Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2008

Παραμύθι: Το χαλί που ήθελε να γίνει μαγικό (Α' μέρος)

 








Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χαλί με χρυσά σχέδια και κρόσσια. Ήταν ένα πολύ όμορφο χαλί. Όμως δεν του άρεσε να είναι κάτω στο πάτωμα.
-Γιατί να με πατάνε όλοι; σκεφτόταν. Είμαι τόσο όμορφο και μαλακό, αξίζω κάτι καλύτερο. Μακάρι να ήμουν ένα μαγικό χαλί και να πετούσα στο γαλάζιο ουρανό πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες της Δαταβάγης. . .








Μια μέρα λοιπόν που το έβγαλαν στο μπαλκόνι για να το τινάξουν, αποφάσισε να κάνει το μεγάλο τολμημα. Έδωσε μια και φλαπ! έπεσε κάτω και προσγειώθηκε σ΄ ένα μεγάλο κάρο που κουβαλούσε πέτρες.
-Και τώρα; σκέφτηκε αγχωμένο. Τί γίνεται;
-Ποιος είσαι εσύ και τί κάνεις εδώ; ρώτησε μια πέτρα.
-Είμαι ένα χαλί και βρέθηκα εδώ καταλάθος, εξήγησε εκείνο. Πού πάμε;
-Πάμε έξω από την πόλη να χτίσουμε έναν ανεμόμυλο.
-Τί είναι ο ανεμόμυλος; ρώτησε το χαλί.
-Δεν ξέρω, είπε η πέτρα.
-Τότε;
-Τί τότε;
-Πώς γίνεται να φτιάχνεις κάτι χωρίς να ξέρεις τί είναι;
Η πέτρα προβληματίστηκε.
-Εσείς ξέρετε τί είναι ο ανεμόμυλος; ρώτησε γυρίζοντας στους συναδέλφους της.
Εκείνοι άρχισαν να μουρμουρίζουν απορημένοι. Τότε ένα δυνατό τράνταγμα έριξε το χαλί κάτω στο δρόμο και το κάρο απομακρύνθηκε. Αλλά τότε σταμάτησε ένας τσιγγάνος με την άμαξά του και το πήρε.
-Ωχ, πολύ κουνάει, σκέφτηκε το χαλί. Ζαλίζομαι.
-Γεια σου! άκουσε μια φωνή.

Ήταν ένα βιολί.
-Γεια, είπε με όλη του την ευγένεια. Συγνώμη για την αναστάτωση.
-Δε βαριέσαι, έκανε το βιολί. Δε βλέπεις πόσοι είμαστε εδώ μέσα; Ένας παραπάνω, ένας παρακάτω, τί σημασία έχει;
-Εσύ το λες αυτό γιατί έχεις πιάσει όλο το χώρο, είπε το δοξάρι. Για ρώτα λίγο και τους άλλους.
-Αμάν πια με τη γκρίνια σου, είπε το βιολί.
-Βέβαια, όταν κάποιος ζητάει το δίκιο του τον λένε γκρινιάρη, είπε το δοξάρι. Όμως εγώ. . .
-Δε σταματάτε λίγο και οι δυο; είπε η μαγική σφαίρα. Μας έχετε κουράσει εσείς οι δυο με τους τσακωμούς σας.
Κοίταξε καλοσυνάτα το βιολί.
-Πώς βρέθηκες εδώ; ρώτησε. Δε φαίνεσαι να είσαι από το δικό μας το συνάφι.
-Βγήκα στον κόσμο να βρω την τύχη μου και να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, είπε με πίστη το χαλί.
-Και ποιο είναι το όνειρό σου; ρώτησε η μαγική σφαίρα κρυφοχαμογελώντας.
-Θέλω να γίνω μαγικό χαλί και να πετάω πάνω από τους χρυσούς μιναρέδες. Βαρέθηκα να είμαι χαλί για το πάτωμα.
-Χμ, έκανε σκεφτική η σφαίρα, αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο.
-Το ξέρω, είπε στεναχωρημένο το χαλί. Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν έχει ιδέα τί πρέπει να κάνω.
-Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας; πρότεινε το δοξάρι.
-Πού πάτε;
-Εσύ πού πας;
-Στη Δαταβάγη. Θέλω να πάω γιατί έχω ακούσει ότι εκεί υπάρχουν μαγικά χαλιά.
-Α, δεν πάμε εκεί, είπε το βιολί. Κρίμα. Πάμε στο Πασίρι.
-Μα εγώ δε θέλω να πάω στο Πασίρι! είπε το χαλί. Ωχ, πώς θα κατέβω τώρα από ΄δω πάνω;
-Κυλήσου και πέσε από το κάρο, είπε το βιολί.
-Δε μπορώ, κόλλησα. . .
-Πήδα!
-Δε μπορώ!
-Έχουν μπλεχτεί τα κρόσσια σου στα ξύλα, είπε η σφαίρα. Γι΄ αυτό έχεις κολλήσει.
-Ωχ, ωχ, έκανε το χαλί πανικόβλητο. Τώρα τί θα κάνω; Πώς θα φύγω;
-Τράβα! φώναξε η σφαίρα. Τράβα δυνατά!
-Δε μπορώ να ξεκολλήσω!
Το βιολί και το δοξάρι το έπιασαν κι άρχισαν να το τραβάνε με όλη τους τη δύναμη για να το βοηθήσουν.
-Όχι, όχι, μη με τραβάτε έτσι! στρίγκλισε το χαλί. Θα μου ξεκολλήσουν τα κρόσσια!
-Μη σε νοιάζει για τα κρόσσια, είπε η σφαίρα σοβαρά. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φύγεις. Ή θα χάσεις μερικά από τα κρόσσια σου ή θα μείνεις εδώ.
-Δε θέλω να χάσω τα ωραία κρόσσια μου! έκανε απελπισμένο το χαλί. Είναι χρυσά!
-Τότε ξέχνα τ΄ όνειρό σου. Θα πας στο Πασίρι.
-Δε θέλω στο Πασίρι! Θέλω στη Δαταβάγη!
-Πρέπει να κάνεις μια θυσία λοιπόν, είπε η σφαίρα. Δε γίνεται αλλιώς. Λοιπόν, τί προτιμάς;
Το χαλί σκέφτηκε λίγο.
-Εντάξει! Φώναξε με θλίψη. Ωραία λοιπόν! Τραβήξτε με!

