Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

'Η Υπεράσπιση της Παιδικής Ηλικίας' του Martin Walser


Από πού να ξεκινήσει κανείς για να γράψει δυο λόγια για ένα λογοτεχνικό επίτευγμα; Το σίγουρο είναι πως ό,τι κι αν ειπωθεί περαιτέρω για κάτι τόσο ολοκληρωμένο και άρτιο αφ’ εαυτού θα είναι νομοτελειακά περιττό, ίσως ακόμη και άσεμνο με την αναπόφευκτη αδιακρισία του, όμοια όπως άσεμνο και αδιάκριτο είναι να προσθέσει κανείς μια επεξηγηματική επιγραφή σ’ ένα αριστουργηματικό ζωγραφικό πίνακα. «Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας» του πολυγραφότατου, μα ωστόσο ελάχιστα μεταφρασμένου στην ελληνική γλώσσα, Μάρτιν Βάλζερ, είναι από εκείνα τα δημιουργήματα που έχουν τη δυνατότητα να υπάρχουν από μόνα τους, δίχως να πρέπει να στηρίζονται στη βακτηρία της προσωπικότητας του δημιουργού τους. Γεννιούνται μες σε αφόρητους πνευματικούς πόνους κι αμέσως μετά τον τοκετό αυτονομούνται, ξεφεύγουν από τη σκέπη του γεννήτορά τους, δραπετεύουν από τη χώρα τους, ταξιδεύουν παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι με αδυναμίες, άνθρωποι που είναι τέλειοι λόγω της φυσικής τους ατέλειας. Άραγε, δεν είναι αυτό ίδιον της κλασικής λογοτεχνίας; Γιατί ισχύει με μιαν ισχύ αδιαμφισβήτητη σύμφωνα με όλους τους από καιρό θεσμοθετημένους κανόνες και τις νόρμες, ότι το μυθιστόρημα αυτό ανήκει στον αστερισμό της κλασικής λογοτεχνίας.

Ο κεντρικός χαρακτήρας, Άλφρεντ Ντορν, είναι Γερμανός. Θα μπορούσε, όμως, κάλλιστα να είναι οποιασδήποτε εθνικότητας. Η πλοκή διαδραματίζεται στη Δρέσδη και το Βερολίνο, τη Λειψία και το Βισμπάντεν σε μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που ξεκινά από τα χρόνια του Μεσοπολέμου και καταλήγει στον επιθανάτιο ρόγχο του Ψυχρού Πολέμου, χρονική περίοδος στα μέτρα μιας ολάκερης ζωής, αυτής του Άλφρεντ Ντορν. Κι όμως, διαβάζοντας κανείς το βιβλίο θαρρεί πως όλο αυτό το χωρο-χρονικό υπόβαθρο μοιάζει με θεατρικό σκηνικό που εύκολα μπορεί ο σκηνογράφος να το αντικαταστήσει με κάποιο άλλο όταν πέσει η αυλαία. Γιατί αυτό που μένει τελικά στο προσκήνιο όταν όλη η σκηνή απογυμνωθεί εντελώς και μείνουν μονάχα τα σανίδια –σαν να επρόκειτο για μινιμαλιστικά αφαιρετική θεατρική πρόζα- είναι ένας και μόνο χαρακτήρας, ένας άνθρωπος ηττημένος –όπως είναι, εξάλλου, όλοι οι άνθρωποι σε τούτο τον κόσμο- ένας αντιήρωας που δεν κρύβει τις ανθρώπινες αδυναμίες του και που, γι’ αυτό, χαίρει της τρισδιάστατης υπόστασης του ανεπιτήδευτου ρεαλισμού, γλιτώνοντας σωτήρια από τις δύο διαστάσεις της επίπεδης καρικατούρας. Η βαθιά ανάλυση του κεντρικού προσώπου του μυθιστορήματος αυτού είναι τέτοια που απαλλάσσει δια παντός τον αναγνώστη από την ακαδημαϊκή ενασχόληση με την προσωπικότητα του συγγραφέα και το κοινωνικο-πολιτικό ιστορικό πλαίσιο εντός των ορίων του οποίου εκτυλίσσεται το νήμα της υπόθεσης. Πράγματι, κάθε τέτοια εμβύθιση στις αφορμές αυτής της δημιουργίας –γνωστός μανιερισμός και πρελουδιακό μοτίβο της κάθε λογοτεχνικής κριτικής- εδώ περιττεύει. Ο αναγνώστης παύει να ενδιαφέρεται για ον Μάρτιν Βάλζερ, γιατί έχει να κάνει με την προσωπικότητα του Άλφρεντ Ντορν. Αν πρόκειται για συγκεκαλυμμένη αυτοβιογραφία, αυτό ας το αφήσουμε στους λεπτολόγους «ειδήμονες». Σε μας μένει η ουσία, δηλαδή η ανεύρεση στοιχείων της προσωπικότητας του ήρωα και η ταύτισή μας μ’ αυτές τις πτυχές μέσα από την αναπόφευκτα αυθυποβλητική ψυχαναλυτική διαδικασία.

Η προσωπικότητα του Άλφρεντ Ντορν εξελίσσεται, διαμορφώνεται και μεταλλάσσεται παράλληλα με τη μεταπολεμική Γερμανία. Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από τους Συμμάχους ερειπώνει μια ολόκληρη πόλη, όπως ταυτόχρονα και μια μακρόχρονη αντίληψη περί του ιστορικού πεπρωμένου ενός ολάκερου λαού. Αφήνει παντού σκόρπια χαλάσματα στη Δρέσδη, όπως και στις ψυχές των επιζώντων. Πρότερες νοοτροπίες ενταφιάζονται μαζί μ’ ανθρώπους και περιουσίες έτσι που αποκόβονται αλγεινά από τον εαυτού τους και το παρελθόν τους όσοι απέμειναν. Επέρχεται ένας κατακλυσμός τύψεων για το παρελθόν που σύνωρα αναμοχλεύει ένοχα αισθήματα νοσταλγίας και επιστροφής σε απελθόντα μεγαλεία.

