Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2007

'Περί Θανάτου' (As intermitencias da morte) του Ζοζέ Σαραμάγκου (Jose Saramago)







«Την επόμενη μέρα δεν πέθανε κανείς». Αυτή είναι η εναρκτήρια μα και καταληκτική φράση του καινούργιου μυθιστορήματος του βραβευμένου με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Ζοζέ Σαραμάγκου. Τι ιστορία είναι πάλι τούτη, που αρχινά και τελευτά με μια τέτοια φράση; Αυτό είναι για το οποίο θα μιλήσω στα δικά μου ταπεινά, ίσως, μέτρα.

«Την επόμενη μέρα δεν πέθανε κανείς» διαβάζει ο αναγνώστης και ίσως απορεί για την απολυτότητα και το τετελεσμένο του ύφους που μεταχειρίζεται ο συγγραφέας. Από ‘κει και έπειτα στα μάτια του εμπρός ξεδιπλώνονται σκηνές αλλοπρόσαλλες κι ανήκουστες, όμοια όπως αλλοπρόσαλλη κι ανήκουστη είναι η πρώτη αυτή φράση. Διαβάζει γρήγορα τις αράδες που κυλούν εύηχα αλληλοδιάδοχες και χωρίς να το πολυκαταλάβει βρίσκει τον εαυτό του χωμένο μες σε μια υπόθεση εκ πρώτης όψεως… «παράλογη». Γιατί είναι παράλογο, δηλαδή έξω από κάθε λογική και αντίθετα προς κάθε φρόνηση, ένα τέτοιο παραστράτημα της φυσικής πορείας των πραγμάτων, μιας πορείας με την οποία απ’ αρχής το ανθρώπινο είδος έχει συμβιβαστεί, μιας νομοτέλειας που κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε από τότε που οι προπάτορες εκδιώχτηκαν σε τούτη ‘δω τη Γη (δεν το λέω εγώ, οι Γραφές το λένε). Κι όμως, να που ένας συγγραφέας αμφισβητεί τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο στηρίζεται σύββαρο ολάκερο το οικοδόμημα που ονομάζεται Ζωή, κι αυτός ο λίθος, ο ακρογωνιαίος και συνάμα θεμέλιος δεν είναι παρά… ο Θάνατος. Ναι, ο θάνατος είναι ο εγγυητής της ζωής, κι αυτό αποσαφηνίζεται περίτρανα σελίδα προς σελίδα μες στο μυθιστόρημα αυτό.

Ας ηρεμήσουμε, όμως, κι ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή προκειμένου να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και να μην παραστρατήσουμε από τούτη ‘δω την παρουσίαση με δικές μας αιθεροβασίες και φιλοσοφικούς ακροβατισμούς…

Πώς θα μπορούσατε να περιγράψετε τις συνέπειες της ύπαρξης κάποιου όντος, πράγματος, γεγονότος, ή ιδέας; Το σίγουρο είναι πως τρόποι υπάρχουν πολλοί και ποικίλοι, άλλοι δόκιμοι και τετριμμένοι, άλλοι μαθηματικοποιημένοι και ποσοτικοποιημένοι, άλλοι δια της αναγωγής, άλλοι δια του νόμου των πιθανοτήτων, άλλοι δια της αποδοχής δογματικών θεολογικών αφορισμών, άλλοι δια της αρχής της αναλογίας, άλλοι δια της επαγωγής και άλλοι δια της… εις άτοπον απαγωγής. Κι αυτό το τελευταίο είναι που έχουμε μπροστά μας!

Τι θα λέγατε αν μιλούσαμε για την αναγκαιότητα της ύπαρξης του Θεού, ή για τις συνέπειες που έχει στον κόσμο η αποδοχή της ύπαρξης του Θεού, ή των όποιων θεών; Ο Ζοζέ Σαραμάγκου θα σας απαντούσε αρχινώντας από την εξής φράση: «Ας υποθέσουμε πως δεν υπάρχει θεός…» και, ίσως, σας αράδιαζε μετά από αυτή την ανατριχιαστική τυμπανοκρουσία που θα σας έκοβε μεμιάς τα πόδια, μια σειρά από διαδοχικές συνέπειες, επάλληλα γεγονότα, αλυσιδωτές αντιδράσεις της μη ύπαρξης του θεού. Όταν θα απόσωνε το λογύδριό του θα καταλαβαίνατε –και ίσως νιώθατε ως τα μύχια της ύπαρξής σας πιο έντονα απ’ ότι μ’ οποιοδήποτε άλλο τρόπο προσέγγισης- ποια πράγματα και καταστάσεις πυροδοτεί –όμοια όπως η συμπαντική πρωτο-έκρηξη, το λεγόμενο big-bang- η επιπρόσθετη ύπαρξη μιας υπερφυσικής και υπερβατικής οντότητας ανάμεσα στις απειράριθμες άλλες υπάρξεις του σύμπαντος τούτου κόσμου: η ύπαρξη του Θεού.