Μ΄ ένα απότομο τράβηγμα τα κρόσσια του ξηλώθηκαν και ξεκόλλησε, και το τράνταγμα της άμαξας το βοήθησε να κυλήσει και να σωριαστεί στο χώμα.
-Ααα. . .! Τα ωραία κρόσσια μου. . .! Τα ωραία χρυσά μου κρόσσια. . .! άρχισε να θρηνεί.
-Γεια σου και καλή τύχη! φώναξε το βιολί.
-Για να γίνεις μαγικό πρέπει να βρεις ένα τζίνι! φώναξε η σφαίρα. Μ΄ ακούς; Ένα τζίνι!


Ζαλισμένο από το πέσιμο, το χαλί συνέχισε να κλαίει.
-Μπουχουχου. . . Είμαι κουτσοδόντικο τώραα. . . Ποιο τζίνιιι; Δε θα γίνω ποτέ μαγικόοο. . . Κανείς δε θέλει ένα βρώμικο κουτσοδόντικο χαλίιι. . . Μπουχουχου. . . Τί θα κάνωω. . .; Θα μείνω για πάντα εδώ πέρααα. . . Στην ερημιάααα. . .
-Σιγά, ρε φίλε, μας ξεκούφανες! άκουσε μια δυνατή φωνή από πάνω του. Τί φωνάζεις έτσι; Κι άλλοι έχουνε προβλήματα αλλά δεν ενοχλούν όλο τον κόσμο!
Παραξενεμένο το χαλί σταμάτησε τα κλάμματα και κοίταξε από πάνω του.
-Ποιος μου μιλάει; ρώτησε καχύποπτα.
-Ποιος θες να σου μιλάει; Εγώ, το δέντρο.
-Α! Και τί θες;
-Τί θέλω; Να μη φωνάζεις έτσι, αυτό θέλω!
-Να μη σε νοιάζει εσένα! έκανε με πείσμα το χαλί, ντροπιασμένο που το είχαν δει σε μια στιγμή αδυναμίας. Να κοιτάς τη δουλειά σου, ό,τι θέλω θα κάνω, εντάξει;
-Μήπως θες βοήθεια; ρώτησε το δέντρο.
-Όχι.
-Σίγουρα;
-Δε μπορείς να με πας στη Δαταβάγη, μπορείς;
-Όχι, είπε το δέντρο με ειλικρίνεια.
-Μήπως μπορείς να μου βρεις ένα τζίνι;
-Μπα, έκανε το δέντρο.
-Τότε παράτα με.
-Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή.
-Τί να την κάνω;
-Να την ακούσεις.
-Δεν τη θέλω.
-Μα άσε πρώτα να σου πω.
-Όχι δε θέλω.
-Ουφ, καλά λοιπόν. Αφού είσαι ηλίθιος, εγώ πάω πάσο. Σκασίλα μου κι αν θα μείνεις εδώ μέχρι την άλλη βδομάδα.
Το χαλί δεν απάντησε αλλά συνέχισε να στέκεται εκεί πέρα μουτρωμένο, μέχρι που άρχισε να βραδιάζει, και τότε βαρέθηκε κι άρχισε να σκέφτεται πιο λογικά.
-Ε, κύριε δέντρο! έκανε δήθεν αδιάφορα.
-Μπα, τώρα γνωριζόμαστε; κορόιδεψε το δέντρο.
-Τί συμβουλή ήθελες να μου δώσεις πριν;
-Δεν ξέρω, τώρα την ξέχασα.
-Έλα, πες μου! Βαρέθηκα εδώ πέρα!
-Αυτό να σου γίνει μάθημα και να φέρεσαι με περισσότερη ευγένεια σ΄ όσους προσπαθούν να σε βοηθήσουν, είπε το δέντρο. Όχι να θυμώνεις και να φωνάζεις επειδή σου έγινε μια παρατήρηση.
Το χαλί ντράπηκε πολύ για τη συμπεριφορά του.
-Συγνώμη, είπε κοκκινίζοντας. Έχεις δίκιο.
-Τέλος πάντων, είπε το δέντρο υποχωρητικά. Αυτό που ήθελα να σου πω είναι να κυλήσεις μέχρι κάτω σ΄ όλη αυτή την κατηφόρα. . .
-Γιατί; έκανε ανυπόμονα το χαλί.
-Από΄κει είναι το ποτάμι. Ξέρεις κολύμπι;
-Όχι.
-Μμ, αυτό θα σε δυσκολέψει λίγο, αλλά στο τέλος θα φτάσεις. . .
-Πού θα φτάσω;
-Στην πόλη, πού αλλού;
-Ποια πόλη;
-Μα τα χίλια σπουργίτια! Στη Δαταβάγη βέβαια!
Το χαλί τα έχασε από τη σαστιμάρα του.
-Στη. . . είπες. . . στη Δατα. . .
-. . .βάγη, ναι, είπε ανυπόμονα το δέντρο. Δεν ξέρω γιατί θες να πας εκεί, αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος να φύγεις από δω.
-Μα ναι, μα ναι, εκεί θέλω να πάω! φώναξε τρελό από τη χαρά του το χαλί. Πες μου, τι πρέπει να κάνω;
-Λοιπόν, θα κυλήσεις μέχρι κάτω, εκεί είναι το ποτάμι, εξήγησε το δέντρο. Μετά θα περιμένεις.
-Τί θα περιμένω;
-Α, μα τίποτα δεν καταλαβαίνεις; αγανάκτησε το δέντρο. Θα περιμένεις να βρέξει!
-Να βρέξει; Γιατί;
-Για να φουσκώσει το ποτάμι βέβαια! φώναξε το δέντρο τραβώντας τα φύλλα του μ΄ αυτά που άκουγε. Τότε θα σε παρασύρει το νερό κι έτσι θα μπορέσεις να φτάσεις μέχρι την πόλη!
-Ααα! Ευχαριστώ πολύ! έκανε κατενθουσιασμένο το χαλί. Φεύγω, γεια σου!
Γύρισε μονομιάς κι άρχισε να τσουλάει στην κατηφόρα.
-Πρόσεχε! φώναξε από πάνω το δέντρο. Πρόσεχε μη μπλεχτείς πουθενά!
Πλατς! έπεσε μέσα στο ποταμάκι κι έγινε μούσκεμα.
-Mπρρρ, τί κρύο που είναι. . ., τουρτούρισε. Παγωμένο. Και τώρα δηλαδή πόσο θα πρέπει να περιμένω;
-Τί περιμένεις; ρώτησε ένας κοκκινολαίμης.
-Περιμένω να βρέξει για να φουσκώσει το ποτάμι, εξήγησε πρόθυμα το χαλί έχοντας ξαναβρεί την καλή του διάθεση κι έχοντας ξεχάσει πια τα ξηλωμένα του κρόσσια.
-Τσίου τσίου, θα βρέξει απόψε, κελάηδησε ο κοκκινολαίμης.
-Πού το ξέρεις;
-Το ξέρω, το ξέρω, τσιριτρί. Θα βρέξει απόψε, όλα τα πουλιά το ξέρουν. Καληνύχτα, τσίου τσίου!
-Στάσου, περιμένε! Έφυγε. . .
Το χαλί παρέμεινε μόνο του, λασπωμένο μέσα στα βρύα. Άρχισε να κρυώνει, κι ήταν και σκοτεινά γιατί είχε πέσει πια για τα καλά η νύχτα, και φοβότανε. Ο κοκκινολαίμης όμως ήξερε τί έλεγε γιατί πραγματικά σε λίγο ξέσπασε μια τρομαχτική καταιγίδα. Έβρεχε τόσο πολύ που τελικά το ποτάμι φούσκωσε. Το χαλί άρχισε να επιπλέει ανάμεσα στα υδρόβια φυτά και τις ρίζες σφυρίζοντας.
-Τί ωραία, τί ωραία! τραγουδούσε. Πάω, πάω, ταξιδεύω! Πάω στη Δαταβάγη, τριαλαλί, τριαλαλό!
Και κυλούσε και κυλούσε στο μεγάλο ποταμό, και τελικά, μετά από μερικές μέρες, κι αφού έπεσε τσιρίζοντας από έναν καταρράκτη και γνώρισε έναν σολωμό που κολυμπούσε πάντα αντίθετα στο ρεύμα κι έναν βάτραχο που το όνειρό του ήτανε να γίνει φημισμένος τενόρος, αντίκρισε πια μπροστά του την πανέμορφη Δαταβάγη με τους χρυσούς μιναρέδες κι έχασε τη φωνή του από τη συγκίνηση και τη χαρά του.




( Συνεχίζεται... )



___________________________________

κείμενο και σκίτσα: Σ. Χατζηνικολάου

7 σχόλια:

ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ είπε...

Έξυπνο - διδακτικό - και με χιούμορ, αλλά υπερβολικά μεγάλο (φαντάσου και συνεχίζεται....χαχαχαχαχα)θα τα πάρει ο ύπνος τα καημένα τα παιδάκια ΕΚΤΟΣ και άν αυτός είναι ο στόχος...χαχαχαχαχα.....ΜΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΔΙΑΘΕΣΗ, ΣΑΣ ΤΑ ΛΕΩ ΑΥΤΑ,ΕΤΣΙ ?

Παναγιώτης Σιμιτσής είπε...

Ξέρεις, τα παιδάκια στην εποχή μας έχουν ανάγκη τον ύπνο... θα έλεγα, μάλιστα, ότι πρέπει να κοιμούνται όσο μπορούν περισσότερο για όσο είναι ακόμη παιδιά, γιατί μπορούν και πλέκουν στα όνειρά τους τα πιο μαγευτικά παραμύθια από σκόρπιες σκέψεις και εικόνες.

Έχουν καιρό να μείνουν ξάγρυπνα από τις έγνοιες... έχουν όλη την υπόλοιπη ζωή για να πετάγονται κάθιδροι από το κρεβάτι τους έχοντας στα μάτια τον τρόμο από τις τελευταίες θύμησες του εφιάλτη...

Διάβασε στο παιδί το παραμύθι και μη σε νοιάζει που είναι μεγάλο... και μη σε νοιάζει αν δεν το ακούσει ολάκερο και κοιμηθεί στη μέση της αφήγησης. Στον ύπνο του θα συνεχίσει να το ζει και -ποιος ξέρει;- ίσως φανταστεί μια ακόμη καλύτερη συνέχεια γι αυτό...

ΥΓ.: Ευχαριστώ για το σχόλιο... πατριώτη

Σουζάνα Xατζηνικολάου είπε...

Σ΄ ευχαριστώ κι εγώ και χαίρομαι που σου άρεσε. Ίσως, αν δεν τους το διάβαζες πριν την ώρα του ύπνου; :)

Όταν έγραφα τους διαλόγους γελούσα μόνη μου, γι΄ αυτό και τους άφησα όπως βγήκαν την πρώτη φορά, παρότι μακροσκελείς. Κι άλλωστε, η αναζήτηση και η εκπλήρωση ενός ονείρου δε μπορεί να σύντομη υπόθεση, έτσι δεν είναι;

Unknown είπε...

den kserw an tou fanhke megalo to paramythi tou MR/MRS SKORPION THOUGHTS,alla egw pou molis gyrisa apo brazilia kai pasxw apo jet lag xreiazomoun ena tetoio gia na me parei o upnos.Sto katw katw ektos apo mikra paidia yparxoume kai emeis oi megaloi pou para ta xronia eksakolouthoume akomh na oneireuomaste.well done suzana ,keep writing!!

Σουζάνα Xατζηνικολάου είπε...

Ευχαριστώ Χρήστο, σε περίπτωση που δεν το κατάλαβες συνεχίζεται, έχει και 2ο και 3ο μέρος, χα χα! Πάτα το τελευταίο λινκ και θα δεις!
Εννοείται ότι εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε, άλλωστε χωρίς τη μαγεία του ονείρου η ζωή θα ήταν πολύ βαρετή. Τώρα, το ότι σε πήρε ο ύπνος δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι είναι καλό! :)

george είπε...

Τί πανέμορφο και μαγικό παραμύθι...!! Επίσης πεπει να τονίσω πως είναι τόσο ωραία γραμμένο που πλημμυρισα με χρωματα και ήχους καθώς το διάβαζα. Μπράβο Σουζάνα... Μπράβο!

Σουζάνα Xατζηνικολάου είπε...

Γιώργο σ΄ευχαριστώ πολύ. :))