«Der Schwarm» («Το Σμήνος»), του Frank Schatzing
Ο Potter, ο DaVinci, το Σμήνος και… τ’ αποδέλοιπα
Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωση του μυθιστορήματος «Το Σμήνος» του Γερμανού Φρανκ Σέτσινγκ και αισθάνομαι αδήριτη την ανάγκη να γράψω κάποια σχόλια για το βιβλίο, όχι τόσο για να κάνω μια κριτική ανάλυση του ίδιου του έργου (κριτικός λογοτεχνίας δεν είμαι εξάλλου), όσο για να εκφράσω την αγωνία μου για το αδιέξοδο του σύγχρονου μυθιστορήματος και του αγοραίου λόγου, από την οπτική γωνία ενός απλού αναγνώστη… ή, ακολουθώντας μια λιγότερο απόλυτη και δογματική στάση, να επισημάνω τη νέα τροπή που έχει πάρει η σύγχρονη λογοτεχνία.
Με τι έχουμε να κάνουμε εδώ, λοιπόν; Αντιμετωπίζουμε άλλη μια περιπέτεια μυστηρίου και φαντασίας που έτυχε ευρείας αποδοχής από το διεθνές βιβλιόφιλο κοινό και «οφείλουμε» κι εμείς να τη διαβάσουμε για να τροφοδοτήσουμε την ψευδαίσθηση ότι παραμένουμε μες στα πράγματα και τις εξελίξεις της διεθνούς λογοτεχνίας… ή μάλλον του φαινομένου: best seller. Με άλλα λόγια, «οφείλουμε» να μπούμε κι εμείς μες στο «σμήνος» των απανταχού της γης αναγνωστών και να ακολουθήσουμε την πορεία αυτού του «σμήνους», όπου κι αν κατευθύνεται.
Το φαινόμενο έχει ως εξής: Υπάρχει μια κρίσιμη μάζα «αναγνωστών της παραλίας» που μετατρέπει ένα νεοεκδοθέν βιβλίο σε best-seller για λόγους που αρχικά είναι μυστήριοι και σκοτεινοί, μα που –αν κάποιος με σχολαστική διάθεση και γνώσεις βασικής Ψυχολογίας καταπιαστεί να αναλύσει- αίφνης γίνονται όλο και πιο ξεκάθαροι και έκδηλοι υπό το φως της απλής λογικής. Στη συνέχεια έχουμε το φαινόμενο του «καταρράκτη»: η κρίσιμη αυτή μάζα που απαιτείται για τη μετατροπή ενός βιβλίου σε best-seller συνιστά τον πυρήνα και συμπαρασύρει με γεωμετρική πρόοδο και άλλους αναγνώστες σχηματίζοντας ένα συσσωμάτωμα. Το συσσωμάτωμα δρα ενισχυτικά στην προσκόλληση και άλλων αναγνωστών γύρω του και σχηματίζει έναν όγκο. Κι ο όγκος αυτός μεγαλώνει τόσο πολύ που νομοτελειακά δεν μπορεί να αυτοσυντηρηθεί και τελικά αρχίζει να διαλύεται σιγά – σιγά για να αφήσει τον αμερόληπτο χρόνο να τον χωνέψει στο διάβα του και να του προσδώσει τις πραγματικές διαστάσεις που θα έπρεπε εξαρχής να έχει.
Θα αναρωτηθεί κανείς: «Μα γιατί είναι τόσο κακό να διαβάζει κανείς κάτι που είναι στη μόδα; Εξάλλου, ακόμη και η ανάγνωση του χειρότερου βιβλίου είναι καλύτερη από τη μη-ανάγνωση». Και θα έχει δίκιο. Κανείς δεν είπε πως διαβάζοντας ένα βιβλίο όπως είναι «Το Σμήνος» χαραμίζει το χρόνο του. Τουναντίον, είναι μια ενασχόληση απείρως πιο εποικοδομητική και «ψυχ-αγωγική» από τα διάφορα shows και realities της τηλεόρασης. Υπάρχει, όμως, μια προϋπόθεση για την ορθολογική θέαση του βιβλίου αυτού (καθώς και κάθε άλλου παρόμοιας θεματολογίας): η κριτική ματιά και η μερική αποδοχή των κεντρικών ιδεών του βιβλίου. Στη διεθνή λογοτεχνία των τελευταίων λίγων ετών ζήσαμε διαφόρων ειδών μαζικές τάσεις που κατέληγαν σε υστερικές κοσμοθεωρήσεις πυροτεχνηματικής διάρκειας. Δεν θα πάω πολύ πίσω στο χρόνο, παρά μόνο όσο φτάνει με μια μικρή δρασκελιά η μνήμη μου…
Περάσαμε τη μαζική υστερία των μικρών και μεγάλων μάγων. Αναβίωση της παλιάς καλής συνταγής με καλές και σατανικές δυνάμεις, με πολύμορφα όντα που δεν μπορούν παρά να ανήκουν στην κατηγορία των νάνων, ή των γιγάντων, ή των ξωτικών ή, τέλος, των τεράτων, με όλα τα τετριμμένα αξεσουάρ των μάγων (ραβδιά, σκουπόξυλα, φλογόσχημοι σκούφοι, δοκιμαστικοί σωλήνες με κοχλάζοντα αινιγματικά υγρά, φιάλες και φιαλίδια με φωσφορίζουσες ποικιλόχρωμες ουσίες). Οι μικροί τα διάβασαν, τα είδαν στον κινηματογράφο, αγόρασαν ενθύμια των ηρώων υπό μορφή σχολικών ειδών και παιχνιδιών. Οι μεγάλοι το διασκέδασαν μειδιώντας από ευχαρίστηση για την προσωρινή αναβίωση της χαμένης τους αθωότητας. Έπειτα παρουσιάστηκε ο «αρχι-μάγος Χρόνος» που με το δικό του ανελέητο ραβδί (το μόνο πραγματικό μαγικό ραβδί σε τούτη τη ζήση) διέγραψε ένα στραφταλίζον τόξο στον αέρα και τα ξεθώριασε φυλακίζοντάς τα στη χλωμή του πάγου αδράνεια.