Ο Άλφρεντ Ντορν είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, ευαίσθητος και εύθραυστος, έτσι όπως δε μπορούσε παρά να διαπλαστεί μες στη θερμή αχλή της μονόπλευρης μητρικής προστασίας. Γι’ αυτό καθίσταται άθελα ψυχικός δέκτης όλων των δεινών του βομβαρδισμού της Δρέσδης, μιας πόλης που έμελλε να σημαδεύσει ανεξίτηλα τον μετέπειτα ψυχισμό του ως ενήλικα. Στα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια αριστεύει ως μαθητής και δεν αργεί να αποτελέσει το επίκεντρο εγκωμιαστικών σχολίων από το οικογενειακό του περιβάλλον. Οι παραστάσεις που εμφυτεύονται ως παιδικές μνήμες στη ψυχή του προέρχονται από την οικογένειά του και την εκπαίδευση που βασιζόταν στο αλλοτινό μεγαλείο του έθνους. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός πως από τα μικράτα του είχε ως ήρωα το Γερμανό Αυτοκράτορα Λουδοβίκο τον Β’. Από νωρίς εμφανίζει ιδιαίτερη κλίση στη μουσική. Ο αναγνώστης στο σημείο αυτό ίσως διαισθανθεί κάποια επιρροή του συγγραφέα αντλούμενη από τον Τόμας Μανν. Εξάλλου, αναφορές στον μεγάλο αυτό Γερμανό συγγραφέα υπάρχουν διάσπαρτες στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αναφορές σύντομες και επιμελώς διακριτικές. Είναι, άραγε, ο Άλφρεντ Ντορν μια μεταγενέστερη αναθεώρηση του Αντριάν Λέβερκυν; Αναμφίβολα υπάρχουν αρκετά στοιχεία στο κείμενο που θα μπορούσαν να τεκμάρουν ένα τέτοιο παραλληλισμό προσωπικοτήτων. Μοναχικοί χαρακτήρες αμφότεροι, με κλίση στην ευγενή ανθρώπινη έκφραση που καλείται μουσική, με λεπτεπίλεπτο και εύθραυστο ψυχισμό κι ευαισθησία και με μια υποδηλούμενη λανθάνουσα τάση προς τον ελιτισμό και τον αριστοκρατισμό. Μόνο που εδώ ο ήρωας μοιάζει να είναι πιότερο ένας αντι-Αντριάν, ένας αντιήρωας που οι πρώιμες έκδηλες κλίσεις του ποτέ δε θα καλλιεργηθούν, παρά θα μείνουν λαθραία υποβόσκουσες ως δυνάμει ικανότητες. Εδώ το μεταφυσικό στοιχείο εκλείπει σε τέτοιο βαθμό που δίνει την εντύπωση πως ο άνθρωπος ως άτομο είναι απελπιστικά μόνος, αντιμέτωπος με καθ’ όλα ρεαλιστικές αντίξοες καταστάσεις μιας καθημερινότητας που ποδηγετείται καθ’ ολοκληρία από τη διεθνή πολιτική, μιας καθημερινότητας που επιβάλλεται από κέντρα εξουσίας απροσπέλαστα στο μέσο άνθρωπο, τον αναγκασμένο να υφίσταται αγόγγυστα τις συνέπειες αποφάσεων που λαμβάνονται ερήμην του. Επιπλέον, ούτε και ο συγγραφέας, Μάρτιν Βάλζερ, δείχνει οποιαδήποτε διάθεση να μιμηθεί το στομφώδες αφηγηματικό ύφος του Τόμας Μανν, ύφος υπερπλήρες προλογικών εισαγωγών και φιλοσοφικών ακροβατισμών. Όμως, με το ύφος γραφής του συγγραφέα θα ασχοληθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Προς το παρών μένουμε στην υπόθεση του έργου…

Το τέλος του Πολέμου βρίσκει τον Άλφρεντ ορφανεμένο από το παρελθόν, τον αποκόβει από τις παιδικές αναμνήσεις κι από αγαπημένους συγγενείς και αντικείμενα. Όπως οι περισσότεροι Δρεσδινοί, χάνει αίφνης τα πάντα, ένας νεαρός ταξιδιώτης της ζωής που έχασε τις αποσκευές με όλα τα εφόδια μαζί από την πρώτη κιόλας στιγμή της αποβίβασης στον προορισμό του. Το δεύτεο και καθοριστικό χτύπημα γι’ αυτόν: ο πατέρας εγκαταλείπει την οικογένεια για να συζήσει με μια νεαρή. Απομένει, λοιπόν, μόνος με μοναδικό αποκούμπι τη μητέρα του και την αντιγιαγιά του, που σ’ όλο το έργο αποκαλείται «δοκτόρισσα». Για να μη μείνει μόνος κι ανερμάτιστος κινητοποιείται εντός του ολόκληρος αμυντικός μηχανισμός που τον κάνει κυριολεκτικά να προσκολληθεί πάνω σ’ αυτές τις δύο γυναίκες. Εύκολα μετατρέπεται στο «αγοράκι της μαμάς» με δεσμό ισχυρό και άρρηκτο. Το αυταρχικό σταλινικό καθεστώς που έχει απλώσει στο μεταξύ το ζόφο του πάνω από τη γενέτειρά του, τη Δρέσδη και σ’ όλη την Ανατολική Γερμανία, συνεπικουρεί στο να γίνει αυτός ο «ιερός δεσμός» ακόμη πιο αδιάσπαστος, σχεδόν παθολογικός.

