Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Ολυμπιακοί Αγώνες του Πεκίνο



Ιερά σιωπή!
Να ηχήσει όλος ο αιθέρας, η γη, η θάλασσα και οι πνοές των ανέμων.
Όρη και Τέμπη σιγήστε.
Ήχοι και φωνές πουλιών παύσατε.
Γιατί μέλλει να μας συντροφεύσει ο Φοίβος, ο Φωσφόρος Βασιλεύς.
Απόλλωνα, θεέ του ήλιου και της ιδέας του φωτός,
στείλε τις ακτίνες σου και άναψε την ιερή δάδα
για τη φιλόξενη πόλη του Πεκίνο.
Και συ, ω Δία, χάρισε ειρήνη σ' όλους τους λαούς της Γης
και στεφάνωσε τους νικητές του Ιερού Αγώνα.


Τα πεσμένα καταγής μάρμαρα και όσα επέμεναν να στέκουν ακόμη ορθά σε πείσμα των ανελέητων στοιχείων της Φύσης, αναρρίγησαν. Η πρωθιέρεια κοίταζε ευθυτενής με βλέμμα κενό το σκελετωμένο ναό του Δία από το σημείο του Ηραίου όπου έστεκε. Αφουγκραζόταν τη γη, τον ουρανό και τον αέρα σάμπως να περίμενε πως τα λόγια που μόλις είχε απαγγείλει θα έκαναν κάποια εντύπωση στη Φύση γύρω της. Επανέλαβε τα λόγια σιωπηρά εντός της άλλη μια φορά με την παράλογη ιδέα πως έτσι θα ηχήσουν καλύτερα και θα γίνουν αντιληπτά από τα μάρμαρα και το αρχαίο πλάτωμα όπου έστεκε.

«Να ηχήσει όλος ο αιθέρας, η γη, η θάλασσα και οι πνοές των ανέμων» βγήκε η προσταγή από το κούφωμα του στήθους της. Ο αιθέρας, η γη κι η θάλασσα δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά της.

«Όρη και Τέμπη σιγήστε» εξακολούθησε απτόητη. Τα όρη και τα τέμπη ήταν, αλίμονο, πολύ ψηλότερά της για να την ακούσουν. Έμειναν το ίδιο ασάλευτα κι απλησίαστα όπως και πριν. Οι κορυφές τους σιγοψιθύριζαν με τα ουράνια σώματα πληγώνοντας κατάστηθα τον ουρανό.

«Ήχοι και φωνές πουλιών παύσατε». Μάταια. Το πλήθος των κάθε λογής «επισήμων» που σχημάτιζαν θύλακο γύρω από την πρωθιέρεια και το χορό των ιέρειών της δεν έπαψε στιγμή να κινείται με ένα τρόπο εκνευριστικό, εξοργιστικά βέβηλο. Τα πουλιά που υπερίπταντο με ορθάνοιχτες τις φτερούγες τους και κατόπτευαν γεμάτα περιέργεια τα δρώμενα από τα ασφαλή τους ύψη κοροϊδεύοντας με την ψυχή τους την «ιερή» τελετή δεν έπαψαν διόλου τα τιτιβίσματά τους. «Αφού αυτοί εκεί κάτω δεν κάνουν ησυχία γιατί να κάνουμε εμείς;» αποφάσισαν σύψυχα.

Η πρωθιέρεια άρχισε να απογοητεύεται. Για μια στιγμή, μια ασήμαντη, απειροελάχιστη στιγμή, αισθάνθηκε ένα ακράγγιγμα συμπαράστασης στους ώμους της από κάποια αόρατη παρουσία πίσω της. «Μην είναι ο Φοίβος, ο φωσφόρος βασιλέας;» αναρωτήθηκε πλημμυρισμένη με δέος που πήρε να ξεχειλίζει από το μπούστο του πάλλευκου ενδύματός της. Πίστεψε πως άκουσε ένα ήχο αιθέριο, γέννημα ανεπαίσθητης θωπείας των χορδών μιανής μακρινής άρπας. «Εσύ είσαι Απόλλωνά μου; Αχ, ήρθες προς συμπαράστασή μου, ω σεπτέ μου ολύμπιε…» Το άγγιγμα χάθηκε. Δεν ξανάνιωσε τίποτα άλλο παρά μονάχα εκατοντάδες ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω στο κορμί της, στον πτυχωτό μανδύα της, στα σανδάλια, στη χρυσή της πόρπη και στο περιβραχιόνιό της. «Αλίμονο, είμαι μονάχη» πτοήθηκε.

Το κοίλο κάτοπτρο, αφού καταβρόχθισε μυριάδες ηλιακές ακτίνες, τις ξέρασε στη δάδα ανάβοντάς την αμετάκλητα. Η ολυμπιακή φλόγα λικνίζονταν σύγκορμη στον αιθέρα δίχως ο Απόλλωνας, ούτε κανείς άλλος ολύμπιος θεός να βάλει το χεράκι του για να την ανάψει.

Ο Δίας κρυμμένος κάτω από τη σκόνη του άσαρκου ναού του κοιμόταν τον χιλιόχρονο ύπνο της λήθης. Ήταν αργά πια για κείνον. Βρισκόταν σε κώμα από το οποίο δε θα έβγαινε ξανά ποτέ του, ακόμη κι αν ο ίδιος ο θεός Ασκληπιός τοποθετούσε το θεραπευτικό του φίδι πάνω στο κορμί του, ακόμη κι αν όλοι οι μάγοι, οι σαμάνοι και οι μάντεις επιστράτευαν τα ξόρκια που είχαν μαζέψει στις αποσκευές τους στη διάρκεια τριών χιλιάδων χρόνων. «Και συ, ω Δία, χάρισε ειρήνη σ’ όλους τους λαούς της Γης και στεφάνωσε τους νικητές του Ιερού Αγώνα…» Κρίμα που ο φοβερός πατέρας δεν είχε αυτιά να ακούσει τον κύκνειο λυγμό της πρωθιέρειάς του.

Σιωπή τριγύρω… Οι ιέρειες ήταν όλες τους ορφανές…

Η φλόγα ξύπνησε πάνω στο δαυλό με το φουτουριστικό σχέδιο. Όλοι οι παριστάμενοι την αποθαύμασαν. Έμειναν εκστατικοί να τη θωρούν περιμένοντας απ’ αυτή ποιος ξέρει ποια «ιερή» αποκάλυψη. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο με τα δέντρα, τα χορτάρια, το χώμα και τα μάρμαρα του αρχαίου σκηνικού που είχαν αναρριγήσει κατά την αφή της και φανέρωναν μια έκδηλη τάση να απομακρυνθούν απ’ αυτή.

Ω, θεοί του Ολύμπου και ‘σεις στοιχειά του Άδη,
Τι ‘ναι πάλι τούτο το κακό που λάμπει ανάμεσά μας;
Αλίμονο, αποκάμαμε απ’ του θέρους την καταστροφή
Κι άλλη φωτιά να βλέπουμε εμπρός μας δε μπορούμε!
Ανάθεμά σε Προμηθέα για την αποκοτιά σου!
Ανήμποροι στεκόμαστε πάνω στη γη ετούτη
Τις συνέπειες της προαιώνιας κλοπής ακόμη να πληρώνουμε
Με αίμα!

Αυτά είπαν τα δέντρα έντρομα. Κι ακούγοντας την αγωνία τους υπερθεμάτισαν και τα μάρμαρα, όλα τους όσα ήταν πεσμένα καταγής και όσα επέμεναν να στέκουν ακόμη όρθια. Κάποιος κίονας, που το κορμί του ήταν πληγιασμένο από τη φθοροποιό ασβεστοποίηση και ξεφλούδιζε από χίλιες μεριές, θάρρησε πως είδε στ’ όνειρό του τον ίδιο το Δία να κλαίει άλυγμα, παθητικά.

Ω Ζευ, θεέ θεών, του Ολύμπου προκαθήμενε,
Να μας συντρέξεις δεν μπορείς έτσι όνειρο ως είσαι!
Αχ, πόσο πια κακόπεσες και ξέπεσες εμπρός μας,
Απ’ της καινής θρησκείας τη μάνητα αιώνες κατατρεγμένος!
Δες την τη φλόγα σου: να τη! αντίκρυ στο ναό σου τρεμοπαίζει.
Άραγε είναι όμοια σεπτή για τους μωρούς ανθρώπους
Όπως η άλλη… η φλόγα η αλλόδοξη που σύντομα θ’ ανάψει;
Είναι, άραγε, πιότερο «ιερή» η αρχαία Ολυμπία
Απ’ ότι η χώρα εκείνη η μακρινή πιο πέρα απ’ των Φοινίκων;
Κι αν τύχει και συναντηθούν οι δυο ετούτες φλόγες;
Ποια απ’ τις δυο ο ζείδωρος αιθέρας με την πνοή του θα τροφοδοτήσει;

Τη συζήτηση που είχαν πιάσει αναμεταξύ τους τα αρχαία σκέλεθρα διέκοψε απότομα μια αναστάτωση. Μέσα από το πλήθος των ανθρώπων που ήταν συγκεντρωμένοι στο χώρο της τελετής ξετρύπωσε κάποιος που έτρεξε με ορμή προς τον πρόεδρο της διεθνούς ολυμπιακής επιτροπής την ώρα που έβγαζε το καθιερωμένο λογίδριό του. Κρατούσε ένα μικρό πανώ που κάτι έγραφε. Κάποιοι επιτετραμμένοι με την ασφάλεια της τελετής όρμησαν να τον αναχαιτίσουν. Τίποτα και κανένας δεν έπρεπε να διαταράξει την «ιερότητα». Αυτή η αποκοτιά του διαδηλωτή ήταν κάτι παραπάνω από ασέβεια, ήταν η πιο επαίσχυντη βεβήλωση που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ανθρώπου νους! Αλίμονο, τι θα έλεγε ο Φωσφόρος Απόλλωνας! Τι γνώμη θα σχημάτιζε ο Ζευς! Να φανταστεί κανείς πως από την ορμή με την οποία αυτό το ανθρωπάριο εφόρμησε στο χώρο κόντεψε να σβήσει η «ιερή» Φλόγα! Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα η Φλόγα δε θα ένιωθε ποτέ και πουθενά ασφαλής. Η προστασία της ήταν κάτι περισσότερο από εθνικό θέμα: ήταν διεθνής επιταγή!

Η Φλόγα διέτρεξε την Ελλάδα. Πέρασε από δρόμους και λεωφόρους, μπρος απ’ τα μάτια εκστατικών θαυμαστών που κάθε πόρος και κοιλότητα του σώματός τους ανάβλυζε εθνική υπερηφάνεια. Πέρασε πλάι από Goodies, Starbucks, McDonalds, γιγαντιαίες διαφημιστικές αφίσες, γυάλινα κατασκευάσματα σε αρχιτεκτονικό ρυθμό «Βωβού». Έριξε κλεφτές ματιές γεμάτες αποτροπιασμό σε ζητιάνους και παιδιά των φαναριών, χαμογέλασε με το πιο αστραφτερό της χαμόγελο μπρος στις κάμερες, κινητές και σταθερές, που «κάλυπταν» το “event” (έτσι για να μην ξεχνάμε πως οι Ολυμπιακοί είναι μια διεθνής υπόθεση), προσπέρασε σημαιοστολισμένες πρεσβείες και νεοκλασικά κυβερνητικά και τραπεζικά κτίρια και κατέληξε στον αερολιμένα «Ελ. Βενιζέλος» όπου επιβιβάστηκε στην πτήση για να αρχινήσει το μακρινό της ταξίδι ανά τον κόσμο. Αν ζούσε ο Φιλέας Φογκ θα εξανίστατο για το γεγονός πως μια φλόγα χωρίς σώμα και δίχως καν μυαλό θα κατάφερνε να διατρέξει την Υδρόγειο απ’ άκρου εις άκρον σε συντομότερο χρονικό διάστημα! (Είναι πραγματικά ευτύχημα για τον καημενούλη που δε μπορεί να «ξεκολλήσει» από τις σελίδες του βιβλίου του Verne για να δει την ολυμπιακή φλόγα να τον ξεπερνά).

Μονάχα ένα πράγμα στενοχωρούσε τη Φλόγα στη διάρκεια του εξυμνημένου ταξιδιού της: Μια μικρή ομάδα αποτελούμενη από θρασείς και βέβηλους ανθρώπους που είναι διασκορπισμένοι σε «μυστικές οργανώσεις» ανά την Υφήλιο βάλθηκε εφέτος να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να αμαυρώσει την εικόνα της. «Μα, επιτέλους, ποιοι είναι όλοι αυτοί οι ανόητοι ταραξίες;» αναρωτιόταν με τρόμο ανάμικτο με αγανάκτηση κάθε φορά που γλίτωνε την τελευταία στιγμή από κάποιο οργισμένο διαδηλωτή. «Γιατί διαμαρτύρονται; Με ποιο δικαίωμα ορμούν καταπάνω μου με την υπονομευτική πρόθεση να με σβήσουν; Τι είναι τάχα αυτό για το οποίο αξίζει ΕΓΩ να σβηστώ

Και τα έλεγε αυτά η Φλόγα γιατί από όλους εκείνους τους επαρμένους λαμπαδηδρόμους που την κράδαιναν θριαμβικά εκ περιτροπής σα να επρόκειτο να διαβούν τροπαιοφόροι την πύλη της Ρώμης, κανείς δε φρόντισε να την ενημερώσει για τα ανθρώπινα δικαιώματα που καταστρατηγούνται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Υφηλίου. Κανείς δεν της μίλησε για παιδιά που η σάρκα τους φθίνει μέρα με τη μέρα και γίνεται ένα με τα υποκείμενα οστά, ούτε για τις μανάδες που αποκόβονται από το σπλάγχνο τους για λόγους εντελώς παράλογους. Όταν η Φλόγα περνούσε από τη Μαύρη Ήπειρο της έδεσαν τα μάτια, τάχα πως είχε πολύ ήλιο και κινδύνευε να τυφλωθεί. Υπήρχαν δε κάποιες κατεχόμενες χώρες, οικτρά κατάλοιπα αρχαίων Αυτοκρατοριών της Ανατολής που τόσο καλά κρατούσε σαν πολύτιμο κειμήλιο η Φλόγα στις παιδικές της αναμνήσεις, από τις οποίες δεν πέρασε καθόλου, ή κι αν πέρασε δεν το θυμόταν γιατί ήταν κλεισμένη μες στα σπλάγχνα κάποιου ερπυστριοφόρου σιδερένιου τέρατος στο όνομα της ασφάλειας. Γι’ άλλη μια φορά της απέκρυψαν, επίσης, το γεγονός πως εκεί που θα πήγαινε θα στηνόταν μια οργιώδης εμποροπανήγυρη με πρόφαση την «ιερότητά» της.

Το Πεκίνο την περίμενε σημαιοστολισμένο και παιανικό. Πολύχρωμοι, αρθρωτοί δράκοι με ανθρώπινα πόδια είχαν στήσει χορό κινώντας ταυτόχρονα όλους τους αρμούς τους αλλοπρόσαλλα. Κινέζικα φαναράκια και χάρτινες βαθύχρωμες ομπρέλες στροβιλίζονταν στα χέρια γκεϊσών που το μούτρο τους ήταν καταχωμένο κάτω από τόνους πούδρας και άλικου κραγιόν. Από τις παγόδες αναδύονταν κορδέλες θρησκευτικού καπνού και τα μυξοιδηματικά, οιδαλέα μούτρα των αγαλμάτων του Βούδα ατένιζαν με απάθεια τις μυριάδες του κόσμου που μυρμήγκιζαν κάτωθέ τους.

Η Φλόγα τα ‘χασε. Θυμήθηκε το νησί του Πέλοπα όπου είχε γεννηθεί αρκετές ημέρες πριν υπό την προσταγή της πρωθιέρειας και τη συνεπικουρία των ιερειών της. Προσπάθησε να συγκρίνει τα βουβά μάρμαρα, τα ξεπλυμένα από τον ήλιο μέχρι σημείου ιερής ασηψίας, με το πρωτόφαντο πανηγυριώτικο σκηνικό που αντίκριζε. Μια κινέζα γυναίκα πήρε να τραγουδά κάποιο λαϊκό τραγούδι της Κίνας. Η φωνή της ήταν τόσο τσιριχτή που η Φλόγα… έσβησε.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

...σχετικό, "ποιητικό" σχόλιο...
...Αφήστε μας...και φτύστε μας..,
αρχαίοι μας προγόνοι..,
σε τούτον τον εκφυλισμό..,
ως λέτε πάνωθέ μας..,
ας ξεψυχάμε μόνοι..!

Αφήστε μας...και φτύστε μας..,
χα.., τι "Μεγάλη Ιδέα"..,...
Όνειρο τ' όποιο βολεψιό..,
που λέμε κάτωθέ σας..,
μεις έχουμε...κι Ιδέα..!

Αφήστε μας και φτύστε μας..,
κι αν θέτε.., συγχωρέστε μας..,
γελάστε...θέτε...κλάψτε μας..,...
καλά είναι κι έτσι.., πάψατε..,
"στη χώρα τη Σοδόμα"..,
μα...κρίμα που δε γράψατε
και κάτι...για " 'κονόμα "..!

Αλέξανδρος Ζήβας,
URL : www.siopi.gr
Απoκωδικοποίηση...: ψυχής, σιωπής, θρησκειών, μυθολογιών,...
Σχηματοποίηση λόγου, θεογονία, κοσμογονία,...
Γεια...