Στην περίπτωσή μας, όμως, δεν πρόκειται για το θεό –αν και ο ρους της υπόθεσης που συμπαρασύρει χιλιόχρονες ιδέες και αντιλήψεις περί της ανθρώπινης ζωής δεν μπορεί παρά να μην αφήνει και την αντίληψη περί θεού όμοια ξέσκεπη και γυμνή. Στο μυθιστόρημα αυτό ο συγγραφέας διαπραγματεύεται την αξία του θανάτου για την ανθρωπότητα. Ξεκινά με μια παραδοξολογία και πορεύεται πιστός σ’ αυτήν. Δεν αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογηθεί για την παραδοξολογία που διανοήθηκε –αν και υπάρχουν αρκετά σημεία μες στο κείμενο όπου αναφέρεται στο εξ’ υπ’ αρχής φανταστικό στοιχείο της κεντρικής ιδέας, σαν για να εξηγήσει τα αυτονόητα- κι έτσι κινείται στα στενά όρια της ατραπού του υπερβατικού και του σουρεαλιστικού.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή που καταπιάστηκα με το βιβλίο, δε μπόρεσα να μη διαισθανθώ –αυθυποβαλλόμενος, ωστόσο, σε κάποια δόση ρίσκου- μια αδιόρατη σύμπλευση με το σουρεαλιστικό στοιχείο που διαπνέει την κινηματογραφική ταινία: «Ο Εξολοθρευτής Άγγελος» (El Angel Exterminator, 1962) του μεγάλου Luis Bunuel. Στην ταινία αυτή κάποιοι bourgeois της καλής κοινωνίας είναι καλεσμένοι σε δεξίωση που λαμβάνει χώρα στην έπαυλη κάποιου πλούσιου φίλου τους. Στη δεξίωση αυτή όλοι οι καλοί τρόποι και το απαύγασμα του savoir vivre επιστρατεύονται από τους προσκεκλημένους και τους οικοδεσπότες προκειμένου να διανθιστεί η τελετή ως προστάζει το κοινωνικό status των παρευρισκομένων, αλλά και προκειμένου να εντυπωσιάσει η λαμπερή παρουσία εκάστου εξ αυτών χωριστά. Όλη αυτή, όμως, η αβροφροσύνη και οι εκλεπτυσμένοι τρόποι εξυπηρετούν και ένα δεύτερο σκοπό, σκοτεινότερο κι ανομολόγητο: το φόβο του να μην εισχωρήσει κανείς πέρα από τα δέοντα στον ιδιαίτερο προσωπικό χώρο του άλλου, να αποφευχθεί η διάτρηση και διείσδυση κάτω από τη στιλπνή, απαστράπτουσα επιφάνεια του καθωσπρεπισμού, στο υπέδαφος όπου κυριαρχούν τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες. Ο πολιτισμένος άνθρωπος απεχθάνεται μετά βδελυγμίας κάθε βαθιά ανθρώπινο χαρακτηριστικό και προτιμά να το εξοβελίσει όσο γίνεται μακρύτερα από τη δημόσια εικόνα του. Στην ταινία αυτή συμβαίνει το εξής μεταφυσικό γεγονός: για κάποιο ανεξήγητο λόγο, κανείς δε μπορεί να βγει από το σαλόνι και να θέσει έστω και το ένα δάκτυλο του ποδιού του έξω από τα νοητά όρια του δωματίου, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμία πόρτα, ή άλλου είδους παραπέτασμα να τους εμποδίζει. Μες σε μια ατμόσφαιρα που κυριαρχείται από το ανεξήγητο και το αναιτιολόγητο, διαδραματίζονται γεγονότα και καταστάσεις που διατρανώνουν σε όλο της το μεγαλείο την υποκρισία ως κύριο υπόστρωμα των καλών τρόπων της bourgeoisie και της πλουτοκρατίας. Ο Αρχάγγελος δεν εμφανίζεται ποτέ σ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Ωστόσο, είναι εκεί παρών κι επιβλέπων. Ο θεατής δεν τον βλέπει, ωστόσο, τον διαισθάνεται να στέκει στο όριο της σάλας με τον έξω κόσμο και να κραδαίνει στα χέρια του το ξίφος, τη φοβερή ρομφαία με την οποία αποτρέπει κάθε διαφυγή. Όπως ο λόγος, όμοια και η κινηματογραφική εικόνα, ιδωμένη από την κατάλληλη προοπτική, μπορεί να γίνει άκρως υπαινιχτική…