Όταν φτάνει η στιγμή να σπουδάσει, επιλέγει τη Νομική. Τρία χρόνια ανεπιτυχών σπουδών στην πολιτικά ασφυκτική Ανατολική Γερμανία τον εξαναγκάζουν να αναζητήσει το φιλελεύθερο καταφύγιο του Δυτικού Βερολίνου ως φοιτητής. Εκεί διαπιστώνει πως του είναι αδύνατο να ζήσει μακριά από τη μητέρα του. Περίτεχνα σχοινοβατώντας ανάμεσα σε σοβαρότητα, αστείο και ειρωνεία, ο συγγραφέας περιγράφει άκρως παραστατικά τη δυσπροσαρμοστικότητα του Άλφρεντ στη νέα του ζωή. Κύριο μέσο επικοινωνίας μεταξύ γιου και μητέρας τα ατελείωτα γράμματα και τηλεγραφήματα που στέλνει ο ένας στον άλλο με αδιάλειπτη επιμονή, γράμματα που εμφορούνται από γλυκερά λόγια αγάπης και τρυφερότητας, όρκους αφοσίωσης κι αλληλεκτίμησης, καθώς και άσκοπες κι ανούσιες σχοινοτενείς περιγραφές λεπτομερειών της καθημερινότητας των δύο. Μέσα από την αριστοτεχνικά περιγραφημένη ταχυδρομική επικοινωνία, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας μιας σχέσης μάνας-γιου, που αναπόφευκτα οδηγεί τον Άλφρεντ στη σταδιακή αποξένωση από τον υπόλοιπο κόσμο και στην αρρωστημένη εσωστρέφεια. Ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές και παρεκλίνουσα οπτική θέασης των τεκταινομένων απλά συνεισφέρουν τα τελευταία κομμάτια του παζλ της προσωπικότητας του ήρωα, με τρόπο αμφίσημο ως αιτίες και αιτιατά. Χωρία στο κείμενο ενδεικτικά της κοινωνικής απομόνωσης και εσωστρέφειας υπάρχουν πολλά:

«…όταν δεν είσαι ενταγμένος σε μια ομάδα δε μπορείς να είσαι σίγουρος τι υπονοεί μια φράση. Η γλώσσα για να είναι κατανοητή προϋποθέτει την ένταξη σε μια ομάδα. Όταν δεν ανήκεις κάπου δε μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος αν τα όσα ακούς δεν υπονοούν το αντίθετο απ’ αυτό που δηλώνουν».

Ή σε άλλο σημείο:
«Θα πηδούσε από το Γαλάζιο Θαύμα στον Έλβα. Είναι για κάτι τέτοιες στιγμές που το ποτάμι κυλάει διαρκώς κάτω απ’ τις γέφυρες».

Αποτέλεσμα της ανυπέρβλητης δυσκολίας που αντιμετωπίζει στην επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους είναι να αλλάζει συνεχώς διαμονή, μιας και κανείς από τους σπιτονοικοκύρηδές του δεν τον καταλαβαίνει και κανείς τους δεν είναι διατεθειμένος να ανεχτεί την αντικοινωνικότητα και την καχυποψία του που γεννά παραξενιές. Η καθημερινή ενασχόληση με την εξεύρεση τρόπων που θα καθιστούσαν συχνότερες τις επισκέψεις του στη μητέρα του στη Δρέσδη τον φέρνουν διαρκώς αντιμέτωπο με το εχθρικό και κοντόφθαλμο γραφειοκρατικό μηχανισμό του ανατολικού τομέα του Βερολίνου, αναμοχλεύοντας εντός του τη συγκρατημένη κι ανεξωτερίκευτη οργή ενάντια σ’ όλα κι όλους όσους προσπαθούν να μπουν εμπόδιο μεταξύ αυτού και της «αγαπημένης του μανούλας».

Μένει ολομόναχος με μόνη συντροφιά τα γράμματα της μητέρας και της «δοκτόρισσας» και με τις κινηματογραφικές ταινίες που έρχονται από τη Δύση, δίχως κανένα πραγματικό φίλο, δίχως, αλίμονο, καμία απολύτως επαφή με το άλλο φύλο. Η ανάγκη που ωθεί τους ανθρώπους στην αναζήτηση του άλλου φύλου για τον Άλφρεντ δεν υφίσταται. Κρατά επιμελώς συστηματικά φίλους και γυναίκες μακριά από τη ζωή του, ώστε να διατηρήσει ακέραιο το χώρο για τη «βασίλισσά» του, τη μάνα του. Ο αναγνώστης δε θα ανακαλύψει –με έκπληξη ίσως- ως το τέλος του βιβλίου καμία αναφορά στη γυναίκα ως ερωμένη, ή ως φίλη. Το πρότυπο της μητέρας εμφανίζεται τόσο επιβλητικά κυρίαρχο, που κάνει κάθε άλλη θηλυκή παρουσία να ωχριά εντός του πεδίου επιρροής της.

Μ’ όλα αυτά δεν αργούν αν έρθουν μια σειρά από διαδοχικές αποτυχίες στις νομικές σπουδές του. Οι στωικές σκέψεις του ήρωα του βιβλίου ως προς τις αποτυχίες του, αποδίδονται εύγλωττα δια στόματος του συγγραφέα:

«Αυτό είναι ίσως το μυστικό της ενηλικίωσης: το γεγονός ότι σιγά-σιγά εξοικειωνόμαστε με την αποτυχία».