Έπειτα εμφανίστηκε το δεύτερο και μεγαλύτερο κύμα υστερίας, ένα πραγματικό τσουνάμι σε μέγεθος και επιπτώσεις: Η μεσαιωνική συνωμοσιολογία και ο θρησκευτικός σεκταρισμός και εσχατολογία. Κολοφώνας του φαινομένου «Ο Κώδικας Da Vinci», μια πραγματεία αποκρυφισμού άκρως δελεαστική για τον καταπιεσμένο από το Δόγμα σκεπτόμενο αναγνώστη όμοια με τη ζάχαρη για τον ινσουλινοεξαρτώμενο διαβητικό. Μικροσκοπικοί θρίαμβοι τεραστίων διαστάσεων εναντίον του θεολογικού κατεστημένου τα μυθιστορήματα αυτά. Και ποιος δεν δοκίμασε να θέσει εν αμφιβόλω την πίστη που του είχαν εμφυσήσει στο άδολο κατώφλι της ζωής του, διαβάζοντας περί Ευαγγελίου του Ιούδα και εβραϊκού αποκρυφισμού; Και ποιος δεν απέτυχε να αντισταθεί στην παρόρμηση να ρίξει μια φευγαλέα ματιά όλο ενοχές και μύχιους πόθους στην ανάστροφη πυραμίδα του Μουσείου του Λούβρου, θαρρώντας πως θα έπιανε το μάτι του κάτι, μια ελάχιστη κίνηση, μια στραφταλίζουσα επιβεβαίωση; Πόσοι, άραγε, δεν είδαν το διάσημο αυτό Μουσείο με άλλο μάτι μετά την ανάγνωση του «Κώδικα»; Τα φαντάσματα των Ιπποτών του Τάγματος του Ναού και των Ροδόσταυρων έσπρωξαν με πάταγο την ταφόπλακα που τα κρατούσε καταχωνιασμένα στα υπόγεια λαγούμια της χιμαιρικής «μυθ-ιστορίας» και ξεχύθηκαν στα επίγεια για να απλώσουν τον φασματικό τρόμο στις συνειδήσεις του σύγχρονου κόσμου. Κάποτε θα καταλαγιάσουν κι αυτά και θα κατασιγήσουν. Συμπυκνωμένα σε άκαιρα ρεύματα θα επιστρέψουν στα υποχθόνια ησυχαστήριά τους και θα κλείσουν πάνωθέ τους τη χαίνουσα ερεβώδη ρωγμή της μισάνοιχτης ταφόπλακας. Προς το παρόν η παγκόσμια ανθρώπινη συνείδηση τα διατηρεί στο προσκήνιο, ενώ η Λήθη κερδίζει συνεχώς έδαφος εναντίον τους εξαναγκάζοντάς τα σε αργή μα αξιοπρεπή οπισθοχώρηση προς την αυλαία που κλείνει.
Γιατί σιγά – σιγά και αδιόρατα τα «υποχθόνια» φαντάσματα των Σκοτεινών Αιώνων παραμερίζουν για να αφήσουν ελεύθερο το διάβα σε πιο «χθόνιες» οντότητες: στις δυνάμεις της Φύσης.
Και είναι, θαρρώ, η ώρα να αφήσουμε τη σύντομη αναδρομή στα δύο ανωτέρω ρεύματα της σύγχρονης λογοτεχνίας και να έλθουμε στο «Σμήνος». Μυθιστόρημα μαζικής καταστροφής και τρόμου. Σωστότερο θα ήταν να λέγαμε σενάριο μαζικής καταστροφής (μιας και υφολογικά συγγενεύει περισσότερο με κινηματογραφικό σενάριο παρά με λογοτεχνικό έργο). Μια ομάδα διακεκριμένων επιστημόνων συγκεντρώνεται από διάφορα σημεία της υφηλίου με σκοπό να σώσει την ανθρωπότητα από το επερχόμενο Τέλος, τον Αρμαγεδώνα όπως τον φαντάζεται η Επιστήμη και όχι όπως τον περιγράφει η Θρησκεία. Έναν Αρμαγεδώνα παρουσιασμένο και επεξηγημένο μέσα από φυσικούς, γεωλογικούς, βιολογικούς και ωκεανολογικούς νόμους, πολύ μακράν ηθικής και ψυχικής σφαίρας όπως είχαμε ως τα πρόσφατα συνηθίσει να τον αντιλαμβανόμαστε. Η νέα θεώρηση της Συντέλειας, κατανοητή και μαθηματικο-ποιημένη. Καλύτερα ή χειρότερα; Ίσως καλύτερα. Γιατί η Λογική και η Επιστήμη είναι οι σύγχρονες διαφεντεύουσες τον πλανήτη θεότητες που πήραν πραξικοπηματικά τα σκήπτρα από τη Θρησκοληψία, τη Μοιρολατρία και το Σκοταδισμό. Φυσικά, είναι άλλο να περιμένει κανείς το Τέλος φοβούμενος τον Αντίχριστο που θα έρθει επί της Γης, άλλο, πάλι, είναι να αδημονεί για την αποκάλυψη της καλά κρυμμένης, πίσω από τους συμβολισμούς και την αριθμολογία του εβραϊκού μυστικισμού, αδελφότητας των Ναϊτών που θα κυριεύσει ξανά μια Παρασκευή στις 13, φέρνοντας πομπικά στη σκηνή το Άγιο Δισκοπότηρο και την Κιβωτό του Ναού του Σολωμόντος και, τέλος, εντελώς άλλο πράγμα είναι να βάζεις κάτω τα φυσικά φαινόμενα και να τα αναλύεις για να προβλέψεις την ακριβή ημερομηνία της Έσχατης Ημέρας. Το ποια από αυτές τις τρεις προσεγγίσεις προτιμά ο καθένας είναι θέμα καθαρά προσωπικό και έχει να κάνει με τις ιδιότητες του χαρακτήρα που τον διακρίνει: θρησκευτικό πνεύμα, ρομαντισμός, ορθολογισμός. Δεν είναι κανείς σε θέση να κατακρίνει καμία από τις προσεγγίσεις αυτές γιατί, ειδάλλως, θα έπρεπε να αποκηρύξει το νόμο των πιθανοτήτων.