Ίσως να μακρηγόρησα και να ξέφυγα από το θέμα: το «Περί Θανάτου». Ωστόσο, θεώρησα αναγκαίο να παραθέσω μια τέτοια αναλογία που ενυπάρχει μεταξύ Bunuel και Saramago, σύμφωνα, πάντα, με τη δική μου αυθαίρετη θέαση.

«Την επόμενη μέρα δεν πέθανε κανείς», λοιπόν. Ο Θάνατος επαναστάτησε κι αυθαιρέτησε, παρακούοντας τις «άνωθεν» εντολές του, εντολές που αποφασίστηκαν πριν από την ίδια του τη δημιουργία και «προ πάντων των αιώνων» και προορίστηκαν να ισχύουν ίδιες κι απαράλλαχτες «δια πάντας τους αιώνας». Ο Θάνατος αποφάσισε να ξεκινήσει ένα μακάβριο παιχνίδι εις βάρος ενός ολόκληρου λαού. Από το πρώτο δευτερόλεπτο της εισόδου του νέου έτους και για έξη μήνες κανείς δε θα πέθαινε. Και ήταν τέτοια η μεταφυσική δύναμη και το αδιαπραγμάτευτο της απόφασής του αυτής που κανείς νόμος της Φύσης, ή του Θεού δε θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο. Η βασίλισσα ψυχορραγούσε στο νεκροκρέβατό της, παρόντων των γαλαζοαίματων συγγενών και διαδόχων στο προσκέφαλό της ως τις έντεκα και πενήντα εννέα πρώτα λεπτά του απερχόμενου έτους που έπνεε κι αυτό τα λοίσθια, θαρρείς συμπάσχον με τη βασίλισσα. Στις δώδεκα ακριβώς η υγεία της, προς πείσμα όλων των νόμων και των θεωριών της Ιατρικής επιστήμης, πήρε να καλυτερεύει. Όμοια, ο κάθε κάτοικος αυτής της δίχως όνομα και ακριβή προσδιορισμό χώρας, ό,τι κι αν γινόταν, όσο τετελεσμένη κι αν ήταν η δυσμενής πορεία της υγείας του, απ’ ό,τι κι αν έπασχε, όποιο ατύχημα κι αν πάθαινε, δεν υπήρχε καμία απολύτως περίπτωση να πεθάνει. Κι ενώ αυτά τα πρωτάκουστα και «βιβλικά» συνέβαιναν μες στη χώρα αυτή, ο υπόλοιπος κόσμος έξω από τα νοητά της χαρτογραφικά όρια συνέχιζε να ακολουθεί την καθ’ όλα φυσιολογική του αρμονική πορεία –άραγε, δε θυμίζει Bunuel κατά μια σατανική σύμπτωση;