Σε άλλο, πάλι, σημείο διαβάζουμε:
«Η αηδία της ήττας εκπορεύεται αποκλειστικά από την παρουσία των θεατών. Απ’ αυτή την ψευτοεγγύτητα. Απ’ αυτή την επίφαση συμμετοχής. Αν λείψουν αυτοί οι ψευτοσύντροφοι, αυτοί οι δήθεν συμμέτοχοι θεατές, τότε η ήττα δεν έχει τίποτα το αηδιαστικό· ναι, τότε δεν υπάρχει ήττα πια».

Ο πατέρας ως φυσική παρουσία στη ζωή του Άλφρεντ υπάρχει, ωστόσο καταλαμβάνει μια θέση εντελώς απόμακρη και πρακτική. Σύμφωνα με μια σιωπηρή αμοιβαία συμφωνία μεταξύ μητέρας και γιου, ο πατέρας του Άλφρεντ δεν πρέπει να χρησιμεύει σε τίποτα άλλο εξόν από οικονομικός υποστηρικτής, χρηματικός επιδότης στη μάχη που δίνουν ο Άλφρεντ και η μητέρα του για επιβίωση. Οι αραιές, περιοδικές πατρικές παραινέσεις στο γιο του για αλλαγή στάσης ζωής και απογαλακτισμό από τη μάνα πέφτουν διαρκώς στο κενό και παράλληλα αυξάνουν την οργή του δεύτερου εναντίον του.

Κάποτε, μετά από μεγάλους κόπους, οικονομικές θυσίες και κάθε λογής αντιξοότητες, ο Άλφρεντ καταφέρνει να πάρει το πτυχίο της Νομικής. Λίγο καιρό, όμως, πριν συμβεί αυτό δέχεται το μεγαλύτερο ως τα τότε χτύπημα της μοίρας: η μητέρα του παθαίνει εγκεφαλικό. Από τούδε και στο εξής η αθωότητα κι η ελαφρότητα που κυριαρχούσαν στο πρώτο μέρος του έργου, παραχωρούν σταδιακά τη θέση τους στη νομοτελειακή κατάρρευση κι αποσύνθεση. Είναι πραγματικά ευτύχημα που ο συγγραφέας εξακολουθεί να παραμένει πιστός στη λεπτή ειρωνεία που συνεχίζει να διαπνέει ευχάριστα το κείμενο, κι έτσι αποφεύγεται η αποτελμάτωση στον ελώδη μελοδραματισμό. Απ’ όλα συνομολογείται ότι μια ζοφερή και ερεβώδης περίοδος ξεκινά. Ο γιος, επιστρατεύοντας όλα τα δυνατά νομικά τερτίπια, καταφέρνει να φέρει τη μητέρα μόνιμα πλέον κοντά του στο Δυτικό Βερολίνο προκειμένου να μπορεί να την παρακολουθεί και να την προσέχει επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Πουλά όλα τα υπάρχοντα του πατρικού του σπιτιού της Δρέσδης για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στα αυξημένα έξοδα και καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να ανασυγκροτήσει το δυνατό πιστότερα την ατμόσφαιρα του πατρικού του στο διαμέρισμα όπου διαμένουν οι δυο τους, ούτως ώστε να διασφαλίσει για τη μητέρα του το πολυπόθητο κι ευεργετικό γνώριμο περιβάλλον. Σύντομα η υγεία της μάνας παίρνει την κατιούσα επιδεινούμενη νευρολογικά και ψυχιατρικά, πορευόμενη τη μη αναστρέψιμη οδό. Όμοια όπως ο Άλφρεντ, ο αναγνώστης πρέπει κι αυτός να συνηθίσει στα νέα δεδομένα, μιας και είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος –παρόλη τη λύπη και την αποθάρρυνση που ίσως νιώσει- να είναι παρών για να παρακολουθήσει τις τελευταίες στιγμές. Ο Άλφρεντ τις ζει έντονα μες σ’ ένα ντελίριο ύστατων προσπαθειών και παράλογης άρνησης της πραγματικότητας.

Τελικά η μητέρα πεθαίνει. Μαζί της πεθαίνει και η αθωότητα. Στο σημείο αυτό ξεκινά κι επίσημα πλέον «η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας» από την πλευρά του Άλφρεντ. Από τη στιγμή αυτή κι έπειτα ο τίτλος του βιβλίου δικαιώνεται πλήρως.

Πρώτο μέλημα: η ανέγερση ταφικού μνημείου τέτοιου που να είναι απόλυτα ταιριαστό με την εικόνα της «βασίλισσάς» του. Το πόσο θα κοστίσει το όλο εγχείρημα ουδεμία σημασία έχει για τον Άλφρεντ. Εδώ η πέννα του συγγραφέα αγγίζει τα όρια της πιο λεπτής ειρωνείας. Ο γιος φτάνει στο σημείο να παραγγείλει εκμαγείο των χεριών της εκλιπούσας, σύμβολο της στοργικότητάς της, για να το τοποθετήσει στο μεγαλόπρεπο μνήμα της. Όλα τα δυνατά μέσα πρέπει να επιστρατευτούν προκειμένου να διαλαλήσει παντού στον κόσμο τις αρετές και τη μοναδικότητά της. Η μητέρα-άνθρωπος παίρνει σιγά-σιγά να ξεχνιέται, να ρίχνεται σε μια σκόπιμη λήθη υπέρ της μητέρας-μνήμης η οποία πρέπει να παραμείνει πάση θυσία αμόλευτη κι άσπιλη, να αποκτήσει τρανή υστεροφημία όπως, εξάλλου, της πρέπει. Η μητέρα του ως ιδέα πρέπει να είναι διαχρονικά υπέρλαμπρη. Ο Άλφρεντ ως γιος πρέπει να είναι διαχρονικά το πρότυπο του γιου.