Εξηγεί, όμως, ικανοποιητικά ο Frank Schätzing με «Το Σμήνος» του τη συντέλεια; Έχουν επιστημονική βάση τα επιχειρήματά του; Ως ένα βαθμό ναι. Το πρώτο ήμισυ (θέλω να το τονίσω ιδιαίτερα αυτό γιατί έχει σημασία και για την περαιτέρω ανάλυση του θέματος) θα μπορούσε να είναι ένα θαυμάσιο ντοκιμαντέρ για τους ωκεανούς και το κατά πόσο επηρεάζουν τις κλιματολογικές συνθήκες του πλανήτη. Εγώ προσωπικά, διαβάζοντας αυτό το πρώτο μέρος, συνήγαγα πολλά εκλαϊκευμένα επιστημονικά πορίσματα για τον τρόπο λειτουργίας των ωκεανών, των μορφών ζωής τους, των μεγάλων τους θηλαστικών (διάφορα είδη φαλαινών, όρκες, δελφίνια κ.τ.λ.) για κοραλλιογενείς υφάλους, θαλάσσιες εξέδρες απάντλησης πετρελαίου στα νορβηγικά φιόρδ, υφαλοκρηπίδες, για τη ζωτική σημασία του Ρεύματος του Κόλπου και της βορειοαντλαντικής αντλίας στην αέναη αλληλοδιαδοχή των παγετώνιων και μεσοπαγετώνιων περιόδων και, τέλος, για τον -άγνωστο ως τα τότε σε μένα- υδρίτη μεθανίου. Στάθηκε για μένα τόσο μια πραγματική επιστημονική αποκάλυψη στα όρια της κατανόησής μου, όσο και μια οικολογική αφύπνιση (όχι, βέβαια, πως πριν καταπιαστώ με το συγκεκριμένο βιβλίο, δεν είχα την παραμικρή ιδέα για την καταστροφή του περιβάλλοντος). Έτυχε, δε, να συμβούν και δύο σύγχρονες συμπτώσεις στη διάρκεια της ανάγνωσης αυτού του πρώτου μέρους του βιβλίου: η μία ήταν ένα ντοκιμαντέρ που είδα στον τηλεοπτικό σταθμό «ΣΚΑΪ» για τις φάλαινες και τα άλλα θαλάσσια θηλαστικά και η άλλη ήταν η μεγάλη επιτυχία του Αλ Γκορ «An inconvenient truth». Τότε συνειδητοποίησα πως ό,τι διάβαζα στο βιβλίο «Το Σμήνος» ήταν απόλυτα έγκριτο από επιστημονικής απόψεως… και ένιωσα δικαιωμένος για την επιλογή μου.
Και άξαφνα και απροειδοποίητα, η εξέλιξη της υπόθεσης, ενώ όδευε στον ίσιο δρόμο, στην ομαλή και χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις λεωφόρο της επιστημονικής φαντασίας, βρέθηκε σε μια διασταύρωση, μια διχάλα δύο δρόμων και αναπόφευκτα στο δίλημμα ποιον από τους δύο να διαλέξει για να συνεχίσει την πορεία της. Και τότε, πήρε… το λάθος δρόμο.
Τα πράγματα συνέβησαν, κατά το μάλλον ή ήττον ως εξής: Η Μούσα του αγαπητού μας Φρανκ, αυτή η τρεμάμενη φασματική θεότητα που κάνει την εμφάνισή της μια φορά στην αρχή κάθε λογοτεχνικής δημιουργίας και έπειτα, καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής, προτιμά να παίζει το κρυφτούλι με τον συγγραφέα, ο οποίος, αν είναι από τους τυχερούς, τελειώνοντας το πόνημά του την ξαναθωρεί σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια, αυτή, λοιπόν, η Μούσα στα μισά της συγγραφής του βιβλίου εμφανίστηκε απέναντι στο συγγραφέα με το αρχαιοελληνικό της παράστημα και την καταυγάζουσα σεπτή λάμψη χλαμύδα της και τον κοίταξε κατάματα λέγοντάς του τα εξής λόγια:
«Αγαπητέ μου, Φρανκ. Παρ’ ότι έχω διατελέσει διαφεντευτής της παγκόσμιας λογοτεχνίας από το λίκνο της, από τότε που κανείς πλανόδιος αηδός, ή ρήτορας, ή φιλόσοφος δεν αποτολμούσε να ξεστομίσει ή να γράψει ο,τιδήποτε δίχως να με επικαλεστεί προλογικά, εσένα σε γνωρίζω πρώτη φορά, αν δε με απατά η αλάθευτη μνήμη μου. Μέχρι αυτού του σημείου σου φέρθηκα γενναιόδωρα, μην αμφιβάλλεις. Πλέον, όμως, πρέπει να σε θέσω προ του αγαπημένου μου διλήμματος: Θέλεις να είσαι συνεπής και τίμιος με το θέμα όπου καταπιάστηκες, ή λαχταράς διακαώς (όπως έκαναν, εξάλλου, και τόσοι άλλοι πριν από εσένα και όπως θα κάνουν πάμπολλοι άλλοι μετά από εσένα) να έχεις εμπορική επιτυχία; Μπροστά σου απλώνονται, ως βλέπεις, δύο δρόμοι. Ο ένας είναι κακοτράχαλος χωματόδρομος, ένα δύσβατο στενορύμι. Ο άλλος είναι η άνετη για τον οδοιπόρο συνέχεια της λεωφόρου όπου ως τώρα διάβαινες. Δε χρειάζεται να σου πω ποιος δρόμος αντιστοιχεί σε ποια από τις δύο επιλογές που σου ανέφερα πρωτύτερα… γνωρίζεις καλά. Δε σου απομένει να διαλέξεις».
Αυτά είπε η δαιμόνια Μούσα και εξαϋλώθηκε ανεπαίσθητα ως εφάνη. Και έμεινε ο κύριος Σέτσινγκ μόνος να κοιτά τους δυο δρόμους. Τότε, για καλή ή για κακή του τύχη, εμφανίστηκαν ενώπιόν του μια σειρά από συγγραφείς που βάλθηκαν να τον πείσουν με ρητορικά και άλλα δικανικά τεχνάσματα να ακολουθήσει τον ένα ή τον άλλο δρόμο. Και πάλι ο Φρανκ έστεκε αναποφάσιστος. Τη πολυπόθητη λύση στην αγωνία του την έφερε ένα μόνο πνεύμα που ήρθε και του μίλησε τελευταίο. Ήταν το πνεύμα του Νταν Μπράουν. Αυτός ο τελευταίος του μίλησε πολλή ώρα, του είπε για την επιτυχία και τη δόξα του… του τα εξήγησε όλα χαρτί και καλαμάρι, που λένε. Όταν ο Νταν εξαφανίστηκε κι αυτός όπως και όλοι οι άλλοι, ο Φρανκ είχε, πλέον, σιγουρευτεί για την πορεία που θα ακολουθούσε… και έστριψε στο φαρδύ δρόμο της επιτυχίας…
Κλείνω την παρένθεση με όσα έγιναν (ή δεν έγιναν) και συνεχίζω με την αποδιάρθρωση του δεύτερου μέρους. Του μέρους στο οποίο η επιστήμη παραιτείται υπέρ της ξέφρενης φαντασίας. Του μέρους που, αν ήταν κινηματογραφικό έργο, θα έφερε κάλλιστα τον τίτλο: «Η γλοιώδης μάζα», ή «Η γλίτσα που σκοτώνει», ή «Η βιοχλαπάτσα επιτίθεται» ή «Τα πλοκάμια του τρόμου» και που θα μπορούσε να διαφημιστεί στο Theatrical trailer της ταινίας με την παλιά καλή χολιγουντιανή συνταγή: «Σέρνεται… Τρέφεται με τα πάντα… Πλησιάζει… Δαγκώνει»… και τα παρόμοια ευτράπελα. Για να μη γίνω πολύ κακός και αυστηρός σταματώ εδώ το ντελίριο ειρωνείας. Οι επόμενες γραμμές είναι πιότερο για όσους το έχουν διαβάσει, παρά για όσους προτίθενται να το διαβάσουν.
Στο δεύτερο, λοιπόν, μέρος του μυθιστορήματος ο συγγραφέας αφήνει κατά μέρος την ως τότε πλοκή, όπου είχε επιστρατεύσει διάφορα υπαρκτά στοιχεία της Φύσης και φέρνει στο προσκήνιο ένα φανταστικό προσωπικό του δημιούργημα: «Το Σμήνος», μια συνένωση, όπως υποστηρίζει, απειροελάχιστων σε μέγεθος, μα απειράριθμων μονοκύτταρων οργανισμών (δηλαδή κυττάρων) που υπήρχαν στους πρωτο-ωκεανούς πριν την εμφάνιση του ανθρώπου στη Γη, πριν ακόμη και από το διαχωρισμό των υδρόβιων, αμφίβιων και χερσαίων οργανισμών και τον εποικισμό των ηπείρων από έμβια όντα. Υποστηρίζει δε ότι η συνένωση αυτών των μονοκύτταρων καταλήγει σε τέτοιο βαθμό συνοχής και μεγέθους που μπορεί να επισκιάσει ένα τεραστίων διαστάσεων αεροπλανοφόρο, ή να καταλάβει ένα ολάκερο ηπειρωτικό υφαλοπρανές. Αυτά τα κύτταρα δεν γηράσκουν ποτέ και συνεχώς αναδιπλασιάζονται. Έχουν τις ιδιότητες νευρικών κυττάρων που αποθηκεύουν μνήμη, καθώς και τις συσταλτικές και εκτελεστικές ιδιότητες των μυϊκών κυττάρων, έτσι που η γιγάντια μάζα της συνένωσής τους να συστέλλεται και να διαστέλλεται, να αποπλατύνεται και να σφαιροποιείται, να σκέφτεται και να αισθάνεται, να αναλύει και να αποφασίζει. Και είναι τέτοια η βιολογική της μνήμη που η ίδια και απαράλλαχτη μνήμη ενυπάρχει τόσο στη μορφή της μάζας, όσο και στο κάθε κύτταρο που αποτελεί αυτή τη μάζα ξεχωριστά. Η μάζα μισεί το ανθρώπινο είδος γιατί αισθάνεται τελευταία πως απειλείται από αυτό. Η μάζα ξέρει όλα τα τεχνολογικά επιτεύγματα του ανθρώπινου γένους γιατί κατά καιρούς έχει καταπιεί και περιεργαστεί πλοία ή αεροπλάνα που είχαν βυθιστεί σε διάφορα σημεία των ωκεανών. Η μάζα ξέρει τη μορφή και τη λειτουργία του ανθρώπινου σώματος γιατί έστελνε τα πλοκάμια της να εισχωρήσουν σε κάθε κοίλο και συμπαγές όργανο και σε κάθε ανατομικό χώρο ανθρώπων που έπεφταν πνιγμένοι κατά καιρούς στο βυθό. Εν ολίγοις, η μάζα (ή «Το Σμήνος») είναι από λογικής και επιστημονικής απόψεως απόλυτα δικαιολογημένο, όταν παίρνει μια βόμβα και επιδέξια την εκτοξεύει μες σε ένα αεροπλανοφόρο καταστρέφοντάς το ολοσχερώς και βυθίζοντάς το σχεδόν αύτανδρο.
Τελικά, ως προς την πλοκή, μένει ένα ερώτημα που πρέπει το συντομότερο να απαντηθεί για να προχωρήσουμε και σε σημαντικότερα θέματα: «Ο κύριος Φρανκ Σέτσινγκ τα πιστεύει όλα αυτά, ή απλά τα πετάει στο αναγνωστικό κοινό του που τα καταβροχθίζει λαίμαργα, όμοια όπως ο νευρικός και κακός γείτονας που ενοχλείται από τα γαυγίσματα του σκύλου του διπλανού του αποφασίζει να πετάξει σε ανύποπτο χρόνο μια φόλα για να ψοφήσει το έρμο το ζωντανό;» Γιατί όλα αυτά δεν είναι ούτε κατά διάνοια επιστημονική φαντασία. Ταιριάζουν μάλλον πιότερο σε δευτεροκλασάτη φαντασία τρόμου.