Η ιδιότυπη αυτή «απεργία», ή «αποχή» του Θανάτου πυροδοτεί μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στις διάφορες κοινωνικές ομάδες της «πληγείσας» χώρας που βλέπουν τα συμφέροντά τους και τον κοινωνικό ρόλο που ως τότε κατείχαν να κλονίζεται συθέμελα και να καταρρέει στη χαίνουσα άβυσσο της διαφαινόμενης «αιώνιας ζωής». Διαμαρτύρεται η επίσημη Εκκλησία, μιας και με τρόμο αντικρίζει το επερχόμενο τέλος της, γιατί «…αν δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει Ανάσταση, κι αν δεν υπάρχει Ανάσταση δεν υπάρχει Θεός…». Διαμαρτύρονται οι παντοδύναμες Ασφαλιστικές Εταιρείες, μιας και, αφού θάνατος δεν υπάρχει πια, κανείς δε φαίνεται διατεθειμένος να σπαταλά τα λεφτά του για μια ασφάλεια χωρίς κανένα νόημα. Έπειτα διαμαρτύρονται οι ιατροί και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στα δημόσια Νοσοκομεία που έχουν καταντήσει αποθηκευτικοί χώροι για ανίατους ασθενείς που δε λένε να πεθάνουν και να αδειάσουν το κρεβάτι που καταλαμβάνουν. Γιατί, αν και ο θάνατος έπαψε να θερίζει με το δρεπάνι του τους ανθρώπους, η προοδευτική διαδικασία του γήρατος και της οργανικής κατάρρευσης και αποσύνθεσης δεν παύει να υφίσταται το ίδιο κανονικά όπως και πριν. Έπειτα διαμαρτύρονται όσοι έχουν Γηροκομεία γιατί, όμοια όπως και τα Νοσοκομεία, έχουν παραφορτωθεί με ετοιμοθάνατους γέροντες, σωστά ερείπια που δε λένε να αδειάσουν τη γωνιά που κατέλαβαν, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα να συσσωρεύονται ολοένα νέες αιτήσεις για εισαγωγή σ’ αυτά τα ευαγή ιδρύματα δίχως να είναι μπορετό να ικανοποιηθούν. Φυσικά, δε θα μπορούσε να λείψει από την αλυσίδα των αντιδράσεων και ο επαγγελματικός κλάδος που κατεξοχήν τροφοδοτείται από το θάνατο: οι νεκροθάφτες αυτής της χώρας –ή, πιο διακριτικά και πιο κόσμια ομιλώντες, τα Γραφεία Τελετών. Κοινός αποδέκτης όλων των αντιδράσεων… ο Πρωθυπουργός της χώρας, που έχει επωμιστεί το συντονισμό της πρωτοφανούς αυτής νέας τάξης πραγμάτων.

Είπαμε προηγουμένως πως έξω από τη χώρα αυτή όλα συνεχίζουν σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Αυτό σημαίνει πως αν κανείς δρασκελίσει τα νοητά της σύνορα με τις όμορες χώρες, τότε θα ξεφύγει από την «κατάρα της αιώνιας ζωής» και θα πεθάνει αυτοστιγμεί –αν έτσι του ήταν γραφτό πριν ο Θάνατος αποφασίσει να παίξει αυτό το παιχνίδι στους δύστυχους ανθρώπους. Να, λοιπόν, ένα ευφυές τέχνασμα που δίνει στην αφήγηση την κατάλληλη προωθητική δύναμη για να εκτοξευτεί στην ακρώρεια της ειρωνείας και του κωμικού. Το νέο αυτό στοιχείο δεν αργεί να το υιοθετήσει και να το εισαγάγει ο συγγραφέας. Ο αναγνώστης γίνεται εύθυμος μάρτυρας της ευτράπελης αυτής ανακάλυψης και από το σημείο αυτό κι έπειτα διαβάζει αχόρταγα μη μπορώντας να κρύψει ένα αδιόρατο μειδίαμα στα χείλη. Όπως μια κατσαρόλα που το καπάκι της είναι στέρεα και στεγανά κλεισμένο έτσι που το περιεχόμενό της πάει να τη σπάσει με την αυξανόμενη πίεση του βρασμού, έτσι και στην αφήγηση τούτη δε θα μπορούσε να μην υπάρχει κάποια βαλβίδα διαφυγής, ώστε η εξιστόρηση να ισορροπήσει σε μια σταθερή κατάσταση. Γιατί κανένας κανονισμός δεν έχει νόημα αν δεν υπάρχει και η εξαίρεσή του. Ο Saramago θα γινόταν μονότονος αν συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο. Μια «απεργία» του Θανάτου θα έφτανε τις αντιδράσεις σε σημείο βρασμού, πέρα από το οποίο η μη εκτόνωση θα κατέληγε σε βαρετή απαρίθμηση συνεπειών. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη νέα ανακάλυψη, ότι δηλαδή ο θάνατος συνεχίζει να υπάρχει εκτός των ορίων της χώρας, χιλιάδες οικογένειες των παραμεθορίων περιοχών βλέπουν ξανά μια αχτίδα ελπίδας να τους χαμογελά δειλά. Μία – μία οι οικογένειες που έχουν στο σπίτι τους «χρόνιους ετοιμοθάνατους» και που στενάζουν υπό το βάρος της φροντίδας τους, ξαποστέλνουν τα άρρωστα μέλη τους στην άλλη πλευρά των συνόρων για να πεθάνουν ως όφειλαν να είχαν κάνει αν ο Θάνατος δεν είχε αποφασίσει να αρνηθεί πρόσκαιρα τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις.