Είναι τώρα πια ελεύθερος και αποφασισμένος όσο ποτέ άλλοτε να ριχτεί με όλες του τις δυνάμεις και με απερίσπαστη προσήλωση στο πεπρωμένο του, που δεν είναι άλλο από την ανασύσταση του παρελθόντος, την ανασυγκρότηση όσο το δυνατό περισσότερων βιωμάτων κι αναμνήσεων εν είδει μουσειακής έκθεσης. Όλο το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος είναι αφιερωμένο στις προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, προς την επίτευξη αυτού του «ιερού» σκοπού. Επιστρατεύει συγγενείς και μη, φίλους και εχθρούς, γνωστούς κι αγνώστους προκειμένου να προμηθευτεί οποιοδήποτε υλικό έχει κάποια σχέση με το κοινό παρελθόν αυτού και της «αγίας» μητέρας του. Γιατί, εν τέλει «το μόνο που αφήνει ο χρόνος πίσω του, έστω για λίγο, είναι τα πράγματα». Κύριο μέσο για τα σχέδιά του είναι και πάλι τα αλλεπάλληλα γράμματα, επιστολές και τηλεγραφήματα, μέσο τόσο οικείο και γνώριμο σ’ αυτόν, μέσο στο οποίο έχει στο παρελθόν εξασκηθεί απειράριθμες φορές. Την αλληλογραφία μπορεί να τη χειριστεί καλά, είναι ειδήμων σ’ αυτό. Πρέπει πάση θυσία να επανέλθουν στην κατοχή του όλα τα αντικείμενα του πατρικού του σπιτιού που τόσο απερίσκεπτα είχε ο ίδιος μοιράσει και ξεπουλήσει εδώ κι εκεί όταν η μητέρα του ήταν άρρωστη. Ανακαλύπτει ξανά πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντός του από τα οποία είχε αποκοπεί δεκαετίες πριν. Επανασυνδέεται με άτομα με τα οποία είχε ψυχρανθεί. Όλοι αυτοί πρέπει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να του δώσουν πίσω όποιο σημαντικό ή ασήμαντο αντικείμενο ανήκε πρότερα στην οικογένειά του. Το ύφος του άλλοτε είναι παρακλητικό κι ευγενικό κι άλλοτε επιτακτικό και ψυχρό, αναλόγως της αντίστασης που αντιμετωπίζει από κάποια από τα πρόσωπα αυτά.

Μέγα κεφάλαιο στην ανασύσταση του παρελθόντος, στην «υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας», είναι οι φωτογραφίες. Αρχικά αναζητά φωτογραφίες που εικονίζουν κυρίως τον ίδιο μαζί με τη μητέρα του. Είναι διατεθειμένος να κάνει ολόκληρο ταξίδι προκειμένου να αποκτήσει έστω και μία τέτοια. Σταδιακά το ψυχαναγκαστικό στοιχείο, που υπέβοσκε εντός του και κάπου-κάπου ξεπρόβαλλε σε διάφορες στιγμές της ζωής του, παίρνει τώρα να διογκώνεται και να επικυριαρχεί πάνω στην προσωπικότητά του. Κλίσεις, χάρες κι αρετές που ίσως είχε καταπλακώνονται κάτω από το ασυγκράτητο βάρος του εσωτερικού του δικτάτορα: του ψυχαναγκασμού. Και είναι τέτοια η μονομανία του για το παρελθόν που φτάνει στο σημείο να συγκεντρώνει οποιαδήποτε φωτογραφία παρέχει κάποια ένδειξη της ύπαρξής του, ακόμη κι αν ο ίδιος, ή η μητέρα του δεν είναι εικονιζόμενοι, αρκεί η παρουσία τους να υποδηλώνεται με κάποιο συνειρμικό έμμεσο τρόπο. Μένει η αποδελτίωση όλων αυτών των στοιβαγμένων στοιχείων που, δυστυχώς, δε θα έμελλε να γίνει ποτέ…

Σημαντικό στοιχείο της συμπεριφοράς του Άλφρεντ είναι ο φόβος μήπως δεν προλάβει να συγκεντρώσει τα πειστήρια της παιδικής του ύπαρξης. Με ψυχιατρικούς όρους αυτό το συναίσθημα θα μπορούσε να αποδοθεί αντιπροσωπευτικότερα από τον όρο «φοβία». Αυτή η φοβία είναι πανταχού παρούσα, μες στα γράμματα, μες στις σκέψεις, κάτω από τις φράσεις. Αναγκάζει τον ήρωα να αδημονεί συνεχώς, να βιάζεται μήπως κάτι συμβεί και τον εμποδίσει να ολοκληρώσει το στόχο της ζωής του. Χαρακτηριστική είναι η φράση στο κείμενο: «Το παρελθόν ήταν ένας αναντικατάστατος μεγάλος χάρτης, που είχε όμως την τάση να μετατρέπεται σε λευκή επιφάνεια». Αυτή τη λευκή επιφάνεια είναι που φοβάται ο Άλφρεντ, που τον κάνει να τρέμει κυριολεκτικά και τον ωθεί σαν συμπιεσμένο ελατήριο να παλινδρομεί ανάμεσα σε στιγμές και μνήμες του παρελθόντος. Τίποτα δεν πρέπει να χαθεί… κι όμως, όλα μπορούν από στιγμή σε στιγμή να χαθούν αν δεν προλάβει να τα αιχμαλωτίσει. Ποιο καλύτερο μέσο, άραγε, από τη φωτογραφία στο να «αιχμαλωτίζει» κανείς στιγμές.

