-Μα και βέβαια, κύριε, απάντησε. Αμέσως.
Πλησίασε το κομοδίνο, πήρε το ποτήρι κι έσκυψε κοντά του. Εκείνος ανασηκώθηκε λίγο, στηρίχθηκε στον αγκώνα του και ήπιε με προσπάθεια. Το χαλί μπόρεσε να δει το πρόσωπό του λίγο καλύτερα. Εκείνο το δηλητήριο φαινόταν ότι τον τυραννούσε πολύ. «Δεν ήξερα ότι υπάρχουν τόσο κακοί άνθρωποι» σκέφτηκε το χαλί λυπημένο.
-Ευχαριστώ πολύ, είπε ο πρίγκιπας σιγανά, ξαπλώνοντας πάλι κάτω εξαντλημένος.
-Παρακαλώ, κύριε, είπε η Μεντίν.
Δεν της ξαναμίλησε, είχε κλείσει τα μάτια του κι ανάσαινε με δυσκολία, σα να πονούσε. Η Μεντίν ευχήθηκε να μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο γι΄αυτόν. Πάντα στεναχωριόταν όταν έβλεπε άρρωστους ανθρώπους, κι ακόμα πιο πολύ όταν ήταν νέοι όπως εκείνος. Αναστέναξε και γύρισε πάλι προς τους παπαγάλους ελπίζοντας ότι θα έμεναν ακίνητοι να τους πιάσει και δε θα χρειαζόταν να τους κυνηγήσει. Αλλά τότε άκουσε βήματα στο διάδρομο. Τρομαγμένη κρύφτηκε πίσω από την κουρτίνα.
Και τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο ένας άντρας με μακρύ μαύρο μούσι, κόκκινο μεταξωτό σαρίκι στο κεφάλι κι ένα χρυσό σκουλαρίκι στη μύτη του.
-Ωχ, όχι! έκανε έντρομο το κανάτι. Ο Ραμτούγκ!
-Ποιος; πάγωσε ολόκληρο το χαλί.
Το κανάτι δεν ξαναμίλησε. Μόνο που δεν έτρεμε.
Ο Ραμτούγκ έκλεισε πίσω του την πόρτα και πλησίασε το κρεβάτι του πρίγκιπα. Τον κοίταξε για λίγο από κοντά σα να τον εξέταζε. Ύστερα έβγαλε ένα μεγάλο δαχτυλίδι που φορούσε στον αντίχειρά του και γύρισε λίγο τη μαύρη πέτρα του. Εκείνη από μέσα ήταν κούφια και γεμάτη με μια λευκή σκόνη. Ο Ραμτούγκ άδειασε όλη τη σκόνη μέσα στο ποτήρι, ύστερα σήκωσε το κανάτι κι έριξε λίγο νερό για να τη διαλύσει. Έπιασε και το κουτάλι από δίπλα και το ανακάτεψε, και μετά έσκυψε πάνω από το μαξιλάρι.
-Λοιπόν, μικρέ μου πρίγκιπα, αφού όπως φαίνεται έχεις μεγάλες αντοχές, θα το κάνω λίγο πιο εύκολο για ΄σένα και θα επισπεύσω τα πράγματα, είπε μοχθηρά. Μπορεί η πρώτη δόση που σου έδωσα να μην ήταν αρκετή, μ΄ αυτήν εδώ όμως θα ξεμπερδέψουμε μαζί σου μια για πάντα! Και μην ανησυχείς για τη μανούλα σου, θα τη φροντίσω εγώ! Θα έρθει να σε συναντήσει πολύ σύντομα! Και τότε ο θρόνος θα γίνει δικός μου!
-Δε νομίζω, Ραμτούγκ, είπε ο πρίγκιπας ανοίγοντας τα μάτια του και κοιτάζοντάς τον. Απόψε θα κοιμηθείς στη φυλακή και αύριο το πρωί θα πεθάνεις στην κρεμάλα!
-Α! αναφώνησε το χαλί. Κοιτάξτε!
Ήταν απόλυτα υγιής, το πρόσωπό του είχε ξαναβρεί το χρώμα του, η ανάσα του ήταν κανονική και τα μάτια του άστραφταν. Φαινόταν δυνατός, γερός και όμορφος, σαν κάτι να τον είχε ολότελα γιατρέψει.
-Τί; έκανε ο Ραμτούγκ μην πιστεύοντας στα μάτια του. Πώς. . . πώς γίνεται. . . να είσαι ξύπνιος. . .; Πώς γίνεται. . . να είσαι καλά. . .;
-Θα μου το πληρώσεις αυτό! φώναξε με θυμό ο πρίγκιπας πετώντας πέρα τα σκεπάσματά του. Μου έδωσες δηλητήριο! Προσπάθησες να με σκοτώσεις!
-Και θα το πετύχω! φώναξε ο Ραμτούγκ ορμώντας καταπάνω του. Τώρα θα δεις!
Άρχισαν να παλεύουν πάνω στο κρεβάτι με όλη τoυς τη δύναμη, με κραυγές και γροθιές και κλωτσιές, και πανικόβλητη απ΄όλα αυτά που είχε ακούσει η Μεντίν τους κοίταζε πίσω από την κουρτίνα χωρίς να μπορεί να κινηθεί. Ο Ραμτούγκ όμως ήταν πολύ βαρύς και είχε βάλει κάτω τον πρίγκιπα και τον είχε πιάσει από το λαιμό και κόντευε να τον πνίξει. Τον έσφιγγε τόσο δυνατά που του είχε κόψει την ανάσα. Εκείνος προσπαθούσε να του ξεφύγει, αλλά δε μπορούσε με τίποτα να τον διώξει από πάνω του.
-Κάντε κάτι! φώναξε απελπισμένο το λυχνάρι. Βοηθήστε τον, θα τον πνίξει!
-Τί να κάνουμε; φώναξε τρέμοντας από την αγωνία του το χαλί. Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα!
-Δεν ξέρω πώς κατάφερες να γίνεις καλά, αλλά δε θα σ΄ αφήσω να μου χαλάσεις τα σχέδια! μούγκρισε ο Ραμτούγκ σφίγγοντας ακόμα περισσότερο το λαιμό του πρίγκιπα σα να ΄θελε να του τον σπάσει. Έτσι κι αλλιώς όλοι εδώ μέσα σ΄έχουν για πεθαμένο! Δε θα παραξενευτεί κανείς όταν σε βρει η μανούλα σου νεκρό!
-Άφησέ τον ήσυχο, αρρωστημένο κτήνος! φώναξε το κανάτι. Μαξιλάρια, κάντε κάτι, σώστε τον!
-Δε μπορούμε, τον κρατάει πολύ σφιχτά! τσίριξαν πανικόβλητα τα μαξιλάρια. Είναι πολύ δυνατός!
-Σπρώξτε τον, χτυπήστε τον!
-Δε μπορούμε, δε γίνεται! Είναι ανίκητος!
-Το μίσος είναι που τον κάνει τόσο δυνατό, μουρμούρισε από τη γωνιά του ένα γέρικο μελανοδοχείο.
-Πηγαίνετέ με εκεί πέρα! φώναξε εξοργισμένο ένα αστραφτερό σπαθί κρεμασμένο στον τοίχο. Πηγαίνετέ με εκεί πέρα, κάποιος να με πάει εκεί πέρα και θα του δείξω εγώ! Πηγαίνετέ με εκεί πέρα! Μη σε πιάσω στα χέρια μου, κάθαρμα!
-Θα τον σκοτώσει, παιδιά, γρήγορα! τσίριξε σχεδόν δακρυσμένο τώρα πια το χαλί. Πρέπει να κάνουμε κάτι!
Κανείς τους όμως δε μπορούσε να κάνει τίποτα και τα χείλη του πρίγκιπα είχαν μελανιάσει. Πάλευε να διώξει τον εχθρό του από πάνω του αλλά δεν είχε άλλη δύναμη πια. Και τότε η Μεντίν, συνειδητοποιώντας ότι ήταν η μόνη που μπορούσε να τον βοηθήσει, πετάχτηκε από την κρυψώνα της κι άρπαξε από τη ράχη μια καρέκλα, και ορμώντας προς το κρεβάτι την κατέβασε με όλη της τη δύναμη πάνω στην πλάτη του Ραμτούγκ. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο και τα δάχτυλά του τραβήχτηκαν από το λαιμό που προσπαθούσαν να τσακίσουν. Μ΄ ένα σφυριχτό λαχάνιασμα ο πρίγκιπας μπόρεσε ν΄ανασάνει ξανά, κι αμέσως μετά άρχισε να βήχει. Έξω φρενών ο Ραμτούγκ στράφηκε, είδε τη Μεντίν να τρέχει προς την πόρτα φωνάζοντας για βοήθεια, και πήδηξε από το κρεβάτι για να την κυνηγήσει.
Αυτό όμως το χαλί δε θα το άφηνε ποτέ να συμβεί. Μόλις τα πόδια του Ραμτούγκ πάτησαν πάνω του, εκείνο τραβήχτηκε απότομα κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Παραπάτησε κι έπεσε κάτω φαρδύς πλατύς.
Αμέσως το χαλί τον άρπαξε στην άκρη του κι άρχισε να τυλίγεται γύρω του αδιαφορώντας για τα ξεφωνητά του, και κουλουριάστηκε πάλι και πάλι κρατώντας τον σφιχτά μέσα του, χωρίς εκείνος να μπορεί να κουνήσει ρούπι.
-Τώρα σ΄έπιασα σιχαμένε, μονολόγησε. Δεν έχεις να πας πουθενά. Εδώ θα μείνεις μέχρι να ΄ρθουν οι φρουροί να σε μαζέψουν.
-Μπράβο! φώναξε κατενθουσιασμένο το κανάτι. Μπράβο καλέ μου τάπητα, πολύ καλή δουλειά!
-Συγχαρητήρια, συγχαρητήρια! φώναξαν πασίχαρα και τα μαξιλάρια.
-Κράτα τον μη σου φύγει! είπε το λυχνάρι.
-Φέρ΄τον κατά ΄δω! Φέρ΄τον κατά ΄δω να του δείξω! εξακολουθούσε μαχητικά το σπαθί. Φέρ΄τον λίγο πιο ΄δω, φίλε! Δώσ΄τον σε ΄μένα!
-Μπράβο, χαλί! ακούστηκαν και οι παντόφλες της βασίλισσας που όλη εκείνη την ώρα κρυφάκουγαν καρδιοχτυπώντας πίσω από τον τοίχο. Τα καταφέραμε!
-Τώρα σ΄έπιασα σιχαμένε, μονολόγησε. Δεν έχεις να πας πουθενά. Εδώ θα μείνεις μέχρι να ΄ρθουν οι φρουροί να σε μαζέψουν.
-Μπράβο! φώναξε κατενθουσιασμένο το κανάτι. Μπράβο καλέ μου τάπητα, πολύ καλή δουλειά!
-Συγχαρητήρια, συγχαρητήρια! φώναξαν πασίχαρα και τα μαξιλάρια.
-Κράτα τον μη σου φύγει! είπε το λυχνάρι.
-Φέρ΄τον κατά ΄δω! Φέρ΄τον κατά ΄δω να του δείξω! εξακολουθούσε μαχητικά το σπαθί. Φέρ΄τον λίγο πιο ΄δω, φίλε! Δώσ΄τον σε ΄μένα!
-Μπράβο, χαλί! ακούστηκαν και οι παντόφλες της βασίλισσας που όλη εκείνη την ώρα κρυφάκουγαν καρδιοχτυπώντας πίσω από τον τοίχο. Τα καταφέραμε!
Τα είχαν στ΄αλήθεια καταφέρει. Οι φρουροί ήρθαν και ξεπακετάρισαν το βεζίρη και τον πήγαν στη φυλακή. Ο πρίγκιπας έτρεξε να βρει τη μητέρα του και την αγκάλιασε καταχαρούμενος, κι εκείνη δε μπορούσε να πιστέψει το ονειρεμένο αυτό θαύμα. Κατάπληκτη άκουσε ότι υπεύθυνος για όλα αυτά ήταν ο πιο έμπιστος άνθρωπος του παλατιού και ότι είχε φαρμακώσει το γιο της για να πάρει το θρόνο. Διέταξε την εκτέλεσή του την ίδια στιγμή.
Στο δωμάτιο του Ραμτούγκ ο οικονόμος βρήκε το ημερολόγιό του και το έδωσε στον πρίγκιπα. Μέσα εκεί είχε γράψει για το ιαματικό σημάδι του τριγώνου, δηλαδή τις τρεις ελιές που σχηματίζουν ισόπλευρο τρίγωνο, κι έλεγε επίσης ότι ο τρόπος για να σωθεί κάποιος από το δηλητήριο του δαχτυλιδιού του ήταν να πιει νερό από το χέρι ατόμου που είχε στο σώμα του εκείνο το σημάδι. Ο πρίγκιπας θυμήθηκε τη Μεντίν και ζήτησε να τη δει, κι εκείνη παραδέχτηκε ότι όντως είχε τέτοιο σημάδι και του το έδειξε. Εκείνος της ζήτησε να γίνει γυναίκα του και η Μεντίν δέχτηκε. Παντρεύτηκαν κι έζησαν μαζί τρισευτυχισμένοι.
Κι εκεί που το χαλί έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία του και δεχόταν τις επευφημίες και τα «μπράβο» των φίλων του, ακούστηκε ένα σφύριγμα μέσα από το λυχνάρι.
Κι εμφανίστηκε σαν καπνός ένα μεγάλο και στιβαρό πνεύμα με μάτια που γυάλιζαν σαν τεράστιες πούλιες. Κοίταξε το χαλί με τα χέρια του διπλωμένα στο στήθος του και του χαμογέλασε.
-Μικρό μου χαλί, είμαι το τζίνι του λυχναριού, είπε με φιλική και γλυκιά φωνή. Ήρθα για να σου δώσω κι εγώ συγχαρητήρια για την εξυπνάδα και το θάρρος σου που βοήθησαν να αποδοθεί η δικαιοσύνη. Είσαι το πιο καλό και γενναίο χαλί που έχω γνωρίσει ποτέ μου και γι΄αυτό θα σε ανταμοίψω. Όποια ευχή κι αν έχεις θα την πραγματοποιήσω. Πες μου τί είν΄αυτό που θέλεις και ζητάς;
-Ο. . . ό,τι θέλω. . .; τραύλισε κατάπληκτο το χαλί.
-Οτιδήποτε. Σ΄ακούω.
-Θέλω. . . να γίνω μαγικό! Θέλω να είμαι ένα μαγικό χαλί και να πετάω στο γαλάζιο ουρανό πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες της Δαταβάγης!
Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, το τζίνι χτύπησε στον αέρα τα δάχτυλά του. Αμέσως το χαλί ένιωσε να ανυψώνεται από το πάτωμα, να μην αγγίζει πια το κρύο δάπεδο, ένιωσε ν΄ανεβαίνει στο κενό χωρίς κανένα βάρος. Άφησε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού και κοίταξε κάτω και είδε το ύψος που το χώριζε από το σημείο όπου βρισκόταν πριν. Με ορθάνοιχτα μάτια κοίταξε δεξιά κι αριστερά του και είδε τα πανέμορφα χρυσά του κρόσσια να αιωρούνται. Και τότε πια συνειδητοποίησε ότι πετούσε.
-Γιούπιιι! ξέσπασε πασίχαρο δίνοντας μια κι αρχίζοντας να φέρνει γύρους το δωμάτιο. Πετάω, πετάω, κοιτάξτε με όλοι! Κοιτάξτε με, πετάω, είναι απίστευτο, είμαι μαγικό! Χα, χα, χα, είμαι μαγικό, πετάω! Τί τέλεια που είναι! Σ΄ ευχαριστώ, τζίνι! Σ΄ευχαριστώ τόσο πολύ!
-Παρακαλώ.
-Μπράβο, χαλί! φώναζαν όλοι συγκινημένοι. Μπράβο, συγχαρητήρια!
-Είσαι μαγικό! Πετάς!
-Τα κατάφερες!
-Πέτα λοιπόν! Πέτα όσο πιο ψηλά μπορείς! Πέτα πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες!
-Πετάω! Πετάω, ζήτω! Ζήτωωω!
Όρμησε έξω απ΄το παράθυρο τρελό από τη χαρά του κι άρχισε να πετάει στον αέρα.
Πίσω στο δωμάτιο το τζίνι εκπλήρωσε κι άλλες ευχές. Μάγεψε τις πράσινες παντόφλες ώστε να μη φθαρούν ποτέ και να τις φοράει η βασίλισσα για πάντα. Έφερε για το κανάτι μια καλή κανατούλα όμορφη, σεμνή, μορφωμένη, που μιλούσε και γαλλικά. Στο ποτήρι έδωσε φωνή και του γιάτρεψε τη μουγκαμάρα, και λίγες μέρες αργότερα εκείνο τους αποχαιρέτησε κι έφυγε για την Κουζίνα για να σπουδάσει Νομική. Και στους παπαγάλους έδωσε από ένα παπιγιόν, ένα κόκκινο στον κίτρινο κι ένα κίτρινο στον κόκκινο, και τους έκανε να μπορούνε να πουν και «πάγκος, αναποδογυροχρυσοκαρυδοταβλόπαγκος», πολλές φορές συνεχόμενες χωρίς να μπερδεύονται.
Και το μαγικό χαλί πετούσε τρισευτυχισμένο στο γαλάζιο ουρανό πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
( Τ Ε Λ Ο Σ )
___________________________________
κείμενο και σκίτσα: Σ. Χατζηνικολάου
6 σχόλια:
ΜΑ ΤΙ ΟΜΟΡΦΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΧΑΛΙ ΤΑΞΙΔΕΨΑ ΚΙ ΕΓΩ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ!!!!!!!!ΑΧ,ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΟ!!!ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ ΣΟΥΖΑΝΑ ΜΟΥ!!!!!!!!!!
Ευχαριστώ πολύ Εκάτη! :) Κάπως έτσι βρίσκουμε πάλι το παιδί μέσα μας και χαμογελάμε!
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!!!
Αυτό δεν σκέφτεσαι να το εκδώσεις;
Εξαιρετικό και πολύ συγκινητικό!
Μπράβο Σοθζάνα!!! Έφη Α.
....καταπληκτικό ε συνεπήρε!!! 64
Ωραιο παραμυθακι.
Η καλοσυνη παντα ανταμοιβεται.
Δημοσίευση σχολίου