Κι έπειτα, κοντά στα μισά του βιβλίου, όλα αίφνης αλλάζουν… Ήρθε η ώρα ο Θάνατος να μπει αυτοπροσώπως στο παιχνίδι. Και μπαίνει μες σε πανηγυρισμούς ευφυούς χιούμορ με ένα του γράμμα. Το γράμμα αυτό απευθύνεται σε ένα μεγαλο-διευθυντή τηλεοπτικού σταθμού. Εμφανίζεται πάνω στο γραφείο του από το πουθενά και είναι τέτοιος αλλοπρόσαλλος ο γραφικός του χαρακτήρας, που θα προκαλούσε σύγχυση ακόμη και στον πιο έμπειρο γραφολόγο. «Δια οστέινης χειρός» Θανάτου το γράμμα ανακοίνωνε πως η πρότερη φυσιολογική κατάσταση επιτέλους θα επανερχόταν στη χώρα. Εντούτοις, το παιχνίδι δεν έλεγε να λάβει τέλος, αφού, πλέον, ο Θάνατος θα ενημέρωνε τον κάθε δύστυχο άνθρωπο που επρόκειτο να αποδημήσει εις Κύριον με μια επιστολή μες σε μωβ φάκελο μία εβδομάδα ακριβώς πριν πεθάνει. Ο Saramago, διαμέσου του πρωταγωνιστή του, του Θανάτου, δεν παύει να ξεκαρδίζεται με τα ανθρώπινα παθήματα. Όπως και στο πρώτο μέρος του έργου, έτσι και τώρα οι συνέπειες δεν αργούν να έρθουν. Μες σε πραγματικό ντελίριο ειρωνείας η φάρσα εξυψώνεται και οι έρμοι παθόντες, ο λαός της συγκεκριμένης χώρας, μοιάζουν με πιόνια που τα συμπαρασύρει μια αρχική κίνηση ματ στον κυκεώνα της.

Πόσο αξιοπερίεργο συνεχίζει να φαίνεται ακόμη και στις υπερτεχνολογικές μέρες μας ένα εκκρεμές! Η ταλάντωσή του εκατέρωθεν ενός σταθερού σημείου μαγνητίζει ακόμη τον θεατή στον ίδιο βαθμό με το Foucault. Πόσες και πόσες φορές δε θέλησε κάποιος από εμάς να παρεμβληθεί στην τέλεια αρμονική του κίνηση και να τη διαταράξει; Πόση ευχαρίστηση και ικανοποίηση δεν ένοιωσε κρυφά κι ένοχα εκείνος που έβαλε το δάχτυλό του στην πορεία της τοξοειδούς τροχιάς του και επεξέτεινε το πλάτος της ταλάντωσής του; Το ίδιο κάνει κι ο Saramago καθ’ όλη τη διάρκεια της υπόθεσης αυτού του μυθιστορήματος. Δεν άντεξε στον πειρασμό να τραβήξει κατά κάποιες μοίρες παραπάνω το εκκρεμές για να δει τι θα γίνει. Έτσι η αρμονική κίνηση παραλλάχτηκε, τροποποιήθηκε έτσι που το εκκρεμές από το ένα άκρο (την παντελή απουσία του θανάτου) φτάνει τώρα στο άλλο άκρο (την προειδοποίηση για τον επερχόμενο θάνατο).