Τελικά, υπάρχει ένα ουσιώδες απόσταγμα που ρέει μες απ’ την εύγλωττη εξιστόρηση του συγγραφέα και διαλαλεί την πεμπτουσία ολόκληρου του έργου. Διαβάζοντας τα παρακάτω λόγια ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μια κοσμοθεωρία που αποβαίνει η αιτία όλων των δεινών που διαδραματίζονται:

«Δε μπορούσε να καταλάβει πώς οι άνθρωποι γύρω του συμμετείχαν σ’ αυτόν τον διαρκή αφανισμό του παρελθόντος και συνέχιζαν να ζουν πορευόμενοι προς το δικό τους αφανισμό δίχως να ορθώνουν το ανάστημά τους. Όσοι άνθρωποι, τόσα μουσεία. Το έβρισκε λογικό. Δισεκατομμύρια μουσεία. Αυτός ήταν ο κόσμος του. Το ερώτημα ποιοι θα επισκέπτονται όλα αυτά τα μουσεία δεν έχει θέση εδώ. Η συντήρηση, η διαφύλαξη είναι μια ανάγκη. Κάθε άνθρωπος θέλει να διαφυλάξει τον εαυτό του. Βέβαια ούτε ο Άλφρεντ ομολόγησε ποτέ ότι θέλει να διαφυλάξει τον εαυτό του. Ίσως αυτό δεν το ομολογεί κανείς: να, γιατί μοιάζει σαν να ‘ναι όλοι σύμφωνοι με τον αφανισμό τους. Κάθε άνθρωπος αξίζει ένα μουσείο».

Η προωθητική δύναμη, επομένως, δεν ήταν άλλη παρά η διαφύλαξη του ίδιου του εαυτού. Η εικόνα της μητέρας ίσως να μην ήταν τίποτε περισσότερο από μια αφορμή, ένα άλλοθι που θα βοηθούσε να μην κατηγορηθεί ποτέ ο Άλφρεντ για την ιδιαίτερη αγάπη για τον ίδιο του τον εαυτό. Τον εαυτό του θέλει να διαφυλάξει, να συντηρήσει και να εξυμνήσει, όχι τη μητέρα του. Πολύ αργότερα θα το συνειδητοποιήσει πλήρως ο αναγνώστης, όταν οι μάσκες πέσουν. Όταν θα γίνει μάρτυρας της απόλυτης ματαιοδοξίας: ο Άλφρεντ παραγγέλνει να του φτιάξουν την ίδια του την προτομή «σε βάση από μαόνι».

Αργότερα, προς το τέλος του έργου, η αρρωστημένη σχέση με το παρελθόν καταδεικνύεται με τρόπο όλο και περισσότερο ωμό και απερίφραστο. Όσο χαριτωμένος έμοιαζε να είναι ο Άλφρεντ με τα καμώματα και τις ανασφάλειές του στα πρώιμα χρόνια της ενήλικης ζωής του, τόσο πιο φαύλος και ζοφερός καταλήγει να είναι προς το τέλος της ύπαρξής του. Σχεδόν ένα τέρας, ένα μοναχικό θηρίο που κατατρώγει τις ίδιες του τις σάρκες, που αυτοκατασπαράζεται θαρρείς για να αυτοτιμωρηθεί και να αυτοκαταστραφεί. Ωστόσο, η φύση της αρρώστιας του είναι τέτοια που όσο επικίνδυνο τον καθιστά απέναντι στον εαυτό του, τόσο ακίνδυνο και άκακο τον κάνει για τους άλλους. Σημειώνει καταλεπτώς κάθε δραστηριότητά του σε ένα τετράδιο που το τιτλοφορεί «Ημερολογιακές σημειώσεις». Δεν περνά μέρα που να μη γράψει στο ημερολόγιό του. Κι αυτή η ενασχόληση ξεκινά από τα πενήντα του χρόνια ως και την τελευταία μέρα της ζωής του, όταν είναι πια πενήντα οχτώ χρονών. Η καταγραφή των καθημερινών γεγονότων φτάνει στο έσχατο όριο της λεπτολογίας και της ακρίβειας. Φράσεις σύντομες κι επιγραμματικές, όπως η εξής: «Πέμπτη, 3.12., ξύπνημα από τη θεία Λόττε». Κι όλα αυτά γιατί «δεν του αρκούσε να φυλακίζει το παρελθόν μες στα πράγματα. Το σημαντικό είναι να εμποδίζουμε το παρόν να γίνει παρελθόν όσο ακόμη διαρκεί. Ή έστω να το καταγράφουμε, ώστε όταν θα είναι πια παρελθόν να μην κινδυνεύει να αποσυντεθεί αμέσως».

Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος μια καινούργια πτυχή της προσωπικότητας του Άλφρεντ Ντορν αναδύεται στην επιφάνεια, μια οπτική γωνία που, αν κανείς καθίσει να το καλοσκεφτεί, θα συνειδητοποιήσει πως δεν είναι διόλου ουρανοκατέβατη κι αναπάντεχη. Ο συγγραφέας έχει φροντίσει να προετοιμάσει τον αναγνώστη σταδιακά και αδιόρατα γι’ αυτή του την πρόθεση, έχει τοποθετήσει από νωρίς διάσπαρτα μικρά σημάδια προοικονομίας. Ενώπιόν μας σ’ αυτή την τελευταία, καταληκτική σκηνή του δράματος έχουμε ένα μεσήλικα, ένα «κύριο Ντορν». Κι αυτός ο κύριος Ντορν μετατρέπεται άθελά του σε οικτρό άθυρμα στα άπληστα χέρια ενός νεαρού άντρα, του Ρίχαρντ Φάζολντ, τον οποίο τυχαία γνώρισε σε κάποιο σιδηροδρομικό σταθμό και συνδέθηκε μαζί του με σχέση πιότερο πολύμορφη και πολυδιάστατη απ’ ότι είναι μια απλή φιλία. Αυτός ο θρασύς και αχόρταγος για λεφτά και εύκολη ζωή νεαρός γαντζώνεται από τον ευεργέτη του, τον «πατέρα» του και κάνει όσα περισσότερα τερτίπια μπορεί προκειμένου να τον απομυζήσει. Γίνεται πραγματικό τσιμπούρι από το οποίο ο Άλφρεντ θέλει… και δε θέλει να απαλλαχτεί. Αμφιταλαντεύεται, δεν είναι σίγουρος για τα αισθήματά του… Ίσως, είναι αυτή η μόνη στιγμή σ’ όλο το έργο που ο συγγραφέας παύει να είναι απόλυτα ειλικρινής απέναντι στον αναγνώστη του. Ο Μάρτιν Βάλζερ, αυτός που τόσο ανενδοίαστα κι απερίφραστα ξεσκέπαζε ως τα πριν τις ιδιορρυθμίες και τα ανομολόγητα πάθη του ήρωά του, τώρα μοιάζει να θέλει να τον συσκοτίσει, να τον ξανασκεπάσει με το ντύμα της ευπρέπειας εκεί που τον είχε ολότελα απογυμνώσει. Για την ομοφυλοφιλική κλίση του Άλφρεντ Ντορν τίποτα δε λέγεται ευθέως. Αδύνατο να αποσπαστεί οποιαδήποτε ομολογία. Ο συγγραφέας επιλέγει να παίξει ένα παιχνίδι αλληλοδιάδοχων καταφάσεων και αρνήσεων, αποκαλύψεων και αποκρύψεων. Ο υπαινικτικός λόγος κυριαρχεί. Ίσως, σ’ αυτό το σημείο ο Τόμας Μανν να είναι ο νικητής. Ίσως, πάλι, να φταίει το γεγονός ότι ο Άλφρεντ Ντορν, μέσα από την πλήρη και δίχως χρονικά κενά εξιστόρηση της ζωής του, θα στιγματιζόταν μη αναστρέψιμα κατόπιν μιας τέτοιας στυγνά ειλικρινούς αποκάλυψης κι ο αναγνώστης μοιραία θα αποπροσανατολιζόταν από το θεματικό επίκεντρο του έργου. Αντιθέτως, ο Μανν είχε την ευχέρεια να ξεσκεπάσει πιο βάναυσα τον Φον Άσσενμπαχ που βρισκόταν σ’ όλη τη διάρκεια της νουβέλας σε ολιγοήμερη αναψυχή στο νησάκι Λίντο της Βενετίας.

Φτάνοντας στο τέλος αυτής της ανάλυσης – παρουσίασης του μυθιστορήματος «Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας», θα ήταν παράλειψη από την πλευρά μου να μην αναφερθώ, έστω επιγραμματικά, στην τεχνική γραφής του Μάρτιν Βάλζερ. Και με τι άλλο θα μπορούσα να ξεκινήσω μια τέτοια αναφορά από το στοιχείο που κατεξοχήν εντυπωσιάζει τον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας γραμμές του βιβλίου. Κι αυτό το στοιχείο είναι η πλήρης απουσία διαλόγων. Αυτή η παντελής έλλειψη διαλόγων αρχικά ίσως να ενοχλεί. Στη συνέχεια, όμως, μετατρέπεται πολύ γρήγορα σε τέτοια άρτια υφολογική φόρμα, που ο αναγνώστης παύει να αναλογίζεται αυτή την ιδιαιτερότητα. Αυτός ο επικίνδυνος μανιεριστικός ακροβατισμός θα μπορούσε να αποβεί μοιραίος για κάποιον άλλο συγγραφέα, όχι, όμως, για τον Μάρτιν Βάλζερ, που τον χειρίζεται με αριστοτεχνική επιδεξιότητα, τέτοια που η ύπαρξη διαλόγων, κατά τρόπο οξύμωρο, θα ήταν περιττή, σχεδόν άχρηστη. Βρίσκουμε μονάχα ψιμύθια διαλόγων ανάμεικτα με τις περιγραφές και τις σκέψεις, σπαράγματα ανάκατα μες σε προτάσεις και φράσεις. Ο πλάγιος λόγος κυριαρχεί. Ωστόσο ακόμη κι αυτός δηλώνει ευθαρσώς πως δεν είναι καταλέξει ακριβής. Οι πραγματικές φωνές των χαρακτήρων ποτέ δεν ακούγονται. Ο αναγνώστης ως το τέλος δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς μιλά κι εκφράζεται ο καθένας. Μονάχα οι απόηχοι των συνομιλιών καταφέρνουν να φτάσουν στ’ αυτιά του, πιότερο στρεβλωμένοι στο μέτρο των μνημονικών δυνατοτήτων του αφηγητή παρά πλέριοι ως προς την ακρίβεια και την πιστότητά τους. Δίνεται, λοιπόν, η εντύπωση πως όλο το βιβλίο δεν είναι παρά ένα ημερολόγιο, στο οποίο ο γράφων αποφεύγει τεχνηέντως να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο και αποχωρίζεται από τον ίδιος του τον εαυτό, τις πράξεις και τις σκέψεις του οποίου παρουσιάζει σε τρίτο πρόσωπο, όμοια όπως την κρίσιμη στιγμή του επιθανάτιου αποχωρισμού από το σώμα η ψυχή υπερίπταται για λίγο και παρατηρεί τη μορφή που είχε όσο ζούσε.

