Η ανάγνωση 653 σελίδων είχε φτάσει στο τέλος της. Κρατούσα το βιβλίο στα χέρια μου να χάσκει ανοιχτό και με βλέμμα απλανές και χαμένο σε ασυνάρτητους συλλογισμούς έμεινα για κάμποσα λεπτά έτσι, μόνος κι έρημος, προδομένος θα έλεγα… Το δεξί μου χέρι κρατούσε το ανάλαφρο, λείο οπισθόφυλλο και τ’ αριστερό μου όλες τις υπόλοιπες σελίδες, έναν διόλου ευκαταφρόνητο όγκο χαρτιού που πάνω στο κείμενό του είχαν δοκιμαστεί επί τόσες ώρες τα μάτια μου. Αίφνης μπήκα στον πειρασμό να το πετάξω σε κάποια σκιερή γωνιά του δωματίου μακριά μου, διαδηλώνοντας με ένα τέτοιο τρόπο την αγανάκτηση που είχε αρχίσει να με κυριεύει ήδη από τη στιγμή που πλησίαζα στη λύση της πλοκής. Έπειτα σκέφτηκα: «Ας μετρήσω ως το δέκα». Και μέτρησα ως το δέκα. Ο θυμός, όμως, δεν έλεγε να ξεθυμάνει εντελώς, ένα αδιόρατο ίχνος του παρέμενε και έπαιρνε πάλι να φουντώνει. «Ας μετρήσω ακόμη μια φορά ως το δέκα», έπεισα τον εαυτό μου. Έκλεισα τα μάτια και εισέπνευσα βαθιά, θαρρείς κι ήθελα να ρουφήξω ολάκερο τον σκονισμένο και παγερό αέρα του δωματίου. Και ήταν τότε μόνο που κατάφερα να έρθω στα συγκαλά μου…
Για άτομα σαν κι εμένα που βλέπουν τη ζωή να κυλά μπρος στα μάτια τους δυο φορές πιο γρήγορα απ’ ότι οι άλλοι, που φοβούνται -κυριευμένοι από κάποιο αθέμιτο ψυχαναγκασμό- πως η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη σπαταλά κανείς με ανούσια πράγματα κι ασχολίες και πως, αργά ή γρήγορα, θα φτάσουν στο αποτρόπαιο κατώφλι της απέναντι όχθης της ζωής δίχως τις απαιτούμενες –σύμφωνα με κάποια προαιώνια «πιστεύω»- αποσκευές, το να αφιερώνουν χρόνο σε βιβλία σαν και αυτό για το οποίο θα μιλήσω είναι, ίσως, μια ενασχόληση αυτοκαταστροφική, μια οπισθοδρόμηση στην πορεία τους… για την «Ιθάκη».
Μπορεί να σας φανεί κάπως υπερβολική η ένταση και το ύφος μιας τέτοιας αντίδρασης, μα αν καθίσετε και το σκεφτείτε θα συνειδητοποιήσετε τον κυκεώνα που απλώνεται ενώπιόν σας, μια αχανή έκταση κατάφορτη με κάθε λογής έντυπα κείμενα: βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες… Όμοια όπως ένας αθίγγανος παλιατζής που περνά από το σπίτι σας διαλαλώντας πως δέχεται ο,τιδήποτε μπορεί να χωρέσει η στραπατσαρισμένη καρότσα του αγροτικού του και προσπαθεί να σας πείσει πως για το καλό σας θα σας απαλλάξει δωρεάν (!) από κάθε είδους σαβούρα που ίσως διατηρείτε στο υπόγειό σας, έτσι κι αυτή η έρημος όπου οι χιλιάδες, ή εκατομμύρια αναγνωστών περιδιαβαίνουν ολημερίς κι ολονυκτίς είναι ένας απέραντος σκουπιδότοπος, ένας οχετός μες στον οποίο έχουν ριχτεί όμοια καλά και κακά, όμορφα και άσχημα, αριστουργηματικά και ποταπά γραπτά κείμενα. Και είναι τέτοια η αφροντισιά και η αταξία, ώστε ποτέ δεν ξέρεις, ανερμάτιστε διαβάτη, αν αυτό που πατάς αλόγιστα κι απερίσκεπτα είναι ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας, ή κάποιο άνοστο μυθιστόρημα της σειράς.
Τυφλωμένος από τον καυτό ήλιο της ερήμου της διεθνούς λογοτεχνίας, έχοντας χάσει τον προσανατολισμό μου πάνω σ’ αυτή την αεικίνητη και ασταθή άμμο, όπου κάθε κατεύθυνση μοιάζει ίδια με τις άλλες τρεις, όπου η γραμμή του ορίζοντα είναι αδιάκοπτη σε κάθε μοίρα μιας πλήρους περιστροφής, σκόνταψα πάνω σε τούτο το βιβλίο. Έσκυψα, το τράβηξα από τη γη όπου ήταν μισοθαμμένο. Φύσηξα τη σκόνη και την άμμο από πάνω του και διάβασα: «Ο Ιστορικός» της Elizabeth Kostova. Έπειτα, από συνήθεια και μόνο –μιας και είχα ήδη πάρει την απόφασή μου δίχως ενοχές- διάβασα το οπισθόφυλλο… το πήρα.
Από τις πρώτες γραμμές κατάλαβα πως το λογοτεχνικό ύφος που διαπνέει αυτό το βιβλίο είναι αρκετά ομαλό και ακύμαντο, δίχως να προκαλεί με αδόκιμους υφολογικούς ακροβατισμούς και φιλόδοξους νεολογισμούς, απόλυτα εναρμονισμένο μ’ αυτό που καλούμε «καθαρή και στέρεα γραφή». Είναι δε τόσο σωστή η σύνταξη και η επιλογή των λέξεων που προκαλεί ένα συναίσθημα… δυσάρεστο, παρόμοιο μ’ εκείνο που δοκιμάζει κάποιος όταν ακούει έναν ξενόγλωσσο να του απευθύνεται στη δική του γλώσσα με πλήρη σαφήνεια και ορθότητα, ξεδιαλέγοντας τις λέξεις μία-μία από λεξικό. Παρομοιώσεις ελάχιστες, γλωσσική επινοητικότητα τείνουσα στο απόλυτο μηδέν. Για κάποιον που έχει συνηθίσει στις δονήσεις της λογοτεχνικής έντασης, στις αδόκιμες σχοινοβασίες ενός λόγου που βγαίνει από τα μύχια της ψυχής του συγγραφέα, ο τρόπος γραφής του μυθιστορήματος αυτού φαντάζει εν πολλοίς άνοστος και άγευστος.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το θέμα του εν λόγω μυθιστορήματος πηγάζει από μια θεματολογία μυστικισμού –όπως, εξάλλου, συμβαίνει στο πλείστον της σύγχρονης διεθνούς λογοτεχνίας- που είχε παραμεληθεί και ενταφιαστεί για καιρό: πρόκειται για το μύθο του Δράκουλα των Καρπαθίων, του Βλαντ Τσέπες, Βλαντ Ντράκουλα, Βλάντ του Ανασκολοπιστή κ.τ.λ. Το γιατί είχε παραμεληθεί σκόπιμα η ιστορία του τα τελευταία χρόνια είναι, θαρρώ, ηλίου φαεινότερο. Έπειτα από δεκάδες, ή ακόμη κι εκατοντάδες απόπειρες δραματοποίησης της συγκεκριμένης ιστορίας στον κινηματογράφο κατάντησε να γίνει γραφική, όπως η ιστορία των ιπτάμενων δίσκων, κακοφθαρμένη όπως ένα πολυφορεμένο, πολυκαιρισμένο ρούχο. Όταν ένας μύθος εξαντλείται πλήρως από τις πάμπολλες και ποικιλότροπες επαναλήψεις, τότε οι άνθρωποι με ανακούφιση τον στέλνουν στο περιθώριο, στο χρονοντούλαπο της οικουμενικής συνείδησης για κάποιο χρονικό διάστημα. Μπορεί, άραγε, κανείς να γελά συνεχώς; Πρέπει να κλάψει και λίγο, ώστε την επόμενη φορά που θα γελάσει ξανά να είναι από πηγαία χαρά και όχι από συνήθεια.
Είναι αλήθεια ότι ο μεσαιωνικός μυστικισμός, ο αποκρυφισμός και η συνωμοσιολογία καταλαμβάνουν, πλέον, μια μερίδα διόλου ευκαταφρόνητη στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ναΐτες, Αλχημιστές, Ροδόσταυροι, ενδοεκκλησιαστικές αιρέσεις, Τέκτονες, Μασόνοι από τη μια, Απόκρυφα Ευαγγέλια, Ευαγγέλιο του Ιούδα, Τορά και άλλα «ιερά» κείμενα από την άλλη έχουν απλώσει το ζόφο τους πάνω από την έρμη ανθρωπότητα που περιμένει καρτερικά –ίσως με μια δόση μαζοχισμού- το τέλος του κόσμου. Ανθρωπολόγοι, ιστορικοί, μεσαιωνολόγοι, μεσιανιστές, δωδεκαθεϊστές και λοιποί «ειδικοί» αποφαίνονται από καθέδρας, βγάζουν χρησμούς αμφίσημους που μονάχα κάποιοι εκλεκτοί μυημένοι μπορούν να αποκωδικοποιήσουν. Μες σ’ αυτό το υπέρκορο από αναθυμιάσεις οπίου και λαβδάνου κλίμα δεν μπόρεσε η Elizabeth Kostova να αντισταθεί στην παρόρμηση να γράψει μια δική της ιστορία πάνω σ’ ένα θέμα για το οποίο είναι ειδικός, λόγω πανεπιστημιακών σπουδών μα και καταγωγής. «Γιατί ο Δυτικός Μεσαίωνας να μονοπωλεί το ενδιαφέρον», σκέφτηκε. «Τι το υποδεέστερο έχει ο Βυζαντινός Μεσαίωνας, ώστε να παραμερίζεται τόσο άσπλαγχνα;» Κι έτσι άνοιξε το μπαούλο της απ’ όπου ανέσυρε όλα τα ένδοξα σύμβολα του παρελθόντος: σκόρδο, σταυρούς, ασημένια εγχειρίδια, ασημένιες σφαίρες και πασσάλους και ξεκίνησε τη δική της πεισμωμένη «Σταυροφορία»…
Ίσως δεν ενοχλούσε τόσο πολύ τον αναγνώστη η πλοκή που η συγγραφέας διάλεξε για το έργο της, αν δεν είχε ενώπιόν του, δίκην εισαγωγικής σημείωσης, μια ιδιότυπη διακήρυξη της ίδιας της κυρίας Kostova. Στη διακήρυξη αυτή αποτάσσεται και αποκηρύσσει a priori πρότερους μύθους και δοξασίες περί του θρύλου του Δράκουλα και διαβεβαιώνει τον αναγνώστη ότι θα μιλήσει με τα παραδεδειγμένα και δόκιμα μέσα που διαθέτει απλόχερα η επιστημονική φαρέτρα της Ιστορίας. Φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να αποστρέφεται μέχρι σημείου βδελυγμίας το κλασικό μυθιστόρημα του Μπράαμ Στόκερ των τελών του 19ου αιώνα που εισήγαγε επίσημα στο ευρύ κοινό το μύθο του Δράκουλα, λέγοντας πως εκείνη θα προτιμήσει να μη διολισθήσει στη «φτηνή» και απαίδευτη αναπαραγωγή των λαϊκών δοξασιών. Αλίμονο, όμως. Πριν ο αναγνώστης προλάβει να χαρεί, βυθίζεται σύγκορμος… στη μαύρη απελπισία. Γιατί παρατηρεί ότι, όχι μόνο το παραδοσιακό οπλοστάσιο εξολόθρευσης βαμπίρ υφίσταται ίδιο κι απαράλλαχτο στην πλοκή του έργου, αλλά, επίσης, διαπιστώνει πως τα βαμπίρ (οι υποτακτικοί του πρίγκιπα Δράκουλα) «ζουν» και βασιλεύουν ακόμη και στις μέρες μας και έχουν διασπαρεί σ’ όλο τον πλανήτη, φτάνοντας μέχρι το Νέο Κόσμο, εδάφη άγνωρα για τον Παλιό Κόσμο της Ανατολικής Αυτοκρατορίας του δεύτερου ημίσεως του 15ου αιώνα, εποχή που βασίλευε ο εν λόγω αιμοδιψής μονάρχης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτενούς πλοκής, ο υπαινιγμός περί ύπαρξης του Δράκουλα στην εποχή μας μένει μετέωρος στον αιθέρα του Πιθανού και όλα δείχνουν ότι η λύση του «δράματος» εμπεριέχει την in vivo εμφάνισή του. Έτσι και γίνεται. Μετά από «εμπεριστατωμένη» επιστημονική έρευνα και αέναες περιπλανήσεις προς εξεύρεση της Ιστορικής Αλήθειας, ο Δράκουλας εισάγεται θριαμβικά στο προσκήνιο και παίζει τον μικρό, αλλά καταλυτικό του ρόλο, για να αφανιστεί κι αυτός τελικά με τρόπο εξοργιστικά απλό.
Πιστεύω πως τα προειρημένα αρκούν για να σχηματοποιήσει ο αναγνώστης μια ιδέα περί του βασικού άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ιστορία, δίχως να χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Μένει ένα τελευταίο σημείο που, ομολογώ, δε μπορώ να κρατηθώ να μην επισημάνω. Αναφέρομαι στο σχηματικό μοντέλο που η συγγραφέας επέλεξε για να παρουσιάσει την υπόθεση. Το μοντέλο αυτό συνίσταται σε τρία επίπεδα, τα οποία οριοθετούνται από χρονικές περιόδους διάδοχες, αλλά και σαφώς διαχωρισμένες μεταξύ τους από χρονικά χάσματα αρκετών ετών. Με άλλα λόγια, οι πρωταγωνιστές του έργου (πλην του ίδιου του Δράκουλα που υφέρπει και ελλοχεύει παντού και πάντα) είναι τρεις: η ίδια η συγγραφέας σε μια ηλικία στην οποία είναι μαθήτρια του σχολείου και ζει με τον πατέρα της, ο πατέρας της στην ηλικία των μεταπτυχιακών του σπουδών της Ιστορίας και, τέλος, ο καθηγητής του πατέρα της αρκετά χρόνια πριν. Στο πρώτο επίπεδο η Elizabeth Kostova γράφει σε πρόσωπο πρώτο ενικό σε ενεστώτα χρόνο. Στο δεύτερο επίπεδο (εκείνο του πατέρα της) η πλοκή προωθείται υπό τη μορφή εκτενούς αλληλογραφίας από τον πατέρα προς την κόρη, στην οποία εξιστορεί τα γεγονότα, και στο τρίτο και τελευταίο επίπεδο, ο καθηγητής του πατέρα της συγγραφέως αφηγείται, επίσης με τη μορφή επιστολών, τα γεγονότα στον πατέρα. Τελικός αποδέκτης όλων των επιστολών η κόρη που ξεκινά τη δική της αναζήτηση προκειμένου να δικαιώσει τις αποτυχημένες προσπάθειες δύο γενεών ανθρώπων για την ανακάλυψη της ακριβούς τοποθεσίας όπου είναι θαμμένος ο Δράκουλας.
Αν και έχω αρκετές ενστάσεις σε ό,τι αφορά στη σχηματική ανάλυση της πλοκής, εντούτοις, θα περιοριστώ να αναφέρω μονάχα μία. Μιλήσαμε προηγουμένως για τρία επίπεδα. Το δεύτερο επίπεδο (η εξιστόρηση των γεγονότων στην κόρη από τον πατέρα με τον έμμεσο τρόπο της ανάγνωσης επιστολών του πρώτου) απέχει πολύ από τη λογική και το ρεαλισμό. Αναφέρεται ρητώς μες στο κείμενο ότι τα γράμματα αυτά γράφτηκαν αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται και με μόνο σκοπό να τα διαβάσει κάποτε ο εξαρχής αποδέκτης τους: η κόρη. Αν και πρωτότυπο, το ύφος αυτό απέχει πολύ από το ν’ ακραγγίξει το αίσθημα του εφικτού και του λογικού του αναγνώστη. Και τούτο γιατί οι λεπτομέρειες με τις οποίες διανθίζονται τα γεγονότα και η ζωντάνια και πληρότητα των διαλόγων που εμπεριέχονται στις επιστολές αυτές δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να είναι αληθινά. Πρόκειται πιότερο για ένα σχήμα λόγου, στο οποίο και οι δυο πλευρές (συγγραφέας και αναγνώστης) συμφωνούν de facto ότι είναι θεωρητικό και ως μόνο σκοπό έχει να εμπλουτίσει υφολογικά την πλοκή, παρά να πείσει για την αλήθεια του.
Τελικά, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μυστηρίου ικανό να κρατήσει το ενδιαφέρον ενός αναγνώστη που τέρπεται από θεματολογίες αυτού του είδους και που, ως μοναδικό κριτήριο επιλογής βιβλίων έχει την ευχαρίστηση της περιπλάνησης σε τόπους και χρόνους μακρινούς και άγνωρους, παρουσιασμένους σ’ αυτόν μέσα από ένα πρίσμα ανάλαφρης ιστορικής θεώρησης. Αλίμονο, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι! Αν κάποιοι κατατρύχονται από την αγωνία του πεπερασμένου της ανθρώπινης ζωής και από την ανάγκη για αποδελτίωση της παγκόσμιας λογοτεχνίας προκειμένου να απομυζήσουν μονάχα το απόσταγμα αυτής, αυτό δε σημαίνει επ’ ουδενί πως δεν υπάρχουν πάμπολλοι άλλοι που αφήνουν τη ζωή να κυλά σε ράθυμους, αβίαστους ρυθμούς και αρέσκονται στο να ακούν κάθε λογής διηγήσεις δίχως να τις περνούν από το κόσκινο αυστηρών κριτηρίων.
Όπως και να ‘χει, πάντως, στο τέλος των 653 σελίδων αυτού του βιβλίου ο αναγνώστης αναφωνεί: “Vade retro Satana!”, φτύνει τρεις φορές στο πάτωμα και σταυροκοπιέται… έτσι για να είμαστε κι εμείς συνεπείς με το θέμα του βιβλίου για το οποίο γράψαμε αυτές τις λίγες αράδες…
Για άτομα σαν κι εμένα που βλέπουν τη ζωή να κυλά μπρος στα μάτια τους δυο φορές πιο γρήγορα απ’ ότι οι άλλοι, που φοβούνται -κυριευμένοι από κάποιο αθέμιτο ψυχαναγκασμό- πως η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη σπαταλά κανείς με ανούσια πράγματα κι ασχολίες και πως, αργά ή γρήγορα, θα φτάσουν στο αποτρόπαιο κατώφλι της απέναντι όχθης της ζωής δίχως τις απαιτούμενες –σύμφωνα με κάποια προαιώνια «πιστεύω»- αποσκευές, το να αφιερώνουν χρόνο σε βιβλία σαν και αυτό για το οποίο θα μιλήσω είναι, ίσως, μια ενασχόληση αυτοκαταστροφική, μια οπισθοδρόμηση στην πορεία τους… για την «Ιθάκη».
Μπορεί να σας φανεί κάπως υπερβολική η ένταση και το ύφος μιας τέτοιας αντίδρασης, μα αν καθίσετε και το σκεφτείτε θα συνειδητοποιήσετε τον κυκεώνα που απλώνεται ενώπιόν σας, μια αχανή έκταση κατάφορτη με κάθε λογής έντυπα κείμενα: βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες… Όμοια όπως ένας αθίγγανος παλιατζής που περνά από το σπίτι σας διαλαλώντας πως δέχεται ο,τιδήποτε μπορεί να χωρέσει η στραπατσαρισμένη καρότσα του αγροτικού του και προσπαθεί να σας πείσει πως για το καλό σας θα σας απαλλάξει δωρεάν (!) από κάθε είδους σαβούρα που ίσως διατηρείτε στο υπόγειό σας, έτσι κι αυτή η έρημος όπου οι χιλιάδες, ή εκατομμύρια αναγνωστών περιδιαβαίνουν ολημερίς κι ολονυκτίς είναι ένας απέραντος σκουπιδότοπος, ένας οχετός μες στον οποίο έχουν ριχτεί όμοια καλά και κακά, όμορφα και άσχημα, αριστουργηματικά και ποταπά γραπτά κείμενα. Και είναι τέτοια η αφροντισιά και η αταξία, ώστε ποτέ δεν ξέρεις, ανερμάτιστε διαβάτη, αν αυτό που πατάς αλόγιστα κι απερίσκεπτα είναι ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας, ή κάποιο άνοστο μυθιστόρημα της σειράς.
Τυφλωμένος από τον καυτό ήλιο της ερήμου της διεθνούς λογοτεχνίας, έχοντας χάσει τον προσανατολισμό μου πάνω σ’ αυτή την αεικίνητη και ασταθή άμμο, όπου κάθε κατεύθυνση μοιάζει ίδια με τις άλλες τρεις, όπου η γραμμή του ορίζοντα είναι αδιάκοπτη σε κάθε μοίρα μιας πλήρους περιστροφής, σκόνταψα πάνω σε τούτο το βιβλίο. Έσκυψα, το τράβηξα από τη γη όπου ήταν μισοθαμμένο. Φύσηξα τη σκόνη και την άμμο από πάνω του και διάβασα: «Ο Ιστορικός» της Elizabeth Kostova. Έπειτα, από συνήθεια και μόνο –μιας και είχα ήδη πάρει την απόφασή μου δίχως ενοχές- διάβασα το οπισθόφυλλο… το πήρα.
Από τις πρώτες γραμμές κατάλαβα πως το λογοτεχνικό ύφος που διαπνέει αυτό το βιβλίο είναι αρκετά ομαλό και ακύμαντο, δίχως να προκαλεί με αδόκιμους υφολογικούς ακροβατισμούς και φιλόδοξους νεολογισμούς, απόλυτα εναρμονισμένο μ’ αυτό που καλούμε «καθαρή και στέρεα γραφή». Είναι δε τόσο σωστή η σύνταξη και η επιλογή των λέξεων που προκαλεί ένα συναίσθημα… δυσάρεστο, παρόμοιο μ’ εκείνο που δοκιμάζει κάποιος όταν ακούει έναν ξενόγλωσσο να του απευθύνεται στη δική του γλώσσα με πλήρη σαφήνεια και ορθότητα, ξεδιαλέγοντας τις λέξεις μία-μία από λεξικό. Παρομοιώσεις ελάχιστες, γλωσσική επινοητικότητα τείνουσα στο απόλυτο μηδέν. Για κάποιον που έχει συνηθίσει στις δονήσεις της λογοτεχνικής έντασης, στις αδόκιμες σχοινοβασίες ενός λόγου που βγαίνει από τα μύχια της ψυχής του συγγραφέα, ο τρόπος γραφής του μυθιστορήματος αυτού φαντάζει εν πολλοίς άνοστος και άγευστος.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το θέμα του εν λόγω μυθιστορήματος πηγάζει από μια θεματολογία μυστικισμού –όπως, εξάλλου, συμβαίνει στο πλείστον της σύγχρονης διεθνούς λογοτεχνίας- που είχε παραμεληθεί και ενταφιαστεί για καιρό: πρόκειται για το μύθο του Δράκουλα των Καρπαθίων, του Βλαντ Τσέπες, Βλαντ Ντράκουλα, Βλάντ του Ανασκολοπιστή κ.τ.λ. Το γιατί είχε παραμεληθεί σκόπιμα η ιστορία του τα τελευταία χρόνια είναι, θαρρώ, ηλίου φαεινότερο. Έπειτα από δεκάδες, ή ακόμη κι εκατοντάδες απόπειρες δραματοποίησης της συγκεκριμένης ιστορίας στον κινηματογράφο κατάντησε να γίνει γραφική, όπως η ιστορία των ιπτάμενων δίσκων, κακοφθαρμένη όπως ένα πολυφορεμένο, πολυκαιρισμένο ρούχο. Όταν ένας μύθος εξαντλείται πλήρως από τις πάμπολλες και ποικιλότροπες επαναλήψεις, τότε οι άνθρωποι με ανακούφιση τον στέλνουν στο περιθώριο, στο χρονοντούλαπο της οικουμενικής συνείδησης για κάποιο χρονικό διάστημα. Μπορεί, άραγε, κανείς να γελά συνεχώς; Πρέπει να κλάψει και λίγο, ώστε την επόμενη φορά που θα γελάσει ξανά να είναι από πηγαία χαρά και όχι από συνήθεια.
Είναι αλήθεια ότι ο μεσαιωνικός μυστικισμός, ο αποκρυφισμός και η συνωμοσιολογία καταλαμβάνουν, πλέον, μια μερίδα διόλου ευκαταφρόνητη στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ναΐτες, Αλχημιστές, Ροδόσταυροι, ενδοεκκλησιαστικές αιρέσεις, Τέκτονες, Μασόνοι από τη μια, Απόκρυφα Ευαγγέλια, Ευαγγέλιο του Ιούδα, Τορά και άλλα «ιερά» κείμενα από την άλλη έχουν απλώσει το ζόφο τους πάνω από την έρμη ανθρωπότητα που περιμένει καρτερικά –ίσως με μια δόση μαζοχισμού- το τέλος του κόσμου. Ανθρωπολόγοι, ιστορικοί, μεσαιωνολόγοι, μεσιανιστές, δωδεκαθεϊστές και λοιποί «ειδικοί» αποφαίνονται από καθέδρας, βγάζουν χρησμούς αμφίσημους που μονάχα κάποιοι εκλεκτοί μυημένοι μπορούν να αποκωδικοποιήσουν. Μες σ’ αυτό το υπέρκορο από αναθυμιάσεις οπίου και λαβδάνου κλίμα δεν μπόρεσε η Elizabeth Kostova να αντισταθεί στην παρόρμηση να γράψει μια δική της ιστορία πάνω σ’ ένα θέμα για το οποίο είναι ειδικός, λόγω πανεπιστημιακών σπουδών μα και καταγωγής. «Γιατί ο Δυτικός Μεσαίωνας να μονοπωλεί το ενδιαφέρον», σκέφτηκε. «Τι το υποδεέστερο έχει ο Βυζαντινός Μεσαίωνας, ώστε να παραμερίζεται τόσο άσπλαγχνα;» Κι έτσι άνοιξε το μπαούλο της απ’ όπου ανέσυρε όλα τα ένδοξα σύμβολα του παρελθόντος: σκόρδο, σταυρούς, ασημένια εγχειρίδια, ασημένιες σφαίρες και πασσάλους και ξεκίνησε τη δική της πεισμωμένη «Σταυροφορία»…
Ίσως δεν ενοχλούσε τόσο πολύ τον αναγνώστη η πλοκή που η συγγραφέας διάλεξε για το έργο της, αν δεν είχε ενώπιόν του, δίκην εισαγωγικής σημείωσης, μια ιδιότυπη διακήρυξη της ίδιας της κυρίας Kostova. Στη διακήρυξη αυτή αποτάσσεται και αποκηρύσσει a priori πρότερους μύθους και δοξασίες περί του θρύλου του Δράκουλα και διαβεβαιώνει τον αναγνώστη ότι θα μιλήσει με τα παραδεδειγμένα και δόκιμα μέσα που διαθέτει απλόχερα η επιστημονική φαρέτρα της Ιστορίας. Φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να αποστρέφεται μέχρι σημείου βδελυγμίας το κλασικό μυθιστόρημα του Μπράαμ Στόκερ των τελών του 19ου αιώνα που εισήγαγε επίσημα στο ευρύ κοινό το μύθο του Δράκουλα, λέγοντας πως εκείνη θα προτιμήσει να μη διολισθήσει στη «φτηνή» και απαίδευτη αναπαραγωγή των λαϊκών δοξασιών. Αλίμονο, όμως. Πριν ο αναγνώστης προλάβει να χαρεί, βυθίζεται σύγκορμος… στη μαύρη απελπισία. Γιατί παρατηρεί ότι, όχι μόνο το παραδοσιακό οπλοστάσιο εξολόθρευσης βαμπίρ υφίσταται ίδιο κι απαράλλαχτο στην πλοκή του έργου, αλλά, επίσης, διαπιστώνει πως τα βαμπίρ (οι υποτακτικοί του πρίγκιπα Δράκουλα) «ζουν» και βασιλεύουν ακόμη και στις μέρες μας και έχουν διασπαρεί σ’ όλο τον πλανήτη, φτάνοντας μέχρι το Νέο Κόσμο, εδάφη άγνωρα για τον Παλιό Κόσμο της Ανατολικής Αυτοκρατορίας του δεύτερου ημίσεως του 15ου αιώνα, εποχή που βασίλευε ο εν λόγω αιμοδιψής μονάρχης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτενούς πλοκής, ο υπαινιγμός περί ύπαρξης του Δράκουλα στην εποχή μας μένει μετέωρος στον αιθέρα του Πιθανού και όλα δείχνουν ότι η λύση του «δράματος» εμπεριέχει την in vivo εμφάνισή του. Έτσι και γίνεται. Μετά από «εμπεριστατωμένη» επιστημονική έρευνα και αέναες περιπλανήσεις προς εξεύρεση της Ιστορικής Αλήθειας, ο Δράκουλας εισάγεται θριαμβικά στο προσκήνιο και παίζει τον μικρό, αλλά καταλυτικό του ρόλο, για να αφανιστεί κι αυτός τελικά με τρόπο εξοργιστικά απλό.
Πιστεύω πως τα προειρημένα αρκούν για να σχηματοποιήσει ο αναγνώστης μια ιδέα περί του βασικού άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ιστορία, δίχως να χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Μένει ένα τελευταίο σημείο που, ομολογώ, δε μπορώ να κρατηθώ να μην επισημάνω. Αναφέρομαι στο σχηματικό μοντέλο που η συγγραφέας επέλεξε για να παρουσιάσει την υπόθεση. Το μοντέλο αυτό συνίσταται σε τρία επίπεδα, τα οποία οριοθετούνται από χρονικές περιόδους διάδοχες, αλλά και σαφώς διαχωρισμένες μεταξύ τους από χρονικά χάσματα αρκετών ετών. Με άλλα λόγια, οι πρωταγωνιστές του έργου (πλην του ίδιου του Δράκουλα που υφέρπει και ελλοχεύει παντού και πάντα) είναι τρεις: η ίδια η συγγραφέας σε μια ηλικία στην οποία είναι μαθήτρια του σχολείου και ζει με τον πατέρα της, ο πατέρας της στην ηλικία των μεταπτυχιακών του σπουδών της Ιστορίας και, τέλος, ο καθηγητής του πατέρα της αρκετά χρόνια πριν. Στο πρώτο επίπεδο η Elizabeth Kostova γράφει σε πρόσωπο πρώτο ενικό σε ενεστώτα χρόνο. Στο δεύτερο επίπεδο (εκείνο του πατέρα της) η πλοκή προωθείται υπό τη μορφή εκτενούς αλληλογραφίας από τον πατέρα προς την κόρη, στην οποία εξιστορεί τα γεγονότα, και στο τρίτο και τελευταίο επίπεδο, ο καθηγητής του πατέρα της συγγραφέως αφηγείται, επίσης με τη μορφή επιστολών, τα γεγονότα στον πατέρα. Τελικός αποδέκτης όλων των επιστολών η κόρη που ξεκινά τη δική της αναζήτηση προκειμένου να δικαιώσει τις αποτυχημένες προσπάθειες δύο γενεών ανθρώπων για την ανακάλυψη της ακριβούς τοποθεσίας όπου είναι θαμμένος ο Δράκουλας.
Αν και έχω αρκετές ενστάσεις σε ό,τι αφορά στη σχηματική ανάλυση της πλοκής, εντούτοις, θα περιοριστώ να αναφέρω μονάχα μία. Μιλήσαμε προηγουμένως για τρία επίπεδα. Το δεύτερο επίπεδο (η εξιστόρηση των γεγονότων στην κόρη από τον πατέρα με τον έμμεσο τρόπο της ανάγνωσης επιστολών του πρώτου) απέχει πολύ από τη λογική και το ρεαλισμό. Αναφέρεται ρητώς μες στο κείμενο ότι τα γράμματα αυτά γράφτηκαν αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται και με μόνο σκοπό να τα διαβάσει κάποτε ο εξαρχής αποδέκτης τους: η κόρη. Αν και πρωτότυπο, το ύφος αυτό απέχει πολύ από το ν’ ακραγγίξει το αίσθημα του εφικτού και του λογικού του αναγνώστη. Και τούτο γιατί οι λεπτομέρειες με τις οποίες διανθίζονται τα γεγονότα και η ζωντάνια και πληρότητα των διαλόγων που εμπεριέχονται στις επιστολές αυτές δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να είναι αληθινά. Πρόκειται πιότερο για ένα σχήμα λόγου, στο οποίο και οι δυο πλευρές (συγγραφέας και αναγνώστης) συμφωνούν de facto ότι είναι θεωρητικό και ως μόνο σκοπό έχει να εμπλουτίσει υφολογικά την πλοκή, παρά να πείσει για την αλήθεια του.
Τελικά, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μυστηρίου ικανό να κρατήσει το ενδιαφέρον ενός αναγνώστη που τέρπεται από θεματολογίες αυτού του είδους και που, ως μοναδικό κριτήριο επιλογής βιβλίων έχει την ευχαρίστηση της περιπλάνησης σε τόπους και χρόνους μακρινούς και άγνωρους, παρουσιασμένους σ’ αυτόν μέσα από ένα πρίσμα ανάλαφρης ιστορικής θεώρησης. Αλίμονο, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι! Αν κάποιοι κατατρύχονται από την αγωνία του πεπερασμένου της ανθρώπινης ζωής και από την ανάγκη για αποδελτίωση της παγκόσμιας λογοτεχνίας προκειμένου να απομυζήσουν μονάχα το απόσταγμα αυτής, αυτό δε σημαίνει επ’ ουδενί πως δεν υπάρχουν πάμπολλοι άλλοι που αφήνουν τη ζωή να κυλά σε ράθυμους, αβίαστους ρυθμούς και αρέσκονται στο να ακούν κάθε λογής διηγήσεις δίχως να τις περνούν από το κόσκινο αυστηρών κριτηρίων.
Όπως και να ‘χει, πάντως, στο τέλος των 653 σελίδων αυτού του βιβλίου ο αναγνώστης αναφωνεί: “Vade retro Satana!”, φτύνει τρεις φορές στο πάτωμα και σταυροκοπιέται… έτσι για να είμαστε κι εμείς συνεπείς με το θέμα του βιβλίου για το οποίο γράψαμε αυτές τις λίγες αράδες…
Παναγιώτης Σιμιτσής
__________________________________
Πληροφορίες για το βιβλίο:
Στα Αγγλικά
Τίτλος: The Historian
Συγγραφέας: Elizabeth Kostova
1η έκδοση: 2005
Εκδόσεις:
_______________________
Στα Ελληνικά
Τίτλος: Ο Ιστορικός
Συγγραφέας: Ελίζαμπεθ Κόστοβα
Μετάφραση: Χριστιάννα Ελ. Σακελλαροπούλου
Εκδόσεις: Α. Α. Λιβάνη
1η έκδοση: 2005
ISBN: 960-14-1106-2
Σελίδες: 653
Συγγραφέας: Elizabeth Kostova
1η έκδοση: 2005
Εκδόσεις:
_______________________
Στα Ελληνικά
Τίτλος: Ο Ιστορικός
Συγγραφέας: Ελίζαμπεθ Κόστοβα
Μετάφραση: Χριστιάννα Ελ. Σακελλαροπούλου
Εκδόσεις: Α. Α. Λιβάνη
1η έκδοση: 2005
ISBN: 960-14-1106-2
Σελίδες: 653
__________________________________
1. Elizabeth Kostova's portrait
2. Vlad Dracula portrait
3. Vlad's full-length portrait, 17th century
4. Bram Stocker's portrait
5. Execution by impalement, 1617
6. Vlad's Portrait, Nuremberg, 1488
7. Vlad's Portrait, Nuremberg, 1520
8. Vlad's Portrait, Bamberg, 1491
__________________________________
3 σχόλια:
Αγαπητέ Παναγιώτη, ήθελα απλά να σου πω πως οι αναλύσεις σου - ειδικά εκείνη για το "Σμήνος" - είναι ό,τι πιο βαθύ και ψαγμένο έχω διαβάσει τον τελευταίο χρόνο δαμέσα στο YouTube. Πού να κάτσω τώρα εγώ να γράψω γι' αυτό το βιβλίο, το οποίο μόλις τέλειωσα, έχοντας διαβάσει το δικό σου ποστ!
Εμένα μου άρεσε. Δεν έχω βέβαια το δικό σου κριτήριο ή απαιτητικό επίπεδο ανάγνωσης, όμως το βρήκα ολοκληρωμένο, διαφορετικό από κάτι άλλα θρίλλερ της κακιάς ώρας, μελετημένο, ένα βιβλίο που το "ρούφηξα" μέσα σε μια εβδομάδα. Θάθελα στο τέλος η Κόστοβα νάχε βάλει βιβλιογραφία και πηγές, πείστηκα πως όλα αυτά τα στοιχεία κάπου υπάρχουν!
ΟΚ, το τέλος ήταν κάπως απότομο, η εξολόθρευση του Δράκουλα πολύ ξαφνική, (περίμενα κάποια σωματική ή λεκτική αντιπαράθεση τουλάχιστον) όμως και ο Δράκουλας τού Κρίστοφερ Λη στις διάσημες βρεταννικές ταινίες του '70 δεν άνοιγε καν το στόμα του (για να μιλήσει.... χεχεχε!). Εξάλλου, τον σκότωσαν τελικά; Στην τελευταία σκηνή (σ647-8) η κεντρική ηρωίδα λαμβάνει με την σειρά της ένα ακόμη βιβλίο με τον Δράκο. Από ποιον;
Αυτό που με ενόχλησε εμένα είναι κάποια περίεγα της μεταφράστριας. Εγώ ξέρω ότι οι μοναχοί φορούν καλυμμαύκια κι όχι καμηλαύκια, άσε πια κείνη την ανατριχιαστική προσφώνηση "κύριε Καθηγητή", δεκάδες φορές! Ούτε παιδάκια Πρώτης Γυμνασίου δεν αποκαλούν τόσο δημοτικίστικα τους δασκάλους τους....
Έχω διαβάσει και το έργο του Στόκερ, και τον Φρανκενστάϊν τής Σέλλεϋ, και το Κάστρο του Οτράντο και άλλα - θεωρούμενα - αριστουργήματα του είδους, δεν θα έβαζα τον Ιστορικό πολύ πιο κάτω. Λατρεύω όμως κυριολεκτικά το ποίημα του Βαλαωρίτη "Ο Βρυκόλακας"! Θα ήθελα, αν δεν σου κάνει κόπο, να μου πρότεινες κάποια έργα που εσύ θεωρείς άξια ανάγνωσης.
Ευχαριστώ, Δ.
Αγαπητέ DemisL,
Καταρχήν σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια για τις βιβλιοπαρουσιάσεις αυτού του blog, αν και βρίσκω ότι υπερβάλλεις λίγο ως προς την εμβρίθειά τους.
Αν και έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που διάβασα το βιβλίο της Kostova, οι παρατηρήσεις σου ως προς τα κακώς κείμενα της μετάφρασης (ίσως και του πρωτοτύπου –επιφυλάσσομαι μιας και δεν το διάβασα στα Αγγλικά), καθώς και ως προς τη λύση του "δράματος" συμβαδίζουν με τις δικές μου απόψεις.
Το μυθιστόρημα αυτό διαβάζεται ευχάριστα, πρέπει να ομολογήσω. Το ότι το "ρούφηξες" σε μια εβδομάδα, όπως αναφέρεις στο σχόλιό σου, δείχνει ότι η συγγραφέας έχει πετύχει στο γενικότερο στόχο της συγγραφής, που δεν είναι άλλος από το να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Βέβαια, έξω και πέρα από αυτό το πεδίο, υπάρχουν και πάμπολλα άλλα πεδία στα οποία υφίσταται και κινείται η μυθιστοριογραφία, πεδία που ίσως έχουν περισσότερη σημασία από ότι μονάχα η ομαλή κι ευκολονόητη αφηγηματική ροή και τα "προσγειωμένα" κι επίπεδα εκφραστικά μέσα. Αν επρόκειτο ένα μυθιστόρημα να "κριθεί" αποκλειστικά και μόνο από το πόσο άγρυπνο καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών, τότε αρκετά από τα διαχρονικά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα είχαν ριχτεί στα τάρταρα της λήθης. Τότε δε θα μιλούσαμε καν για τον "Οδυσσέα" του Joyce, ή για τους "Δρόμους της Ελευθερίας" του Sartre. Τότε το πεδίο του υφολογικού πειραματισμού και της ριζοσπαστικής "αδοκιμότητας" θα έπαυαν να έχουν οποιοδήποτε νόημα.
Με άλλα λόγια θέλω να πω –σύμφωνα πάντα με τη δική μου εντελώς προσωπική και πλήρως ανεπίσημη άποψη– πως "Ο Ιστορικός" της Elisabeth Kostova δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ακόμη ιστορία μυστηρίου και ερασιτεχνικής μεσαιωνολογίας που τέρπει τον αναγνώστη ο οποίος έχει αποφασίσει ότι θέλει να "ζήσει" μια φανταστική περιπέτεια. Όταν το αγόρασα πίστεψα ότι θα διάβαζα κάτι αποκαλυπτικό και ιστορικά τεκμηριωμένο. Από τις πρώτες σελίδες συνειδητοποίησα ότι γελάστηκα. Έπειτα, στη διάρκεια της ανάγνωσης, προσάρμοσα τις απαιτήσεις μου στο συγκεκριμένο "είδος" δίχως να περιμένω μήτε λίγα, αλλά μήτε και πολλά από αυτό. Αν ήθελα να διαβάσω κάτι εμπεριστατωμένα αποκαλυπτικό τότε θα επέλεγα Umberto Eco, ή κάποιον συγγραφέα του βεληνεκούς του. Αλίμονο, όταν πάει κανείς να παρακολουθήσει μια κομεντί στον κινηματογράφο δε θα αξιώσει να τη συγκρίνει με το Δεκάλογο του Kieshlowski ή κάτι ανάλογο...
Ωστόσο, δε μπορώ να μην αναφέρω ότι δεν έμεινα ικανοποιημένος καθόλου από τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποίησε η συγγραφέας. Το ύφος της είναι παντελώς ακύμαντο και αδιάφορο. Μιλά την καθιερωμένη επίσημη γλώσσα του γραπτού λόγου, δίχως να αποτολμά τον πειραματισμό. Οι περιγραφές των τοπίων και του γύρω περιβάλλοντος (στην Ισπανία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και την Κωνσταντινούπολη) μοιάζουν να χρησιμεύουν μονάχα ως εναρκτήριο λάκτισμα για να τροφοδοτηθεί το κάθε καινούργιο κεφάλαιο και για τούτο θεωρώ ότι υποβαθμίζονται σε τετριμμένες και ανούσιες συσσωρεύσεις φράσεων πρελουδιακού χαρακτήρα.
Όπως ανέφερα και στην παρουσίαση που έκανα για το εν λόγω βιβλίο, ένα εξοργιστικά μελανό σημείο του βιβλίου είναι η προλογική δήλωση αποστροφής της συγγραφέως για παλιότερες απόπειρες διαπραγμάτευσης του μύθου του Δράκουλα και η διαβεβαίωσή της ότι εκείνη θα μιλήσει, τουναντίον, μόνο με αδιάσειστα ιστορικά τεκμήρια (…καθ' ότι επιστήμονας της Ιστορίας). Αν η τυφλή παραδοχή από την πλευρά της συγγραφέως των λαϊκών θρύλων και δοξασιών για ασημένιες σφαίρες, κατάστηθα παλουκώματα, σκόρδα, σταυρούς και τ' αποδέλοιπα πείθουν για την ιστορική ακρίβεια και την πολύχρονη μελέτη του θέματος, αυτό το αφήνω στη δική σου κρίση.
Τα βιβλία του είδους του "τρόμου" που αναφέρεις ότι έχεις διαβάσει τα γνωρίζω και τα έχω διαβάσει κι εγώ. Δυστυχώς δεν έχω περισσότερες γνώσεις πάνω σ' αυτό το είδος της λογοτεχνίας ώστε να σου προτείνω κάποια άλλα παρόμοια έργα.
Για να μη σε κουράζω, φίλε DemisL, με το μονόλογό μου, τελειώνω κάπου εδώ λέγοντάς σου πως δεν είμαι κάποιος "θεσμικός" της λογοτεχνίας, ή της λογοτεχνικής κριτικής. Δεν έχω σπουδάσει πάνω στην τέχνη και τα συναφή. Παραδέχομαι τον ερασιτεχνισμό μου και είμαι περήφανος γι' αυτόν, γιατί γράφω απαλλαγμένος από τις ακαδημαϊκές "ντιρεκτίβες" των βιβλιοκριτικών και δεν είμαι εξοικειωμένος με καθιερωμένες φράσεις και ορολογία για να τις χρησιμοποιήσω και να τις ενσωματώσω στα κείμενά μου. Γράφω ό,τι πιστεύω τη δεδομένη στιγμή. Κάθε άποψη γεννιέται σε μια στιγμή και ανήκει αποκλειστικά σ' αυτή. Δεν ορκίζομαι για το αμετάκλητο των λόγων μου… Ποιος ξέρει σε πόσες στιγμές από τώρα ίσως αλλάξω συλλήβδην άποψη…
Ευχαριστώ για το σχόλιο και για το χρόνο που αφιέρωσες στο blog μου και περιμένω κι άλλα σχόλια.
Φιλικά,
Πάνος
Υ.Γ. Εύχομαι ό,τι καλύτερο και στο δικό σου blog.
hipeople this is a great forum hope im welcome :)
Δημοσίευση σχολίου