Πρόκειται για μια ακραιφνή φαρσοκωμωδία. Η φάρσα είναι τα παιχνίδια του θανάτου. Η κωμωδία έγκειται στις αντιδράσεις των ανθρώπων που πρέπει κάθε φορά να συμβιβαστούν με τις καινούργιες συνθήκες. Με κοφτερή και δηκτική γλώσσα ο συγγραφέας στήνει μια παρέλαση, μια τραγελαφική παράτα κυβερνήσεως, εκκλησίας, οργανώσεων και μεμονωμένων ανθρώπων που διέρχονται από μπροστά μας και μας κάνουν να ξεκαρδιζόμαστε από τα γέλια, μα συνάμα και να προβληματιζόμαστε για πράγματα και καταστάσεις που κατά καιρούς έχουν περάσει από το νου μας, μα που, ωστόσο, συχνά διέλαθαν της προσοχής μας και προσπερνούσαν. Ο αναγνώστης έχει ενώπιόν του ένα άρτια κατασκευασμένο ντόμινο, τόσο σχολαστικά λεπτοδουλεμένο που από τη στιγμή που πέφτει το πρώτο κομμάτι του, μεμιάς συμπαρασύρονται όλα τα υπόλοιπα δίχως η συνέχεια να διακόπτεται.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι η λέξη «θάνατος», που στα ελληνικά είναι γένους αρσενικού, στα πορτογαλικά –που είναι και η γλώσσα του συγγραφέα- η αντίστοιχη λέξη είναι «morte» και είναι γένους θηλυκού, όπως εξάλλου συμβαίνει στις περισσότερες λατινογενείς γλώσσες. Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί να είναι σημαντικό να αναφερθεί κάτι τέτοιο στην παρούσα παρουσίαση. Ομολογουμένως δε θα το ανέφερα αν δεν επρόκειτο για βασικό στοιχείο της υπόθεσης του έργου. Ο Θάνατος στο βιβλίο είναι γένους θηλυκού, είναι, δηλαδή, «η θάνατος» –νεολογισμός που εισάγεται πολύ εύστοχα από τη μεταφράστρια, Αθηνά Ψύλλια, προκειμένου να αντέξει η μεταφορά της υπόθεσης από τη μια γλώσσα στην άλλη. Η Θάνατος είναι, λοιπόν, θηλυκή και ως τέτοια παρουσιάζεται από την αρχή ως το τέλος του μυθιστορήματος. Σκέφτεται και αντιδρά με τρόπο, θα έλεγε κανείς, «θηλυκό». Υπάρχει μεγάλη διάσταση στον τρόπο θέασης του θανάτου αναλόγως του γένους που του προσδίδει ο κάθε λαός. Εμείς οι Έλληνες τον φανταζόμαστε αρσενικό, πελώριο, μισητό, καταχθόνιο. Είναι ο Θάνατος και συνάμα ο Χάροντας, μια οντότητα υποχθόνια –αυτό πάει να πει πως ζει και βασιλεύει σε ένα κόσμο κάτω από εκείνον όπου κατοικούν τα χθόνια δαιμόνια- που αφαιρεί τις ψυχές από τα σώματα και τις μεταφέρει στον Κάτω Κόσμο. Οι λαοί που θεωρούν την ίδια μεταφυσική οντότητα ως θηλυκή έχουν, πιθανότατα, υιοθετήσει κάποια άλλη νοοτροπία, σε πολλά σημεία διάφορη από τη δική μας. Ως άντρας, ο Θάνατος είναι πιότερο μονολιθικός και απόλυτος απ’ ότι ως γυναίκα. Υπάρχει η κοινή αντίληψη ότι το γυναικείο φύλο έχει κάποιες διαφορετικές αρετές, μια από τις οποίες είναι και η καλώς νοούμενη πονηριά. Σκεφτείτε πόσο διαφορετικά θα σκεφτόταν ο Θάνατος αν ήταν γυναίκα! Θα έμοιαζε ικανότερος για παιχνίδια και περισσότερο διατεθειμένος για εξαπάτηση. Αυτό κάνει και «η Θάνατος» του βιβλίου: παίζει με τους ανθρώπους και τους εξαπατά.



Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος λόγος που «η θάνατος» είναι γυναίκα: Στο τέλος της πλοκής μεταμορφώνεται σε άνθρωπο και ερωτεύεται ένα κοινό θνητό. Αυτή που ποτέ της δεν ένιωσε κανένα συναίσθημα, αυτή που σεβόταν στο μέγιστο βαθμό τη φυσική, θεόθεν νομοτέλεια και ποτέ δεν έκανε του κεφαλιού της παρά υπάκουε και δρούσε κατόπιν άνωθεν εντολών, αυτή που δε δίσταζε μπρος στον ανθρώπινο πόνο και τις απέλπιδες ικεσίες χάριτος, αυτή που άλλοτε θέριζε με το δρεπάνι της μία-μία και άλλοτε μαζικά τις ανθρώπινες ζωές, αυτή η Θερίστρια ερωτεύεται τελικά και αποφασίζει να μην παραδώσει το φοβερό γράμμα μες στο μωβ φάκελο που περιέχει τα θλιβερά μαντάτα για κάποιον άντρα, κάποιον βιολοντσελίστα. Υπάρχει ένα είδος πεταλούδας, η acherontia atropos, που στη ράχη της φέρει ζωγραφισμένο –ποιος ξέρει από ποια θεϊκή ειρωνεία- μια ανθρώπινη νεκροκεφαλή. Η θάνατος είναι μια τέτοια πεταλούδα. Μπορεί το ίδιο να μεταμορφωθεί. Έχει ελπίδες να αλλάξει και να αφήσει για το παρελθόν την ανατριχιαστική της οστέινη όψη. Μεταμορφώνεται σε γυναίκα άπαξ δια παντός. Και τότε, αναγκαστικά, «την επόμενη μέρα δεν πέθανε κανείς»…

Η φαρέτρα του συγγραφέα έχει ακόμη ένα βέλος. Ένα ακόμη όπλο που ο Saramago δε διστάζει να χρησιμοποιήσει πολλάκις μες στο κείμενο. Κι αυτό το επιπλέον όπλο που εξυπηρετεί πλέρια το σκοπό του λέγεται: de facto αποδοχή των κοινών λαϊκών πεποιθήσεων περί θανάτου και εξονυχιστική περιγραφή της όψης του με τυφλή αφοσίωση και πίστη στις πεποιθήσεις αυτές. Σαν αποτέλεσμα έχουμε μια αρχετυπική μορφή που υπακούει καθ’ ολοκληρία και μέχρι κεραίας σε ό,τι το κοινό αίσθημα θέλει να αποδίδει αιώνες τώρα στο Θάνατο. Προκύπτει, έτσι, μια μορφή που, θαρρείς, ξεπετάγεται τρισδιάστατη, σαν κάποιο έξεργο γλυπτό, μέσα από τις ξυλογραφίες της τεχνοτροπίας του danse macabre. Είναι ένας σκελετός, δίχως ίχνος ψαχνού πάνω του, με άδειες ζοφερές κόγχες που είναι ικανές να κερώσουν τους πάντες στη θέα τους, δρεπανοφόρος και τυλιγμένος ένα μανδύα – ντόμινο που η φλογόσχημη κουκούλα του μπορεί να βυθίσει ολάκερο το κρανίο στη σκιά της. Η περιγραφή που επιφυλάσσεται για το Θάνατο είναι ως τέτοιου σημείου σκόπιμα λεπτομερής και σχολαστική που καταντά κωμική, όπως κάθε καρικατούρα. Άλλωστε, ο καλύτερος τρόπος να λοιδορήσεις κάποιο αρχέτυπο είναι να το περιγράψεις καταλεπτώς, ακόμη και μέχρι τη λειτουργικότητα ή μη του κάθε σωματικού του μέλους ανάλογα με τις ανάγκες και τις περιστάσεις. Αυτό κάνει κι ο συγγραφέας: περιγράφει το Θάνατο μέχρι αηδίας…

Μυθιστόρημα, ή νουβέλα; Ιστορία, ή παραμύθι; Ίσως τίποτε απ’ αυτά και ίσως όλα αυτά μαζί. Γιατί, αν και παρουσιάζεται ως μυθιστόρημα, εντούτοις, έχει την έκταση μιας νουβέλας. Αν και αποτελεί μια φανταστική ιστορία, θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και ένα κλασικό παραμύθι –ίσως πιότερο για μεγάλους παρά για μικρούς. Ο Saramago κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα του και μας καλεί κοντά του. Η ιστορία που θα μας διηγηθεί δεν συνέβη ποτέ και ούτε πρόκειται ποτέ να συμβεί, με την ίδια βεβαιότητα που έχουμε για την κατεύθυνση της πορείας του άρματος του ήλιου πάνω στον ουρανό. Αν συνέβαινε, όμως, τι θα γινόταν; Αυτό μας καλεί ν’ ακούσουμε.

Με ύφος διαποτισμένο με χιούμορ και ειρωνεία –ιδίως όταν μιλά για την Καθολική Εκκλησία και τις Ασφαλιστικές Εταιρείες- με λόγο στον οποίο εναλλάσσονται λέξεις και φράσεις λόγιες με λαϊκές με τρόπο κωμικοτραγικό όπως κωμικοτραγικές είναι και οι εκτυλισσόμενες καταστάσεις, με περιοδικές παύσεις της αφήγησης προκειμένου για κάποια επεξηγηματική (ακόμη και απολογητική κάποιες φορές) παρενθετική δήλωση σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, με ισχνούς διαλόγους ανάμεσα στα εμπλεκόμενα πρόσωπα και φορείς, με αδρές περιγραφές προσώπων στα όρια της καρικατούρας και με μια αφηγηματική ροή που συμπαρασύρει με την ταχύτητά της τις βλεμματικές κινήσεις του αναγνώστη καθώς διατρέχει τις σειρές του κειμένου, ο Saramago διηγείται ένα παραμύθι για μεγάλους.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της υπόθεσης της ιστορίας αυτής δεν αναδύονται ήρωες, πρωταγωνιστές, μεμονωμένα πρόσωπα, εξόν από την ίδια «τη θάνατο». Από την πλευρά αυτή ιδωμένο, το έργο αντλεί πολλές υφολογικές ομοιότητες από την «Πανούκλα» του Albert Camus. Η πλοκή αφορά μια ολόκληρη χώρα, ένα ολάκερο λαό. Αυτός ο λαός είναι ο συμπρωταγωνιστής της θανάτου. Η δράση του ενός προκαλεί την αντίδραση του άλλου. Θα ήταν άδικο αν ο συγγραφέας εστίαζε σε κάποια πρόσωπα. Αυτό αφήνει να το κάνουν οι πάμπολλες περιπέτειες καταστροφής που κυκλοφορούν με τη μορφή βιβλίων, είτε κινηματογραφικών ταινιών.

Αν και το πρωτότυπο τιτλοφορείται: «As intermitencias da morte», που στα ελληνικά θα μεταφερόταν κάπως έτσι: «Οι Διαλείψεις (ή Διαλείμματα) της Θανάτου», παρόλ’ αυτά η μεταφράστρια επέλεξε για την ελληνική μεταφορά τον τίτλο: «Περί Θανάτου». Είχε, άραγε, το δικαίωμα μιας προσωπικής πινελιάς στον τίτλο; Κατά πόσο μπορούν τα βιβλία να προσομοιάζουν στις κινηματογραφικές ταινίες όπου το φαινόμενο αυτό συμβαίνει κατά κόρον και αποτελεί τον κανόνα για λόγους εντυπωσιασμού; Ο Jose Saramago επέλεξε τον πρώτο τίτλο με κριτήριο, προφανώς, την πλοκή. Η Αθηνά Ψύλλια (ή, ίσως, ο υπεύθυνος της επιμέλειας των εκδόσεων Καστανιώτη) επέλεξε το δεύτερο τίτλο με κριτήριο, μάλλον, την ουσία της πλοκής. Γιατί, κατά τα προειρημένα, η ουσία του Θανάτου προκύπτει και διατρανώνεται από τις αφηγούμενες διαλείψεις του. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια φιλοσοφική μελέτη –τουλάχιστον με την καθιερωμένη προσέγγιση της κλασικής φιλοσοφίας- και για τούτο, ίσως από μετριοφροσύνη, ο Saramago δεν επέλεξε το βαρύγδουπο τίτλο «Περί Θανάτου», τιτλικό μοτίβο χαρακτηριστικό για πολλά μεσαιωνικά κείμενα φιλοσοφικού και θεολογικού περιεχομένου. Εντούτοις, με το δικό του προσωπικό ύφος, ένα ύφος με τις ιδιαιτερότητες και την ιδιοσυστασία κάποιου διδακτικού παραμυθιού, ή χριστιανικής παραβολής, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια φιλοσοφική πραγματεία που δεν διαπραγματεύεται μια έννοια ακροθιγώς παρά ολοκληρωμένα.

Ο Θάνατος είναι ένα γεγονός. Είναι, όμως, και μια έννοια. Ως έννοια μπορεί να αναλυθεί το ίδιο ακέραια και αρμοστά στα πλαίσια τόσο της φιλοσοφικής πραγματείας όσο και ενός… παραμυθιού.







_____________________________

Εικόνες danse macabre:

1. Spectre decharme, J.A.S. Collin de Plancy. Dictionnaire Infernal. Paris : E. Plon, 1863. Page 20.
2. Death's Dance, Thomas Rowlandson. The English Dance of Death. London : R. Ackermann, 1815. Page 0.1, Plate frontispiece
3. Quaque ruit, furibunda ruit; totumque per orbem fulminat,... Ovid. ad Lisiam. Gabriel Peignot. Recherces Historiques et Littéraires sur les Danses des Morts. n.c. : n.p., 1826, Plate faceplate.
4. Morris neglect, Sabastien Brant. Stultifera Navis. n.c. : n.p., 1497, Plate 94.
5. Pest, C. Merkel. Bilder des Todes ober Todtentanz für alle Stände. n.c. : n.p., 1850, Plate 2.
6. Seductive Death, E.-H. Langlois. Essai Historique, Philosophique et Pittoresque sur les Danses des Morts. n.c. : n.p., 1852, Plate Frontispiece.
7. Death and the Old Woman, Hans Holbein the Younger, 16th century

_______________________________

Δεν υπάρχουν σχόλια: