Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Παραμύθι: Ο σκαντζόχοιρος και η αχινούλα (Β΄ μέρος)

Ο Ζήσης κούνησε το κεφάλι του αρνητικά κρατώντας ακόμα τη μισομαραμένη μαργαρίτα του.
"Δεν ξέρω τί άκουσες εσύ, αλλά με την Αλεξάνδρα έχουμε μόνο μια απλή γνωριμία", είπε με μετριοφροσύνη. "Είναι αλήθεια ότι τη βρίσκω πολύ όμορφη, αλλά δεν έχει συμβεί τίποτα μεταξύ μας. . . ακόμα. . ."
"Σοβαρολογείς;" γούρλωσε τα μάτια του ο Αλφόνσος. "Δηλαδή είναι όλα φήμες;"
"Ε, ναι, προς το παρόν. . .", έκανε ο Ζήσης ντροπαλά. "Όμως αν γνωριστούμε καλύτερα. . . μπορεί, δεν ξέρω. . . Είναι πολύ γλυκιά και καλοσυνάτη, και σίγουρα εκτός από την ομορφιά της θα έχει κι άλλα χαρίσματα. . ."
Ο Αλφόνσος τέντωσε τα πόδια του πέρα ως πέρα πάνω στο βράχο.
"Ποια, ρε μεγάλε, η Άλι;" έκανε ειρωνικά. "Πας καλά; Όχι και καλοσυνάτη η Άλι! Δεν είναι παρά μια σκύλα και μισή!"
"Ορίστε;" έκανε κατάπληκτος ο Ζήσης.
"Λέω, όχι να μας βγάλεις κι αγγελούδι την Άλι!" χαμογέλασε σαρκαστικά ο Αλφόνσος. "Ρώτα κι εμάς που την ξέρουμε απ΄ το σχολείο! Συμμαθήτριά μου ήτανε! Δεν υπάρχει χειρότερη απ΄ αυτή σ΄ όλο το βυθό!"
"Τί εννοείς δηλαδή;" ρώτησε συνοφρυωμένος ο Άρης.
"Εννοώ ότι μπορεί να είναι όμορφη, αλλά είναι μια μέγαιρα!" είπε ο Αλφόνσος αφήνοντας το χλιαρό νερό να του χαϊδέψει το κορμί. "Λοιπόν, θα σου το πω για να το ξέρεις: δεν είναι κορίτσι για σοβαρή σχέση. Το ΄χει πάρει απάνω της και τους έχει όλους για μηδενικά. Δε μπορεί ν΄ αγαπήσει κανέναν, παίζει με τ΄ αγόρια σα να ΄ναι παιχνιδάκια, κι έχει ραγίσει δεκάδες καρδιές εκεί κάτω" – έδειξε με το πάνω αριστερό πλοκάμι του το βυθό. "Έχει άπειρους θαυμαστές, όλοι την κυνηγάνε, και βγαίνει μια με τον έναν και μια με τον άλλο, και τους γεμίζει όλους ψέματα. Αν θες ν΄ ακούσεις τη συμβουλή μου, δες το κι εσύ χαλαρά και κοίτα να περάσεις καλά, και ξέχνα τα υπόλοιπα για σοβαρές σχέσεις και τα ρέστα. Για να μην πληγωθείς σ΄το λέω."
Ο Ζήσης, ο Άρης κι ο Σπύρος είχαν μείνει να τον κοιτάνε σα χαμένοι. Ο Ζήσης μάλιστα κόντευε να βάλει τα κλάμματα.
"Δε σε πιστεύω!" είπε πεισμωμένα.
"Πρόβλημά σου", είπε ο Αλφόνσος χασκογελώντας. "Εγώ σε προειδοποιώ."
"Δεν είναι αλήθεια, εγώ τη γνώρισα και είναι μια πολύ γλυκιά κοπέλα! Είναι μια οπτασία!"
"Καλά", είπε ο Αλφόνσος μ΄ ένα νόημα του πλοκαμιού του. "Χαιρετίσματα."
"Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις πού είναι; Θέλω να της μιλήσω!"
"Έχει πάει με τις φίλες της για τέννις στη βραχοσπηλιά. Άμα τη δω θα της πω ότι την έψαχνες. Στη θέση σου όμως δε θα περίμενα και πολλά. Το πιθανότερο είναι ότι θα γελάσει κοροϊδευτικά και θα σε αγνοήσει."

"Εντάξει, καταλάβαμε", είπε ο Σπύρος κοιτάζοντας τον ερωτευμένο φίλο του με νόημα. "Έλα, καλύτερα να πηγαίνουμε."
"Όχι", είπε εκείνος. "Θα κάτσω να την περιμένω."
"Ζήση, πάμε να φύγουμε", είπε ο Σπύρος συμβουλευτικά. "Δεν υπάρχει λόγος να την περιμένεις. Άκουσες τί σου είπε το παιδί από ΄δω, που την ξέρει. Είναι μέγαιρα."
"Δεν είναι! Δεν το πιστεύω!"


"Ωραία, εσύ κάτσε να την περιμένεις αν θέλεις", είπε ο Άρης κάνοντας μεταβολή. "Εγώ δε θα χάσω εδώ όλη μου τη μέρα για μια ψωνάρα. Φεύγω."
"Κι εγώ φεύγω", συμφώνησε ο Σπύρος. "Και το καλό που σου θέλω, φύγε κι εσύ, Ζήση. Θα πληγωθείς άδικα."
"Όχι, θα την περιμένω. Φύγετε εσείς αν θέλετε. Θα σας αποδείξω όλους σας ότι έχετε άδικο. Την έχετε παρεξηγήσει."
"Καλά, καλά", του είπαν κι έφυγαν.

Ο Ζήσης έμεινε μόνος του μαζί με τον Αλφόνσο. Πέταξε και τη μαργαρίτα του γιατί τώρα πια είχε ζαρώσει. Κάθησε και περίμενε για αρκετή ώρα, αλλά η Αλεξάνδρα δε φαινόταν πουθενά.



"Κοίτα", είπε ο Αλφόνσος από κάτω με κατανόηση. "Επειδή μου φαίνεσαι καλό παιδί και σε συμπάθησα, καλύτερα να την ξεχάσεις. Δεν είναι για ΄σένα."
"Να κοιτάς τη δουλειά σου. Μην ανακατεύεσαι."
"Καλά, βρε στόκε, δεν έχει κορίτσια στη γειτονιά σου; Βρες κάποια από ΄κει που να σου ταιριάζει περισσότερο!"
"Μπορείς να μη μου μιλάς;" έκανε ο Ζήσης θυμωμένα. "Ό,τι λες είναι προσβλητικό για την Αλεξάνδρα και δε θέλω να τ΄ ακούω."
"Οκέι, κάνε ό,τι θες", είπε ο Αλφόνσος βαριεστημένα, αρχίζοντας να γλιστράει πάνω στο βράχο. "Εγώ φεύγω, πάω για φαγητό. Τα λέμε."
Ο Ζήσης δεν αποκρίθηκε. Κάθησε εκεί μόνος του με τα χείλη του σφιγμένα, περιμένοντας την Αλεξάνδρα. Όμως εκείνη ήταν άφαντη.



Ξαφνικά ακούστηκε ένας παφλασμός μέσα στο νερό. Ο Ζήσης στράφηκε παραξενεμένος και είδε στην επιφάνεια της θάλασσας ένα μεγάλο μαύρο χέλι. Ήταν πολύ μακρύ και γυαλιστερό και κολυμπούσε με ζιγκ-ζαγκ καθώς πλησίαζε. Ήταν πολύ φοβιστικό και ο Ζήσης τρόμαξε. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοιο πλάσμα. Το χέλι, μόλις τον αντιλήφθηκε, έβγαλε το κεφάλι του από το νερό και τον κοίταξε.
"Βρε, βρε, τί έχουμε εδώ;" έκανε με μια παράξενη φωνή, που ήταν συγχρόνως βραχνή και τσιριχτή. "Γεια σου, ομορφονιέ!"
Ο Ζήσης μαζεύτηκε λίγο προς τα πίσω, κάπως αμυντικά. Τα αγκάθια του ανορθώθηκαν.
"Γεια", έκανε καχύποπτα. "Τί είσαι εσύ;"
"Είμαι ο Ζαφείρης το χέλι", είπε εκείνο χαμογελώντας, και δείχνοντας με το χαμόγελο τα μυτερά του δόντια. "Εσύ ποιος είσαι;"
"Ο Ζήσης", είπε ο Ζήσης με κάποιο δισταγμό.



"Χάρηκα. Σκαντζόχοιρος δεν είσαι;"
"Ναι."
"Μάλιστα, μάλιστα. . . Μάλιστα. . .", είπε το χέλι στραβοχαμογελώντας ακόμα και κάνοντας πολλές συνεχόμενες καμπύλες με το κορμί του. "Και τί κάνεις εδώ, αν επιτρέπεται;"
"Τίποτα. Γιατί ρωτάς;"
"Α, έτσι, έτσι, από περιέργεια. . .", είπε μελιστάλαχτα ο Ζαφείρης. "Άκουσα ότι ένας σκαντζόχοιρος είναι το καινούριο αμόρε της κουκλάρας Άλι. . . Μη μου πεις ότι έχω την τιμή να μιλάω μαζί του;"












Η θύμηση της Αλεξάνδρας έκανε το Ζήση να ξεχάσει μονομιάς οτιδήποτε άλλο. Η ερωτευμένη του καρδιά χτύπησε δυνατά. Ξέχασε το φόβο του εντελώς και πλησίασε λίγο περισσότερο στην άκρη του βράχου.
"Να σε ρωτήσω κάτι. . . Ζαφείρη, είπαμε, έτσι;"
"Μμμ. . .", έκανε το χέλι χτυπώντας την ουρά του στο νερό. "Εσύ είσαι αυτός, έτσι δεν είναι;"
"Σε παρακαλώ, πες μου κάτι. . . Εσύ την ξέρεις την Αλεξάνδρα;"
"Φυσικά, και ποιος δεν την ξέρει;"
"Πες μου λοιπόν, τί είδους κοπέλα είναι; Άκουσα διάφορα γι΄ αυτήν και δεν ξέρω τί να πιστέψω. Εμένα μου φαίνεται γλυκιά και καλή, αλλά όλοι οι άλλοι λένε το αντίθετο. Εσύ τί γνώμη έχεις;"



Ο Ζαφείρης χαμογέλασε πολύ πλατιά. Τα μάτια του γυάλισαν. Τα λέπια του μέσα στο νερό τρεμούλιασαν κι έλαμψαν σα χρυσά.
"Η Αλεξάνδρα, ε;" έκανε μ΄ ένα πονηρό σφύριγμα. "Η Αλεξάνδρα, Ζήση μου, είναι το πιο γλυκό κορίτσι του κόσμου!"
"Αλήθεια;"
"Ω, μα βέβαια! Είναι ένα διαμάντι, είναι η πιο αγνή και τρυφερή ψυχή που κατέβηκε ποτέ σ΄ αυτή τη γη! Δεν υπάρχει άλλη σαν κι εκείνη! Είναι τόσο καλοσυνάτη, τόσο ευαίσθητη, είναι μια λεπτεπίλεπτη καρδιά, ένα αστέρι μέσα στη μαυρίλα, είναι ένας άγγελος!"
"Το ήξερα!" αναφώνησε ο Ζήσης κατασυγκινημένος. "Το είχα καταλάβει!"
"Βέβαια, βέβαια, είσαι πολύ τυχερός που σε διάλεξε για σύντροφό της", συνέχισε ο Ζαφείρης μελιστάλαχτα. "Είναι πολύ εκλεκτική, ξέρεις."
"Σ΄ ευχαριστώ, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που το ακούω!" αναφώνησε ο Ζήσης ενθουσιασμένος. "Είσαι πολύ καλός, Ζαφείρη! Μήπως ξέρεις πού είναι τώρα; Θέλω να της μιλήσω."
Το χέλι έκανε μια γρήγορη βουτιά στα βαθιά, ύστερα ξαναγύρισε στην επιφάνεια.
"Είναι με τις φίλες της και πίνουνε φυκοχυμό εκεί κάτω, πίσω από ΄κείνο τον βράχο", είπε ξερογλείφοντας ταυτόχρονα τα δόντια του. "Έχω μια ιδέα. Γιατί δεν κολυμπάς ως εκεί να της κάνεις έκπληξη;"
"Πού είναι, πού; Σ΄ εκείνο το βράχο;"
"Ναι, εκεί κάτω, δεν είναι πολύ μακριά. Έλα, βούτα και κολύμπα! Θα χαρεί πάρα πολύ που θα σε δει, είναι τόσο ρομαντικό!"



Ο Ζήσης κοίταξε το βράχο που του έλεγε ο Ζαφείρης. Ήταν αρκετά μέσα στη θάλασσα και έλαμπε από τον ήλιο. Το σκέφτηκε λίγο κι αποφάσισε ότι θα τα κατάφερνε να κολυμπήσει μέχρι εκεί. Πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν άλλωστε; Και σίγουρα στην αγαπημένη του αυτό θα φαινόταν τρομερά ρομαντικό.





"Πήδα λοιπόν, μη φοβάσαι!" τον ενθάρρυνε πεινασμένα ο Ζαφείρης. "Μια απόφαση είναι, εμπρός!"
Ο Ζήσης το σκέφτηκε λίγο ακόμα. Πραγματικά, ο βράχος δεν ήταν πολύ μακριά.
"Μπορεί να σε φιλήσει κιόλας", έκανε ο Ζαφείρης καθώς του τρέχανε τα σάλια.
"Ζήση! Ζήση!" ακούστηκε ξαφνικά μια κοριτσίστικη φωνή πίσω τους. "Πού είσαι;"
Ο Ζήσης στράφηκε και είδε την Παυλίνα. Ερχόταν προς το μέρος του από το πευκοδάσος. Τα μάτια της ήταν γεμάτα ανησυχία.



"Τί κάνεις ακόμα εδώ;" τον ρώτησε. "Είδα τον Σπύρο και τον Άρη και μου είπαν τί έγινε. Δε βαρέθηκες να περιμένεις μέσα στον ήλιο; Θα πάθεις αφυδάτωση!"
"Γεια σου, Παυλίνα! Μιλάω με το φίλο μου το Ζαφείρη! Έλα να τον γνωρίσεις!"
"Ποιο Ζαφείρη;" έκανε εκείνη κοιτάζοντας κάτω το νερό. "Πού είναι;"
Ο Ζαφείρης είχε εξαφανιστεί. Δεν ήταν πουθενά. Με το που είχε ακούσει τη φωνή της, είχε γίνει καπνός. Ο Ζήσης έψαξε λίγο το βυθό παραξενεμένος.
"Περίεργο", μονολόγησε. "Πού πήγε; Τώρα μόλις ήταν εδώ!"




"Έλα, πάμε να φύγουμε", είπε η Παυλίνα τραβώντας τον τρυφερά από τη μουσούδα. "Δε θα ΄ρθει σήμερα η πριγκιπέσσα σου. Πάμε τώρα να παίξουμε ποδόσφαιρο, και ξαναέλα αύριο. Μπορεί να είσαι πιο τυχερός."
Ο Ζήσης την ακολούθησε απρόθυμα προς το πευκοδάσος. Κάποια στιγμή γύρισε και κοίταξε το μακρινό βράχο που άστραφτε ακόμα από το αλάτι μέσα στο μεσημέρι.





Ο Ζαφείρης, που δε μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε χάσει εκείνη την υπέροχη σκαντζοχοιρένια λιχουδιά την τελευταία στιγμή κι εξαιτίας της Παυλίνας, πήγε και βρήκε το Ζακ. Ο Ζακ μισούσε το Ζήση πιο πολύ απ΄ όσο μισούσε ακόμα και τους αχινοψαράδες. Του εξήγησε το σχέδιό του.
"Το και το", του λέει. "Αυτό θα κάνουμε, και θα βγούμε κι οι δυο κερδισμένοι. Είσαι μέσα;"
"Είμαι", είπε ο Ζακ εκδικητικά. "Σύμφωνοι."
"Λοιπόν, κανόνισε να της το πεις, και να φέρεις και τους φίλους σου εκεί αύριο. Σίγουρα ο βλάκας θα ξανάρθει."
"Έγινε", είπε ο Ζακ χαμογελώντας με κακία.







Πράγματι, το επόμενο πρωί ο Ζήσης χτένισε τ΄ αγκάθια του όσο πιο όμορφα μπορούσε και ξεκίνησε για την παραλία. Εκείνη την ώρα οι υπόλοιποι είχαν πρόβα στη χορωδία, αλλά είχε αποφασίσει ότι η αγαπημένη του ήταν πιο σημαντική από το τραγούδι.











Έφτασε στην άκρη του βράχου, κι εκεί άκουσε φωνές. Ήταν πολλές φωνές που συνομιλούσαν, κι ακούγονταν και γέλια, και του φάνηκε περίεργο ν΄ ακούγονται τόσες φωνές σ΄ εκείνο το μέρος, που συνήθως ήταν ερημικό. Έσκυψε κάτω και κοίταξε με απορία. Στον βράχο ήταν μαζεμένοι έξι-εφτά νεαροί αχινοί. Μιλούσαν μεταξύ τους κι έκαναν πλάκα και γελούσαν, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο στις λακκουβίτσες που ήταν γεμάτες ζεστό θαλασσινό νερό. Αμέσως αναγνώρισε ανάμεσά τους τον Ζακ.





"Βρε, καλώς τον παλιόφιλο!" αναφώνησε εκείνος βλέποντάς τον. "Κοιτάξτε ποιος ήρθε, παιδιά!"
"Γεια", έκανε αμήχανα ο Ζήσης. "Ενοχλώ;"
"Όχι βέβαια, τί ενοχλείς, τί λες τώρα;" φώναξε ο Ζακ μ΄ ένα θερμό χαμόγελο. "Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω! Παιδιά, από ΄δω ο Ζήσης που σας έλεγα! Ο φίλος της Άλι!"
"Γεια σου, Ζήση!" άρχισαν να φωνάζουν οι υπόλοιποι.
"Γεια! Τί κάνεις;"
"Πώς πάει;"
"Χαιρόμαστε πολύ!"
Ο Ζήσης τους κοίταξε σαστισμένος. Δεν περίμενε τέτοια φιλικότητα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του αθώα.
"Νόμιζα ότι ήσουν θυμωμένος μαζί μου", είπε στον Ζακ.






"Θυμωμένος, εγώ;" έκανε εκείνος γελώντας αυθόρμητα. "Όχι, ρε φίλε, με παρεξήγησες! Με την Άλι νευρίασα λίγο προχθές, αλλά πάει τώρα αυτό, πέρασε! Αν τα βρίσκετε εσείς μεταξύ σας, εμένα δε μου πέφτει λόγος! Άσε που έχω κι εγώ τα τυχερά μου, καταλαβαίνεις τί εννοώ!"
Του έκλεισε το μάτι και γέλασε, και γέλασαν κι όλοι οι φίλοι του μαζί του.





Ο Ζήσης ανακουφίστηκε. Φοβόταν ότι ο Ζακ θα το είχε πάρει κατάκαρδα, και τώρα είχε χαρεί που έβλεπε ότι κάτι τέτοιο δε συνέβαινε.





( Συνεχίζεται... )



___________________________________

κείμενο και σκίτσα: Σ. Χατζηνικολάου

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η καλή μου η Μαρία,
είναι στεναχωρημένη σήμερα,
αλλά σίγουρα θα χαρεί
με την όμορφη ιστορία!