Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

Παραμύθι: Το χαλί που ήθελε να γίνει μαγικό (Β' μέρος)

-Τί όμορφη που είναι! μονολόγησε. Είναι ακόμα πιο όμορφη απ΄ όσο φανταζόμουν!
Σε λίγο έφτασε ακόμα πιο κοντά, και τότε το είδε μια από τις πλύστρες του παλατιού που είχαν πάει στο ποτάμι για να πλύνουν σεντόνια και ασπρόρουχα.
-Κοιτάξτε, κοιτάξτε! φώναξε στις άλλες. Ένα χαλί επιπλέει στο νερό!
Όλες μαζί το τράβηξαν έξω κι επειδή τους φάνηκε πολύ όμορφο, αποφάσισαν να το πάρουν στο παλάτι.
-Κρίμα όμως που τα κρόσσια του είναι ξηλωμένα, είπαν. Θα ταίριαζε ακόμα και στα βασιλικά δωμάτια.
Μόλις τέλειωσε η μπουγάδα, φόρτωσαν το χαλί μαζί με τα πλυμένα ρούχα πάνω στις καμήλες και πήραν το δρόμο για το παλάτι. Όταν έφτασαν εκεί, το άπλωσαν στην ταράτσα για να στεγνώσει κάτω απ΄ το ζεστό ήλιο.
-Τί τυχερό που είμαι, σκεφτόταν εκείνο. Είμαι στο παλάτι! Πού ξέρεις, μπορεί τελικά να βρω και κανένα τζίνι εδώ γύρω.

-Ε, εσύ εκεί κάτω! φώναξε η σημαία από το κοντάρι. Τί κάνεις εδώ; Ποιος είσαι;
-Είμαι ένα χαλί που βράχηκα και με άπλωσαν για να στεγνώσω, είπε εκείνο ευγενικά. Εσύ;
-Εγώ είμαι η σημαία.
-Χαίρω πολύ, είπε το χαλί. Πρέπει να είσαι πολύ χαρούμενη εδώ πάνω, ε;
-Χαρούμενη; απόρησε η σημαία. Είδες εσύ κανέναν στο παλάτι που να είναι χαρούμενος;
Το χαλί παραξενεύτηκε.
-Δεν είδα ακόμα κανέναν άλλο. Είσαι η πρώτη που γνωρίζω εδώ πέρα, είπε με απορία.
-Κανένας δεν είναι χαρούμενος, είπε η σημαία κυματίζοντας ελαφρά από μια σιγανή αύρα.
-Και γιατί;
-Γιατί ο πρίγκιπας είναι πολύ άρρωστος.
-Ποιος πρίγκιπας;
-Ο πρίγκιπας της χώρας, ο διάδοχος του θρόνου, εξήγησε θλιμμένη η σημαία. Είναι πολύ βαριά άρρωστος και όλοι λένε πως θα πεθάνει.
-Μα τί έχει;
-Δεν ξέρω, κανείς δεν ξέρει. Είναι όμως πολύ νέος και πολύ καλός και όλοι τον αγαπάνε, και γι΄ αυτό κανείς δεν είναι χαρούμενος, είπε η σημαία αναστενάζοντας.
Το χαλί στεναχωρέθηκε.
-Ο καημένος, μουρμούρισε σιγανά.
-Ναι, είπε η σημαία.
Αργότερα εμφανίστηκαν δύο υπηρέτριες και βλέποντας ότι το χαλί είχε στεγνώσει εντελώς, το πήραν στους ώμους και ξεκίνησαν να φύγουν.
-Γεια σου! φώναξε εκείνο στη σημαία.
-Γεια! Καλή τύχη!

Το πήγαν λοιπόν κάτω και το έδειξαν στον οικονόμο, αλλά μόλις εκείνος
είδε ότι ήταν ξηλωμένο, έβαλε θυμωμένος τις φωνές.
-Τί κατάντια είν΄ αυτή; έκανε διορθώνοντας το σαρίκι του που του έπεφτε
ολοένα μέσα στα μάτια. Πώς το κάνατε έτσι αυτό το υπέροχο χαλί, ανόητες;
Γρήγορα να το πάτε στον υφαντή να του βάλει καινούρια κρόσσια!
-Μα δεν υπάρχει υφαντής στο παλάτι, είπαν οι υπηρέτριες.
-Να το πάτε λοιπόν στην πόλη! φώναξε ο οικονόμος. Ένα τέτοιο χαλί έχει
θέση μόνο στα βασιλικά διαμερίσματα. Εμπρός!

Αμέσως οι υπηρέτριες φώναξαν δυο βαστάζους και τους είπαν να πάρουν
το χαλί και να τον πάνε στον καλύτερο υφαντή της πόλης. Και πράγματι εκείνοι
το πήγαν, αλλά εκείνη τη στιγμή ο υφαντής είχε πολλή δουλειά και δεν είχε χρόνο
να ασχοληθεί μαζί του. Κι έτσι το χαλί βρέθηκε κουλουριασμένο σε μια γωνιά
περιμένοντας με περιέργεια να δει τί θα γινόταν στη συνέχεια και πώς θα τέλειωνε
η ιστορία του. Όπως όμως κοίταζε γύρω του, το μάτι του πήρε μια όμορφη κόκκινη
κουβέρτα διπλωμένη πάνω σ΄ ένα ντιβάνι.
-Γεια σου αδερφή! είπε χαρούμενο.

Η κουβέρτα του έριξε μια περιφρονητική ματιά.
-Ε, όχι κι αδερφή σου! έκανε μ΄ αλαζονεία. Δεν είμαστε ίσα κι όμοια. Εγώ είμαι μια υπέροχη μάλλινη κουβέρτα κι εσύ είσαι ένα τιποτένιο, βρώμικο, κουτσοδόντικο χαλί για το πάτωμα.
Το χαλί πληγώθηκε πολύ απ΄ αυτή την αντιμετώπιση.
-Δεν είμαι βρώμικο, είπε πεισμωμένα. Και θα μου βάλουν καινούρια κρόσσια, κι άμα θες να ξέρεις, είμαι πιο όμορφο από ΄σένα.
-Πφφ! έκανε η κουβέρτα. Ό,τι και να κάνεις θα είσαι πάντα ένα χαλί για το πάτωμα. Όλοι θα σε πατάνε με τα πόδια τους. Ενώ εγώ θα είμαι πάνω σε κάποιο κρεβάτι και θα ζεσταίνω τους ανθρώπους και θα τους συντροφεύω στα όνειρά τους.
-Είσαι κακιά, είπε το χαλί βουρκωμένο. Όμως εγώ θα γίνω μαγικό και θα πετάω στον ουρανό πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες, και θα δω πράγματα που εσύ δεν πρόκειται να δεις ποτέ στη ζωή σου, μάλιστα!
-Χα, χα! γέλασε κοροϊδευτικά η κουβέρτα. Και μετά ξύπνησες!
Το χαλί ακολούθησε το ρητό «η σιωπή μου προς απάντησή σου» και δεν αποκρίθηκε στην κακιά κουβέρτα.
-Μην της μιλάς, είναι πολύ στριμμένη, άκουσε μια ψιθυριστή φωνή δίπλα του.

Στράφηκε παραξενεμένο κι αντίκρισε ένα ζευγάρι πράσινες βελούδινες παντόφλες με
μαύρες φούντες.
-Παρακαλώ; έκανε ευγενικά.
-Καλά της είπες ότι είναι κακιά, είπε με χοντρή φωνή η δεξιά παντόφλα. Και πώς να μην
είναι, αφού είναι η κουβέρτα του κακού Ραμτούγκ;
-Ποιος είν΄αυτός; ρώτησε το χαλί.
-Ο κακός Ραμτούγκ είναι ο βεζίρης, είπε με ψιλή φωνή η αριστερή παντόφλα. Τον
είχε διορίσει ο βασιλιάς πριν πεθάνει.
-Και είναι πολύ κακός;
-Πάρα πολύ! είπε η δεξιά παντόφλα και η φούντα της ανατρίχιασε. Αυτός φταίει για όλα.
-Ποια όλα;
-Που ο πρίγκιπας είναι άρρωστος! είπε η αριστερή σα να εξηγούσε το πιο ευνόητο
πράγμα του κόσμου. Τον δηλητηρίασε!
-Τί; έκανε με φρίκη το χαλί.
-Μάλιστα, αυτό που άκουσες, είπε η δεξιά παντόφλα.
-Ψέματα! μπήκε στη μέση η κόκκινη κουβέρτα. Όλ΄αυτά που λέτε είναι ψέματα! Ο Ραμτούγκ είναι πολύ καλός άνθρωπος, εντάξει; Πώς τολμάτε να μιλάτε έτσι γι΄αυτόν, ε; Πώς τολμάτε;