Ένα άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη γραφή του συγγραφέα είναι η μονότονα επίμονη αναφορά του ονόματος του Άλφρεντ σε συναπτές προτάσεις σε μεγάλη έκταση του κειμένου. Ο Άλφρεντ έκανε εκείνο… ο Άλφρεντ έκανε το άλλο… ο Άλφρεντ… ο Άλφρεντ. Αυτό το στοιχείο είναι ιδιαίτερα έκδηλο στο πρώτο μέρος του έργου, όπου ο Άλφρεντ παρουσιάζεται ως ο «αγαπημένος γιόκας της μανούλας του» και, προφανώς, εξυπηρετεί το συγγραφέα στο να τονίσει με τρόπο εμφαντικό την ανωριμότητα του χαρακτήρα του ήρωα και την απόλυτη εξάρτησή του από τη μητρική αγάπη και φροντίδα.

«Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας» διατέμνεται σε τέσσερα μέρη με γνώμονα, όχι τόσο τη χρονική περίοδο, όσο τη θεματική εναλλαγή μες στο συνεχές φάσμα μιας ζωής. Γιατί το κάθε επόμενο μέρος του βιβλίου δεν απέχει χρονικά από το προηγούμενο. Αντιθέτως, είναι χρονικά άμεσα διάδοχο, ενώ εντός της έκτασής του ο χρόνος κυλά με τον ιδιορυθμό που επιβάλλουν οι ανάγκες της πλοκής. Στο πρώτο μέρος ο Άλφρεντ είναι φοιτητής της Νομικής στο Δυτικό Βερολίνο και η πλοκή κυριαρχείται από τη σχέση του με τη μητέρα. Στο δεύτερο μέρος η μητέρα αρρωσταίνει και πεθαίνει, ενώ ο Άλφρεντ καταφέρνει να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Στο τρίτο μέρος ο ήρωας αρχίζει να εξασκεί το επάγγελμά του δουλεύοντας σε δικηγορικά γραφεία, ενώ ταυτόχρονα βάζει μπρος για το μεγάλο του στόχο: την ανασύνθεση και διατήρηση του παρελθόντος. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος οι προσωπικές απώλειες διαδέχονται η μια την άλλη. Καθώς τα χρόνια περνούν και ο Ντορν γερνά είναι αναπόφευκτο να γίνεται μάρτυρας διαδοχικών θανάτων συγγενών και οικείων του. Προς το τέλος της ζωής του οι ομοφιλικές του τάσεις εξεγείρονται, χωρίς, ωστόσο, να εκδηλωθούν ποτέ. Ο Άλφρεντ πεθαίνει αφήνοντας το μεγάλο του στόχο ανεκπλήρωτο, αφήνοντας ως παρακαταθήκη μιας ολάκερης ζωής μονάχα σωρούς από ανάκατα στοιβαγμένα αντικείμενα και φωτογραφίες του παρελθόντος.

Φτάνοντας στο τέλος της τεχνικής ανάλυσης, αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι ο λόγος είναι λιτός και απέριττος, εύγλωττος και ευανάγνωστος. Η ροή του, συνεχής και απρόσκοπτη, ηχεί με μιαν ευχάριστη μουσικότητα. Οι φράσεις και οι προτάσεις είναι συνειδητά μικρές και δεν δολιχοδρομούν επιτηδευμένα. Τα επιδεικτικά διανοήματα απουσιάζουν γιατί δίνουν τη θέση τους σε σκέψεις απλά ειπωμένες μα, ωστόσο, βαθυστόχαστες μες στην απλότητά τους.

Η Sudkurier της Κωνσαντίας το χαρακτηρίζει «πραγματικό γερμανικό έπος…». Η Neue Zurcher Zeitung της Ζυρίχης «500 σελίδων αριστούργημα του Βάλζερ…». Ο Hans Christian Kosler αναφέρεται στον Βάλζερ ως «οργίλο μάγο της γλώσσας». Δεν ξέρω αν ισχύει κάποιο από όλα αυτά τα πομπώδη εγκώμια. Ξέρω, όμως, με μια αδιαπραγμάτευτη σιγουριά, πως «Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας» είναι μια όαση κλασικής λογοτεχνίας μες στην έρημο της σύγχρονης υπερπαραγωγής μετριότητας.


Παναγιώτης Σιμιτσής


__________________________________


Πληροφορίες για το βιβλίο:


Στα Γερμανικά

Τίτλος: Die Verteidigung der kingheit

Συγγραφέας: Martin Walser

1η έκδοση: 1991

Εκδόσεις: Suhrkamp Verlag

_______________________


Στα Ελληνικά

Τίτλος: Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας

Συγγραφέας: Μάρτιν Βάλζερ

Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης, Πάνος Σιμίτος

Εκδόσεις: Εστία

1η έκδοση: 2001

ISBN: 960-05-0985-9

Σελίδες: 518



_________________________________________

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2007 στο forum του Λέξημα με τίτλο θέματος: Για τη Λογοτεχνία > "Το Σμήνος" του Φρανκ Σέτσινγκ

Για να παρακολουθήσετε τη συγκεκριμένη συζήτηση του forum επιλέξτε το link:
http://www.lexima.gr/lxm/forum/viewtopic.php?p=7299&highlight=#7299

_________________________________________

Δεν υπάρχουν σχόλια: