που να το έχουν διαβάσει. Ούτε καν ποιος είναι ο Milton δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι. Γι αυτό σου λέω…
-          Με κοροϊδεύεις; Θαρρείς πως είμαι κανένα σχολιαρόπαιδο και μπορείς να με παραπλανήσεις και να με καθησυχάσεις με δυο γλυκές κουβέντες για να με βάλεις για ύπνο; Είσαι πολύ έξυπνη για να συνεχίζεις να μην καταλαβαίνεις την αγωνία μου!
-          Μα, αγάπη μου, δε μπορείς να τα ξέρεις όλα! Είσαι μικρός ακόμη…
-          Μικρός είναι κάποιος στα τριάντα δύο του; Άλλο πάλι και τούτο! Σε τέτοια ηλικία σταυρώθηκε ο Χριστός έχοντας προλάβει να κάνει ένα σωρό πράγματα! Ο Beethoven, ο Chopin και τόσοι άλλοι είχαν ως αυτή την ηλικία μεγαλουργήσει. Για να μην αναφέρω και άλλους αναρίθμητους από κάθε μετερίζι της Τέχνης!
-          Για τους συγγραφείς η ηλικία αυτή θεωρείται μικρή. Οι περισσότεροι έγιναν διάσημοι σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία. Άρα, έχεις ακόμη περιθώρια… (υποψία μειδιάματος στην άλλη άκρη της γραμμής)
-          Γελάς;! Με κοροϊδεύεις;! Δε φταις εσύ, εγώ φταίω που κάθομαι και σου εξομολογούμαι τις αγωνίες μου! Άντε, σε καληνυχτώ! Πήγαινε να κοιμηθείς τον ύπνο του δικαίου.
-          Όχι, όχι, ας μην κλείσουμε ακόμη!
-          Γιατί; Για να συνεχίσεις να με περιγελάς;
-          Δε σε περιγελώ. Σ’ αγαπώ όσο καμία άλλη σε τούτο τον κόσμο. Το ξέρεις…
-          Το ξέρω κούκλα μου, αλλά αυτό δε λύνει το πρόβλημά μου, ξέρεις. Είναι τόσο τεράστια η γνώση που συσσωρεύεται μέρα με τη μέρα. Νέα ονόματα πνευματικών ανθρώπων ξεχύνονται καθημερινά από τους τέσσερις ορίζοντες που νιώθει κανείς τόσο ανήμπορος για να μπορέσει να ακολουθήσει τις εξελίξεις. Και πόσο μάλλον, όταν δεν γνωρίζει καν όλους τους Κλασικούς…
-          Δηλαδή ο, πώς τον είπες πρωτύτερα…
-          Ο Kurt Weill.
-          Ναι, αυτός. Είναι κλασικός;
-          Δεν είναι κλασικός με την έννοια της χρονολογικής εποχής που έζησαν και μεγαλούργησαν οι Κλασικοί συγγραφείς και συνθέτες. Είναι το εικοστού αιώνα αυτός. Αλλά είναι πολύ γνωστός συνθέτης κυρίως στο χώρο του θεάτρου και συνεργάστηκε με τον Bertolt Brecht.
-          Ώστε έτσι… (ανεπαίσθητο χάχανο στην άλλη άκρη της γραμμής)
-          Πάλι μου φαίνεται ότι με κοροϊδεύεις…
-          Όχι, προς Θεού!
-          Ακόμη και σε ότι αφορά στον ίδιο τον Brecht κατάφερα μονάχα να διαβάσω ως τα τώρα το “Μυθιστόρημα της Πεντάρας” και έχω δει στο θέατρο την “Όπερα της Πεντάρας” και το “Μάνα Κουράγιο”. Πόσο τραγικό ακούγεται αυτό! Και θέλω να λέγομαι συγγραφέας, τρομάρα μου!
-          Μα, δε μπορείς να τα έχεις δει ή να τα έχεις διαβάσει όλα, τέλος πάντων.
-          Το “όλα” από το ελάχιστο ή το “σχεδόν τίποτα” απέχουν όσο η Γη από τον Ήλιο!
-          Ε, τότε, αν καίγεσαι τόσο πολύ να μάθεις για τον Brecht κάθισε και διάβασε…
-          Α, μα θα με βγάλεις από τα ρούχα μου! Δεν καταλαβαίνεις ότι το θέμα μου δεν είναι ο Brecht, ή ο Kurt Weill, ή ο οποιοσδήποτε μεμονωμένος δημιουργός που κατάφερε να σφηνωθεί μια για πάντα στην Παγκόσμια Ιστορία της Τέχνης. Τόση ώρα προσπαθώ να σου πω πως νιώθω ανεπαρκής, σχεδόν απαίδευτος! Και το χειρότερο είναι ότι πρέπει να χαλάω ώρες ολάκερες στην ιατρική και στο διάβασμα για παθήσεις και φυσιολογία και ιστούς και κύτταρα και οργανίδια και μόρια και όλες τις παραφυάδες της ματαιοδοξίας των ηλίθιων σύγχρονων ανθρώπων και της ανικανότητάς τους να συμβιβαστούν με το θάνατο. Μα είναι απαραίτητο, τέλος πάντων, να ζήσουν όλοι σε τούτο τον πλανήτη; Χιλιετίες επί χιλιετιών και αιώνες επί αιώνων που η Ιατρική ήταν μονάχα μια αγέννητη ιδέα στην εγκυμονούσα κοιλιά της Φιλοσοφίας αρχικά κι έπειτα της Επιστήμης, τι το κακό συνέβαινε, άραγε; Μήπως δεν επέζησε η ανθρωπότητα; Μήπως δεν γεννιούνταν διάνοιες και διανοούμενοι και φιλόσοφοι; Έχει, άραγε, τόση σημασία να επιζήσει το κάθε σύνδρομο Down από τη μία, ή το κάθε πτώμα των ενενήντα χρονών από την άλλη που το πετάνε κάθε τρεις και λίγο στα επείγοντα του νοσοκομείου πάνω σ' ένα φορείο γιατί σταμάτησε να σιτίζεται, ή γιατί ξαναπρήστηκαν τα πόδια του και δεν μπορεί να ανασάνει από το εκατοστό ως τώρα πνευμονικό οίδημα;
-          Σε καταλαβαίνω. Εξάλλου, τα έχουμε συζητήσει άπειρες φορές όλα αυτά. Εγώ δε σου έχω πει πρώτη ότι με μεγάλη μου χαρά θα παρατούσα την Ιατρική στην πρώτη ευκαιρία και θα ασχολούμουν με το γράψιμο; Τι να κάνουμε, όμως; Πρέπει να τα συμβιβάσουμε όλα. Βλέπεις, δε γεννηθήκαμε πλούσιοι για να μπορούμε να καθόμαστε και να ασχολούμαστε μονάχα με την Τέχνη.
-          Να, λοιπόν, που καταλήγεις στο ίδιο συμπέρασμα με ‘μένα! Τι δε μπορείς, επομένως, να καταλάβεις από αυτά που τόση ώρα προσπαθώ να σου πω;
-          Το ότι σε καταλαβαίνω δε σημαίνει ότι μπορώ να αντέχω κάθε βράδυ την ίδια κλαψούρα! Άντε, γιατί κι εγώ δεν έχω την καλύτερη ψυχολογία αυτή την περίοδο και προσπαθώ με νύχια και με δόντια να κρατηθώ από κάπου. Το τελευταίο που χρειάζομαι είναι κάποιος που κάνει ό,τι του είναι μπορετό για να με τραβήξει κι εμένα στο βόρβορο.
-          Ώστε έτσι!
-          Μην είσαι τόσο εύθικτος. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Απλά προσπαθώ να βρω μια μέση λύση και για τους δυο μας για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε σ’ αυτή την παλιοζωή. Με το να μοιρολογούμε και να καταριόμαστε ολοένα την Ιατρική και την καθημερινότητά μας δε βγαίνει τίποτε απολύτως.
-          Ε, κι εγώ σε διαβεβαιώ ότι όσο θα συνεχίζουμε να καταναλισκόμαστε από το διάβασμα και τις εξαντλητικές εφημερίες, δε θα μπορέσουμε ούτε τη μόρφωσή μας να συμπληρώσουμε, ούτε τους ορίζοντές μας να διευρύνουμε, ούτε και να αφιερωθούμε στο γράψιμο. Κι αν κάπου-κάπου καταφέρνουμε να κουτσογράφουμε και κανένα κειμενάκι, ποτέ δε θα τελειοποιήσουμε την τεχνική μας. Αν δεν αφιερωθείς σ’ αυτό που αγαπάς και μόνο ποτέ σου δε θα μπορέσεις να γίνεις κάποιος… Δε μπορείς να φανταστείς πόσο μ' έχει επηρεάσει "Η Ρόδινη Σταύρωση" του Henry Miller που διαβάζω αυτό τον καιρό. Πώς να μην θαυμάσεις το θάρρος ενός ανθρώπου που παράτησε το ρουτινιάρικο, ανιαρό του επάγγελμα και την καθημερινότητά του για να ζήσει συνειδητά μια μποέμικη ζωή όλο στερήσεις και ανέχεια προκειμένου να αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στη συγγραφή... Και, όπως λέει στο πρώτο βιβλίο αυτής της τριλογίας, στο "Sexus" σημασία δεν έχει τι έχεις καταφέρει για να έχεις μια κοινωνική θέση, αλλά τι έχεις θυσιάσει για να το καταφέρεις αυτό. Κι εμείς θυσιάζουμε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερα προκειμένου να γίνουμε κάτι που είναι άλλοι χιλιάδες σε τούτη τη ρημαδοχώρα, ενώ θα μπορούσαμε να αφοσιωθούμε στο γράψιμο και να ανήκουμε στους λίγους...
-          Αυτός ο Henry Miller στο λαιμό μου κάθεται πια. Από τότε που άρχισες να τον διαβάζεις μου έχεις πρήξει κυριολεκτικά το συκώτι. Ο Miller έκανε αυτό, ο Miller τόλμησε το άλλο, o Miller είναι μάγκας γιατί πήδηξε πολλές, ο Miller γνώρισε την περιπέτεια και τις γυναίκες... Ειδικά όταν ήσουν ακόμη στον πρώτο τόμο άλλο δεν άκουγα η άμοιρη από τις σεξουαλικές επιτυχίες του Miller σου. Ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα. Κι εσύ είσαι ελεύθερος να γνωρίσεις όσες γυναίκες τραβάει η ψυχή σου. Στο τέλος θα δεις ότι όλα είναι μάταια. Ως προς την επιτυχία δε στη συγγραφή σου έχω πει χίλιες φορές ότι εγώ δε θέλω να γίνω κάποια. Δε γράφω με σκοπό να γίνω διάσημη. Γράφω γιατί μ' αυτό τον τρόπο αποξεχνιέμαι και ταξιδεύω σε άλλους τόπους φανταστικούς και παραμυθένιους. Θα μπορούσα να γράψω χίλια μυθιστορήματα κι άλλα τόσα διηγήματα και να τα κλειδώσω σ' ένα συρτάρι για να μην τα δει ποτέ κανείς.
-          Σταμάτα πια να αυταπατάσαι! Δεν μπορεί κανείς να γράφει χωρίς να έχει ούτε καν στο πίσω μέρος του μυαλού του την έκδοση του κειμένου του και την επακόλουθη επιτυχία. Μη με παραμυθιάζεις εμένα που σε γνωρίζω τόσα πολλά χρόνια! Στον Πωλ μιλάς Σόνυα…
-          Αυτό που σου λέω είναι η πλέρια και μοναδική αλήθεια… και πίστευε εσύ ό,τι θέλεις. Δε με νοιάζει καθόλου!
-          Ώστε δε σε νοιάζει…
-          Όχι δε με νοιάζει.
-          Καιρός να πούμε καληνύχτα…
-          Ναι… Καληνύχτα, λοιπόν, Πωλ.
-          Καληνύχτα Σόνυα.
-          Μα… γιατί με λες Σόνυα απόψε;
-          Εσύ γιατί με λες Πωλ;
-          Έτσι για να μη μας καταλάβουν… (χαμόγελο)
-          Καληνύχτα Σ…
-          Σουτ!
-          Καληνύχτα κουκλίτσα και όνειρα γλυκά. Θα σου τηλεφωνήσω αύριο…


Παναγιώτης Σιμιτσής