-Παράτα μας! είπε απότομα η αριστερή παντόφλα. Ξέρουμε πολύ καλά τί είναι ο Ραμτούγκ σου! Τί κρίμα που οι άνθρωποι δε μπορούν να μας ακούσουν! Τότε η βασίλισσα θα το μάθαινε και θα έκλεινε στη φυλακή το Ραμτούγκ!
-Μα πώς τον δηλητηρίασε; ρώτησε το χαλί. Γιατί;
-Γιατί θέλει να γίνει αυτός βασιλιάς, εξήγησε η αριστερή παντόφλα. Λοιπόν του έδωσε ένα μαγικό φίλτρο που τον έριξε άρρωστο έτσι όμως που να φαίνεται σαν κάποια φυσική αρρώστια.
-Και πού τα ξέρετε ΄σεις όλ΄αυτά; φώναξε λυσσασμένη η κουβέρτα. Πού τ΄ ακούσατε;
Οι παντόφλες την αγνόησαν, είπαν όμως στο χαλί:
-Το ξέρουμε γιατί εμείς είμαστε οι καλές παντόφλες της βασίλισσας. Ήμασταν εκεί όταν ο παλιο-Ραμτούγκ έφτιαξε το δηλητήριο. Και μονολογούσε ότι έτσι θα γινόταν επιτέλους βασιλιάς και δε θα τον σταματούσε κανένας και τα λοιπά και τα λοιπά. . .

Έγινε σιωπή για λίγο.
-Όμως εμείς ξέρουμε πώς μπορεί να γίνει καλά ο πρίγκιπας, ψιθύρισε εμπιστευτικά η δεξιά παντόφλα προσέχοντας να μην την ακούσει η κόκκινη κουβέρτα.
-Αλήθεια; έκανε έκπληκτο το χαλί, συνεπαρμένο απ΄ όλα αυτά που άκουγε. Πώς το ξέρετε;
-Μας το είπε το κερί του Ραμτούγκ λίγο πριν σβήσει. Τις τελευταίες του στιγμές μετάνιωσε που είχε φωτίσει μια τόσο κακή πράξη, και γεμάτο τύψεις μας είπε πώς μπορούν να λυθούν τα μάγια. Λοιπόν, πρέπει αυτός που θα τα λύσει να έχει ένα ιδιαίτερο σημάδι.
-Τί σημάδι;
-Πρέπει να έχει σε κάποιο σημείο του σώματός του τρεις ελιές πολύ κοντά τη μια με την άλλη, που να σχηματίζουν μεταξύ τους ισόπλευρο τρίγωνο, είπε η αριστερή παντόφλα.
-Ω! έκανε σαστισμένο το χαλί. Μα αυτό είναι απίθανο να γίνει! Δεν υπάρχει κανένας με τέτοιο σημάδι!
-Δεν ξέρουμε, πάντως έτσι μας είπε το κερί, είπε η αριστερή παντόφλα.
-Και μη μιλάς δυνατά, πρόσθεσε η δεξιά. Δε χρειάζεται να μας ακούσει η στρίγκλα
κουβέρτα.
-Όμως. . . πώς θα μπορούσε να τα λύσει τα μάγια κάποιος που θα είχε αυτό το σημάδι;
-Α, αυτό είναι το πιο εύκολο, είπε η δεξιά παντόφλα χαμηλώνοντας τη φωνή της επιφυλακτικά. Πρέπει απλώς να δώσει στον πρίγκιπα ένα ποτήρι νερό.
-Μόνο αυτό; απόρησε το χαλί. Σίγουρα;
-Αχά, έκανε η παντόφλα. Μόνο αυτό. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει αυτός ο άνθρωπος, κι έτσι ο καημένος ο πρίγκιπας είναι καταδικασμένος.
-Μα δεν πρέπει! αναφώνησε το χαλί νιώθοντας την αγανάκτηση να το πνίγει. Είναι αδικία!
-Το ξέρουμε, είπε θλιμμένα η αριστερή παντόφλα, αλλά δε γίνεται τίποτα.
-Δε μου λέτε εσείς εκεί κάτω, τί σιγομουρμουράτε τόσην ώρα; φώναξε επιτακτικά η κόκκινη κουβέρτα. Για μιλάτε πιο δυνατά ν΄ακούω κι εγώ.
Οι παντόφλες την αγνόησαν εντελώς.
-Να, είπε η δεξιά. Έρχεται η Μεντίν.
-Ποια; έκανε το χαλί κοιτάζοντας ολόγυρά του.
-Η Μεντίν, η κόρη του υφαντή, εξήγησε η παντόφλα.
Μια όμορφη κοπέλα μπήκε στο δωμάτιο και πλησίασε το χαλί. Εκείνο την κοίταξε θαμπωμένο.
-Τί όμορφη που είναι! έκανε με θαυμασμό.
-Δίκιο έχεις, είπε η αριστερή παντόφλα. Είναι πανέμορφη.
-Πφ, σιγά την ομορφιά! μπήκε στη μέση η κακιά κουβέρτα. Δεν είναι παρά ένα συνηθισμένο φτωχοκόριτσο!
-Δε σε ρωτήσαμε, έκανε περιφρονητικά η δεξιά παντόφλα.
-Σκασίλα μου αν με ρωτήσατε ή όχι, είπε η κουβέρτα. Εγώ θα λέω ό,τι μ΄ αρέσει. Όχι κι όμορφη αυτή η κουρελοντυμένη χαζή! Εγώ έχω δει πολύ ομορφότερες!
Οι άλλοι δεν της απάντησαν.

Η Μεντίν έσυρε το χαλί με πολλή προσπάθεια και το πήγε στο διπλανό δωμάτιο.
-Πού με πάει; ρώτησε εκείνο φοβισμένο.
-Μην ανησυχείς, σε πάει στον πατέρα της να σε φτιάξει, του αποκρίθηκαν οι παντόφλες καθησυχαστικά.
Πραγματικά βρισκόταν τώρα στο εργαστήριο του υφαντή που ήταν γεμάτο χαλιά και ρούχα και κουβέρτες και διάφορα υφάσματα. Μέσα σε λίγη ώρα εκείνος του είχε περάσει καινούρια κρόσσια, κάνοντάς το σαν καινούριο.
-Αχ, τί ωραία, είμαι τόσο χαρούμενο! έκανε εκείνο γεμάτο ενθουσιασμό. Τί όμορφα που είναι τώρα τα κρόσσια μου!
Ακριβώς τη στιγμή εκείνη, η Μεντίν το πλησίασε για να το τυλίξει και να το μεταφέρει ξανά στο έξω δωμάτιο, όταν ξαφνικά σκόνταψε και χτύπησε το πόδι της στο τραπέζι. Μ΄ένα βογγητό πόνου ανασήκωσε τη φούστα της κι έτριψε τη γάμπα της, και τότε το χαλί πρόσεξε ότι εκεί είχε τρεις ελιές, και μάλιστα σχημάτιζαν μεταξύ τους ισόπλευρο τρίγωνο!
-Α! έκανε κατάπληκτο. Το σημάδι!
Η Μεντίν το έσυρε έξω και το άφησε πλάι στις παντόφλες, και τότε εκείνο μη μπορώντας να κρύψει τη χαρά του έβαλε τις φωνές.
-Το είδα, παιδιά! Το είδα! Έχει το σημάδι!
-Ποιος; Τί; Πού;
-Η Μεντίν, έχει τρεις ελιές στο πόδι της όπως μου είπατε!
-Αμάν! Είσαι βέβαιος;
-Απολύτως, το είδα!
-Ισόπλευρο τρίγωνο;
-Εντελώς!
-Πω, πω! έκανε μ΄ έξαψη η αριστερή παντόφλα. Ποιος θα το φανταζόταν ότι υπάρχει;
-Και τώρα τί κάνουμε; ρώτησε με άγχος το χαλί.
-Τί θες να πεις; Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα!
-Μα πώς; Πρέπει να την κάνουμε να πάει στο παλάτι για να σώσει τον πρίγκιπα!
-Μη φωνάζεις, θα μας ακούσει η κουβέρτα! το μάλωσε η δεξιά παντόφλα κοιτάζοντας καχύποπτα πίσω της. Δε μπορούμε να το κάνουμε αυτό, δε γίνεται!
-Μα πρέπει να υπάρχει τρόπος! επέμεινε το χαλί.
-Δεν υπάρχει.
-Καταρχήν, εσείς γιατί είσαστε εδώ;
-Είμαστε έτοιμες, είπε η αριστερή. Μας έφεραν για να μας βάλουν καινούριες φούντες. Η βασίλισσα μας αγαπάει πολύ και δε θέλει να πάρει άλλες παντόφλες, κι έτσι μας έστειλε να μας φτιάξουν.
-Άρα είμαστε όλοι εντάξει τώρα, συμπέρανε το χαλί.
-Ναι, είπε η δεξιά. Σε λίγο θα ΄ρθουν να μας πάρουν για να μας πάνε πίσω στο παλάτι.
-Πρέπει οπωσδήποτε να έρθει μαζί μας κι η Μεντίν, έκανε σκεφτικό το χαλί τινάζοντας τα καινούρια του κρόσσια.
Έμειναν όλοι σιωπηλοί και συλλογισμένοι.
-Επιτέλους, καιρός ήταν να το βουλώσετε πια! είπε πικρόχολα η κόκκινη κουβέρτα. Μας ζαλίσατε τόσην ώρα με τις φωνές σας!
-Εντάξει, τώρα βούλωσέ το κι εσύ! πετάχτηκε η δεξιά παντόφλα.
-Κι άντε να κοιμηθείς λίγο μπας και ηρεμήσεις! συμπλήρωσε η αριστερή εχθρικά.
-Έχω μια ιδέα! έκανε το χαλί.

Οι παντόφλες ξέχασαν αμέσως την κακιά κουβέρτα.
-Τί ιδέα; ρώτησαν ανυπόμονα. Για πες!
-Λοιπόν, είπε το χαλί. Τώρα που θα έρθουν να μας πάρουν, η μια από΄σας πρέπει με κάποιον τρόπο να μείνει εδώ. Μετά η Μεντίν θ΄ αναγκαστεί να την πάει η ίδια στο παλάτι.
-Καλή ιδέα, είπε η δεξιά παντόφλα. Δε φτάνει όμως να πάει στο παλάτι, πρέπει ν΄ ανέβει στο δωμάτιο του πρίγκιπα και να του δώσει νερό.
-Καλά, θα δούμε, είπε η αριστερή μ΄ελπίδα. Ας κάνουμε πρώτα αυτό και μετά βλέπουμε.
Πράγματι μετά από λίγο ήρθε ο παραγιός του υφαντή και πήρε το χαλί. Εκείνο φεύγοντας έκλεισε το μάτι στις παντόφλες.
-Φεύγω παιδιά! φώναξε. Όπως είπαμε!
-Εντάξει, μείνε ήσυχος! του φώναξαν εκείνες.
Ο υφαντής έβαλε το χαλί στο κάρο μαζί με μια φρεσκοχτενισμένη μπλε φλοκάτη, μια μυγιάγγιχτη μεταξωτή κουρτίνα, έναν νεαρούλη πολυλογά μανδύα που ήταν ερωτευμένος με μια φούστα και την κουβέρτα του Ραμτούγκ. Η Μεντίν μάζεψε σ΄ένα καλάθι όλα τα επιδιορθωμένα παπούτσια και τα στρίμωξε για να χωρέσουν, αλλά πριν το καταλάβει οι παντόφλες συνεννοήθηκαν γρήγορα και η δεξιά πήδηξε κάτω κρυφά και κρύφτηκε πίσω από το ναργιλέ.

-Τί κάνειθ; τη ρώτησε εκείνος παραξενεμένος.
Ο καημένος είχε σπάσει ένα δόντι και δεν έλεγε καλά το σίγμα.
-Σσστ, θα σου πω μετά, είπε η παντόφλα.
-Φώνακθέ τη, δεν είδε ότι έπεθεθ! την παρότρυνε ο ναργιλές.
-Δεν έπεσα, επίτηδες το έκανα. Θα σου εξηγήσω μετά!
-Α, τότε εντάκθει. Κρύπθου πίθω μου.





Κι έτσι το κάρο του παραγιού έφυγε μόνο με την αριστερή παντόφλα. Έφτασαν στο παλάτι και μόλις ο οικονόμος είδε το χαλί κούνησε το κεφάλι του ευχαριστημένος.
-Ωραία, ωραία, πολύ ωραία! έκανε με τα ασημένια του σκουλαρίκια να ταλαντεύονται. Να το πάτε στο δωμάτιο του πρίγκιπα. Εκεί είναι η θέση ενός τόσο όμορφου χαλιού!
Πράγματι οι υπηρέτες πήραν το χαλί και το ανέβασαν στο υπνοδωμάτιο του πρίγκιπα. Το έστρωσαν κάτω και η κάμαρα γέμισε αμέσως χρώμα και ζεστασιά. Όμως ο πρίγκιπας ήταν πολύ βαριά άρρωστος και δε μπορούσε να το δει. Ήταν ξαπλωμένος στα χρυσοκέντητα μαξιλάρια του και το πρόσωπό του ήταν πολύ άσπρο, πιο άσπρο κι από έναν μάλλινο σκούφο που ήξερε παλιά το χαλί.
-Ο καημένος, σκέφτηκε. Τί κακός αυτός ο Ραμτούγκ! Μακάρι να μπορούσαμε να κάνουμε κάτι!


-Καλωσορίζω εις την ομύγηρι το νέο μας φίλο, άκουσε μια επίσημη φωνή από το κομοδίνο δίπλα του. Χαίρε, αγαπητέ μου τάπητα, οφείλω να ομολογήσω ότι είμεθα όλοι εντυπωσιασμένοι από το απαράμιλλο κάλλος σου!
Σαστισμένο το χαλί κοίταξε πάνω και είδε ένα ωραίο χρυσό κανάτι με πολύ ψηλό και λεπτό λαιμό. Εκείνο άστραψε μ΄ ένα χαμόγελο κάπως θλιμμένο.
-Γεια σου, του απάντησε. Σ΄ ευχαριστώ. Κι εσύ είσαι στ΄ αλήθεια πολύ όμορφος.
-Ω, μερσί μποκού αγαπητέ μου, είπε το κανάτι λυγίζοντας με καμάρι τη λαβή του. Εύχομαι ολόψυχα καλήν διαμονήν εις τούτο το τόσο, μα τόσο θλιβερόν υπνοδωμάτιον! Ως βλέπεις ο νεαρός μας πρίγκιψ δεν δύναται να χαρεί την πολυτέλεια που του προσφέρουμε! Πολύ φοβούμαι ότι δε θα ζήσει πέραν της ερχομένης νυκτός!
-Μα είναι στ΄ αλήθεια τόσο άσχημα; ρώτησε με σφιγμένους τους κόμπους του το χαλί.
-Φοβούμαι πως ναι, φίλτατέ μου, έκανε λυπημένα το κανάτι. Προ ολίγου ο θεραπευτής του αποχώρησε απογοητευμένος, παραδεχόμενος την απόλυτη αδυναμία του να πράξει οτιδήποτε. Η λατρεμένη μας βασίλισσα θρηνούσε απαρηγόρητη.
-Είναι μια χαζή! φώναξε θυμωμένο ένα χάλκινο λυχνάρι από το απέναντι τραπέζι. Ο Ραμτούγκ δηλητηρίασε το γιο της κι αυτή το μόνο που κάνει είναι να κάθεται και να κλαίει!
-Α, το ξέρετε ότι αυτός φταίει για όλα! έκανε το χαλί.
-Φυσικά! είπε το λυχνάρι καπνίζοντας σαρκαστικά. Αφού τον είδαμε που έριχνε το φαρμάκι στο ποτήρι! Αλλά αυτή η χαζή κοιμάται όρθια! Του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη!
-Αγαπητέ μου λύχνε, μην παραφέρεσαι, είπε ήρεμα το κανάτι. Εξάλλου τί μπορεί να κάνει τη στιγμή που το κακό έγινε; Άσε την στην δυστυχία της να θρηνεί το παιδί της και ήλπιζε ότι ο φονεύς του κάποτε θα τιμωρηθεί.
-Όχι, εγώ θέλω να πληρώσει εδώ και τώρα ο χαμένος! έτριξε το καπάκι του το λυχνάρι. Τον πρίγκιπα τον ξέρω από μικρό παιδί! Τον αγαπάω! Θέλω να τον εκδικηθώ το Ραμτούγκ για το έγκλημά του! Και σου υπόσχομαι ότι θα βρω τον τρόπο και θα το κάνω!
Στο μεταξύ πίσω στο σπίτι του υφαντή η Μεντίν είχε ανακαλύψει την κρυμμένη παντόφλα πίσω από το ναργιλέ. Την πήρε και ξεκίνησε να πάει στο παλάτι να την επιστρέψει. Εκεί βρήκε την ξαδέρφη της τη Ζαριάντ που δούλευε σαν καμαριέρα.
-Έφερα την παντόφλα της βασίλισσας, της είπε.
-Α, ωραία, είπε η Ζαριάντ. Θα την πάω στο δωμάτιό της. Θες να έρθεις μαζί μου να δεις τους παπαγάλους;

Η βασίλισσα είχε στο διαμέρισμά της δύο μεγάλους παπαγάλους, έναν κόκκινο κι έναν κίτρινο, που μιλούσαν με ανθρώπινη φωνή. Έλεγαν «καλημέρα» και «καληνύχτα» και «ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή». Της Μεντίν της άρεσε να τους βλέπει, κι έτσι πήγε μαζί με την ξαδέρφη της. Στην κάμαρα της βασίλισσας έβαλαν τις δυο παντόφλες μαζί πάνω στο ράφι, κι εκείνες φιλήθηκαν κι έσφιξαν τα χέρια τους θριαμβευτικά.
-Επιτέλους! είπε η αριστερή. Μου έλειψες!
-Κι εμένα, αλλά τα καταφέραμε! γέλασε η δεξιά.
-Και τώρα τί θα γίνει;
-Δεν ξέρω. Σκέφτηκες εσύ κάτι;
-Πρέπει να την κάνουμε να πάει δίπλα, στον πρίγκιπα!
Η Ζαριάντ είχε πολλές δουλειές ακόμα κι έτσι έφυγε αφήνοντας τη Μεντίν να κοιτάζει τους παπαγάλους. Εκείνη τους μιλούσε προσπαθώντας να τους κάνει να της απαντήσουν, αλλά δε φαίνονταν να είχαν διάθεση για κουβέντες. Υποκλίνονταν συνέχεια και μασούσαν ηλιόσπορους, αλλά δεν της έκαναν τη χάρη να πουν ούτε λέξη.
-Το βρήκα! αναφώνησε η αριστερή παντόφλα με τη φούντα της φουντωμένη. Το βρήκα, αυτοί θα μας βοηθήσουν!
-Ποιοι αυτοί;
-Αυτοί, οι παπαγάλοι! Λοιπόν, σπρώξε με!
-Να σε σπρώξω;
-Ναι, σπρώξε με, άντε λοιπόν! Γρήγορα, μην αργείς!


Η δεξιά παντόφλα σήκωσε τη μύτη της και την κλώτσησε με δύναμη. Η αριστερή πετάχτηκε από το ράφι και κατρακύλησε με όλη της τη φόρα προσπαθώντας να φτάσει όσο πιο κοντά γινόταν στο κλαδί των παπαγάλων.
-Παιδιά, παιδιά, ακούστε, θέλουμε τη βοήθειά σας! τους φώναξε αγχωμένη. Η κοπέλα αυτή είναι η μόνη που μπορεί να σώσει τη ζωή του πρίγκιπα! Πρέπει να την κάνουμε να πάει στο δωμάτιό του! Θα μας βοηθήσετε;









Οι παπαγάλοι αγαπούσαν τη βασίλισσα κι έτσι συμφώνησαν αμέσως. Πετάχτηκαν κι οι δυο μαζί από το κλαδί τους, πέταξαν έξω από το παράθυρο, και από το άλλο παράθυρο μπήκαν στο διπλανό δωμάτιο. Στάθηκαν στο πάτωμα μπροστά στον καθρέφτη. Εκεί, συνεχίζοντας να υποκλίνονται και να ισιώνουν τα κόκκινα και κίτρινα φτερά τους, άρχισαν να λένε δυνατά:
«Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;»
Και ξανά το ίδιο, και πάλι απ΄την αρχή.










Η Μεντίν, που είχε σαστίσει βλέποντάς τους να ορμάνε έξω από το παράθυρο, τους άκουσε που μιλούσαν πίσω από τον τοίχο. Στην αρχή γέλασε, μετά όμως σκέφτηκε ότι έπρεπε να πάει να τους πιάσει και να τους ξαναφέρει στην κάμαρα της βασίλισσας. Έτσι βγήκε στο διάδρομο και άνοιξε την πόρτα του διπλανού δωματίου.









Μόλις την είδε το χαλί σάστισε για λίγο. Κόντεψαν να του πέσουν τα κρόσσια. Ύστερα το κυρίεψε τέτοιος ενθουσιασμός που του ΄ρθε να βάλει τις φωνές.
-Κανάτι, κανάτι! ψιθύρισε συνωμοτικά. Αυτή η κοπέλα πρέπει να δώσει στον πρίγκιπα νερό! Είναι ο μόνος τρόπος να σωθεί η ζωή του!
-Τί; έκανε κατάπληκτο το κανάτι. Τί μου λες τώρα, αγαπητέ μου; Είσαι σίγουρος;
-Ναι, ναι, είμαι απόλυτα σίγουρος! είπε το χαλί. Κάνε κάτι, δε μπορείς να κάνεις κάτι;
-Θαρρώ πως μπορώ, φίλε μου, είπε με αυτοπεποίθηση το κανάτι. Το ύδωρ, εξάλλου, είναι η
ειδικότης μου!

Τελειώνοντας τη φράση του χαμήλωσε λίγο το λαιμό του και άφησε λίγο νερό να τρέξει στο ποτήρι που έστεκε δίπλα του. Εκείνο ήταν μουγκό από γεννησιμιού του, αλλά άκουγε καλά. Στο κόλπο κι αυτό όπως όλοι, παρέμεινε ακίνητο μέχρι να γεμίσει.
Η Μεντίν είδε ότι είχε μπει στο δωμάτιο του πρίγκιπα και για μια στιγμή στάθηκε διστακτική μπροστά στην πόρτα. Τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι, άρρωστο και χλωμό, και ξέροντας για την κατάστασή του, τον λυπήθηκε βαθιά. Ύστερα σκέφτηκε ότι αν την έβρισκαν εκεί θα την τιμωρούσαν αυστηρά, κι έψαξε με το βλέμμα της για τους παπαγάλους που χτενίζονταν ακόμα μπροστά στον καθρέφτη σα γαμπροί. Είχαν πάψει να λένε «ο παπάς ο παχύς», τώρα πια δε μιλούσαν καθόλου. Έκανε δυο βήματα προς τα ΄κει ελπίζοντας ότι θα κατάφερνε να τους πιάσει, όταν ο ήχος του νερού από το κομοδίνο την έκανε να στραφεί παραξενεμένη. Ο ίδιος ήχος όμως έκανε τον πρίγκιπα να ξυπνήσει. Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε, κι επειδή είχε ακόμη εκείνο το κελάρυσμα στο μυαλό του, ένιωσε να διψάει.
-Σε παρακαλώ, της είπε αδύναμα, μου δίνεις λίγο νερό;
Το χαλί αισθάνθηκε όλα του τα κρόσσια ν΄ανατριχιάζουν. Όλες του οι κλωστές τεντώθηκαν. Το κανάτι κράτησε την ανάσα του αστραφτερό στο φως του ήλιου. Το λυχνάρι δεν έβγαζε ούτε κιχ. Ακόμα κι οι παπαγάλοι είχαν σταθεί ακίνητοι με τα ράμφη τους ανοιχτά.




( Συνεχίζεται... )



___________________________________

κείμενο και σκίτσα: Σ. Χατζηνικολάου

Δεν υπάρχουν σχόλια: