Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

Ήρωες, Ηρωισμός και... Μυθολογία

Έννοιες πλαστές αμφότερες. Λέξεις δημιουργημένες για να εξαπολύσουν τις γαμψόνυχες ερινύες πάνω απ’ τα κεφάλια της έρμης ανθρωπότητας που δεν είναι κατά διάνοια «ηρωική». Έννοιες με διττή σχέση ως προς το Χρόνο: Γιατί απ’ τη μια διεκδικούν την ύπαρξή τους στη σφαίρα της απειροελάχιστης χρονικής στιγμής κι από την άλλη δεν τις βρίσκει κανείς σ’ ολάκερη τη σφαίρα της άπειρης χρονικής διάρκειας. Ρωτώ: «Ποια διάσταση του χρόνου έχει σημασία για εσάς: η στιγμή ή η διάρκεια;» Αν μου απαντήσετε: «η πρώτη», τότε, ναι, πιστέψτε στον ηρωισμό, πιστέψτε και στους ήρωες και σ’ όλα τ’ άλλα παραμύθια.

Ο Χρόνος… τι διαβρωτικό φυσικό μέγεθος! Πόσο συγγενής του εντροπικού μαρασμού των πάντων! Και σύνωρα πόσο θεμελιακή κινητήρια δύναμη της ζωής!

Θα σας πω γιατί ο Ηρωισμός, αν βέβαια υπάρχει κάτι τέτοιο, είναι από γενεσιμιού του σε σκληρή κι ανελέητη αντιπαράθεση με το Χρόνο, χάνοντας φυσικά σ’ όλες τις μεταξύ τους μάχες. Επιτρέψτε μου μονάχα να κατασκευάσω μια παραβολή, ένα επιπρόσθετο κεφάλαιο στη Μυθολογία

...για να σκεφτώ…

Στην αρχή ήταν το Χάος. Ένα κατασκότεινο σαν πίσσα έρεβος, άναρχο κι αγέννητο, που είχε σκεπάσει με το βαρύ του πέπλο όλα όσα υπάρχουν από πάντα και θα υπάρχουν για πάντα, μα που εκείνη την εποχή του ζόφου δεν είχαν ακόμη ξεπεταχτεί στο χώρο που ορίζουν οι καρτεσιανές τρεις διαστάσεις και, επομένως, κανείς δε μπορεί να πει πως, αν ζούσε τότε κι έβλεπε, θα μπορούσε να διακρίνει με οποιαδήποτε από τις πέντε αισθήσεις του το παραμικρό. Υπήρχαν, εντούτοις, άπειρες πιθανότητες και δυνατότητες για Δημιουργία και όλα έδειχναν να κρέμονται από μια αραχνοΰφαντη κλωστή.

Kάποτε, για λόγους άγνωστους και ανεξήγητους (ακόμη και για το μέγα εκείνο Χάος) η κλωστούλα, που τη ροκάνιζαν από καιρό χίλιες αόρατες μικρές αιτίες, έσπασε. Και τότε ο δυνάμει Κόσμος ελευθερώθηκε μ’ ένα αναστεναγμό ανακούφισης από το αφόρητο πέπλο του Χάους που ως τότε τον κατασκέπαζε. Και βγήκαν στην επιφάνεια μυριάδες μικρά και μεγάλα θάματα για ν’ αρχινήσουν να υπάρχουν. Κι όλα ήταν ωραία κι άγια μες στην ακινησία και την αιωνιότητά τους. Λαμπίριζαν και χαμογελούσαν το ένα στο άλλο ανταλλάσσοντας ματιές γεμάτες ενθουσιασμό κι αγνότητα, γιατί όλα είχαν τη θέση τους στον Κόσμο, επακριβώς οριοθετημένη κι απροσπέλαστη μέσα στις τρεις διαστάσεις του Χώρου. Και είχαν μια θεά να τα διαφεντεύει, μια βασίλισσα ακέραιη κι αμόλευτη, την Τάξη, που με το κοφτερό της το σπαθί, που κράδαινε στο ένα και μοναδικό της χέρι, διασφάλιζε αιώνια την ύπαρξη όλων ανεξαιρέτως των υπηκόων του απέραντου βασιλείου της.



Το Χάος, που για κάμποσο καιρό είχε αποτραβηχτεί σε μια υγρή και σκιερή γωνιά του Σύμπαντος, σ’ ένα κρυφό σε όλους μέρος μισούσε όσο τίποτε άλλο την πανώρια Τάξη και βάλθηκε να καταστρώνει με το νου του σχέδια επί σχεδίων για το πώς θα κατάφερνε να ανατρέψει τη δυσάρεστη και ασύμφορη σ’ αυτό κατάσταση, όπου οικτρά είχε υποπέσει, αναγκασμένο να λαθροβιεί και να ανασαίνει άηχα προκειμένου να μην τον ανακαλύψουν οι εχθροί του. Σκεφτόταν… όλο σκεφτόταν… χωρίς ποτέ να κουράζεται, ή να αναρωτιέται πόσο καιρό θα κρατούσε η μιζέρια του, μιας και κανείς εκείνη την εποχή δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι πάει να πει χρόνος…



Χρόνος; Τι ήταν πάλι και τούτο; Μα ναι… πώς και δεν το είχε σκεφτεί από την αρχή; Αυτή η σκέψη έμελλε να είναι η τελευταία που έκανε το Χάος. Η ύστατη και λυτρωτική. Και τότε το σκοτεινό άντρο όπου είχε αυτοεξοριστεί μετατράπηκε μεμιάς σε ένα πραγματικό εργαστήριο, όμοιο με κάποιο αλχημιστικό studiolo γεμάτο από ανάκατους σωλήνες, φυάλες και φυαλίδια, αναρροφητήρες, φυσερά και πύρινες εστίες. Ποτέ κανείς δε θα μάθει πώς το Χάος κατάφερε να γεννήσει ολομόναχο δυο τέκνα, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι που τα ονομάτισε: Χρόνο κι Εντροπία. Αγάπησε τόσο πολύ αυτά τα δυο παιδιά του και πίστεψε τόσο στην ικανοποίηση της εκδίκησης που θα του χάριζαν, ώστε, κουρασμένος από τα βάσανα του τοκετού και της λοχείας, πήρε την απόφαση να αποσυρθεί για όσο απαιτούνταν προκειμένου να αναλάβει ξανά.


Όταν ο Χρόνος ενηλικιώθηκε, παντρεύτηκε κρυφά την Εντροπία και οι δυο τους έγιναν ζευγάρι. Καθώς η βασιλεία της Τάξης συνέχιζε στον Κόσμο και τα δύο νεαρά βλαστάρια του Χάους δεν αποφάσιζαν να κάνουν τίποτε προς ικανοποίηση του πάθους του πατρός τους, εκείνος ξύπνησε οργίλος από το λήθαργό του και τα κατσάδιασε για τα καλά. Τους απείλησε με την απόλυτη τιμωρία (τέτοια όπως μόνο σε θεούς σαν και δαύτους ταιριάζει): την αιώνια ανυπαρξία. Τα δύο αδέρφια ευθύς φοβήθηκαν τόσο που ανέλαβαν δίχως άλλες καθυστερήσεις την προκαθορισμένη, προγραμμένη τους δράση.






Και τότε εξαπολύθηκαν με όλη τη λυσσαλέα τους ορμή και την καταστρεπτική μανία και λεηλάτησαν από κοινού συντεταγμένα το βασίλειο της Τάξης. Ο Χρόνος έπιανε ένα – ένα τα υπαρκτά του Κόσμου, τα μαστίγωνε ανελέητα, τα ασχήμαινε μέχρι βαθμού αποσύνθεσης και τα παρέδιδε στην αδερφή του, την Εντροπία. Εκείνη έπαιρνε αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα όλα τα σάψαλα και τ’ απομεινάρια της καταστροφής που προκαλούσε ο αδερφός της και τα πολτοποιούσε σε τέτοιο βαθμό που στο τέλος δεν έμενε από την πρωτινή τους θαυμαστή υπόσταση παρά μια ανεπαίσθητη θερμότητα που διαχεόταν παντού στο Σύμπαν.

Η θεά Τάξη μάταια προσπαθούσε με το σπαθί που κράδαινε γερά στο μοναδικό της χέρι να αντισταθεί και να υπερασπίσει το βασίλειό της. Τελικά απόκαμε κι έμεινε άπραγη να κοιτά το ρημαγμό του άλλοτε περήφανου βασιλείου της. Παράτησε, το λοιπόν, το θρόνο της και αυτοεξορίστηκε με τη σειρά της. Από την κρυφή γωνιά της έβλεπε τους πρώην υπηκόους της να έχουν μπει σε μια καταστρεπτική αέναη κίνηση χωρίς σκοπό, με τέτοια, μάλιστα, φρενίτιδα που ο ένας χτυπούσε κατά λάθος πάνω στον άλλο και εκείνη την απειροελάχιστη στιγμή της σύγκρουσης γεννιόταν κάτι άλλο που ποτέ πριν δεν υπήρξε ολόιδιο.



Βάλθηκε τότε κι εκείνη με τη σειρά της να σκεφτεί μια λύση, να βρει ένα τρόπο να ξανακερδίσει το βασίλειο του Σύμπαντος και να ανακαταλάβει την εξουσία, ρίχνοντας μια και για πάντα στα Τάρταρα τα δυο αυτά ακόλαστα αδέρφια και τον τύραννο πατέρα τους. Αντίθετα με το Χάος, εκείνη κουραζόταν περισσότερο για να σκεφτεί, μιας και, πλέον, ένιωθε πάνω στους ώμους και μες στο εργατικό μυαλό της το χρόνο να περνά και συνειδητοποιούσε ένα προς ένα τα Λεπτά, τις Ώρες, τις Ημέρες, τις Εβδομάδες, τους Μήνες, τα Χρόνια, τις Δεκαετίες, τους Αιώνες, τις Χιλιετίες, όλα αυτά τα τερατογενή άνομα παιδιά της βδελυρής ένωσης του Χρόνου με την αδερφή του, να περνούν από μπρος της και να την ταλανίζουν, προσδίδοντας στους λογισμούς της το επιπρόσθετο φορτίο της επίγνωσης του χρόνου, της ματαιότητας, της Βιασύνης και της Ανυπομονησίας (άλλα δυο δαιμόνια τέκνα του Χρόνου). Και πάνω στη βιασύνη της πίστεψε πως βρήκε τελικά τη λύση.

Ακολουθώντας το σχέδιο που ετοίμασε, μεταμορφώθηκε σε Εντροπία και πλησίασε το Χρόνο, αφού πρώτα είχε φροντίσει να παρακολουθήσει στενά την αδερφή του και να μάθει με λεπτομέρειες τις ώρες που τα δυο αδέρφια δεν ήταν μαζί. Έβαλε τα δυνατά της και επιστράτευσε όλη τη γυναικεία καπατσοσύνη της για να φανεί ελκυστική και θελκτική μπροστά στο Χρόνο. Εκείνος αμέσως έπεσε στην παγίδα και πλάγιασε μαζί της. Μετά την παράνομη ένωσή τους, η Τάξη αποσύρθηκε και πάλι στη γωνιά της εξορίας της, σίγουρη πως είχε συλλάβει και έμεινε εκεί να περιμένει με καρτερία την ώρα του τοκετού. Τελικά, όπως το είχε φανταστεί, γέννησε ένα παιδί γερό και υγιέστατο. Πριν προλάβει να το καλοδει και να το ονοματίσει, την ξανάπιασαν οι πόνοι της γέννας και εντός ολίγου γέννησε κι άλλο, κι έπειτα ακόμη ένα, κι άλλο… κι άλλο. Όταν κάποτε το μαρτύριό της πήρε τέλος, εκείνη ανέγειρε κατάκοπη το μουσκεμένο από τον ιδρώτα κεφάλι της για να αποθαυμάσει τα τέκνα της… και αντίκρισε μπροστά της μια απέραντη στρατιά από μικρά γεροδεμένα πλασματάκια που την κοιτούσαν στα μάτια και περίμεναν τις προσταγές της, θαρρείς από την κούνια τους ετοιμοπόλεμα.


«Τι είναι πάλι τούτα δω!» αναρωτήθηκε έντρομη, όπως αισθάνεται μια μάνα που τόσο κόπο κι όνειρα έκανε να γεννήσει και ξάφνου βλέπει εμπρός της ένα έκτρωμα, δίχως να μπορεί να πιστέψει πως αυτό το τέρας βρισκόταν τόσο καιρό μες στην κοιλιά της και απομυζούσε το «είναι» της για να αναπτυχθεί άναρχα και ακανόνιστα.

«Αυτά στην ένδοξη γενιά μας των θεών
Αδύνατο ν’ ανήκουν!
Απλά ανθρωπάκια είναι.
Τι έφταιξα η δύστυχη
Για να ‘χω τέτοια μοίρα!»

Μα σαν το καλοσκέφτηκε αναθάρρησε. Τα μέτρησε ένα – ένα και, υπολογίζοντας τον αριθμό τους, είπε τα παρακάτω λόγια:

«Δεν είναι δα αδύνατο
Μια τέτοια αμέτρητη στρατιά
Τον ιερό σκοπό που όρισα να υπηρετήσει…
Θα τα βοηθήσω δίτροπα
Αμείλικτα να γίνουν
Και το βασίλειο που άλλοτε διαφέντευα
Σε με ν’ αντιγυρίσουν.
Ο πρώτος τρόπος ο εξής:
Ημίθεους εσάς ορίζω
Ώστε κανείς να μη μπορεί
Ποτέ για να σας ψέξει.
Είστε, λοιπόν, ένα σκαλί
Πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους
Κι ως τέτοιοι με θεούς πραγματικούς
Μπορείτε να τα βάλτε.
Ο δεύτερος τρόπος ο εξής:
Έλα κοντά Ιστορία μου,
Εσύ καλή μου φίλη,
Έλα να σε ορίσω,
Εσύ κόρη ξερακιανή και χιλιολατρεμένη
Που όλοι μες στον κόρφο σου
Αποζητούν να ζήσουν.
Εσύ που βρίσκεσαι παντού
Και ολούθε τριγυρίζεις
Και στ’ ανοιχτό κιτάπι σου
Όμοια τ’ άγια και τα βδελυρά
Δίχως σταματημό σημειώνεις
Χωρίς τη δυνατότητα κανείς να σε φιμώσει.
Πάρε λοιπόν την πένα σου και το βαρύ κιτάπι
Βγάλε και πόδια χίλια δυο
Για να μπορείς να τρέχεις
Παντού ξοπίσω από τα τέκνα μου αυτά
Όπου και αν πηγαίνουν.
Χέρια άλλα τόσα πάνω σου
Να ξεφυτρώσουν θέλω
Ώστε τ’ ανδραγαθήματα και τις αποκοτιές τους
Μπορετό να ‘ναι για σένα
Αυτοστιγμή πλήρως να καταγράφεις.
Μήτε το παραμικρό κατόρθωμα
Εσέ να σου ξεφεύγει.
Πάτε κι εσείς παιδάκια μου
Μπρος απ’ την Ιστορία
Τον πόλεμο τον ιερό
Κηρύξτε στ’ όνομά μου
Όπου ανομία και κακό
Εκεί πάντα να είστε
Κι ενάντια να παλεύετε
Μ’ όλες σας τις δυνάμεις.
Είστε πολλοί και όνομα
Ξεχωριστό σε κάθε έναν από σας
Δεν ημπορώ να δώσω.
ΗΡΩΕΣ, όμως, σας καλώ
Προσδιορισμό και ίδιον
Ως τέτοιο που σας πρέπει.
Φύγετε τώρα, πάνετε
Τη μάχη ν’ αρχινήστε!»

Και έτσι ξεχύθηκαν οι ήρωες να πολεμήσουν το κακό και την αταξία του κόσμου. Όπου υπήρχαν άνθρωποι που από κατακτητικό ζυγό καταπιέζονταν, όπου υπήρχαν πένητες που λιμοκτονούσαν μες σε ανισόρροπες κοινωνικά ομάδες, παντού ξεφύτρωνε κι ένας ήρωας και προσπαθούσε να κάνει το Καλό, να επιβάλλει την Τάξη και να δώσει λίγη χαρά σε στόματα από γεννησιμιού σφιχτοσφαλισμένα λόγω της καταφρόνιας, της αδικίας και της ανέχειας. Και η γοργόπτερη και πολύγραφη Ιστορία έτρεχε συνεσταλμένη και ακούραστη ξοπίσω από τον καθένα από αυτούς τους ήρωες και κατέγραφε τα κατορθώματά τους, έτσι ώστε να μπορούν συν τω χρόνω να τα εξιστορούν προφορικά, ή να τα διαβάζουν οι υπόλοιποι άνθρωποι, που δεν τους έλαχε ο κλήρος να γεννηθούν ήρωες και που χαμέρπουν σαν τα σκουλήκια και χώνονται στις τρύπες τους για να κρυφτούν.


Κάποτε, δυστυχώς, η Εντροπία πληροφορήθηκε πως στο ασύδοτο και άναρχο βασίλειό της γινόταν αναστάτωση από κάποιους ημιθνητούς, ή ημίθεους (οι πληροφορίες ως προς αυτό ήταν συγκεχυμένες) που εμφανίστηκαν από το πουθενά ως κεραυνός εν αιθρία και βάλθηκαν να κηρύττουν την άσπονδη εχθρό της, Τάξη, στους ανθρώπους. Ευθύς έτρεξε να το πει στον αδερφό της και να του ζητήσει να τη συντρέξει. Ο Χρόνος, σαν άκουσε την είδηση, εξανέστη και το Σύμπαν σείστηκε από τον απόηχο της βροντερής οργής του. Η αδερφή του μάταια προσπάθησε να τον καταπραΰνει, να τον ηρεμήσει, συμβουλεύοντάς τον πως «η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο και δεν πρέπει να παίρνεται ασυλλόγιστα εν θερμώ». Πέρασε κάμποσος καιρός και κάποια μέρα ο Χρόνος βρήκε τη λύση. Κάλεσε κοντά του την Εντροπία και, έπειτα από περιπαθή συνουσία, η δεύτερη συνέλαβε δυο τέκνα, που σαν γεννήθηκαν τα ονόμασαν: Στιγμή και Διάρκεια.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή της γέννησής τους, με το πρώτο αλληλοκοίταγμα, μίσησαν το ένα το άλλο τόσο πολύ που αρχίνησαν να μαλώνουν και να αλληλοσκοτώνονται. Μετά από απελπισμένες μάχες η Διάρκεια νίκησε και εξοβέλισε την αδερφή της, τη Στιγμή, στο υπερπέραν, εκεί όπου απλώνεται η Σφαίρα του Θεωρητικού και του Ιδανικού, εκεί που κατοικούν και όλες οι υψηλές Ιδέες και Έννοιες και δεν τους είναι δυνατό να κατέβουν στον πραγματικό κόσμο, παρά μόνο αρκούνται να βλέπουν το στρεβλό και διαθλώμενο είδωλό τους να αντικατοπτρίζεται στη Γη όπου πατούν και ζουν οι Άνθρωποι.

Η Διάρκεια, ορμηνευμένη από τους γονείς της έτρεξε κάτω στη Γη να βρει και να εξοντώσει τους απανταχού ήρωες. Με πραγματική λύσσα έπιασε κάμποσους από δαύτους και τους διαστρέβλωσε, τους ακρωτηρίασε, τους πήρε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα και τους γέμισε με αμφιβολίες για τη σπουδαιότητα και την αναγκαιότητα των ηρωικών τους πράξεων. Και δεν αρκέστηκε μονάχα στον άμεσο πόλεμο που κήρυξε εναντίον τους. Τους πολέμησε και έμμεσα, ύπουλα, βάζοντας τους άλλους ανθρώπους να αμφιβάλλουν για τους ήρωές τους, να αποκτούν κορεσμό απέναντι στις ηρωικές πράξεις και να παύουν να πιστεύουν στα είδωλά τους. Η κοινωνία ολάκερη έγινε, πλέον, εχθρική απέναντί τους. Έπαψε να πιστεύει σ’ αυτούς.



Η μόνη σύμμαχος των ηρώων έμελλε να είναι η Στιγμή, παρότι είχε καταντήσει πια μια θεωρητική έννοια και δε μπορούσε να υπάρξει με σάρκα και οστά και να αποδειχτεί στην πράξη (όπως αντίθετα μπορούσε η άσπονδη αδερφή της, η Διάρκεια). Η Στιγμή κάλεσε μια μέρα όλους τους ήρωες και από την ολύμπια αταραξία της εκεί ψηλά όπου βρίσκεται τους είπε τα παρακάτω:


Ήρωες ‘σείς, καλοί μου φίλοι,
Πολύ για σας δυστυχισμένη είμαι
Και πράγματι λυπούμαι
Εδώ ψηλά στων Εννοιών και Ιδεών
Τη σφαίρα όπου κλεισμένη είμαι
Θύμα της αδερφής μου της ίδιας.
Θέλω μονάχα δυο κουβέντες να σας πω
Και τίποτα πιο πέρα.
Τούτο μόνο να ξέρετε,
Ω, τραγικές υπάρξεις:
Ο χαρακτηρισμός που η Μυθολογία
Που σας έδωσε πνοή σας έχει αποδώσει
Και που η Ιστορία η υπαρκτή,
Που σε διαμάχη βρίσκεται με τη Μυθολογία,
Με δίγνωμη καρδιά και
Περισσή σκέψεων αμφιβολία
Κάποτε καταδέχεται να χρησιμοποιήσει
Στα κείμενά της τα ιερά
Κι από το Χρόνο, τον άκαρδο πατέρα μου,
Πλήρως δοκιμασμένα κι άτεγκτα,
Ο χαρακτηρισμός, λοιπόν, αυτός
Απ’ όπου εμπνέεστε και ζείτε και πληθύνεστε
Είναι πλαστός και κίβδηλος,
Ολότελα εσφαλμένος.
Γιατί, το βλέπετε ολοκάθαρα κι εσείς:
Η Διάρκεια πάντα σας κατατρέχει
Και το αρχικό το ύψος σας
Και την κορμοστασιά σας
Συνέχεια ψαλιδίζει κι επικίνδυνα κονταίνει,
Μέχρι νάνοι να γίνετε
Και υπάρξεις ξεχασμένες.
Άλλο είναι ο ηρωισμός
Κι άλλο η ηρωική η πράξη.
Η πράξη είναι της Στιγμής,
Δική μου δηλαδή ‘ναι.
Τέτοιες μπορεί να κάνετε πολλές
Μα ήρωες δε θα ‘στε
Μιας και κάποτε η Διάρκεια θα σας εξαναγκάσει
Να υποπέσετε οικτρά στις άθλιες
Των κοινών ανθρώπων πράξεις
Και τότε ευθύς θα χάσετε υπόληψη και φήμη
Κι οι ανθρώποι οι υπόλοιποι
Που ανθρωποφάγοι είναι
Αμέσως θα ορμήσουνε να σας κατασπαράξουν.
Μην ξεγελιέστε το λοιπόν,
Και κάτι που τη Διάρκεια σύμμαχο απαιτεί να έχει
Ως είναι ο ηρωισμός
Μην το αποζητάτε,
Γιατί το Χρόνο αντίπαλο διαρκώς θα έχετε
Μες στη μικρή διάρκεια
Της ανθρώπινής σας ζήσης.
Σας βλέπω, είστε κατάκοποι,
Να τρέχετε αποκάματε
Απ’ τη φθορά και την αφάνεια
Μακριά για να γλιτώσετε.
Τα βλέφαρα σας κλείνουν
Απ’ την πολύχρονη αϋπνία νικημένα.
Άστε τους τίτλους σαν κι αυτόν του ήρωα
Κι άλλο μη σας βαυκαλίζουν.
Ξεκουραστείτε, το λοιπόν,
Μην άλλο αγρυπνείτε.

Οι ήρωες δεν πρέπει να κοιμούνται,
Ή, κι αν συμβαίνει αυτό,
Ανήσυχα κοιμούνται.



__________________________________

Πίνακες:

1. DALI Salvador, Melting Clock

2. GOYA Y LUCIENTES Francisco de, The Colossus, 1810-18

3. BOSCH Hieronymus, Triptych of Garden of Earthly Delights (detail), c.1500

4. BLAKE William, Isaac Newton, 1795

5. MICHELANGELO Buonarroti, Creation of Adam, 1510

6. GOSSAERT Jan (Mabuse), Adam and Eve, c.1520

7. GOYA Y LUCIENTES Francisco de, Saturn Devouring One of his Children, 1819-23

8. CHARPENTIER Constance, Melancholy, 1801

9. DYCK Sir Anthony Van, Jupiter and Antiope, -

10. FURINI Franscesco, The Birth of Rachel, -

11. BOUCHER Francois, Venus Demanding Arms from Vulcan for Aeneas, 1732

12. POLLAIUOLO Antonio del, Hercules and Antaeus, c.1478

13. RUBENS Pieter Pauwel, Jupiter and Callisto, 1613

14. BOSCH Hieronymus, Triptych of Haywain (right wing), 1500-02

15. ALLORI Alessandro, Allegory of Human Life, 1570-90

16. ODEVAERE Joseph-Denis, Lord Byron on his Death-bed, c.1826

________________________________________
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στις 22 Νοεμβρίου 2007 στο forum του Λέξημα με τίτλο θέματος: Προβληματισμοί > Ήρωες από τι είναι καμωμένοι


Για να παρακολουθήσετε τη συγκεκριμένη συζήτηση του forum επιλέξτε το link:
http://www.lexima.gr/lxm/forum/viewtopic.php?t=425
_________________________________________