Τα κύτταρα δεν είναι κάποιοι οργανισμοί που συνενούμενοι μπορούν να φτιάξουν ένα εγκέφαλο. Ο εγκέφαλος όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο όργανο αποτελείται από ένα ή και περισσότερους ιστούς. Ο κάθε ιστός αποτελείται από ένα, δύο ή και περισσότερα είδη κυττάρων, αλλά προπαντός από εξωκυττάρια θεμέλια ουσία, αυτό που στην ιστολογία και τη βιολογία ονομάζουν ECM (extra-cellular matrix). Αυτή η εξωκυττάρια ουσία είναι που δίνει τη συνοχή, την ελαστικότητα και τη σταθερότητα ενός ιστού. Αυτή η ουσία είναι που εξασφαλίζει τη συνεχή ροή διατροφικών ουσιών στα κύτταρα και τους προσφέρει τον προσανατολισμό για την τυχόν κίνησή τους, όμοια όπως ένα τραίνο κινείται προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση πάνω σε σταθερές ράγες. Όσο καλά κι αν συνδέονται μεταξύ τους τα κύτταρα με διαφόρων ειδών διακυτταρικές συνδέσεις, δεν μπορούν παρόλα αυτά να συστήσουν κάποια ανώτερης τάξης οργάνωση αν δεν παρεμβάλλεται μεταξύ τους η θεμέλια ουσία. Ο κύριος Φρανκ, λοιπόν, παραβλέπει (σκόπιμα ή άθελά του) ένα ολόκληρο επιστημονικό κλάδο: την Ιστολογία και χρησιμοποιεί τις ημιτελείς γνώσεις του από δυο άλλους κλάδους: την Κυτταρολογία – Βιολογία και τη Γενετική. Μιλά για χρωμοσώματα και υποστηρίζει πως η μνήμη είναι κάτι που χωρά στο DNA διαμορφώνοντάς το ad hoc διαμέσου μεταλλάξεων. Πως η μνήμη υφίσταται στη υπαρξιακή σφαίρα τόσο του ενός μεμονωμένου κυττάρου όσο και ενός συνόλου πολλών συναθροιζομένων κυττάρων. Κι όμως, ο εγκέφαλος δεν είναι ένα απροσδιόριστο και άναρχο συσσωμάτωμα κυττάρων συνδεδεμένων μεταξύ τους. Είναι ένα καλά οργανωμένο σύνολο πολλών ειδών κυττάρων από τα οποία μονάχα ένα μέρος είναι τα νευρικά κύτταρα. Τα νευρικά κύτταρα, επειδή ακριβώς φέρουν την ευθύνη για τη μνήμη και τη σκέψη, δε μπορούν να διαιρεθούν, παρά συνδέονται μέσω συνάψεων σε ομάδες, έτσι που μέσα από τις νευροχημικές τους συνάψεις να μεταδίδεται ένα συγκεκριμένο μήνυμα όταν διανύει μια συγκεκριμένη διαδρομή. Αν το ίδιο ηλεκτρικό ερέθισμα που αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα μιας σκέψης, ή μιας αίσθησης πάρει άλλη διαδρομή ακολουθώντας άλλες συνάψεις, ή αν δε βρει τα νευρικά κύτταρα στη διάταξη όπου τα ήξερε, τότε δε θα είναι πια η ίδια σκέψη ή η ίδια αίσθηση, μα κάτι διαφορετικό.
Αρκετά, όμως, με την βιολογική και φυσιολογική ερμηνεία του θεμελιώδους λάθους πάνω στο οποίο εδράζεται η πλοκή του δεύτερου ημίσεως του βιβλίου. Δεν πρέπει ο αναγνώστης να παραμείνει απλά και μόνο στην πλοκή αυτού του βιβλίου γιατί κινδυνεύει να μη διακρίνει άλλα σημαντικά θέματα και παραμέτρους που σταχυολόγησα μετά το πέρας της ανάγνωσης αυτού του έργου.
Γιατί, πολλές φορές, η πλοκή είναι απλά μια πλοκή και δεν έχει τόση σημασία. Υπάρχουν, δηλαδή, φορές που ένα μυθιστόρημα είναι αριστούργημα παρότι έχει να επιδείξει μια κατά τα άλλα πολύ συνηθισμένη, τετριμμένη πλοκή, απλά και μόνο επειδή αυτή την πλοκή την παρουσιάζει με αριστοτεχνικό και απαράμιλλο τρόπο. Όμοια, υπάρχουν φορές που το θέμα ενός κλασικού βιβλίου είναι τόσο ξεκάθαρα ηθικοπλαστικό και ηθογραφικό που απαιτεί μια πλέριας απλότητας δομή για να του χαρίσει την αιωνιότητα στο λογοτεχνικό στερέωμα και να το καρφιτσώσει σαν ένα ακόμη λαμπρό άστρο στο νυχτερινό καμβά του ουράνιου θόλου της ανθρώπινης διάνοιας. Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς πόσο απλή είναι η πλοκή του «Έγκλημα και Τιμωρία» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ή εκείνη του «Μαγδαληνή Φερά» του Εμίλ Ζολά; Πόσες εναλλακτικές λύσεις θα μπορούσαν, άραγε, να έχουν αυτά τα δύο κλασικά μυθιστορήματα που φέραμε ως παράδειγμα; Και είναι τελικά αυτό ένα μειονέκτημα; Άραγε, πρέπει πάντα ο αναγνώστης να περιμένει με αγωνία την κατάληξη των διαδραματιζομένων σε ένα πρωτότυπο τέλος; Πρέπει πάντα να κρίνει ένα βιβλίο (ή κατ’ επέκταση μια κινηματογραφική ταινία) από το κατά πόσο πρωτότυπο, πρωτάκουστο, πρωτόφαντο είναι το τέλος; Είμαι της άποψης πως όχι. Υπάρχουν και άλλα πράγματα που έχουν ισάξια σημασία όταν κανείς διαβάζει. Το σημαντικότερο από αυτά είναι μια σειρά από συναθροιζόμενα στοιχεία του γραπτού λόγου που συναποτελούν αυτό που καλούμε ύ φ ο ς.
Για να γίνουμε πιο κατανοητοί, ας αντλήσουμε ένα παράδειγμα από μια τεράστια δεξαμενή ανθρώπινης έκφρασης που είναι πιότερο κατανοητή και εγγύτερη στο ευρύ κοινό: τον κινηματογράφο. Μια κινηματογραφική ταινία, εφόσον χρησιμοποιεί ως μέσα έκφρασης το λόγο και την εικόνα, μπορεί να θεωρηθεί συγγενής του μυθιστορήματος. Στον κινηματογράφο, λοιπόν, υπάρχουν πολλές διαφορετικές Σχολές. Με ένα αδρό διαχωρισμό προκύπτουν δύο κύρια ρεύματα: το Ευρωπαϊκό και το Χολιγουντιανό (δε λέμε γενικά Αμερικάνικο διότι υπάρχει και η ανεξάρτητη από το Χόλιγουντ κινηματογραφική βιομηχανία). Οι κύριες διαφορές αυτών των δύο ρευμάτων συνοψίζονται στο δίπτυχο: πλοκή και ύφος.
Μιλώντας για το πρώτο συστατικό (πλοκή) έχουμε αντιμέτωπες τις τάσεις του εντυπωσιασμού από τη μια (Χόλιγουντ) και του ρεαλισμού από την άλλη (Ευρώπη), της σεναριακής απλότητας και χρονικής δομής ενάντια στην πολυπλοκότητα και τη θεματική δομή, της μανιχαϊστικά δυαδικής αντίληψης των δυνάμεων που κυβερνούν το Σύμπαν (απόλυτα Καλό και απόλυτα Κακό) εναντίον του στωϊκού νιχιλισμού και της φαυλότητας.
Ως προς το δεύτερο συστατικό (ύφος) παρατηρούμε τη σύγκρουση των ειδικών εφέ, που εξελίσσονται αυτάρεσκα και συσσωρεύονται ως αυτοσκοπός, ενάντια στον «καλλιτεχνικό» μανιερισμό και τη φωτογραφία, την αντιπαράθεση των απλών, καθημερινών διαλόγων με μια περισσότερο θεατρική πρόζα, των λαμπερών χρωμάτων με μια παλέτα περισσότερο ωχρή, της ανάγκης για συνεχείς επεξηγήσεις υπό μορφή διαλόγων με την εύγλωττη σιωπή του βλέμματος.
Μήπως όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι; Μήπως μέσα από αυτά βλέπετε τις διαφορές της σύγχρονης λογοτεχνίας (κυρίως των best-sellers) από την παλιότερη; Χρησιμοποιώντας ως βάση και εφαλτήριο «Το Σμήνος» θα αποδομήσουμε υφολογικά τα σύγχρονα best-sellers:
Και ας ξεκινήσουμε από την αρχή, που έχει να κάνει με την περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης ενός μυθιστορηματικού ήρωα. Όταν αυτός πρωτοεμφανίζεται «επί σκηνής» περιγράφεται αδρά και μηχανιστικά. Το χειρότερο είδος περιγραφής της εξωτερικής εμφάνισης ενός μυθιστορηματικού προσώπου είναι η απαξίωση των πολυποίκιλτων επιθέτων που έχει στη φαρέτρα του ο γραπτός λόγος υπέρ της παρομοίωσης και σύγκρισης με κάποιο διεθνώς γνωστό πρόσωπο, αδίκημα στο οποίο περιπέφτει διαρκώς ο Φρανκ Σέτσινγκ (καθώς και πολλοί άλλοι σύγχρονοί του) μες στο βιβλίο του. Πόσο άδικο είναι για τον ήρωα να μη σκιαγραφείται, παρά να παρομοιάζεται με τον George Clooney, τη Jodi Foster, ή όποιον άλλο διεθνή αστέρα του Χόλιγουντ! Πόσο άδικο είναι για τον αναγνώστη να του αφαιρείται το δικαίωμα να πλάσει με τη φαντασία του την εικόνα του ήρωα και, αντ’ αυτού, να έχει εφεξής στο νου του, και καθόλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου, το γνώριμο πρόσωπο ενός κινηματογραφικού αστέρα! Θυμηθείτε, για παράδειγμα, την αριστοτεχνική περιγραφή του Κουασιμόδου από τον Victor Hugo. Είναι μια περιγραφή που ξεκινά από τα πρώτα κεφάλαια της «Παναγίας των Παρισίων» και συνεχίζει να ολοκληρώνεται, όμοια με ένα παζλ, εμπλουτιζόμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της πλοκής του έργου, εμπλουτίζοντας ταυτόχρονα και το ίδιο το έργο με τη λαμπρότητά της. Φανταστείτε τώρα τον Hugo να ξαναγράφει το κλασικό αυτό μυθιστόρημά του ενάμιση αιώνα μετά, έχοντας στο νου του μια τεράστια βάση δεδομένων από πρόσωπα πρωταγωνιστών του κινηματογράφου. Τι θα προτιμούσατε: την περιγραφή του συγκεκριμένου ήρωα όπως την έγραψε στα 1830 ή μια απλή και ξεκάθαρη παρομοίωσή του με τον Charles Laughton; Για τον σύγχρονο αναγνώστη, που η φαντασία του ξεκινά και τελευτά στις φευγαλέες εικόνες της μεγάλης οθόνης, ίσως και να ήταν προτιμότερο κάτι τέτοιο. Ίσως αυτός να είναι και ο απώτερος σκοτεινός κι ανομολόγητος σκοπός ενός σύγχρονου best-seller-ίστα: να ταΐσει το αναγνωστικό κοινό με μια ήδη μασημένη και, για τούτο, εύπεπτη τροφή και να του πλασάρει έτοιμες, δοκιμασμένες εικόνες για να τις χωνέψει. Γιατί ο σύγχρονος αναγνώστης έχει μάθει να μη σπαταλά το χρόνο του με «ανούσιες» και «άσκοπες» σπαζοκεφαλιές και ονειροπολήσεις. Προτιμά να βαδίζει πάνω στην πεπατημένη και ομαλά στρωμένη δημοσιά των ήδη εμφυτευμένων εμπειριών. Σύνωρα διευκολύνεται κατά πολύ να φαντάζεται διαβάζοντας πως βλέπει μία ακόμη ταινία στο σινεμά.
Προχωρώντας περισσότερο στην υφολογική μορφή του σύγχρονου μυθιστορήματος, παρατηρούμε πως, όπως συμβαίνει με την εξωτερική περιγραφή των ηρώων του βιβλίου, όμοια και χειρότερα, ελάχιστη σημασία δίνεται στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων τους. Οι ήρωες, επομένως, μετατρέπονται σε απλές μαριονέτες που σκοπός τους είναι να υποστηρίξουν με τις ενέργειές τους την πλοκή. Παρατίθενται και παρατάσσονται διαδοχικά για να γίνουν οι εκτελεστικοί μηχανισμοί που θα προάγουν την υπόθεση… και τίποτε άλλο. Η πλοκή μοιάζει με μια οικοδομή και όπως μια οικοδομή για να είναι στέρεα χρειάζεται αξιωματικά να στέκει πάνω σε γερές κι ακλόνητες κολώνες, έτσι και η πλοκή ενός μυθιστορήματος γίνεται τόσο πιο στέρεα όσο πιο εκτενής και ολιστική είναι η σκιαγράφηση του χαρακτήρα των ηρώων. Διαβάζοντας «Το Σμήνος», τον «Κώδικα DaVinci» και τα παρόμοια, ο αναγνώστης καταλήγει να βλέπει τους ήρωές τους ως φαντάσματα, σαν σκιές ακαθόριστες, σαν φάσματα που περιφέρονται, δρουν και αντιδρούν, μα που σκέπτονται ελάχιστα και αισθάνονται ακόμη πιο λίγα. Περεταίρω, τα διαδραματιζόμενα είναι τόσο γρήγορα και κατακλυσμιαία που δεν είναι μπορετό ακόμη και στον καλύτερο συγγραφέα να δώσει την παραμικρή έμφαση στην αλληλεπίδραση των γεγονότων με τη συνεχή αναδιαμόρφωση των ανθρώπινων χαρακτήρων. Οι ήρωες δεν επηρεάζονται από τα γεγονότα, δε μαθαίνουν, δεν αλλάζουν εξαιτίας τους. Όσο λίγο γνωρίζουν τον εαυτό τους στην αρχή του βιβλίου, την ίδια και λιγότερη αυτοεπίγνωση έχουν στο τέλος του. Ο δε αναγνώστης, αν προσπαθήσει να τους γνωρίσει και να συμπάθει μαζί τους, γρήγορα θα καταλάβει πως σ’ αυτό το μυθιστόρημα που διαβάζει ο σκοπός δεν είναι αυτός. Θα κατακλυστεί από τα γοργόπτερα τεκταινόμενα και θα συμπαρασυρθεί μαζί με τους ήρωες ως την ορμητική λύση του «δράματος» δίχως να προλάβει να αισθανθεί τίποτε ιδιαίτερο. Καθώς έχουμε όλοι επιβιβαστεί πάνω στο πλοίο του σύγχρονου μυθιστορήματος και εγκαταλείπουμε σιγά – σιγά το λιμάνι, μόλις που μπορούμε, πλέον, να διακρίνουμε το φάρο της αντίπερα όχθης που λέγεται λογοτεχνία και που στέλνει στον αιθέρα το διαθλώμενο και παραμορφωμένο αχνόφως του. Εκεί μακριά μας, στο λιμάνι εκατοντάδες υψωμένα χέρια μας κουνούν το μαντήλι του αποχαιρετισμού. Είναι οι ήρωες της λογοτεχνίας που άντεξαν στο χρόνο ως τα τώρα και που βλέπουν πια τη Λήθη να τους πλησιάζει και το έρεβός της να τους χωνεύει έναν – έναν. Είναι οντότητες πλήρεις συναισθημάτων, σκέψεων και εμπειριών, είναι αυθύπαρκτα φανταστικά όντα που ξεπήδησαν από την αιχμηρή πένα λογοτεχνικών διανοιών. Εμείς προτιμούμε να φύγουμε μακριά τους ακολουθώντας ανδρείκελα, ακατέργαστα πλάσματα, άμορφα σκιάχτρα. Κι όμως, αν δώσουμε την μέγιστη οξύτητα στο βλέμμα μας θα καταφέρουμε να διακρίνουμε ακόμη εκεί μακριά στον ορίζοντα να μας χαιρετά η Νανά με την οικογένειά της, τους Κουπώ. Θα δούμε τον Ρασκόλνικωφ, τον Ηλίθιο, την Ευγενία Γκραντέ, και πολλούς άλλους από τους παλιούς. Θα δούμε και κάποιους από τους πιο νέους, όπως τον Αντριάν Λέβερκυν, τον Ιβάν Ντενίσοβιτς, την Κάθριν Νόλαν, το Ρίκο (Εγώ) με το υπερτροφικό του όργανο (Αυτός) και εκατοντάδες άλλους, όλοι τους ολοζώντανοι, ανέγγιχτοι από το χρόνο.
Όχι, δεν πρέπει να συγκινηθούμε… θα συνεχίσουμε με ορθολογιστικό και αντικειμενικό πνεύμα, όπως ξεκινήσαμε…
Το κεφάλαιο των διαλόγων είναι ένα ακόμη μεγάλο κεφάλαιο υφολογικού χαρακτήρα. Οι διάλογοι στο «Σμήνος» καταλαμβάνουν περί τα 4/5 του βιβλίου. Βαρύνουν ποσοστιαία εις βάρος των περιγραφών. Θα έλεγε κανείς πως ό,τι θέλει να πει ο συγγραφέας, το λέει μέσα από τα φερέφωνά του: τους πρωταγωνιστές. Πολύ λίγα περιγράφονται και πολλά λέγονται. Το κάθε «φερέφωνο» μιλά εκ μέρους του συγγραφέα. Αποκαλύπτει όσα το δυνατό περισσότερα μπορεί να αποκαλύψει. Και για να μη γίνεται μονότονος, τα υπόλοιπα τα αφήνει να τα πουν οι άλλοι. Το καθένα από τα πρόσωπα του βιβλίου έχει επωμιστεί την ευθύνη να εξηγήσει στον αναγνώστη το μέρος της πλοκής που του αναλογεί. Και είναι αυτή η κατάσταση τόσο πολύ προσχεδιασμένη που αν αθροίσει κανείς τα λόγια όλων μαζί των προσώπων θα συγκεντρώσει σχεδόν ολάκερη την πλοκή, ή αλλιώς, ό,τι του χρειάζεται για να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Ο συγγραφέας, λοιπόν, δεν είναι τίμιος με τους ήρωές του. Τους εξαπολύει έναν – έναν μες στο κοχλάζον καζάνι όπου αναμοχλεύει την πλοκή και τους αναθέτει, σαν τραγικές μαριονέτες, να εξηγήσουν στον αναγνώστη, μέσα από διαλόγους και μονολόγους, για λογαριασμό του όλη την υπόθεση του έργου. Αν ο αναγνώστης δεν με πιστεύει, ας κάνει το εξής πείραμα: ας πάρει το βιβλίο και ας αποκόψει όλους τους διαλόγους από το υπόλοιπο κείμενο. Έπειτα ας τους βάλει στη σειρά και ας διαβάσει αποκλειστικά και μόνο αυτούς, αγνοώντας όλες τις υπόλοιπες περιγραφές. Τι θα έχει μπροστά του; Φυσικά, θα έχει ένα ολοκληρωμένο σενάριο του κινηματογράφου. Γιατί, ο σκοπός του συγγραφέα δεν είναι τόσο άδολος ως φαντάζει. Ο σκοπός του είναι εξαρχής η διασκευή του βιβλίου σε σενάριο και η μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, μιας κι εκεί συχνάζουν σήμερα η Δόξα και το Χρήμα. Τι να το κάνει κανείς αν γράψει απλά ένα καλό μυθιστόρημα, όταν αυτό είναι καταδικασμένο (λόγω θεματολογίας, ή τρόπου γραφής) στο να παραμείνει ένα μυθιστόρημα; Πόσοι, άραγε θα σε γνωρίσουν και θα σε δοξάσουν; Πόσα, τάχα, λεφτά θα αποκομίσεις από όλη αυτή την ιστορία; Για του λόγου το αληθές, ελάχιστα… ούτε καν αξίζει τον κόπο. Πόσο διαφορετικά μπορεί, όμως, κανείς να πράξει και πόσο διαφορετικά να σκεφτεί, όταν βλέπει ολούθε τριγύρω του τη συγγραφέα του «Harry Potter» και τον συγγραφέα του «Κώδικα Da Vinci» να δρέπουν από πολύ νωρίς τις δάφνες της Δόξας και του Πλούτου και να στρογγυλοκαθίζουν ακλόνητα στην καθέδρα της οικουμενικής συνείδησης;
«Το Σμήνος» είναι ένα σενάριο, παρά ένα ακραιφνές λογοτεχνικό έργο και για ένα άλλο λόγο: Η δομή του αναφέρεται σε ένα γεγονός και σέβεται απόλυτα τη χρονική διαδοχή. Διατέμνεται σε κεφάλαια που αρχικά είναι μεγάλα και, καθώς εντείνεται η αγωνία στην πορεία, γίνονται όλο και μικρότερα για να καταλήξουν ολιγοπαράγραφα γεγονότα που αφορούν ένα και μόνο πρόσωπο με τοπογραφική εναλλαγή. Μοιάζουν έτσι με κινηματογραφικές σκηνές που εναλλάσσονται γρήγορα όσο ένας αναπνευστικός κύκλος για να κρατήσουν κορυφωμένο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Υπάρχουν και κάποιες αναδρομές, αλλά κι αυτές είναι δίκην «flash-back». Πρόκειται για «συνταγή επιτυχίας»; Μάλλον ναι, αν αναλογιστεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο ο μέσος αναγνώστης είναι εξοικειωμένος με μια ιστορία περιπέτειας και μυστηρίου, ένα θρίλερ.
Ποιος έχει τη διάθεση, πλέον, να ριχτεί σε μια απέραντη αναδρομή για κάθε ήρωα χωριστά, σε μια κοινωνιολογική και ηθογραφική προσέγγιση της εποχής και του ιστορικού υποβάθρου όπου λαμβάνουν χώρα τα τεκταινόμενα; Πέρασε ανεπιστρεπτή η εποχή που κάποιος αναγνώστης με τάσεις «μαζοχισμού» καθόταν σε ένα καναπέ κοντά στο παράθυρο, απ’ όπου εισχωρούσε η χλωμάδα και η καταχνιά του μολυβένιου, νεφελοφορτωμένου χειμωνιάτικου ουρανού και έπιανε στα χέρια του το δερματόδετο ογκώδη τόμο του «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι, ή της «Μαγεμένης Ψυχής» του Ρομαίν Ρολλάν και βυθιζόταν αργόσχολα στα πάθη των πρωταγωνιστών και της εποχής τους. Το βιβλίο στην εποχή μας είναι αντικείμενο ψυχαγωγίας μάλλον θερινό, παρά χειμερινό. Δεν το συνδυάζουμε πια με αργόσυρτα θλιμμένα απογεύματα, αλλά με διασκεδαστικά μεσοδιαστήματα μεταξύ δροσιστικών βουτιών στο θαλασσινό νερό, σ’ αυτό το κατευναστικό χωνευτήρι των αγωνιών και των παθών ολάκερης της υπόλοιπης χρονιάς. Για τούτο και δεν επιθυμούμε να μας χαλάσει τη διάθεση και την ιλαρότητα της ελαφρότητας της ζωής μας κανένας Τολστόι και κανένας Τόμας Μανν. Ποιοι είναι, άραγε, όλοι αυτοί που προσπαθούν να διαρρήξουν την ευτυχισμένη, ακύμαντη επιφάνεια της ζωής μας και να σκαλίσουν κάτωθέ της την ίδια μας την ψυχή; Να γίνουν το λοιπόν φαντάσματα και να εξοβελιστούν από τη συνείδησή μας. Ας πάνε να κατοικήσουν στα ζοφερά ερέβη τους και στα υγρά και σκιερά κελιά τους μαζί με τα υπόλοιπα φαντάσματα του παρελθόντος.
Εμείς ζούμε στον ήλιο και λουζόμαστε από το φως της νέας μας εποχής. Καβαλάμε τα νέα ρεύματα, τις σύγχρονες τάσεις και στροβιλιζόμαστε με ιλιγγιώδεις ταχύτητες μες στην παγκόσμια ευτυχία. Χθες ανακαλύψαμε τους Μάγους, σήμερα γνωρίσαμε τους Ναΐτες και την υπόλοιπη μεσαιωνολογία και αύριο θα μας πουν για την καταστροφή του Περιβάλλοντος. Δεν έχουμε χρόνο για άκαρπες χρονοτριβές. Παρ’ ότι ζούμε κατά μέσο όρο περισσότερα χρόνια από τους προγόνους μας, εντούτοις η ζωή μας έχει σμικρυνθεί απελπιστικά. Για τούτο και δεν έχουμε χρόνο για χρονοτριβές και χρονοβόρες ενδοσκοπήσεις. Προτιμούμε τον κινηματογράφο από τη λογοτεχνία. Ακόμη κι όταν διαβάζουμε κάποιο βιβλίο, πρέπει αυτό να μοιάζει το δυνατό περισσότερο με γρήγορο και ενδιαφέρον σενάριο. Εμείς αποφασίζουμε για το ποιο έργο θα γίνει best seller.
Αλίμονο στα υπόλοιπα…
Παναγιώτης Σιμιτσής
____________________________________________
Πληροφορίες για το βιβλίο:
Τίτλος: Το Σμήνος
Συγγραφέας: Frank Schatzing
Είδος: Μυθιστόρημα
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σειρά: Συγγραφείς απ' όλο τον Κόσμο
ISBN: 9600342652
Σελίδες: 1021
Εξώφυλλο: Μαλακό
________________________________________
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στις 8 Νοεμβρίου 2007 στο forum του Λέξημα με τίτλο θέματος: Για τη Λογοτεχνία > "Το Σμήνος" του Φρανκ Σέτσινγκ
Για να παρακολουθήσετε τη συγκεκριμένη συζήτηση του forum επιλέξτε το link:
http://www.lexima.gr/lxm/forum/viewtopic.php?t=553
_________________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου